ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΠΟΛΕΜΟΥ ΚΑΙ ΕΙΡΗΝΗΣ
ΤΗΣ ΕΛΕΝΗΣ ΜΠΑΛΙΟΥ
ΣΠΥΡΟΣ ΤΖΟΚΑΣ
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΟΣ – ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ
Δεν
είναι εύκολη υπόθεση να παρουσιάσεις ένα βιβλίο. Και αυτό δεν το λέω έτσι για
να ξεκινήσω κάπως. Το εννοώ. Και εξηγούμαι..
Ο
φόβος ελλοχεύει μήπως αναζητήσεις τα μυστικά ενός έργου με μυωπικά γυαλιά ή μέσα από τους μύθους που εσύ έχεις πλάσει.
Ή και τα δύο αυτά είναι μαζί, γιατί κολλάει το ένα στο άλλο. Στην περίπτωση αυτή παραφυλάει ο κίνδυνος να
επιλέξουμε την εύκολη και ανώδυνη λύση… Έτσι και αλλιώς ο άνθρωπος διαλέγει –
επιλέγει τα καλά και ωραία και
απορρίπτει τα δυσάρεστα και τα θλιβερά.
Με
ποιον τρόπο; Σύμφωνα με τα βιώματα του. Τα μάτια του, δηλαδή, λειτουργούν σαν
διάφανες κουρτίνες, όταν τα ανοίγει, βλέπει τα πάντα, άσχημα και καλά, όταν τα
κλείνει, βλέπει ό,τι ποθεί, ό,τι ονειρεύεται, ό,τι λαχταράει.
Έτσι
και αλλιώς τα διηγήματα της Ελένης σε καλούν να ενεργοποιήσεις τη φαντασία σου, να πάρεις
νοερά θέση απέναντι στα δρώμενα, να συμμετάσχεις σε αυτά και ενδεχομένως να
φτιάξεις τα δικά σου όνειρα. Να κατασκευάσεις τη δική σου πραγματικότητα ή καλύτερα να την αναπλάσεις, μιας και τα
διηγήματα της Ελένης φέρνουν στον νου οικεία καλά ή οικεία κακά. Κάποιες φορές
λειτουργούν και σαν ποίηση, όπως "ο άγγελος με τις πατερίτσες".
Αυτό το λέω, επειδή διαβάζοντας τα διηγήματα προσπαθούσα να ενώσω τα
κομμάτια του παζλ για να συνθέσω τη φυσιογνωμία και την ταυτότητα ενός κόσμου,
μιας γειτονιάς, ενός συνοικισμού που
ήταν πίσω από το προφανές.
Εξάλλου εμείς οι Ιστορικοί έχουμε συνηθίσει να ψάχνουμε και πίσω από τον
τοίχο, με στόχο να καταγράψουμε και να ερμηνεύσουμε τις διαχρονικές συμπεριφορές, τις στάσεις και
τις φράσεις των ανθρώπων.
Εδώ
όμως είναι λογοτεχνία και κάποιες φορές
παρασυρόμαστε…. τσαλαβουτάμε στους μύθους, που μας γοητεύουν και μας ταξιδεύουν
στη γλώσσα, στον πολιτισμό, στην ιστορία με τον δικό τους φευγάτο τρόπο.
Είναι αναπόφευκτο και, ενδεχομένως, λογικό ο αναγνώστης να ταυτίζεται με
κάποια επιθυμία για την τελική έκβαση, η οποία δεν είναι άλλη από την επιθυμητή έκβαση που θέλει αυτός. Αυτή την
έκβαση που παρακολουθεί τον δικό του εσωτερικό κόσμο αρχικά και ενισχύεται από
τη δράση των ηρώων που ταυτίζονται με τις εσώτερες επιθυμίες του, αξίες,
οράματα.
Εξάλλου, το μείζον κριτήριο, κατά
την ταπεινή μου γνώμη, για το
λογοτεχνικό έργο δεν είναι η τεχνική του, η οποία βέβαια έχει τη σημασία της,
αλλά η συγκίνηση που εκπέμπει..
