herinna
Tuesday, October 22, 2024
Περιμένοντας τον μπακλαβά
Monday, September 30, 2024
so it's time
because you know I still do too.
Saturday, September 28, 2024
Φαιά ουσία
Υποκλίνομαι στις γενναίες ψυχές
που τίμησαν το δώρο της εικόνας τους
από την έκπτωτη θεότητα
του ερωτά τους.
Υποκλίνομαι στους αμετανόητους
που πίστεψαν στο προσωπό του
και από δειλία δεν πυρπόλησαν
την φαιά του ουσία.
Στους μάρτυρές
που την πυρά επέλεξαν
κατόπιν ομολογίας.
Υποκλίνομαι στους απόκληρους
κι αποδιωγμένους
για χάρη μιας στιγμής που άξιζε
όσο μια ολόκληρη ζωή.
Και οι προβολές της θύμησης
δια μέσου των εικόνων
ομολογία έμμεση μιας ένοχης σιωπής,
μίζερες όσο μιας κακής άθλιας μίμησης,
δεν θα σκλαβώσουνε καρδιά
ούτε δια μέσου των αιώνων.
Thursday, August 22, 2024
Ό,τι μένει
Όταν τα πετάγματα του έρωτα τελειώνουν
και τα όνειρα γίνονται εφιάλτες
αυτό που εύχεσαι είναι
να μη γυρίσει ο χρόνος πίσω
εκδικητικά ν' αλλάξει τα πρόσωπα.
Αν ξέρεις να εκτιμάς τα δώρα
αν δεν είσαι αχάριστος
Ας κάνει ο άλλος ότι θέλει
έτσι κι αλλιώς, τίποτα δεν μπορεί
να σου πάρει πίσω
και τίποτα δεν είναι ικανός να πετάξει
από αυτά που κόλλησαν σαν πεταλίδες
στην ψυχή του.
Κι ας τον φαγουρίζουν ενοχλητικές
κι ας ξύνεται.
Μη σε πτοούν οι φανφάρες
της απόρριψης
Είναι το ίδιο αληθινές
όσο και το μίσος ενός πιτσιρικιού
που σε κλωτσάει
γιατί σταμάτησες να το αγκαλιάζεις.
Friday, August 16, 2024
Thursday, August 15, 2024
Τα κλαυθμυρίσματα
Αν θέλεις ν' ακούσεις μουσική παρηγοριάς
βάλε το Karmina Burana
Την Πέμπτη ή την Ενάτη του Μπετόβεν
την κιθάρα του Gary Moore τους Zeppelin
βάλε τον δρόμο του Havasi
ή τα καυκάσια της Loreena mcKennitt,
και μη χύνεσαι στα πατώματα με τους στίχους
των λαϊκών
που σπάνια η αλήθεια τους
συναντιέται με τη δική σου.
Όσο κι αν βολεύει το ψέμα τους
δεν ξεγελά κανέναν
και οι γονείς και οι παππούδες σου
μόνο την προδοσία των άλλων τραγουδούσαν
για τη δική τους ποτέ δεν αγάπησαν στίχο και ήχο.
Τι φταίμε κι εμείς να υπομένουμε
τα κλαυθμυρίσματα "θυμάτων", ερωτοπροδομένων
κι ενώ γνωρίζουμε αναμφίβολα και τους θύτες.
Saturday, July 20, 2024
ο χορός
σαν αχ, ισουίτης
στα καταγώγια της θρησκείας
με τα κεριά της λατρείας μου
καμμένα.
Κι όταν επάνω ενωθώ με τον καπνό
αυτόν που ακόμα υψώνεται
αποζητώντας τη λευκή του σύσταση
Σα
Να
Χύμα στιβαγμένα τα
Ιστία
Σαθρού πλεουμένου
Ουρές από ξέφτια ανεμίζουνε
Ίσως γιατί νομίζουν πως έγιναν σημαίες.
Και θέλω ν' αλλάξει σε λευκό
αυτός ο μαύρος καπνός
αλλά
θα χαθεί των κεριών η μυρωδιά.
σα να μη θυσίασα ποτέ
σε έναν Θεό
ή σαν να μην ποτέ γεννήθηκα
θα περνούν όπως περνούν
οι μέρες
οι μήνες
και γερασμένος ο χορός
θα λέει όπως λέει
πάντα
το ίδιο γερασμένο τραγούδι.
Thursday, July 18, 2024
Εξορία 2
Σε γνωρίζω από την όψη
και τη διάφανη φλόγα
που τελετουργικά
κατεβάζεις στα τρίσβαθα
γουλιά γουλιά
να πνίξεις
τον καταδότη της ματιάς σου
Σε γνωρίζω από την όψη
γουλιά γουλιά
όταν γιορτάζεις την αγάπη
που κολυμπάει γυμνή στο ποτήρι σου
Και πάνω στο όστρακο
του εξοστρακισμού
διαβάζεις τ' ονομά σου.
Τι ανελέητος οδοστρωτήρας ψυχής
η έννομη ευτυχία!
Thursday, July 11, 2024
Της εξορίας
Οι άνθρωποι που διώχτηκαν
δεν πεθαίνουν απαραίτητα
στην εξορία
Μπορούν ακόμα και να ευτυχήσουν
όταν οι συνθήκες τους το επιτρέψουν
ή όταν οι ίδιοι αποδεχτούν τη μοίρα τους.
Μη με ρωτήσεις πόσο ευτυχισμένοι
τους έχω δει να χαμογελούν
και να χαίρονται τις φωνές των παιδιών
την απλωσιά των αστεριών στο στερέωμα
τον γαλακτώδη ποταμό τ' ουρανού
που ξανοίγεται σε άλλους ουρανούς
τους έχω δει διψασμένους να χαίρονται
αχόρτταγα το νερό από μια λακούβα
και γέροντες πια να ευγνωμούν
που τόσα αξιώθηκαν να μάθουν
σε αποζημίωση μιας πατρίδας χαμένης.
