herinna

herinna

Τετάρτη 1 Δεκεμβρίου 2021

Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΣΤΡΟΦΕΓΓΙΑ

Είναι χρόνια που έχουν τελειώσει όλ' αυτά. Με κάποιον τρόπο τα κράτησα μέσα μου γιατί ένιωθα πως δεν είχε μπει η τελεία του τέλους. Κάθε τέλος που έζησα έχει αφήσει στον αέρα την υπόσχεση μιας συνέχειας στο μέλλον. Και ιδέα δεν έχω γιατί έτσι έπεφταν τα πράγματα μέσα μου. Καταλάγιαζαν διατηρώντας την γλυκιά ελπίδα αυτής της συνέχειας σε κάποιο άλλο χρόνο και διάσταση ακόμα. Και είχα αυτό το σλόγκαν, "Τίποτα δεν τελειώνει οριστικά ποτέ¨. Τα σκαμπανεβάσματα της ζωής σε φέρνουν μπροστά σε καταστάσεις γνώριμες συχνά, μάλιστα όσο μεγαλώνεις τόσο περισσότερο πέφτεις επάνω τους. Από αυτές, μερικές τις ζεις σαν συνέχεια μιας παρελθοντικής κατάστασης για την οποία έχεις την ευκαιρία τώρα να ορίσεις εσύ την κατάληξή της. Μικροί κύκλοι, δαχτυλήθρες που μπαίνουν η μία μέσα στην άλλη και συνθέτουν αυτό που αποτελεί την ιστορία σου, στο αδιάφορο περασμά σου από τη ζωή. 

Η αγάπη, ένα μόνιμο ζητούμενο, μια ασταθής κατάκτηση  πάει κι έρχεται με τα πρόσωπα, με τις εποχές, τις συνθήκες, πεθαίνει κι ανασταίνεται σαν εφήμερη ύπαρξη· κι όμως, μόνη αυτή από όλα τα άλλα συναισθήματα μπορεί να αγγίξει την αθανασία, την αιωνιότητα, το ατελεύτητο της ανθρώπινης ψυχής. Γιατί δεν το κάνει; Γιατί σβήνει μαζί με τις ανθρώπινες σχέσεις; Γιατί παραμένει καρφωμένη κάτω στη γη διαποτισμένη από την πίκρα του ανεκπλήρωτου; 

Πάντα τα ρωτούσα αυτά τα πράγματα μετά το τέλος μιας έντονης ερωτικής σχέσης, όταν ο έρωτας είχε κορεστεί και ξεθυμάνει, όταν η επανάληψη σκότωνε τη φαντασία, ή το προσδοκώμενο αποδεικνυόταν ουτοπία. Και μετά συνέχιζα τη ζωή μου ξαναρχίζοντας. Και φυσικά, παρά τις αποδείξεις του αντιθέτου, ποτέ δεν πίστευα ότι θα θελήσω να ξαναζήσω αυτά τα έντονα συναισθήματα με τη γνωστή κατάληξη. 

Ούτε και κείνη τη φορά που δεν έβλεπα την ώρα να τελειώσει η βάρδια μου και να πάρω το δρόμο για το σπίτι, ενάμισι χιλιόμετρο μέσα στη νύχτα. Φοβόμουν κι όλας, στο δρόμο δεν υπήρχε φωτισμός και χρησιμοποιούσα ένα φακό που έπνεε τα λοίσθια. 

Άκουσα φωνές από πολλά άτομα, τραγούδια από μια παρέα που πλησίαζε αλλά ήταν ακόμα μακριά, κατέβαιναν προς την παραλία. Μια κιθάρα συνόδευε απαλά τις φωνές και όλο αυτό μαζί με τον αφέγγαρο αλλά έναστρο ουρανό και τα μουγκανητά των ζώων που κατά καιρούς εξέφραζαν τα νυχτερινά τους παράπονα, ένα κατσίκι εδώ, μια αγελάδα παραπέρα, με έκαναν να νιώθω ότι βρίσκομαι στην καρδιά ενός παράδεισου που ελάχιστα μπορούσα να δω και περισσότερο ήμουν ικανή ν' ακούσω. Μόνο τ' αστέρια ήταν ορατά που διέγραφαν την τροχιά τους από το ένα σημείο στο άλλο, και μέσα στο βάθος του ουρανού, στο ποτάμι του γαλαξία έβλεπα μια σκιά να χορεύει αλλάζοντας σχήματα. Έλεγα πως αυτή είναι το αιθέριο σώμα της αγάπης, η πηγή από την οποία κατεβαίνουν και ξεχύνονται τα μόρια της μέσα στις καρδιές των ανθρώπων. Έλεγα πως ένα κομμάτι από αυτό το ουράνιο σώμα αντιστοιχούσε σε μένα και πως περίμενε την ευκαιρία να κατέβει και να με κατακλύσει ολόκληρη και οριστικά. 

Τι είναι αυτό που στρέφει τους ανθρώπους στις ελπίδες τους δεν ξέρω. Γιατί μετουσιώνουν οι άνθρωποι την ανάγκη της αναγνώρισης και της αποδοχής, την ανάγκη της συμπόρευσης και της συνεύρεσης σε ανάγκες άλλου θρησκευτικού τύπου, ούτε κι αυτό το ξέρω. Σάμπως το να αρπάζεσαι από την ελπίδα της αιώνιας ζωής μέσω της θρησκείας, δεν είναι το ίδιο με το άρπαγμα οποιασδήποτε ελπίδας έχει μέσα της τη λαχτάρα της ύπαρξης; Υπάρχεις μόνο εφόσον γίνεις αντιληπτός και ορατός είτε από έναν άλλο άνθρωπο είτε από έναν Θεό. Κι επειδή ένας Θεός δεν θα σου το πει ποτέ αυτό, δεν θα στο δείξει, του δείχνεις εσύ την αναγνώριση της ύπαρξής του με την ελπίδα της ανταπόδοσης. Και με τον έρωτα τα πράγματα λειτουργούν κάπως παρόμοια, μόνο που οι απαντήσεις δίνονται άμεσα. Η αμοιβαιότητα εδώ είναι μια απαραίτητη   προύπόθεση, είναι αυτό που ξεχωρίζει το πραγματικό από το φαντασιακό, τη συναυτουργία από την στείρα εμμονή. 