Έτσι
λοιπόν κάποιες φορές κάποιοι από τους
ήρωες ενός διηγήματος ενσαρκώνουν ένα είδος κάθαρσης, μια ιδεώδη λύση του
γόρδιου δεσμού που συνιστούν οι πολλαπλές δυνατές έξοδοι της ιστορίας… την
οποία ωστόσο δεν μπορείς να φανταστείς. Κάτι σαν τον εσώτερο διάλογο της Λένης
δηλαδή ή την αυτοκριτική της ή την
απολογία της. Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα:
«Ξέρεις πόσο δύσκολο είναι όμως να πας κόντρα
στη θέληση ενός συστήματος που έχει κολλήσει στο δέρμα των ανθρώπων σαν δεύτερη
φύση τους; Ξέρεις πόσο δύσκολο είναι να πεις, εγώ θα φέρω τον Αντώνη να φάει
μαζί μας, αυτό το μούργο από δίπλα, ή το γέρο που πηγαίνει κάθε χρόνο στη στάση
ανήμερα Χριστούγεννα και κάθεται στο παγκάκι της για να βλέπει τους ανθρώπους;
Ξέρεις πόσο δύσκολο είναι να ταράξεις την ηρεμία των άλλων χωρίς να
κινδυνεύσεις κι εσύ να γίνεις ένας απόβλητος; Ξέρεις πόσο δύσκολο είναι να
ζεις, όντας απόβλητος; Φτωχή υπήρξα για πάρα πολλά χρόνια, αυτό αντιμετωπίζεται
και τώρα είμαι πιο φτωχή από ποτέ. Το απόβλητος, δεν παλεύεται. Πρέπει να έχεις
στομάχι από ατσάλι και μυαλό από κρασί, χασίσι, όπιο κι ότι σκατά βοηθάει για
να μη το σκέπτεσαι. Δεν παλεύεται το πούστικο. Σκέψου τώρα να εξαρτάσαι κι εσύ
από την τσέπη κάποιων άλλων και να θέλεις να τους κουβαλήσεις κι έναν Αντώνη,
επειδή ακριβώς τώρα που δεν μπορείς, σε έπιασε εσένα η κρίση της ανθρωπιάς σου.
Γίνεται; δεν γίνεται. Τι να λέμε τώρα..»
Με
αυτά και με αυτά βρίσκεσαι και συ μέσα
στην πλοκή. Και τότε αρχίζουν τα δικά σου πάθη. Έτσι και εγώ. Συμπάθησα τον
Αντώνη, συγκινήθηκα με την πρίμουλα του Μάρκου, επέτεινε τη θλίψη μου το
ημερολόγιο της Άννας, ανάμιξε τα συναισθήματα μου η νέμεσις για το good
παιδί, εντυπωσιάστηκα από την ζωή της Χαρούλας και του Σάκη, με εντυπωσίασε η
ιστορία της κυρίας Ευγενίας με τις παρελάσεις, αγωνιούσα για την τύχη της
Σούλας και ανακουφίστηκα με την ιστορία της πρόκας και θύμωσα με την ιστορία
του Αντώνη. Ξαναέζησα, όμως, τις ιστορίες με τα χαμένα δικά μας παιδιά, τα
παιδιά της Καισαριανής, από όπου και παραθέτω:
«Ο Παρασκευάς, ο Πάκης, ο Πέτρος, η Ελένη, ο
Στέλιος, ο Κούλης. Παιδιά που δεν μεγάλωσαν πνευματικά κι έζησαν δίπλα σε
ανθρώπους που ανέλαβαν να παίξουν το ρόλο του γονιού. Πολλές οικογένειες πήραν
παιδιά από τα ιδρύματα, μ' ένα πρόγραμμα μηνιαίας επιδότησης για τη συντήρησή
τους. Άλλα ήταν τυχερά άλλα όχι. Γνώρισα μερικά από αυτά αφότου ήρθα στην πόλη
αυτή. Τα γνώρισα χαρούμενα και περιποιημένα και σίγουρα αυτά, είχαν καλούς
γονείς Μπορούσες να τα πεις και τυχερά μέσα στην ατυχία τους. Και ύστερα η τύχη
τους τελείωσε.»