Αν και
ποτέ δεν ξεχνούν
πως βρίσκονται μακριά της
Και οι εξορισμένες αγάπες δεν παθαίνουν επίσης
που ζουν και μετά το θάνατο των θνητών
και επίσης δεν ξεχνούν ποτέ.
Κι αυτές μαθαίνουν να φωτίζουν τις μέρες τους
να κολυμπάνε στα δροσερά νερά της λίμνης που γέννησαν
να αγκαλιάζουν
να θεραπεύουν και να θερππεύονται
και αιώνια να υπάρχουν ατενίζοντας
τα ψηλά τείχη των κάστρων που κάποτε
μέσα τους έζησαν.
Μερικές φορές περπατούν από κάτω
μαζεύοντας τα σπασμένα αντικείμενα
που πετάχτηκαν από μέσα.
με την κρυφή ελπίδα πως ίσως
καταφέρουν μια μέρα να τα επιστρέψουν
επιδιορθωμένα.
Ή απλά και μόνο
γιατί μόνο αυτό μπορούν να κάνουν
να ξαναχτίζουν από την αρχή
τα όμορφα που σπάσανε
με τα ίδια τα χέρια τους
οι έγκλειστοι
αρνητές των ονείρων
που τις εξόρισαν.
Thursday, June 6, 2024
αίεν αριστεύειν
Και διαπερνούν τα μάτια μου
τις πτυχές
της αυλαίας
Η ρευστοποίηση της ευτυχίας
έγινε μέταλλο σκληρό
πάνω στα δόντια.
Κραπ κρουπ
χτυπήθηκε πάνω του
το κεφάλι της Νίκης
για να γίνει χρώμα
διαλυμμένο στο στόμα.
Το αυθεντικό χρυσό
έγινε ναύλος στα μάτια
της αγάπης.
Thursday, May 23, 2024
Σημεία των καιρών
Φωνάζει ο κλέφτης να φοβηθεί ο νοικοκύρης
οι προδότες παριστάνουν τους πατριώτες με σημαίες και ταμπούρλα
οι ψεύτες μιλούν παντού για ειλικρίνεια
οι επίορκοι διατυμπανίζουν την αξία του όρκου
και οι δειλοί βολεύονται στους θεσμούς της καταστολής τους.
Σημεία των καιρών
Την παραγωγή και εκφορά της σκέψης έχουν αντικαταστήσει
προκατασκευασμένες πινακίδες
Για αλήθεια, για πίστη, για θάρρος, για αγάπη
για ανθρωπιά, για δίκιο, αν ψάξεις στο ίντερνετ θα βρεις
την πινακίδα που σου ταιριάζει.
Σίγουρα όχι αυτήν που σου αξίζει.
Σημεία των καιρών.
Wednesday, May 22, 2024
ΕΛΕΝΗ
Αυτός είναι ο τρόπος που διάλεξαν κάποιοι για να ευχηθούν στις εορτάζουσες σήμερα και σε μένα.
Και ναι, όλα αξίζουν τον κόπο όταν η ψυχή δεν είναι μικρή.
Όταν αντί για χαιρέκακα γεμάτα εμπάθεια, μίσος και ρατσισμό αστεία,
γράφει ποιήματα για την αγάπη και την αποδοχή.
Όσο για την Ελένη, την Ελένη της τροίας, καλά και τον άφησε τέτοιος κόπανος που ήταν. Άνοιξε το δρόμο με την επαναστατική της αυτή πράξη, στις γυναίκες διαχρονικά να την καπανούν από την καταπίεση, και την κακοποίηση. Καιρός ν αποκατασταθεί λοιπόν τ' ονομά της.
*Κύριο όνομα η Ελένη, ναυαρχίδα κάθε γυναικείου ονόματος αφού μέσα του κουβαλάει τον ήλιο, την γυναικεία επανάσταση, την αγάπη, τον έρωτα, την τόλμη και γεννήθηκε πολύ πριν τους αγίους και τις αγίες. Γράφεται λοιπόν πάντα με κεφαλαίο, γελοίοι "Μενέλαοι" απανταχού.
ΕΛΕΝΗ
Τα πεντακόσια εξήντα χέρια
Monday, May 20, 2024
Αστόρια
Αστόρια
Δαχτυλίδια οι κύκλοι της ζωής
και μέσα τους οι πατρίδες που για πάντα
αφήνουμε πίσω.
Συχνά είναι αδιάφορα μέρη που έζησες
γιατί δεν είχες τρόπο να πας αλλού
κι αυτό που σε κάνει να τις νοσταλγείς
είναι όλα εκείνα που έχασες μέσα τους
τις ώρες που ονειρευόσουν το αύριο.
η Αστόρια δεν είναι πια εκεί.
Στη θέση της μια άλλη πόλη έχει ξεφυτρώσει
καινούργιο περιβάλλον, άνθρωποι
όνειρα, άλλη πατρίδα αυτή αλλονών.
Πάνω στα κάγκελα μιας μάντρας
σκισμένη σημαία
το μέλλον που ονειρεύτηκα
άδειο από τα μάτια
που θα μ' ακολουθούσαν παντού
και για πάντα
Το χθες όμως είναι γεμάτο από αυτά
και μέσα του, σε όλο της το μεγαλείο
ξαναστήνεται μπροστά μου η Αστόρια
ζητώντας την ευκαιρία
που ποτέ δεν της έδωσα.