Και η παρέα κατηφόριζε το δρόμο πλησιάζοντας και η ένταση από τις φωνές μεγάλωνε, το τραγούδι έγινε ξεκάθαρο, η κιθάρα πάνω του μαγευτική, και το δικό μου βάδισμα όλο και πιο αργό, για να με φτάσουν όσο πιο αργά γινόταν, να τους έχω ακόμα μπροστά μου όσο διαρκούσε το τραγούδι, και να συνεχίσω να βλέπω εκείνη την αιθέρια σκιά μέσα στο ποτάμι του γαλαξία, να κατεβαίνει, να μου έρχεται, να με φτάνει. 

Και ήταν αυτή μια άλλου τύπου ένταση, με πλήρη την απουσία του ερωτικού μου αντικειμένου, αφού ακόμα δεν είχε εμφανιστεί, ή επανεμφανιστεί αυτό, μετά τον τελευταίο μου χωρισμό και το τέλος της αναπόλησης. Ήταν η αίσθηση μιας ετοιμότητας και η παραδοχή πως όλα μπορούν να συμβούν, όλα γίνεται να τα ξανανιώσει κανείς, να τα ξαναζήσει, να τα διαχειριστεί καλύτερα, και πως όλες οι  μέχρι τώρα αποτυχίες δεν ήταν παρά εύνοια της τύχης, οι πολλαπλές πιθανότητες που μέσα τους, μπορεί να περάσει απαρατήρητη  η μία μοναδική ευκαιρία. "-Χόρεψε αγάπη μου εσύ εκεί πάνω, χόρεψε". 

"Πάνω στην άμμο την ξανθή, γράψαμε τ' όνομά της. Ωραία που φύσηξε ο μπάτης, και σβήστηκε η γραφή". Συμφωνούσαν και τα λόγια του τραγουδιού με τις σκέψεις μου. Με κάποιον τρόπο. 

Και ύστερα η παρέα βρέθηκε δίπλα μου, στην απέναντι μεριά του δρόμου, συνεχίζοντας να κατεβαίνει προς την παραλία τραγουδώντας. Με προσπέρασε, κάποιος είπε "καλησπέρα", αντιχαιρέτισα και συνέχισα το δρόμο μου παλεύοντας με το φως του φακού μου. Από την ομάδα των έξι εφτά ατόμων, κρατούσαν φακό οι δύο και είχαν ένα φως αρκετά δυνατό για να βλέπουν στο δρόμο αλλά και να εξερευνούν τα χωράφια και τα κτίρια που προσπερνούσαν. 

Καμιά τριανταριά βήματα πιο πέρα αφότου απαμακρύνθηκα, ο φακός μου έσβησε για τα καλά. Περπάτησα λίγο στο απόλυτο σκοτάδι, τα άστρα δεν φωτίζουν κάτω, μόνο το φεγγάρι μπορεί να σου κάνει το διάβα ευκολότερο. Ήταν  πηχτό το σκοτάδι του δρόμου, ίσως και για το γεγονός ότι ήταν η μαύρη άσφαλτος που το έκανε ακόμα πιο πηχτό, ώστε δεν είδα τη λακούβα που έπεσα μέσα της. Έβγαλα μια αθέλητη κραυγή πόνου κι έμεινα λίγο κάτω τρίβοντας το πόδι που στραπούληξα, ελπίζοντας πως θα καταφέρω μετά από λίγο να σηκωθώ και να συνεχίσω το δρόμο μου. Και σε κείνο ακριβώς το σημείο το ένα από τα φώτα  της παρέας που με είχε προσπεράσει, έπεσε πάνω το προσωπό μου."- Είστε καλά; θέλετε βοήθεια; -Στραμπούληξα νομίζω το πόδι μου, έχει χαλάσει ο φακός μου..." Όλη η παρέα βρέθηκε με μιας δίπλα μου. Άλλος έλεγε να κάτσει κάποιος μαζί μου  και να πάνε οι υπόλοιποι να βρουν αμάξι στο λιμανάκι που κατευθύνονταν για να με πάνε με αυτό στο σπίτι μου, άλλος να με υποβαστάξουν και να με πάνε σιγά σιγά με τα πόδια, ένας φώναξε, "Που είναι οι γάιδαροι όταν τους χρειάζεται κανείς;" και γενικά υπήρχε ένα κλίμα ευθυμίας μαζί και μικρής ανησυχίας για μένα. μέχρι που αποφάσισα να πάρω την κατάσταση  στα χέρια  μου. Σηκώθηκα, τους ευχάριστα έναν έναν και όλους μαζί και τους δήλωσα ότι νιώθω αρκετά καλύτερα και μπορώ να συνεχίσω μετά το σοκ του πεσίματος, περπατώντας σιγά σιγά μέχρι το σπίτι, το πόδι μου ήδη το ένιωθα καλύτερα. Τότε είπαν να μην πάω μόνη μου, χωρίς φως και χωρίς τη ικανότητα να μπορώ να τρέξω αν για οποιονδήποτε λόγο χρειαζόταν, θα ήταν καλύτερα να είναι κάποιος μαζί μου, άλλωστε το χωριό δεν απείχε παρά δέκα λεπτά από το σημείο εκείνο, δεν θα ήταν κάπος για κανέναν. 

Ένας απ' όλους, εκείνος που έτρεξε πρώτος με το φακό, ο Αύγουστος, έτσι τον έλεγαν, και στην ερωτησή μου αν εννοούσε Αυγουστής, ήταν κατηγορηματικός, -Όχι, Αύγουστος. Είπε στην παρέα να συνεχίσει την πορεία για το λιμανάκι, θα ερχόταν εκείνος να με συνοδέψει, και μετά θα πήγαινε να τους συναντήσει. Αποφασίστηκε, φύγανε, μείναμε οι δυο μας και αρχίσαμε να προχωράμε σιγά σιγά με συχνές στάσεις για να ξεκουράζω το πόδι μου. Ένιωθα τυχερή κι ευγνώνων για εκείνη τη συνάντηση, έψαξα το σώμα στο γαλαξία, είχε ακινητοποιηθεί δεν το ξεχώριζα πια και η κιθάρα και οι φωνές της παρέας, είχαν αντικασταθεί από την ευχάριστη φωνή του Αύγουστου που με ρώταγε διακριτικά πράγματα για μένα, και μου έδινε κάποιες πρώτες πληροφορίες για τον ίδιο. 