Οι
ήρωες των διηγημάτων της Ελένης δημιουργούσαν
κάποιες φορές την εντύπωση μια
διπλής και αντιφατικής τάσης: Από τη μια, σαν να αποτελούν μια κραυγή εξέγερσης, να κάνουν μια ρωγμή
στην κοινωνική τάξη, να διεκδικούν μια άλλη ζωή ή να αποκαλύπτουν την
πραγματική, να αφήνουν την οργή και την αγανάκτηση να ξεσπάσουν κι από την
άλλη, χάρη σε μια ήρεμη προδιάθεση καθησυχάζουν
τον άνθρωπο και τον συμφιλιώνουν
με την κοινωνία. Κάτι σα το «ραντεβού στη Βιέννη» που μου θύμισε κάπως και το
«Ενυδρείο» του αείμνηστου Κώστα Μουρσελά.
Αναπόφευκτα δίπλα στα πάθη,
βγαίνουν στην επιφάνεια μαθήματα ζωής, ανθρώπινες αξίες και στάσεις ζωής..
γενναιοψυχία, θάρρος, ευγνωμοσύνη, οίκτος, συμπόνια, αλληλεγγύη, ενοχές….
δηλαδή όλα τα συστατικά του πολιτισμένου, του ανθρώπινου βίου… και όλα αυτά ανακατεμένα με αβεβαιότητες,
απρόοπτα, νοσταλγία, μοναξιά, αλλά και ανθρώπινη επαφή, πίστη, αλλά και
απελπισία, και κυρίως έρημος, κυριολεκτικά και μεταφορικά, η ανθρώπινη έρημος
στον απέλπιδα αγώνα της για μια έστω μικρή όαση ευτυχίας και ελευθερίας.
Και η Ελένη το πλάθει με τις σωστές λέξεις αυτό τα
συναίσθημα. Παραθέτω:
«Υπήρχαν
οι εχθροί της ελευθερίας κι απέναντι εμείς. Με ελευθερία ντύθηκαν κι αυτοί που
εκτέλεσαν το όραμά μας. Όπως πάει, θα πείσουν τα παιδιά μας πως για τη δυσχερή
θέση τους, φταίνε οι δικές μας αξιώσεις. Και θα τα ρίξουν στο κυνήγι ενός
ανύπαρκτου θησαυρού όταν τα δικά τους, ανιστόρητα θα χαίρονται καμαρώνοντας για
την τάξη τους, ξεκοκαλίζοντας τις περιουσίες που οι γονείς τους έκλεψαν. Τα
βλέπω ήδη που παρκάρουν τ’ αμάξια τους για να πάνε στο Χάραμα. Η σχέση τους με
την ιστορία αρχίζει και τελειώνει στην είσοδο ενός νυχτερινού κέντρου. Και στην
ηρωική μας πλατεία καταφθάνουν από την Κηφισιά για να φάνε στα ψαράδικα που η
τσίκνα τους σκέπασε τα πάντα.»
Ο
χώρος της Ελένης μυρίζει Καισαριανή από αγάπη για το δικό της χώρο τον
οργανώνει, τον εξοπλίζει και τον γεμίζει κατά τις δυνατότητες και τις ανάγκες
της προσωπικότητας της. Δεν αποβλέπει ούτε να τον ανανεώσει ούτε να τον
ωραιοποιήσει. Σκοπεύει να δώσει αναγνωρίσιμες αλήθειες μέσα στο χώρο αυτό, όχι
μόνο ατομικές αλλά και συλλογικές. Μερικές φορές και πικρές, όπως αυτή που
παραθέτω:
«Γύρισα ανυπόμονη τις σελίδες του
ημερολογίου μην ξέροντας σε ποια να
σταματήσω και τα μάτια μου έπεσαν σε μια φράση που με κράτησε. «Θα έρθει μια
μέρα που ακόμα και οι τρύπες από τα όπλα στους τοίχους της Καισαριανής δεν θα
σημαίνουν τίποτα για τις νεότερες γενιές. Θα έρθει μια μέρα που και η ίδια η
Καισαριανή δεν θα είναι παρά ένα ασήμαντο πέρασμα για το κέντρο, μια ασφυκτική
γεμάτη πολυκατοικίες μικροαστών γειτονιά που θα συναγωνίζεται την Κυψέλη. Και
τότε αγάπη μου η φωνή σου θα σβήσει. Τότε θα έρθω να σου κάνω παρέα μ’ ένα
μπουκέτο πρίμουλες στα χέρια»
Από
την άλλη πλευρά…. η Καισαριανή της χάρισε το ωραίο ταξίδι, την αγκάλιασε και
της έδωσε αφειδώς το υλικό και την
έμπνευση. Σημεία αναφοράς αυτής της
συνάντησης ήταν: τα σοκάκια της
γειτονιάς, τα πλινθόκτιστα, οι άνθρωποι. Στα χνάρια αυτά αναζήτησε τον
δρόμο. Η συνοικία έχει τελικά, μια
αμφίδρομή και παράλληλη σχέση με την πορεία της ζωής της Ελένης, ιδεολογική και
βιολογική.