Thursday, May 16, 2024
Σήμερα ένα φως ταξιδεύει στην πηγή του
Wednesday, May 1, 2024
1η Μαϊου
1η Μαίου
1η Μαίου
Τραγούδια, φωνές, μυρωδιές
αόρατα που σκόρπισαν στις γειτονιές
Thursday, April 25, 2024
Η κριτική του Ιστορικού, συγγραφέα Σπύρου Τζόκα για το βιβλίο "ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΠΟΛΕΜΟΥ ΚΑΙ ΕΙΡΗΝΗΣ"
ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΠΟΛΕΜΟΥ ΚΑΙ ΕΙΡΗΝΗΣ
ΤΗΣ ΕΛΕΝΗΣ ΜΠΑΛΙΟΥ
ΣΠΥΡΟΣ ΤΖΟΚΑΣ
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΟΣ – ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ
Δεν
είναι εύκολη υπόθεση να παρουσιάσεις ένα βιβλίο. Και αυτό δεν το λέω έτσι για
να ξεκινήσω κάπως. Το εννοώ. Και εξηγούμαι..
Ο
φόβος ελλοχεύει μήπως αναζητήσεις τα μυστικά ενός έργου με μυωπικά γυαλιά ή μέσα από τους μύθους που εσύ έχεις πλάσει.
Ή και τα δύο αυτά είναι μαζί, γιατί κολλάει το ένα στο άλλο. Στην περίπτωση αυτή παραφυλάει ο κίνδυνος να
επιλέξουμε την εύκολη και ανώδυνη λύση… Έτσι και αλλιώς ο άνθρωπος διαλέγει –
επιλέγει τα καλά και ωραία και
απορρίπτει τα δυσάρεστα και τα θλιβερά.
Με
ποιον τρόπο; Σύμφωνα με τα βιώματα του. Τα μάτια του, δηλαδή, λειτουργούν σαν
διάφανες κουρτίνες, όταν τα ανοίγει, βλέπει τα πάντα, άσχημα και καλά, όταν τα
κλείνει, βλέπει ό,τι ποθεί, ό,τι ονειρεύεται, ό,τι λαχταράει.
Έτσι
και αλλιώς τα διηγήματα της Ελένης σε καλούν να ενεργοποιήσεις τη φαντασία σου, να πάρεις
νοερά θέση απέναντι στα δρώμενα, να συμμετάσχεις σε αυτά και ενδεχομένως να
φτιάξεις τα δικά σου όνειρα. Να κατασκευάσεις τη δική σου πραγματικότητα ή καλύτερα να την αναπλάσεις, μιας και τα
διηγήματα της Ελένης φέρνουν στον νου οικεία καλά ή οικεία κακά. Κάποιες φορές
λειτουργούν και σαν ποίηση, όπως "ο άγγελος με τις πατερίτσες".
Αυτό το λέω, επειδή διαβάζοντας τα διηγήματα προσπαθούσα να ενώσω τα
κομμάτια του παζλ για να συνθέσω τη φυσιογνωμία και την ταυτότητα ενός κόσμου,
μιας γειτονιάς, ενός συνοικισμού που
ήταν πίσω από το προφανές.
Εξάλλου εμείς οι Ιστορικοί έχουμε συνηθίσει να ψάχνουμε και πίσω από τον
τοίχο, με στόχο να καταγράψουμε και να ερμηνεύσουμε τις διαχρονικές συμπεριφορές, τις στάσεις και
τις φράσεις των ανθρώπων.
Εδώ
όμως είναι λογοτεχνία και κάποιες φορές
παρασυρόμαστε…. τσαλαβουτάμε στους μύθους, που μας γοητεύουν και μας ταξιδεύουν
στη γλώσσα, στον πολιτισμό, στην ιστορία με τον δικό τους φευγάτο τρόπο.
Είναι αναπόφευκτο και, ενδεχομένως, λογικό ο αναγνώστης να ταυτίζεται με
κάποια επιθυμία για την τελική έκβαση, η οποία δεν είναι άλλη από την επιθυμητή έκβαση που θέλει αυτός. Αυτή την
έκβαση που παρακολουθεί τον δικό του εσωτερικό κόσμο αρχικά και ενισχύεται από
τη δράση των ηρώων που ταυτίζονται με τις εσώτερες επιθυμίες του, αξίες,
οράματα.
Εξάλλου, το μείζον κριτήριο, κατά
την ταπεινή μου γνώμη, για το
λογοτεχνικό έργο δεν είναι η τεχνική του, η οποία βέβαια έχει τη σημασία της,
αλλά η συγκίνηση που εκπέμπει..
Έτσι
λοιπόν κάποιες φορές κάποιοι από τους
ήρωες ενός διηγήματος ενσαρκώνουν ένα είδος κάθαρσης, μια ιδεώδη λύση του
γόρδιου δεσμού που συνιστούν οι πολλαπλές δυνατές έξοδοι της ιστορίας… την
οποία ωστόσο δεν μπορείς να φανταστείς. Κάτι σαν τον εσώτερο διάλογο της Λένης
δηλαδή ή την αυτοκριτική της ή την
απολογία της. Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα:
«Ξέρεις πόσο δύσκολο είναι όμως να πας κόντρα
στη θέληση ενός συστήματος που έχει κολλήσει στο δέρμα των ανθρώπων σαν δεύτερη
φύση τους; Ξέρεις πόσο δύσκολο είναι να πεις, εγώ θα φέρω τον Αντώνη να φάει
μαζί μας, αυτό το μούργο από δίπλα, ή το γέρο που πηγαίνει κάθε χρόνο στη στάση
ανήμερα Χριστούγεννα και κάθεται στο παγκάκι της για να βλέπει τους ανθρώπους;
Ξέρεις πόσο δύσκολο είναι να ταράξεις την ηρεμία των άλλων χωρίς να
κινδυνεύσεις κι εσύ να γίνεις ένας απόβλητος; Ξέρεις πόσο δύσκολο είναι να
ζεις, όντας απόβλητος; Φτωχή υπήρξα για πάρα πολλά χρόνια, αυτό αντιμετωπίζεται
και τώρα είμαι πιο φτωχή από ποτέ. Το απόβλητος, δεν παλεύεται. Πρέπει να έχεις
στομάχι από ατσάλι και μυαλό από κρασί, χασίσι, όπιο κι ότι σκατά βοηθάει για
να μη το σκέπτεσαι. Δεν παλεύεται το πούστικο. Σκέψου τώρα να εξαρτάσαι κι εσύ
από την τσέπη κάποιων άλλων και να θέλεις να τους κουβαλήσεις κι έναν Αντώνη,
επειδή ακριβώς τώρα που δεν μπορείς, σε έπιασε εσένα η κρίση της ανθρωπιάς σου.