Φτάσαμε στην είσοδο του χωριού, του είπα πως μπορούσα από εδώ και πέρα να συνεχίσω μόνη μου, τον παρότρυνα να φύγει για να πάει στην παρέα του και τον ευχαρίστησα. Με ρώτησε αν είμαι σίγουρη πως θα είμαι καλά και με τα πολλά αποφάσισε να με αφήσει. Και ξαφνικά με φώναξε, γυρίζοντας πίσω, "-Ξέχασα να σε ρωτήσω, που δουλεύεις κάτω εκεί, στο λιμανάκι; -Στο εστιατόριο πάνω στην παραλία. -Και είσαι πάντα βραδινή; -Πάντα βραδινή, ναι". Έφυγε, προχώρησα κι εγώ, μπήκα στο σπίτι. 

Πάνω στην πλατεία του χωριού εκείνο το βράδυ είχαν το γλέντι ενός γάμου, και δεν έκλεισα μάτι όλη τη νύχτα. Κάθε τόσο άλλαζα την κομπρέσα με τον πάγο πάνω στον αστράγαλο, και γύριζα τις σελίδες ενός βιβλίου που προσπαθούσα να τελειώσω εδώ και ένα μήνα, αφότου ξεκίνησα τη δουλειά στο εστιατόριο.  Ένα άλλο βιβλίο κι αυτό μέχρι τη μέση διαβασμένο ήταν η βιρτζίνια Γουλφ που θαύμαζα, αλλά με κούραζε η απουσία σημείων στίξης στη γραφή της, δεν ήμουν συνηθισμένη σε ασυνήθιστες γραφές. Πήγα στο σαλόνι και πήρα την τοπική εφημερίδα που έφερνε στο σπίτι ο πατέρας μου, κλείστηκα στο δωματιό μου κι άρχισα να την ξεφυλλίζω νυσταγμένα μέχρι που μια είδηση με ξύπνησε για τα καλά. "Ο διεθνούς φήμης ζωγράφος "Αύγουστος" με  την παρέα του, μας τιμούν αυτές τις μέρες με την παρουσία τους στο νησί, φιλοξενούμενοι του συντοπίτη μας καλλιτέχνη εικαστικού Ν.Τ". Ο συντοπίτης μας καλλιτέχνης εικαστικός Ν.Τ ήταν θείος μου και είχε το σπίτι του μέσα στο χωριό, ήταν ξεκάθαρο και όχι σύμπτωση το όνομα, ο ανθρώπος που με συνόδεψε μέχρι σχεδόν έξω από το σπίτι ήταν ο "διεθνούς φήμης ζωγράφος". Ήταν μια ευχάριστη έκπληξη αρχικά αλλά σε μια δεύτερη σκέψη δεν την βρήκα καθόλου ευχάριστη. Τους συνειρμούς δεν τους θυμάμαι. Θυμάμαι όμως την αποφασή μου να μείνω μακριά από το σπίτι του θείου μου, για το διάστημα που είχε αυτούς τους φιλοξενούμενους. 

Με τον αστράγαλο σε επίδεσμο την άλλη μέρα στη δουλειά προσπαθούσα να αγνοήσω τις ενοχλήσεις του πόνου, μικρού στην αρχή που όμως όσο πέρναγε η ώρα και το πόδι κουραζόταν, ο πόνος μεγάλωνε. Μάζευα τα τραπέζια, έστρωνα καινούργια τραπεζομάντηλα, μετέφερα τους γεμάτους δίσκους στην κουζίνα, έπαιρνα παραγγελίες, έφερνα τις σαλάτες και τα κουβερ. Όταν ήθελα να ξεφύγω από όλα αυτά, όταν ο φόρτος εργασίας δεν απαιτούσε και τη δική μου παρουσία εκεί, έπαιρνα μια πηρούνα με ένα μακρύ κοντάρι και κυνηγούσα τις τσιγαρόγοπες στην άμμο. Είναι απίστευτο το που μπορεί να βρει κανείς καταφυγή και ηρεμία σε ένα περιβάλλον τρελό, γεμάτο φωνές, εντολές και διαμαρτυρίες συχνά. Κι εκεί πάνω στην άμμο, κοντοστεκόμουν για να χαζέψω το φεγγάρι πάνω από το νερό όταν είχε φεγγάρι ή να αναζητήσω τη σκιά στο γαλαξία, όταν είχε αστέρια.  

Χωρίς αυτές τις μικρές δραπετεύσεις, ανάσες τις έλεγα εγώ, δεν έβγαινε το οχτάωρο στην τρεχάλα και οι εργοδότες μου μάλλον το ήξεραν αυτό, γιατί δεν διαμαρτυρήθηκαν ποτέ. Ίσως πάλι, καθώς είχα δεχτεί να δουλέψω χωρίς ένσημα, αφού η σαιζόν ήταν μικρή και έπρεπε να συγκεντρώσω χρήματα, και καθώς το ωράριο ήταν πέρα από κάθε νόμο τραβηγμένο, να θεωρούσαν πως με κάποιο τρόπο μου τις όφειλαν αυτές τις ανάσες, ή να φοβόντουσαν πως θα τους παρατήσω στα μισά της σαιζόν. Ανάσες λοιπόν με την πηρούνα στο χέρι, καρφωμένη μέσα στη άμμο να τη χρησιμοποιώ σαν υποστήριγμα για την ανακούφιση του ποδιού μου, με το βλέμμα χαμένο κάπου στο ανέμελο μέλλον μου, που έπρεπε να περάσει από τα σαράντα κύματα, τα φεγγάρια και τις αστροφεγγιές του νησιού μου. Απέβαλα τους θορύβους του μαγαζιού εκείνες τις στιγμές, άκουγα μόνο το φλοίσβο της θάλασας και τους γρύλλους, και μέσα στο κεφάλι μου έπαιζαν οι στίχοι κάποιου τραγουδιού ή μια σκέτη μελωδία. 