Τα
διηγήματα της δηλαδή συνδέονται με την
ιστορία και τη φυσιογνωμία της Καισαριανής, την ιστορία που πλανάται παντού και
βρίσκεται στο κάθε κομμάτι της. Μια ιστορία που διαπλάθει το χαρακτήρα μας και
διαμορφώνει τη συνείδηση όλων μας. Την ιστορία αυτή αντιμετωπίζει με σεμνότητα
και σεβασμό και μια αιτιολογημένη πικρία. Παραθέτω το απόσπασμα από το διήγημα
«Καισαριανή αγάπη μου»:
«Η Καισαριανή της «αντίστασης» βάλλεται τώρα,
από μια ύπουλη και παραπλανητική επίθεση του «εκσυγχρονισμού», η ταλαιπωρημένη
πόλη γονατίζει. Η λέξη «πολιτισμός» την έβαλε μπροστά σε σκέψεις. Πολιτισμός
που γυρνάει την πλάτη στην ιστορία; που ξηλώνει τις τοιχογραφίες της παλιάς
ταβέρνας; Τις πασχαλιές των τετραγώνων, τα γαρύφαλλα και τα ζουμπούλια, τις
αναμνήσεις και την χαμογελαστή καλημέρα των ανθρώπων; Ψηλαφίζω τους τοίχους. Τη
νοσταλγία των βλεμμάτων. Χτυπάω τις πόρτες και πιάνω κουβέντα με τους τελευταίους
παππούδες. Καισαριανή, κράτα! Το παιδάκι που χτυπάει την μπάλα στον
μισογκρεμισμένο τοίχο, ξυπνάει τις παλιές φωνές του τετραγώνου.»
Εκεί
γύρω κατοικοεδρεύουν και τα δικά μας παιδικά όνειρα Ελένη, εκεί και οι
προσδοκίες μας, εκεί και οι αναμονές μας. Παραφράζοντας λίγο τον μπάρμπα Γιάννη
τον Μακρυγιάννη θα έλεγα: Καισαριανή να θυμάσαι εσύ αυτούς όπου, δια την τιμήν και
την λευτεριά σου, δεν λογάριασαν θάνατο και βάσανα. Κι’ αν εσύ τους
λησμονήσεις, θα τους θυμηθούν οι πέτρες και τα χώματα, όπου έχυσαν αίματα και
δάκρυα. Πολλά δάκρυα που αλμύρισαν τη Θάλασσα. Σαν και αυτή την ιστορία Ελένη… «Κάποτε ένας
γέροντας είχε γείρει και παρατηρούσε με
ιδιαίτερη αφοσίωση τον ντερέ που
περνούσε από τα πόδια του. Τα νερά του
πήγαιναν προς τη θάλασσα. Ένας περαστικός είδε την σκηνή αυτή και
απόρησε. Τον πλησίασε και τον ρώτησε: - Τι παρατηρείς γέροντα με τόση περίσκεψη
–και ο γέροντας του απάντησε ότι παρατηρεί το νερό που πηγαίνει αργά-αργά προς
τη θάλασσα. Στην πορεία αυτή το νερό γίνεται αλμυρό…… ξέρεις γιατί; Από τα
δάκρυα των πονεμένων ανθρώπων, που πέφτουν σ’ αυτό. Η θάλασσα που μας δίνει
τόσες χαρές, κρύβει και τόσο πόνο. Κρύβει και τον πόνο της προσφυγιάς. Η αλμύρα
της θάλασσας προέρχεται και από τα δάκρυα των κατατρεγμένων.»