Γίνεται; δεν γίνεται. Τι να λέμε τώρα..»
Με
αυτά και με αυτά βρίσκεσαι και συ μέσα
στην πλοκή. Και τότε αρχίζουν τα δικά σου πάθη. Έτσι και εγώ. Συμπάθησα τον
Αντώνη, συγκινήθηκα με την πρίμουλα του Μάρκου, επέτεινε τη θλίψη μου το
ημερολόγιο της Άννας, ανάμιξε τα συναισθήματα μου η νέμεσις για το good
παιδί, εντυπωσιάστηκα από την ζωή της Χαρούλας και του Σάκη, με εντυπωσίασε η
ιστορία της κυρίας Ευγενίας με τις παρελάσεις, αγωνιούσα για την τύχη της
Σούλας και ανακουφίστηκα με την ιστορία της πρόκας και θύμωσα με την ιστορία
του Αντώνη. Ξαναέζησα, όμως, τις ιστορίες με τα χαμένα δικά μας παιδιά, τα
παιδιά της Καισαριανής, από όπου και παραθέτω:
«Ο Παρασκευάς, ο Πάκης, ο Πέτρος, η Ελένη, ο
Στέλιος, ο Κούλης. Παιδιά που δεν μεγάλωσαν πνευματικά κι έζησαν δίπλα σε
ανθρώπους που ανέλαβαν να παίξουν το ρόλο του γονιού. Πολλές οικογένειες πήραν
παιδιά από τα ιδρύματα, μ' ένα πρόγραμμα μηνιαίας επιδότησης για τη συντήρησή
τους. Άλλα ήταν τυχερά άλλα όχι. Γνώρισα μερικά από αυτά αφότου ήρθα στην πόλη
αυτή. Τα γνώρισα χαρούμενα και περιποιημένα και σίγουρα αυτά, είχαν καλούς
γονείς Μπορούσες να τα πεις και τυχερά μέσα στην ατυχία τους. Και ύστερα η τύχη
τους τελείωσε.»
Οι
ήρωες των διηγημάτων της Ελένης δημιουργούσαν
κάποιες φορές την εντύπωση μια
διπλής και αντιφατικής τάσης: Από τη μια, σαν να αποτελούν μια κραυγή εξέγερσης, να κάνουν μια ρωγμή
στην κοινωνική τάξη, να διεκδικούν μια άλλη ζωή ή να αποκαλύπτουν την
πραγματική, να αφήνουν την οργή και την αγανάκτηση να ξεσπάσουν κι από την
άλλη, χάρη σε μια ήρεμη προδιάθεση καθησυχάζουν
τον άνθρωπο και τον συμφιλιώνουν
με την κοινωνία. Κάτι σα το «ραντεβού στη Βιέννη» που μου θύμισε κάπως και το
«Ενυδρείο» του αείμνηστου Κώστα Μουρσελά.
Αναπόφευκτα δίπλα στα πάθη,
βγαίνουν στην επιφάνεια μαθήματα ζωής, ανθρώπινες αξίες και στάσεις ζωής..
γενναιοψυχία, θάρρος, ευγνωμοσύνη, οίκτος, συμπόνια, αλληλεγγύη, ενοχές….
δηλαδή όλα τα συστατικά του πολιτισμένου, του ανθρώπινου βίου… και όλα αυτά ανακατεμένα με αβεβαιότητες,
απρόοπτα, νοσταλγία, μοναξιά, αλλά και ανθρώπινη επαφή, πίστη, αλλά και
απελπισία, και κυρίως έρημος, κυριολεκτικά και μεταφορικά, η ανθρώπινη έρημος
στον απέλπιδα αγώνα της για μια έστω μικρή όαση ευτυχίας και ελευθερίας.
Και η Ελένη το πλάθει με τις σωστές λέξεις αυτό τα
συναίσθημα. Παραθέτω:
«Υπήρχαν
οι εχθροί της ελευθερίας κι απέναντι εμείς. Με ελευθερία ντύθηκαν κι αυτοί που
εκτέλεσαν το όραμά μας. Όπως πάει, θα πείσουν τα παιδιά μας πως για τη δυσχερή
θέση τους, φταίνε οι δικές μας αξιώσεις. Και θα τα ρίξουν στο κυνήγι ενός
ανύπαρκτου θησαυρού όταν τα δικά τους, ανιστόρητα θα χαίρονται καμαρώνοντας για
την τάξη τους, ξεκοκαλίζοντας τις περιουσίες που οι γονείς τους έκλεψαν. Τα
βλέπω ήδη που παρκάρουν τ’ αμάξια τους για να πάνε στο Χάραμα. Η σχέση τους με
την ιστορία αρχίζει και τελειώνει στην είσοδο ενός νυχτερινού κέντρου. Και στην
ηρωική μας πλατεία καταφθάνουν από την Κηφισιά για να φάνε στα ψαράδικα που η
τσίκνα τους σκέπασε τα πάντα.»