Επιστρέφοντας στο μαγαζί από την άμμο, είδα μια μεγάλη παρέα καθισμένη γύρω από τρία κολλημένα τραπέζια κι έτρεξα ανήσυχη να τους εξυπηρετήσω. Η ματιά μου δεν έπεσε αμέσως στο θείο μου ή στον Αύγουστο, γι' αυτό κι έβγαλα μια μικρή κραυγή έκπληξης όταν τους αντίκρυσα. Γέλασαν εύθυμα και μου είπαν ότι αποφάσισαν να έρθουν να φάνε εκεί, για να διαπιστώσουν αν είμαι καλά, απόφαση του Αύγουστου όταν ο θείος μου τους πληροφόρησε πως το κορίτσι που βοήθησαν το προηγούμενο βράδυ, ήταν η ανιψιά του. Παρατήρησαν πως κατέβαλα προσπάθεια για να περπατώ ίσια, και προσφέρθηκαν να με βοηθήσουν. Αυτοί έστρωσαν το τραπέζι και τοποθέτησαν ποτήρια και σερβίτσια πάνω του, τις μπύρες και τα αναψυκτικά που πήραν μόνοι τους από το ψυγείο, εγώ τους έφερα μόνο τα ορεκτικά. Ύστερα απαίτησαν από τον μαγαζάτορα να μου επιτρέψει να καθίσω μαζί τους, και καθώς φαινόταν πως αυτοί θα ήταν και οι τελευταίοι πελάτες της βραδιάς, εκείνος μου το επέτρεψε. Ήταν μια όμορφη, αναπάντεχη αλλαγή της ρουτίνας μου αυτή, κάτι που με γέμισε χαρά και με έφερε στο κέφι. Ήπια και τραγούδησα μαζί τους, η κιθάρα που κουβαλούσαν πάντα μαζί τους πέρασε στα χέρια μου. Τα τραγούδια που έπαιζα δεν ήταν εύθυμα, έπαιζα μόνο πολιτικά, αλλά είχα συγκαταλέξει στο ρεπερτοριό μου και το "αστέρι του βοριά" που διάλεξα να πω για την περίσταση. "Το αστέρι του βοριά, μια νύχτα με αστροφεγγιά..." σχολίασε ο θείος μου όταν σταμάτησα να τραγουδώ. "-Τραγούδησε το αστέρι μας, του Λογαρά" συμπλήρωσε ο Αύγουστος και γέλασαν συναινετικά όλοι και μουγγάθηκα εγώ. Άρπαξα το ποτήρι μου με την μπύρα και το σήκωσα στην παρέα, βίβα, το κατάπια μονορούφι και είδα όλα τ' αστέρια του ουρανού πάνω στο τραπέζι. Αλλά η μπύρα κύλησε γλυκά μέσα μου, πέρασε από τους φρουρούς της απαγόρευσης επιθετικά, αγνόησε τις κοκκινίλες του δερματός μου, τον γρήγορο ρυθμό της καρδιάς μου και γέμισε το κεφάλι μου με τη φράση εκείνη, ήμουν ένα αστέρι που χόρευε μέσα στο γαλαξία, ένα ευτυχισμένο αστέρι που γνώριζε την τροχιά και την πτώση του.

Η παρέα σηκώθηκε να φύγει όταν κουράστηκε, εγώ δεν μπορούσα να τους ακολουθήσω, έπρεπε να μείνω και να βοηθήσω στο κλείσιμο του μαγαζιού. Φίλησα το θείο μου, τους καληνύχτισα και μπήκα στην κουζίνα. Όταν τέλειωσα το μάζεμα εκεί και βγήκα για τις καρέκλες, είδα τον Αύγουστο να βοηθά το μαγαζάτορα, τις είχαν μαζέψει όλες, δεν είχε μείνει για μένα δουλειά. "-Τι παριστάνει ο διεθνούς φήμης εδώ τώρα...." αναρωτήθηκα εύθυμα, ενώ την ίδια στιγμή μια ανησυχία με κατέλαβε, ένα άγχος, καθώς κατάλαβα τις προθέσεις του και δεν ένιωθα έτοιμη γι' αυτές. Οι καλλιτέχνες δεν χάνουν χρόνο με τα τυπικά, όταν δουν κάτι που τους αρέσει θα το θελήσουν, κι όταν κάτι δεν τους αρέσει θα στο πετάξουν τα μούτρα. Έτσι τα σκεπτόμουν τα πράγματα κι όσο πιο πολύ γύριζε αυτή η σκέψη στο μυαλό μου τόσο πιο πολύ αγχωνόμουν. Όμως ξαφνικά μου αποκαλύφθηκε το πρόσωπο ενός εύθυμου μικρού παιδιού, που ήταν έτοιμο να κάνει τα πάντα για να ευχαριστήσει έναν ενήλικα κι αυτό, πέραν της συγκίνησης που μου προκάλεσε, με έκανε και να γελάσω πολύ. "Ελένη θα σε πήγαινα εγώ στο σπίτι σου απόψε με το αμάξι επειδή βλέπω ότι πονάς, αλλά ο κύριος από εδώ μου είπε ότι έχει έρθει με το αμάξι του, μένει στο χωριό και θα σε πάει εκείνος", μου είπε ο εργοδότης μου κι αμέσως μετά μας καληνύχτισε και μπήκε στο μαγαζί. Είπα ένα ηλίθιο "ευχαριστώ" αμήχανη κι ο Αύγουστος γέλασε. "-Την τύχη να ευχαριστείς" μου απάντησε, "και...το αστέρι του βοριά σου". Δεν είχα κάτι να πω. Μείναμε σιωπηλοί μέχρι που το αμάξι έφτασε στην είσοδο του χωριού. Ούτε ερωτήσεις πια, ούτε λόγια για να σπάσει η αμηχανία. Κι όταν σταμάτησε,  

"-Πως και  δεν είπες κουβέντα στη διαδρομή;" τον ρώτησα. "-Εσύ απ' ότι μου έδειξες χθες, μιλάς πολύ.

 -Έχεις δίκιο. Πάλεψα πολύ  για να κερδίσω αυτή τη σιωπή. Εσύ γιατί δεν μίλησες;

-Δεν είχα κάτι να πω. 

-Πες το λίγο καλύτερα αυτό. 

-Πως δηλαδή; 

-Κοίταξε, έκανα αυτό που ανέλαβα σαν χρέος να κάνω, σε έφερα στο σπίτι. Αν θέλεις όμως να μιλήσουμε, αυτό δεν είναι το μέρος για να το κάνουμε. Θέλεις να φύγουμε; να πάμε κάπου αλλού; 

-Ναι!"

Έβαλε πάλι μπροστά το αμάξι και φύγαμε. Τα μπαρ εκείνη την ώρα ήταν γεμάτα από κόσμο και φασαρία, δεν τον θέλαμε τον κόσμο. Δεν θέλαμε ούτε πιούμε ούτε να διασκεδάσουμε με την παρουσία άλλων. Θέλαμε να είμαστε μόνοι, οι δυο μας και να μιλήσουμε. Πήγαμε σε μια έρημη παραλία, το νησί ήταν γεμάτο από αυτές τη νύχτα. "-Ρώτα με τώρα" μου λέει. 