Η
Ελένη τελικά είναι μια αφηγήτρια Ιστοριών,
καθημερινών ιστοριών. Ακούραστη και με εξαιρετικό ταλέντο αφήγησης. Και έτσι απλά αναδύεται η εικόνα μιας μικρής
κοινωνίας, που κυριαρχεί η ξενοιασιά των παιδιών, η φτώχεια, η αστείρευτη
φαντασία των γυναικών να φροντίσουν την οικογένεια και η περηφάνια των μεγάλων,
οι οποίοι με καρτερία, σεμνότητα, εργατικότητα και αλληλεγγύη αντιμετωπίζουν
τις δυσκολίες της ζωής. Αυτές οι νοσταλγίες συντηρούν και δίνουν
αξία στη ζωή των ανθρώπων. Τέτοιες ιστορίες
αναπλάθει και η Ελένη. Όλα αυτά που
ζήσαμε, όλα αυτά που ακούσαμε και όλα αυτά που δεν ζήσαμε, αλλά τα
ονειρευτήκαμε.
Πολλές ιστορίες που είχαμε ακούσει ή διαβάσει τις κρύες νύχτες του
χειμώνα έρχονται πάλι και πάλι ευφρόσυνες ή γλυκύπικρες, όπως ακριβώς και η
γειτονιά μας, με το μεγάλο και το μικρό, με την ευγνωμοσύνη και την αχαριστία,
με το μεγαλείο και τη μικροψυχία, με τη δύναμη και την αδυναμία, με το όνειρο
και τον εφιάλτη.
Εξάλλου, δεν είναι και εύκολο να καταλάβεις αυτόν τον τόπο. Και είναι
ακόμα δυσκολότερο να τον εξηγήσεις. Πρέπει να πλησιάσεις αρκετά, σε απόσταση
ανάσας, να γνωρίσεις τους ανθρώπους στα εύκολα και στα δύσκολα, στη ζωή και στο
θάνατο. Θα πρέπει να παρακολουθήσεις τα βιώματα και να τα δέσεις με το
παρελθόν. Δεν μπορούν να γίνουν αυτά από επισκέπτες, από ξένους, από
αδιάφορους.
Ο
κόσμος αυτός πάλεψε, επιβίωσε, δέθηκε με το νέο του τόπο, καθώς ο ένας
βοηθούσε τον άλλο. Όταν, όμως, άρχισαν να στρώνουν τη ζωή τους, να τραγουδούν,
να διασκεδάζουν, εμφανίστηκε και πάλι η φρίκη του πολέμου. Δεν λούφαξαν.
Αντίθετα μπήκαν στην πρώτη γραμμή για την υπεράσπιση της πατρίδας. Και ύστερα η
κατοχή, η συμμετοχή στην εθνική αντίσταση, η οδύσσεια ενός λαού. Και μετά ο
εμφύλιος πόλεμος. Μοίρα των αγωνιστών, των επαναστατών η φωτιά που φωτίζει το
μέλλον.
Η
μεταπολεμική Ελλάδα όχι μόνο δεν επιβραβεύει την ηρωϊκή συνοικία αλλά την
τιμωρεί σκληρά με διώξεις, τρομοκρατία, φυλακίσεις, εκτοπίσεις, εκτελέσεις. Οι
δοσίλογοι – συνεργάτες των Γερμανών και πάλι στον αφρό. Οι αγωνιστές που
πολέμησαν τους Γερμανούς στο στόχαστρο. Η «Ασφάλεια»,
η τρομοκρατία, οι φυλακίσεις, οι εξορίες. Στο στόχαστρο η Καισαριανή, οι
συνοικίες της αντίστασης. Εντάξει
η λογοτεχνία λένε ότι φλυαρεί πάνω στα
συντρίμια, ως αφ’ υψηλού θέαση της «πραγματικής» ζωής. Όμως όταν το έδαφος
τρίζει συθέμελα καλούμαστε να απαντήσουμε με τους όρους εκείνης της ηθικής που
περιέχει το παρόν ως το άνθος του μέλλοντος.