Ο
χώρος της Ελένης μυρίζει Καισαριανή από αγάπη για το δικό της χώρο τον
οργανώνει, τον εξοπλίζει και τον γεμίζει κατά τις δυνατότητες και τις ανάγκες
της προσωπικότητας της. Δεν αποβλέπει ούτε να τον ανανεώσει ούτε να τον
ωραιοποιήσει. Σκοπεύει να δώσει αναγνωρίσιμες αλήθειες μέσα στο χώρο αυτό, όχι
μόνο ατομικές αλλά και συλλογικές. Μερικές φορές και πικρές, όπως αυτή που
παραθέτω:
«Γύρισα ανυπόμονη τις σελίδες του
ημερολογίου μην ξέροντας σε ποια να
σταματήσω και τα μάτια μου έπεσαν σε μια φράση που με κράτησε. «Θα έρθει μια
μέρα που ακόμα και οι τρύπες από τα όπλα στους τοίχους της Καισαριανής δεν θα
σημαίνουν τίποτα για τις νεότερες γενιές. Θα έρθει μια μέρα που και η ίδια η
Καισαριανή δεν θα είναι παρά ένα ασήμαντο πέρασμα για το κέντρο, μια ασφυκτική
γεμάτη πολυκατοικίες μικροαστών γειτονιά που θα συναγωνίζεται την Κυψέλη. Και
τότε αγάπη μου η φωνή σου θα σβήσει. Τότε θα έρθω να σου κάνω παρέα μ’ ένα
μπουκέτο πρίμουλες στα χέρια»
Από
την άλλη πλευρά…. η Καισαριανή της χάρισε το ωραίο ταξίδι, την αγκάλιασε και
της έδωσε αφειδώς το υλικό και την
έμπνευση. Σημεία αναφοράς αυτής της
συνάντησης ήταν: τα σοκάκια της
γειτονιάς, τα πλινθόκτιστα, οι άνθρωποι. Στα χνάρια αυτά αναζήτησε τον
δρόμο. Η συνοικία έχει τελικά, μια
αμφίδρομή και παράλληλη σχέση με την πορεία της ζωής της Ελένης, ιδεολογική και
βιολογική.
Τα
διηγήματα της δηλαδή συνδέονται με την
ιστορία και τη φυσιογνωμία της Καισαριανής, την ιστορία που πλανάται παντού και
βρίσκεται στο κάθε κομμάτι της. Μια ιστορία που διαπλάθει το χαρακτήρα μας και
διαμορφώνει τη συνείδηση όλων μας. Την ιστορία αυτή αντιμετωπίζει με σεμνότητα
και σεβασμό και μια αιτιολογημένη πικρία. Παραθέτω το απόσπασμα από το διήγημα
«Καισαριανή αγάπη μου»:
«Η Καισαριανή της «αντίστασης» βάλλεται τώρα,
από μια ύπουλη και παραπλανητική επίθεση του «εκσυγχρονισμού», η ταλαιπωρημένη
πόλη γονατίζει. Η λέξη «πολιτισμός» την έβαλε μπροστά σε σκέψεις. Πολιτισμός
που γυρνάει την πλάτη στην ιστορία; που ξηλώνει τις τοιχογραφίες της παλιάς
ταβέρνας; Τις πασχαλιές των τετραγώνων, τα γαρύφαλλα και τα ζουμπούλια, τις
αναμνήσεις και την χαμογελαστή καλημέρα των ανθρώπων; Ψηλαφίζω τους τοίχους. Τη
νοσταλγία των βλεμμάτων. Χτυπάω τις πόρτες και πιάνω κουβέντα με τους τελευταίους
παππούδες. Καισαριανή, κράτα! Το παιδάκι που χτυπάει την μπάλα στον
μισογκρεμισμένο τοίχο, ξυπνάει τις παλιές φωνές του τετραγώνου.»
Εκεί
γύρω κατοικοεδρεύουν και τα δικά μας παιδικά όνειρα Ελένη, εκεί και οι
προσδοκίες μας, εκεί και οι αναμονές μας. Παραφράζοντας λίγο τον μπάρμπα Γιάννη
τον Μακρυγιάννη θα έλεγα: Καισαριανή να θυμάσαι εσύ αυτούς όπου, δια την τιμήν και
την λευτεριά σου, δεν λογάριασαν θάνατο και βάσανα. Κι’ αν εσύ τους
λησμονήσεις, θα τους θυμηθούν οι πέτρες και τα χώματα, όπου έχυσαν αίματα και
δάκρυα. Πολλά δάκρυα που αλμύρισαν τη Θάλασσα. Σαν και αυτή την ιστορία Ελένη… «Κάποτε ένας
γέροντας είχε γείρει και παρατηρούσε με
ιδιαίτερη αφοσίωση τον ντερέ που
περνούσε από τα πόδια του. Τα νερά του
πήγαιναν προς τη θάλασσα. Ένας περαστικός είδε την σκηνή αυτή και
απόρησε. Τον πλησίασε και τον ρώτησε: - Τι παρατηρείς γέροντα με τόση περίσκεψη
–και ο γέροντας του απάντησε ότι παρατηρεί το νερό που πηγαίνει αργά-αργά προς
τη θάλασσα. Στην πορεία αυτή το νερό γίνεται αλμυρό…… ξέρεις γιατί; Από τα
δάκρυα των πονεμένων ανθρώπων, που πέφτουν σ’ αυτό. Η θάλασσα που μας δίνει
τόσες χαρές, κρύβει και τόσο πόνο. Κρύβει και τον πόνο της προσφυγιάς. Η αλμύρα
της θάλασσας προέρχεται και από τα δάκρυα των κατατρεγμένων.»