"-Γιατί εμένα;" του απαντώ. 

"Δεν υπάρχει γιατί. Γιατί εσένα. Αν επιμένεις όμως θα σε ρωτήσω το ίδιο. Γιατί εμένα; -Γιατί εσένα". 

Όταν είσαι μέσα σε κάτι δεν μπορείς να το δεις. Είχα χάσει το γαλαξία. Η παύση της σκέψης σε εμποδίζει να δεις το πριν και το μετά, υπάρχει μόνο το αιώνιο "εδώ και τώρα". Μακάριοι όσοι γνώρισαν μέσα του τον παράδεισο. Ευλογημένοι για πάντα. 

"-Ξημέρωσε κοριτσάκι ξύπνα, θ' ανησυχήσουν οι γονείς σου". 

Άνοιξα τα μάτια μου. Οι πρώτες ανταύγιες του ήλιου φώτιζαν αχνά το λόφο στα δεξιά μας, δεν είχαν περάσει ακόμα οι ακτίνες από πάνω του. Θαλασσινή μυρωδιά το σώμα του κρυστάλλινοι ήχοι νερού η φωνή του, κούρνιασα περισσότερο στην αγκαλιά του. "Δεν θέλω σου λέω..."  

Ήταν όλα γέλιο. Κάθε φράση, κάθε γκριμάτσα, κάθε κίνηση ή αναστεναγμός. Ήταν όλα χαρά, ακόμα και η καληνύχτα. Ακόμα δεν υπήρχε χώρος για σκέψεις. Θα βυθιζόμουν σε έναν ύπνο γεμάτο από όνειρα με ότι έζησα και ότι δεν έζησα μαζί του, θα ολοκληρωνα μέσα του τη πλήρωση της αιώνιας συνεύρεσης κι αν ήμουν τυχερή μπορεί και να μην ξυπνούσα. 

Ξύπνησα όμως. Μου φάνηκε πως μέσα από τη φωτογραφία της η Βιρτζίνια Γουλφ μου έβγαλε τη γλώσσα της. "-Σιγά μην τα ξέρεις εσύ καλύτερα" μουρμούρισα και γύρισα το βιβλίο ανάποδα. Θα έπινα τον καφέ μου ήρεμα στην τζαμαρία μου, όπως έκανα κάθε πρωί. Τώρα βέβαια ήταν πια μεσημέρι, σε λίγο θα έπρεπε να ετοιμαστώ για τη δουλειά, αλλά δεν βιαζόμουν. Κάτω στο δρόμο οι γυναίκες έβαφαν τις πλάκες με άσπρο ασβέστη, η μεγάλη γιορτή της Παναγίας πλησίαζε. Ο τεράστιος ευκάλυπτος στο μπροστινό χωράφι ξεμαλλιαζόταν με τον άνεμο. Ένας βοριάς δυνατός που γλύκαινε τη ζέστη του καλοκαιριού, δεν μπορούσε να εμποδίσει τον ήλιο να χτυπήσει τα μάτια μου, που κράταγα επίμονα ανοιχτά για να μη χάσω την εικόνα. Κι αυτή η ζωογόνα ζέστη του ξύπνησε σιγά σιγά τα κοιμισμένα μέλη μου που άρχισαν να θυμούνται. "Τι όμορφη, όμορφη που είσαι ζωή!" ψιθύρισα, λίγο πριν με φτάσουν τα λόγια των γυναικών που άσπριζαν το σοκάκι, σχολιάζοντας τα νέα της μέρας.

"Μα κι αυτός; ξενυχτισμένος λένε οδηγούσε, ποιος ξέρει, από κανένα μπαρ θα γύριζε. Ορίστε τ' αποτελέσματα. Κρίμα το παλικάρι, ήρθε να κάνει τις διακοπές του στο νησί μας κι έγινε ο τάφος του. Τι κατάρα είναι κι αυτή που μας βρήκε... Και το σπίτι κλειστό, έχουν φύγει όλοι, ακόμα και ο Ν.Τ 

-Ε θα πήγε να κανονίσει τη μεταφορά της σωρού, αφού σε κείνον έμενε..."

" Τι άτιμα τα παιχνίδια σου ζωή..." ψιθύρισε κάτι μέσα μου και μέσα από το θανατό μου. 

Τώρα είμαι εδώ, χρόνια πολλά μετά, ζωντανή, κι έχω το βιβλίο της Βιρτζίνια Γουλφ στα χέρια μου, που μόλις ξαναδιάβασα και απόλαυσα. Ήξερε ναι κάτι περισσότερο από μένα, τότε. Όχι τώρα. Αλλά και πάλι, ποτέ δεν ξέρεις. 

Παρ' όλα αυτά, εξακολουθώ να πιστεύω πως κάθε τέλος που έζησα, έχει αφήσει στον αέρα την υπόσχεση μιας συνέχειας στο μέλλον, αυτής της ζωής. Και θα το πιστεύω. Για πάντα.








Παρασκευή 2 Απριλίου 2021

Ποτέ μην κλάψεις

 Το να μπορεί κανείς να κλάψει είναι ευλογία. Και δεν είναι χαρακτηριστικό των δυνατών ανθρώπων η ανημπόρια του κλάματος, αλλά των πετρωμένων κατόπιν εντολής στον εγκέφαλο ψυχών, που δεν θέλουν να θυμηθούν. 

Όταν πετάω κάτι τέτοια καλύτερα είναι να μη ρωτάει κανείς ποιος το λέει, γιατί βαριέμαι να εξηγώ. Κι όχι βέβαια δεν τα λέω όλα εγώ, άσχετα αν λόγω βαρεμάρας το παραδέχομαι. Κι άλλωστε είναι κάτι που ξέρω και προσωπικά ότι ισχύει. 

Από μικρή άκουγα τον πατέρα μου στο σπίτι να λέει στον αδελφό μου "-Τι κλαις ρε; ολόκληρος άντρας; γυναικούλα είσαι;" Κι εγώ που δεν ήθελα με τίποτα στον κόσμο να είμαι μια γυναικούλα, έπιασα το νόημα. Όταν κλαίω θα είμαι μια αξιοθρήνητη γυναικούλα ενώ όταν δεν κλαίω, θα είμαι μια δυνατή γυναίκα που δεν θα περιφρονήσει κανείς. 