Αυτό επισημαίνει και η Ελένη. Παραθέτω:
«Προσπαθώ να συνεφέρω το διαλυμένο μου σώμα, για να ανασάνει μέσα του η
«ελεύθερη» σκέψη μου και ο «μέσα» μου εαυτός. Αλλά υπάρχουν και δυσκολότερα. Τότε
μαθαίναμε τα νέα καθυστερημένα. Γι' αυτό ήμασταν σίγουροι πως έχουμε μια
ελεύθερη σκέψη κι έναν μέσα εαυτό. Ένα σωρό πόλεμοι είχαν γίνει κι εγώ ήξερα
μόνο για την πείνα στην Αιθιοπία. Τ’ αφεντικά βλέπεις είναι παντού. Μεγάλα,
μικρά, τι σημασία έχει. Και οι Σούλες σκοτώνονται μεταξύ τους όταν δεν της
σκοτώνουν ή αυτοκτονούν, για μια θέση στην πιάτσα, για μια δόση απλήρωτη, για
μια ζωή διαλυμένη και βολική ως έχει, την ίδια στιγμή που ο κόσμος γκρεμίζεται
μαζί τους, και το τραγούδι μένει πάντα στη μέση. "Φύγε φύγε όσο έμεινε
καιρός"»
Η
Ελένη στα όνειρα της έχει βάλει πανί για να τα βλέπει σαν οθόνη κινηματογράφου.
Και ονειρεύεται και αγαπάει τόσο τη ζωή.
Επειδή, όμως η ζωή δεν είναι όπως το παραμύθι και το σινεμά, συνέχισε να γράφεις Ελένη… το έχουμε ανάγκη….
γιατί, όπως και ο
Γ. Σεφέρης λέει
«Ο τόπος μας είναι κλειστός. Τον κλείνουν
οι δυο μαύρες Συμπληγάδες. Στα λιμάνια
την Κυριακή σαν κατεβούμε ν’ ανασάνουμε
βλέπουμε να φωτίζονται στο λιόγερμα
σπασμένα ξύλα από ταξίδια που δεν τέλειωσαν,
σώματα που δεν ξέρουν πια πώς ν’ αγαπήσουν.»
Συνέχισε να ανοίξουμε αυτόν τον τόπο…. να συνεχίσουμε τα ταξίδια..να μάθουμε να
αγαπάμε, έστω και τώρα, να ελπίζουμε. Εξάλλου, όπως και ο Κοέλιο γράφει: «Το
μόνο πράγμα πού με κρατά ζωντανό είναι η ελπίδα. Έρχεται κοντά μου κάθε
πρωί. Τραυματίζεται βαριά κατά την διάρκεια της ημέρας και πεθαίνει αργά το
βράδυ. Ξαναγεννιέται όμως κάθε ξημέρωμα...»
Τελειώνω με κάποιους στίχους της Κατερίνας Γώγου που νομίζω ότι σου
ταιριάζουν Ελένη:
«Ένα πρωί θ’
ανοίξω την πόρτα
και θα βγω στους δρόμους
όπως και χτες.
Και δεν θα συλλογιέμαι παρά
ένα κομμάτι από τον πατέρα, από τη μητέρα
κι ένα κομμάτι από τη θάλασσα
και τη συνοικία που αγάπησα.
Και τους φίλους μας που χάθηκαν.
Ένα πρωί θα ανοίξω την πόρτα
ίσα ολόισα στη φωτιά
φωνάζοντας «φασίστες!»
στήνοντας οδοφράγματα και πετώντας πέτρες
μ’ ένα κόκκινο λάβαρο
ψηλά να γυαλίζει στον ήλιο.
Ένα πρωί θ’ ανοίξω την πόρτα
με τ’ όνειρο της επανάστασης
και το
χαρακτηρισμό –μην τους πιστέψεις!»
Να το διαβάζετε το βιβλίο......