Η
Ελένη τελικά είναι μια αφηγήτρια Ιστοριών,
καθημερινών ιστοριών. Ακούραστη και με εξαιρετικό ταλέντο αφήγησης. Και έτσι απλά αναδύεται η εικόνα μιας μικρής
κοινωνίας, που κυριαρχεί η ξενοιασιά των παιδιών, η φτώχεια, η αστείρευτη
φαντασία των γυναικών να φροντίσουν την οικογένεια και η περηφάνια των μεγάλων,
οι οποίοι με καρτερία, σεμνότητα, εργατικότητα και αλληλεγγύη αντιμετωπίζουν
τις δυσκολίες της ζωής. Αυτές οι νοσταλγίες συντηρούν και δίνουν
αξία στη ζωή των ανθρώπων. Τέτοιες ιστορίες
αναπλάθει και η Ελένη. Όλα αυτά που
ζήσαμε, όλα αυτά που ακούσαμε και όλα αυτά που δεν ζήσαμε, αλλά τα
ονειρευτήκαμε.
Πολλές ιστορίες που είχαμε ακούσει ή διαβάσει τις κρύες νύχτες του
χειμώνα έρχονται πάλι και πάλι ευφρόσυνες ή γλυκύπικρες, όπως ακριβώς και η
γειτονιά μας, με το μεγάλο και το μικρό, με την ευγνωμοσύνη και την αχαριστία,
με το μεγαλείο και τη μικροψυχία, με τη δύναμη και την αδυναμία, με το όνειρο
και τον εφιάλτη.
Εξάλλου, δεν είναι και εύκολο να καταλάβεις αυτόν τον τόπο. Και είναι
ακόμα δυσκολότερο να τον εξηγήσεις. Πρέπει να πλησιάσεις αρκετά, σε απόσταση
ανάσας, να γνωρίσεις τους ανθρώπους στα εύκολα και στα δύσκολα, στη ζωή και στο
θάνατο. Θα πρέπει να παρακολουθήσεις τα βιώματα και να τα δέσεις με το
παρελθόν. Δεν μπορούν να γίνουν αυτά από επισκέπτες, από ξένους, από
αδιάφορους.
Ο
κόσμος αυτός πάλεψε, επιβίωσε, δέθηκε με το νέο του τόπο, καθώς ο ένας
βοηθούσε τον άλλο. Όταν, όμως, άρχισαν να στρώνουν τη ζωή τους, να τραγουδούν,
να διασκεδάζουν, εμφανίστηκε και πάλι η φρίκη του πολέμου. Δεν λούφαξαν.
Αντίθετα μπήκαν στην πρώτη γραμμή για την υπεράσπιση της πατρίδας. Και ύστερα η
κατοχή, η συμμετοχή στην εθνική αντίσταση, η οδύσσεια ενός λαού. Και μετά ο
εμφύλιος πόλεμος. Μοίρα των αγωνιστών, των επαναστατών η φωτιά που φωτίζει το
μέλλον.
Η
μεταπολεμική Ελλάδα όχι μόνο δεν επιβραβεύει την ηρωϊκή συνοικία αλλά την
τιμωρεί σκληρά με διώξεις, τρομοκρατία, φυλακίσεις, εκτοπίσεις, εκτελέσεις. Οι
δοσίλογοι – συνεργάτες των Γερμανών και πάλι στον αφρό. Οι αγωνιστές που
πολέμησαν τους Γερμανούς στο στόχαστρο. Η «Ασφάλεια»,
η τρομοκρατία, οι φυλακίσεις, οι εξορίες. Στο στόχαστρο η Καισαριανή, οι
συνοικίες της αντίστασης. Εντάξει
η λογοτεχνία λένε ότι φλυαρεί πάνω στα
συντρίμια, ως αφ’ υψηλού θέαση της «πραγματικής» ζωής. Όμως όταν το έδαφος
τρίζει συθέμελα καλούμαστε να απαντήσουμε με τους όρους εκείνης της ηθικής που
περιέχει το παρόν ως το άνθος του μέλλοντος.
Αυτό επισημαίνει και η Ελένη. Παραθέτω:
«Προσπαθώ να συνεφέρω το διαλυμένο μου σώμα, για να ανασάνει μέσα του η
«ελεύθερη» σκέψη μου και ο «μέσα» μου εαυτός. Αλλά υπάρχουν και δυσκολότερα. Τότε
μαθαίναμε τα νέα καθυστερημένα. Γι' αυτό ήμασταν σίγουροι πως έχουμε μια
ελεύθερη σκέψη κι έναν μέσα εαυτό. Ένα σωρό πόλεμοι είχαν γίνει κι εγώ ήξερα
μόνο για την πείνα στην Αιθιοπία. Τ’ αφεντικά βλέπεις είναι παντού. Μεγάλα,
μικρά, τι σημασία έχει. Και οι Σούλες σκοτώνονται μεταξύ τους όταν δεν της
σκοτώνουν ή αυτοκτονούν, για μια θέση στην πιάτσα, για μια δόση απλήρωτη, για
μια ζωή διαλυμένη και βολική ως έχει, την ίδια στιγμή που ο κόσμος γκρεμίζεται
μαζί τους, και το τραγούδι μένει πάντα στη μέση. "Φύγε φύγε όσο έμεινε
καιρός"»
Η
Ελένη στα όνειρα της έχει βάλει πανί για να τα βλέπει σαν οθόνη κινηματογράφου.