Ο κύβος ερρίφθη και δεν ξέρω κάτα πόσο ο αδελφός μου στάθηκε σε αυτά τα λόγια του πατέρα μας για να μην κλάψει ποτέ, γιατί στο μεταξύ χώρισαν και οι δρόμοι μας, εγώ όμως το έκανα. 

Αυτό που μπορεί να συνταράξει τον ψυχικό κόσμο ενός νέου ανθρώπου πέρα από κάποιες ειδικές καταστάσεις που τις λες και εξαίρεση, είναι ένας δυνατός έρωτας. Η ένταση στην ανακάλυψη του εαυτού μας μέσω του άλλου, η απροσδόκητη αποδοχή, η ισοπεδωτική απόρριψη, ο ανεκπληρωτος πόθος, η απουσία, η έλλειψη, η απώλεια. Όλα αποτελούν λόγο για να κλάψει γοερά μια ερωτευμένη ψυχή, όχι όμως για μένα, σε κείνη την άλλη μου ζωή μιλώντας για νέους.

Και βέβαια ερωτεύτηκα, με αποδοχή, με απόρριψη, με άγνοια, με γνώση, με σύνεση, με αιδώ, με παθητικότητα, αλλά και με τρέλα, χωρίς ντροπή, χωρίς όρια, έξω από τους νόμους της κοινωνικής ηθικής και έξω από κάθε λογική. 

Αλλά αυτά όλα τα ήξερα μόνη μου. Κανείς δεν μπόρεσε να καταλάβει το βάθος και το πλάτος του συναισθηματικού μου κόσμου, αφού αντιμετώπιζα με το ίδιο ύφος το μαζί και το χώρια, το' σ' αγαπώ και το σε γουστάρω, το "τελειώσαμε" και το "μείνε μαζί μου αγαπημένη" ενώ δεν θυμάμαι να επιδίωξα ποτέ την παράταση μιας κατάστασης ουσιαστικά και τυπικά τελειωμένης. 

Έτσι ανάλαφρη με το μόνιμο βάρος ενός χαμένου, περπατούσα στο δρόμο εκείνο το χειμωνιάτικο πρωινό του 93. Θα είχα ίσως βγει από μια μακροχρόνια σχέση που δεν μου άφησε και πολλά, αφού πράγματι δεν ένιωθα κάποια ιδιαίτερη στενοχώρια, πέραν κάποιων συνηθειών που έπρεπε ν' αλλάξω, πέραν κάποιων καινούργιων ασχολιών που έπρεπε ν΄αποκτήσω. Είχα αποφασίσει να επιδοθώ στη ζωγραφική. Έπαιρνα το μπλοκ μου, μολύβι και γόμα και ξαμολιόμουν στα πάρκα και στις πλατείες ψάχνοντας το θέμα μου. Ζούσα μόνη μου, δουλειά δεν είχα, αυτά που έτρωγα ήταν κατασκευάσματα δικής μου επινόησης, τα πρωινά περπατούσα μερικά χιλιόμετρα ρωτώντας τις επιχειρήσεις αν χρειάζονται υπάλληλο, ώστε μέχρι το απόγευμα, μετά από καμιά δεκαριά "Όχι" που έπαιρνα, θεωρούσα πως ήταν η στιγμή της μικρής μου αποζημίωσης. 

Ο καφές έτοιμος κλεισμένος στο σέικερ, ένα σακίδιο με κάτι για να μασουλάω, ένα μπουκάλι νερό και happy time. 

Η αναζήτηση με έβγαλε στο άλσος του Παγκρατίου. Με τράβηξε το σημείο από όπου μπορούσα να βλέπω απέναντι το σχολείο που αποφοίτησα. Σκόπευα να το προβάλλω ανάμεσα από τα δέντρα και τα φυλλώματα του πάρκου, όπως προβάλλει το φεγγάρι ανάμεσα από τα κτίρια, ήταν ένα νυχτερινό σχολείο και του άρμοζε κάθε τιμή για τις κουρασμένες ψυχές που φιλοξένησε και ενθάρρυνε μέσα του. 


Θα είχα τραβήξει το πολύ δυο γραμμές καθισμένη στο παγκάκι απέναντι, όταν άκουσα μια κοριτσίστικη σπαραξικάρδια κραυγή. "-Μη αγάπη μου! Σκέψου τα όνειρά μας, τι θα πω στους γονείς μου; μη μ' αφήνεις γι' αυτήν, δεν την αγαπάς!"

Το χέρι μου κοκάλωσε επάνω στο μπλοκ. Όσο και να ήθελα να αγνοήσω εκείνη την κραυγή δεν μπορούσα. Όσο κι αν πίεσα τον εαυτό μου για να μη γυρίσω το κεφάλι μου, να μην ψάξω το ζευγάρι στο παγκάκι πίσω από τους θάμνους, δεν φαινόντουσαν έτσι κι αλλιώς. 

Έβγαλα από το σακιδιό μου μια στεγνή, χωρίς ζάχαρη και μέλι τηγανίτα και τη δάγκωσα με μανία. Μια δεύτερη την κατάπια ολόκληρη. Ο καφές δίπλα μου ζητούσε να τον πιω πριν της ώρας του, τα δυο τελευταία μου τσιγάρα να τα καπνίσω επιτόπου με άγνωστη την αγωνία της συνέχειας, τα έκανα όλα. 

"Άφησε με επιτέλους! ξεκόλλα!" Ήταν η μόνη αντρική φωνή που άκουσα, και ύστερα τίποτα, δεν υπήρχε πια διάλογος. Σκέφτηκα πως θα χώρισε το ζευγάρι, θα έφυγε ο καθένας προς άλλη κατεύθυνση, ένα δυσάρεστο από τα τόσα συμβάντα στις σκοτεινιές της πόλης, είχε αρχίσει να βραδιάζει, σε λίγο δεν θα έβλεπα τίποτα για να σχεδιάσω, μάζεψα το μπλοκ, έμεινα με τον καφέ στα χέρια και κάπνιζα σαν υπνωτισμένη. 