Και ονειρεύεται και αγαπάει τόσο τη ζωή.
Επειδή, όμως η ζωή δεν είναι όπως το παραμύθι και το σινεμά, συνέχισε να γράφεις Ελένη… το έχουμε ανάγκη….
γιατί, όπως και ο
Γ. Σεφέρης λέει
«Ο τόπος μας είναι κλειστός. Τον κλείνουν
οι δυο μαύρες Συμπληγάδες. Στα λιμάνια
την Κυριακή σαν κατεβούμε ν’ ανασάνουμε
βλέπουμε να φωτίζονται στο λιόγερμα
σπασμένα ξύλα από ταξίδια που δεν τέλειωσαν,
σώματα που δεν ξέρουν πια πώς ν’ αγαπήσουν.»
Συνέχισε να ανοίξουμε αυτόν τον τόπο…. να συνεχίσουμε τα ταξίδια..να μάθουμε να
αγαπάμε, έστω και τώρα, να ελπίζουμε. Εξάλλου, όπως και ο Κοέλιο γράφει: «Το
μόνο πράγμα πού με κρατά ζωντανό είναι η ελπίδα. Έρχεται κοντά μου κάθε
πρωί. Τραυματίζεται βαριά κατά την διάρκεια της ημέρας και πεθαίνει αργά το
βράδυ. Ξαναγεννιέται όμως κάθε ξημέρωμα...»
Τελειώνω με κάποιους στίχους της Κατερίνας Γώγου που νομίζω ότι σου
ταιριάζουν Ελένη:
«Ένα πρωί θ’
ανοίξω την πόρτα
και θα βγω στους δρόμους
όπως και χτες.
Και δεν θα συλλογιέμαι παρά
ένα κομμάτι από τον πατέρα, από τη μητέρα
κι ένα κομμάτι από τη θάλασσα
και τη συνοικία που αγάπησα.
Και τους φίλους μας που χάθηκαν.
Ένα πρωί θα ανοίξω την πόρτα
ίσα ολόισα στη φωτιά
φωνάζοντας «φασίστες!»
στήνοντας οδοφράγματα και πετώντας πέτρες
μ’ ένα κόκκινο λάβαρο
ψηλά να γυαλίζει στον ήλιο.
Ένα πρωί θ’ ανοίξω την πόρτα
με τ’ όνειρο της επανάστασης
και το
χαρακτηρισμό –μην τους πιστέψεις!»
Να το διαβάζετε το βιβλίο......
Friday, April 19, 2024
κύκλοι
Έχουμε μάθει οι άνθρωποι να θρηνούμε για το κλείσιμο ενός κύκλου
τυφλοί στο πέρασμα για την τροχιά που γράφει έναν άλλον.
Μαργαριτάρια ακριβά οι κύκλοι μου
το DNA της ψυχής μου
που δεν θα γίνουν περιδέραιο στο λαιμό
μιας απογόνου
καθώς επάνω μου θα κρέμονται μέχρι την άφιξη
στο φως
που μέσα του θα σκορπιστούν για να γίνουν συνείδηση.
Monday, April 15, 2024
Η ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ ΜΠΛΕΤΑ για το βιβλίο "ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΠΟΛΕΜΟΥ ΚΑΙ ΕΙΡΗΝΗΣ"
Το βιβλίο «ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΠΟΛΕΜΟΥ ΚΑΙ ΕΙΡΗΝΗΣ» της Ελένης Μπάλιου, εξερευνά την πολυπλοκότητα της ανθρώπινης συμπεριφοράς και δράσης, σε περιόδους πολέμου και ειρήνης, εμβαθύνοντας στις υπαρξιακές, ηθικές και κοινωνικοπολιτικές αιτίες που τις προκαλούν.
Οι ιστορίες της αποκαλύπτουν τις υπαρξιακές περιπέτειες των ατόμων που έχουν παγιδευτεί στη ταραχή του πολέμου, τονίζοντας την αδυσώπητη θέληση για ζωή και τον αγώνα για αναγέννηση μέσα από την καταστροφή. Αυτή η αφηγηματική κατεύθυνση αποτελεί μια φιλοσοφική εξερεύνηση του υπαρξισμού, ιδιαίτερα της έννοιας της «ριζοσπαστικής ελευθερίας» που προτάθηκε από τον Jean-Paul Sartre, όπου τα άτομα, ακόμη και στις πιο δύσκολες συνθήκες, έχουν την αυτονομία να κάνουν επιλογές που επιβεβαιώνουν την ουσία τους.
Οι ιστορίες της περιγράφουν, επίσης, τις δοκιμασίες των ατόμων εν καιρώ “Ειρήνης-Placebo” – μιας ψευδεπίγραφης ειρήνης που νανουρίζει τις κοινωνίες με εφησυχασμό και υπογραμμίζει πόσο κρίσιμη είναι η ανάγκη για πολιτική εμπλοκή και επαγρύπνηση.
Το βιβλίο μας ωθεί να αναρωτηθούμε πώς οι κοινωνικές δομές και ιδεολογίες μπορούν να συμβάλουν σε ένα συλλογικό ηθικό χάσμα, αποκαλύπτοντας τη σημασία ενός συνεχούς ηθικού προβληματισμού για την αποτροπή της επανάληψης των ιστορικών θηριωδιών.Οι ηθικές διαστάσεις του πολέμου και της ειρήνης διερευνώνται μέσα από τις αποφάσεις και τις ενέργειες και των χαρακτήρων, που παλεύουν να ασκήσουν το δικαίωμα της επιλογής σε έναν παράλογο και συχνά αδιάφορο κόσμο, εγείροντας ερωτήματα σχετικά με την ηθική ευθύνη απέναντι στον εαυτό μας και τους άλλουςΟι αφηγήσεις της μας ωθούν να επεξεργαστούμε, επίσης, την επιρροή του πολέμου στη διατήρηση της ανθρώπινης μνήμης και αξιοπρέπειας, καθώς και την ευθραστότητα των κοινωνικοπολιτικών κατασκευών που διέπουν τις κοινωνίες σε περιόδους πολέμου και ειρήνης.
Οι διαιρέσεις και οι συγκρούσεις, είτε στο πεδίο της μάχης είτε στους ήσυχους δρόμους κατά την εποχή της ειρήνης, αντικατοπτρίζουν τις κοινωνικές αναζητήσεις για εξουσία, ταυτότητα και συμμετοχή και μας προτρέπουν να αναγνωρίσουμε και να διατηρήσουμε τις μνήμες όσων έχουν περιθωριοποιηθεί στις επίσημες ιστορικές αναφορές. Η συγγραφέας υπερασπίζεται τη διατήρηση της προσωπικής και συλλογικής μνήμης ως πράξη αντίστασης ενάντια στο σβήσιμο των άβολων αληθειών.
Οι ζωές των χαρακτήρων επηρεάζονται βαθιά από τις πολιτικές ιδεολογίες της εποχής τους, δείχνοντας πώς το προσωπικό γίνεται τελικά πολιτικό. Οι ιστορίες προκαλούν τους αναγνώστες να αναλογιστούν τον αντίκτυπο των πολιτικών αποφάσεων την ατομική ζωή του καθενός, καθώς και στη συλλογική μοίρα των κοινοτήτων. Ενδεικτικά θα αναφερθώ σε κάποιες από τις ιστορίες και στους προβληματισμούς που προκαλούν:
«Οι Πρίμουλες της Άννας», λουλούδια που επιβιώνουν και ευδοκιμούν σε δύσκολες συνθήκες, συμβολίζουν την άμυνα της ελπίδας απέναντι στην καταστροφή.
Η ιστορία μας καλεί να αναλογιστούμε τι ρόλο παίζει η μνήμη στην κατανόηση του παρελθόντος και πώς διαμορφώνει το παρόν και το μέλλον μας.
«The Good Παιδί»
Το «The Good Παιδί» αναμοχλεύει ζητήματα που αφορούν την προσωπική μας ταυτότητας, τη μετανάστευση και την πολιτισμική αφομοίωση.
Άραγε, τι καθορίζει την αίσθηση του ανήκειν; Πώς οι εμπειρίες της μετανάστευσης και της επιστροφής αναδιαμορφώνουν την ταυτότητα μας;
«Ωτοστόπ»
Το «ωτοστόπ» προκαλεί προβληματισμούς για τη φύση του πεπρωμένου και της ελεύθερης βούλησης.
Άραγε, τα μονοπάτια μας είναι αποτέλεσμα τυχαίων συναντήσεων ή αν είναι κατά κάποιο τρόπο προκαθορισμένα;
«Το Παραδεισάκι»
Επικεντρώνεται σε θέματα μνήμης, απώλειας και αναζήτησης της ομορφιάς σε ένα μεταπολεμικό σκηνικό.
Άραγε, πώς οι φυσικοί χώροι μεταφέρουν το βάρος των προσωπικών και συλλογικών αναμνήσεων; Γιατί η καρδιά εντοπίζει και διαφυλάττει στιγμές ομορφιάς στις πιο σκοτεινές στιγμές;
«Καισαριανή Αγάπη Μου»
Αυτή η ιστορία αποτυπώνει τη στενή σύνδεση μεταξύ τόπου και προσωπικής μας ταυτότητας. Με φόντο την Καισαριανή, έναν τόπο που έχει σημαδευτεί από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και την Ελληνική Αντίσταση, η αφήγηση εμβαθύνει στη μνήμη και τη διαρκή κληρονομιά του παρελθόντος.
«Τα Χαμένα Παιδιά»
Αυτή η ιστορία μας ταξιδεύει στη ζωή των παιδιών, που λόγω των καταστροφών του πολέμου και των συνεπειών του, βρίσκονται στη φροντίδα άλλων ατόμων εκτός από τους βιολογικούς τους γονείς.
Διερευνά το ρόλο των κοινωνικών δομών στη διαμόρφωση της μοίρας των πιο ευάλωτων ανάμεσά μας.
«Η Ταράτσα του Αντώνη» Ο Αντώνης, καθώς μεγαλώνει, βρίσκει παρηγοριά και συντροφιά στην ταράτσα του σπιτιού του, έναν χώρο που έχει μετατρέψει σε έναν μικρό παράδεισο, γεμάτο φυτά και λουλούδια.
Η ιστορία αυτή αναδεικνύει την θεραπευτική δύναμη της φύσης και την ανάγκη για εσωτερική ειρήνη.
Η ανθεκτικότητα των χαρακτήρων, η αναζήτησή τους για νόημα μέσα στο χάος, οι στιγμές αλληλεγγύης και αντίστασής τους, υπογραμμίζουν τον παράλογο ηρωισμό που πρεσβεύει ο Καμύ, αυτόν που βρίσκει αξία και σκοπό στην ίδια την πράξη της εξέγερσης, επιβεβαιώνοντας την ανθρώπινη αξιοπρέπεια στο πλαίσιο του παραλογισμού. Υπενθυμίζουν τη μεταμορφωτική δύναμη της ενσυναίσθησης και της συλλογικής δράσης στη διαμόρφωση ενός πιο ανθρώπινου κόσμου.
(*) Παναγιώτα Μπλέτα – Συγγραφέας/ Διανοήτρια
Email: bletas.p1@gmail.com
Facebook/Twitter: Panagiota Bletas