Εμένα ποτέ δεν τόλμησε να μου πει άντρας "άφησέ με, ξεκόλλα επιτέλους" σκέφτηκα. Ποτέ δεν θα έδινα την ευκαιρία για να ακούσω κάτι τέτοιο. Οι άνθρωποι έρχονταν κι έφευγαν από τη ζωή μου σαν επισκέπτες, είτε έμεναν ένα βράδυ είτε χρόνια, δεν είχε διαφορά, μερικές φορές αναρωτιόμουν γιατί κάθισα τόσον καιρό με κάποιον, αφού δεν ένιωθα και κανένα σπουδαίο έρωτα, κι έδινα μετά την απάντηση μόνη μου. "Ξεκουράζομαι.." Κι όταν πάλι είχα πολύ καιρό να βρεθώ μέσα σε σχέση, τουλάχιστον για έξι ή οκτώ μήνες και ρωτούσα τον εαυτό μου, "τι ακριβώς είπαμε κάνεις τώρα αγαπητή μου;" πάλι την ίδια απάντηση μου έδινα. "¨Ξεκουράζομαι"

Με βάση ένα τέτοιο ιστορικό, θα μου ήταν λογικά αδύνατο να συμμεριστώ το σπαραγμό του κοριτσιού που τώρα άκουγα πίσω από τα φυλλώματα, προφανώς καθισμένη ακόμα στο παγκάκι που ο νεαρός εγκατέλειψε. Κοφτοί, μικροί λυγμοί, σαν ενός μωρού που πνίγεται στην κούνια, ή ενός μωρού γατιού που καταπλακώνουν τ' αδέλφια του. 

Δεν μπορούσα πια να καθίσω ήσυχη στη θέση μου. Είχα αναστατωθεί, είχα ταραχτεί, είχα εξοργιστεί και πονούσα βαθιά σε μια περιοχή του είναι μου που δεν αναγνώριζα. Σίγουρη γι' αυτά που επρόκειτο να ξεστομίσω, σηκώθηκα και περπάτησα γρήγορα προς το μέρος του κρυμμένου κοριτσιού. Βρέθηκα μπροστά σ' ενα σκυμμένο μέσα στα χέρια του αδύνατο ίσως όσο κι εγώ κορίτσι. Οι ώμοι της τραντάζονταν σιωπηλά, καθώς μετέτρεπε τις κραυγές της ψυχής της σε μικρούς πνιγμένους λαρυγγισμούς. "-Δεν αξίζει το κλάμα σου. Μην κλαις γι' αυτόν. Σου φέρθηκε άκαρδα, απάνθρωπα, σε ταπείνωσε, δεν αξίζει το κλάμα σου.Θα πληρωθεί κάποτε με το ίδιο νόμισμα.

-Μα δεν θέλω να πληρωθεί με το ιδιο νόμισμα. Τον αγαπάω. Δεν είναι αυτός ο Νίκος μου. Κάποια τον ξεμυάλισε και άλλαξε, δεν μου έχει μέχρι τώρα φερθεί άσχημα ποτέ".

Άρχισα να νευριάζω μαζί της. Μου ήταν αδιανόητο ότι μπορούσε να σκέπτεται έτσι την ίδια στιγμή που σπάραζε από την απάνθρωπη συμπεριφορά του. Όμως εκείνη συνέχισε να μιλάει, σαν να βρήκε τον εξομολόγο της, πέρασε από το κλάμα στην αναπόληση. Με τα μάτια της δακρυμένα με κοίταξε. 

-Σ' ευχαριστώ για το ενδιαφέρον σου. Έχεις δίκιο να σκέπτεσαι έτσι γιατί δεν τον ξέρεις, δεν μας ξέρεις, άκουσες κάτι άσχημο εντάξει, είμαστε αλλιώς όμως μέχρι πριν μια εβδομάδα. Ο Νίκος ήταν τρελός για μένα. Δούλευε σερβιτόρος διπλή βάρδια για να μαζέψει χρήματα να ανοίξουμε το σπίτι μας. Κι εγώ δουλεύω σε σούπερ μάρκετ. Βγάλαμε μαζί το σχολείο και θέλαμε να σπουδάσουμε πριν πάμε να μείνουμε μαζί. Εκεί δώσαμε όλο το βάρος. Μέχρι και τα χρώματα στο παιδικό δωμάτιο είχαμε σκεφτεί. Αγαπάμε πολύ τα παιδιά. Κάναμε υπομονή, δεν είναι εύκολες οι σπουδές όταν πρέπει και να δουλεύεις για να ζήσεις. Ο Νίκος έκανε πίσω από τις δικές του και με στήριζε με τις δικές μου. Είχα σταματήσει τη δουλειά για να μπορώ να παρακολουθώ τα μαθήματα και να διαβάζω. 

Παρά το γεγονός ότι εκείνος έκανε τόσα για μένα, η μάνα μου τον πίεζε για να επισπεύσει το γάμο μαζί μου, δεν είχε καμιά κατανόηση για κανέναν από τους δυο μας. Μια μέρα πριν από κανένα μήνα, δεν άντεξε εκεινος τα φαρμακερά της σχόλια και την πέταξε έξω από το σπίτι του, δεν μένουμε ακόμα μαζί, κοιμόμουν μαζί του μερικά βράδια και γύριζα μετά στο σπίτι μου. Η μάνα μου είχε έρθει εκείνη τη μέρα για να μας δημιουργήσει πρόβλημα. 

Όταν η μάνα μου βγήκε από το σπίτι του εγώ βρέθηκα στη μέση, δεν ήξερα τι να κάνω. Μου είπε, "Ορίστε, αν συμμερίζεσαι τις βλακείες της, πήγαινε να την βρεις. -Δεν τη συμμερίζομαι Νίκο μου, αλλά μάνα μου είναι, δεν μπορείς να την πετάς έτσι έξω απο το σπίτι σου, Έπρεπε να έχεις υπομονή και να της εξηγήσεις". 

Θύμωσε μαζί μου πολύ, μου είπε να φύγω κι εγώ. Θύμωσα κι εγώ σε κείνη τη φάση, έφυγα. Ο Νίκος βγήκε εκείνο το βράδυ, με φίλους του πήγαν στο σπίτι μιας κοπέλας που είχε τα γενεθλιά της. Δεν ξέρω τι έγινε, το ίδιο αυτό βράδυ μου τηλεφώνησε ότι θέλει το χρόνο του για να σκεφτεί πως θα συνεχίσουμε μεταξύ μας. Πάλι θύμωσα, δεν του έδωσα την ευκαρία να μου πει περισσότερα. Του έκλεισα μάλιστα και το τηλέφωνο. Μετά αυτός και η κοπέλα αυτή, κυκλοφορούσαν μαζί, τους έβλεπαν οι κοινοί μας φίλοι και μου το έλεγαν. Του τηλεφωνούσα και μου το έκλεινε. Του έστειλα ένα email.  "Και τα όνειρά μας Νίκο; Η αγάπη μας; Αυτό που δεν αφήναμε κανέναν να μπει αναμεσά μας; Και που αν η μάνα μου επέμενε να σε ενοχλεί με τις σαχλές βιασύνες της θα τη βάζαμε μαζί στη θέση της; Είναι λόγος αυτός τώρα να με αφήνεις στα κρύα του λουτρού; Να ξεχνάς τις προσπαθειές μας, τους αγώνες μας, το πόσο πολύ θέλουμε να πάει μπροστά αυτή η σχέση, ακόμα και τις ίδιες σου τις θυσίες; Γιατί αγάπη μου; Γιατί πικράθηκες τόσο πολύ μαζί μου; Μάνα μου είναι, έπρεπε σε κείνη τη φάση κάποιος να την παρηγορήσει, δεν πάει να πει και πως θέλω ότι θέλει; Θα το είχα βάρος στη συνειδησή μου αν την άφηνα να φύγει έτσι, πεταμένη  σαν αδέσποτο του δρόμου. Έλα αγάπη μου να το ξεπεράσουμε αυτό και να συνεχίχουμε το δρόμο μας μαζί, αγαπιόμαστε από μικρά παιδιά, δεν γίνεται να τα γκρεμίσεις όλα από πείσμα και μόνο.

-Κορίτσι μου τι πείσμα του έγραψες; Αυτός κυκλοφορεί ήδη με μια άλλη απ΄ ότι μου είπες και δεν σκέπτεται τα ίδια με σένα.

-Κυκλοφορεί ναι, αλλά εμένα αγαπάει. Θέλει να με πληγώσει. Το ξέρω πως περίμενε άλλη στάση από μένα. Θα τον κερδίσω όμως κι ας πληρώσω την τιμωρία του. Τον αγαπώ, δεν θέλω να ζήσω με άλλον άνθρωπο, καταλαβαίνεις;"

Είπα ναι, χωρίς να ξέρω τι στο διάολο κατάλαβα. Τι να καταλάβω, τι με έμελλε να καταλάβω, γιατί ανακατεύτηκα σε μια ξένη υπόθεση, γιατί δεν την άφηνα εκεί μέσα στο κλάμα της να θρηνεί για τα χαμένα της όνειρα;

Άγγιξα απαλά τον ώμο της. 

"-Σου εύχομαι να τα βρεις με το Νίκο σου και να είναι έτσι όπως τα λες, όπως τα έχεις ζήσει και ονειρευτεί μαζί του, όπως συνεχίζεις να τα ονειρεύεσαι. Να ξεπεράσετε τα προβλήματα και να προχωρήσετε, ελπίζω κι εκείνος να κάνει πίσω από τον τόσο του εγωισμό.

-Θα κάνει, είμαι σίγουρη..."

Μου απάντησε το κορίτσι σκουπίζοντας τα μάτια του. Μέσα μου ανάμικτα τα συναισθήματα, πέρναγα από την οργή στην κατανόηση, σε κάποια αδιόρατη περιφρόνηση, κρυφό σαρκασμό, και σε κάτί που έμοιαζε με θαυμασμό. Μα πιο πολύ απ' όλα μ' έπιασε μια βιάση να φύγω από το σημείο εκείνο άμεσα, να χαθώ από τα μάτια του κοριτσιού κι από τα μάτια των ανθρώπων. Κάτι λίγο την άγγιξα στον ώμο της, χωρίς κουβέντα απομακρύνθηκα αμέσως μετά, περπάτησα προς τη μεριά του σχολείου απέναντι, είχα μια ώθηση να βρω τρόπο για να μπω στον αυλογυρό του. Κι εκεί καθισμένη στα σκαλιά που καθόμουν πάντα να περιμένω την ιστορία να γραφτεί από την αρχή. 

Δεν ξέρω τι άλλο, απλώς προχωρούσα. Καμιά δεκαριά βήματα θα είχα κάνει, στην άκρη του δρόμου πριν περάσω απέναντι, με άγγιξε ένα χέρι. Γύρισα, ήταν το κορίτσι.

"-Εσύ γιατί κλαις; δεν θα μου πεις;

-Δεν είμαι σίγουρη ότι μπορώ. Ας πούμε δεν μοιράστηκα ποτέ όνειρα με κανέναν, νόμιζα πως αυτά τα κάνει κανείς μόνος του.

-Πως είναι δυνατόν να κάνει κανείς μόνος του όνειρα;

-Σαν μόνος φυσικά. Γεια σου τυχερό κορίτσι. Κράτα γερά το ονειρό σου, μην αφήσεις να στο πάρει κανείς".

Πέρασα απέναντι κι εκεί όταν έφτασα, το κορίτσι στεκόταν ακόμα και με κοίταζε, με αποχαιρετούσε κουνώντας το χέρι της.  Συμπόνια για τους ανίκανους να μοιραστούν, τους ανίκανους να κλάψουν.


Αυτή τη φορά πήγα και στρώθηκα απέναντι από το πολεμικό μουσείο. Μια ωραία πρασινάδα μου επέτρεψε να απλώσω τα πραγματά μου πάνω της. Λίγο πιο πέρα  μια ψόφια γατούλα είχε αρχίσει να γίνεται ένα με τη γη. "Δεν τολμάς ν' αγγίξεις το θάνατο στα σταδιά του". Ποιος το είπε αυτό; Ιδέα δεν έχω.

"Θα ζωγραφίσω το πολεμικό μουσείο" Είπα. Τα φώτα της διασταύρωσης έπεφταν πάνω του χιαστά  και μπροστά του  υπήρχε ένα παλιό κανόνι, έτσι που το όλο κτίριο μου θύμιζε κάστρο σε πολιορκία. 

Το μολύβι δεν έγραφε  στο χαρτί. Το ακούμπησα επάνω του, κι άρχισε να κολυμπάει σαν κανό που έτρεχε προς τον καταρράχτη. 

"- Τι κλαις ρε; ολόκληρη γυναίκα; θα τσιμπάς και με τα Άρλεκιν τώρα;" 

-Ναι ρε! Με αυτά! Εσύ τι πρόβλημα έχεις;" 

Φώναξα κοιτάζοντας κατάματα έναν άνθρωπο ηλικιωμένο που πέρναγε. Αυτός σταυροκοπήθηκε τρομαγμένος και, απομακρύνθηκε τρέχοντας.   












Πέμπτη 4 Μαρτίου 2021

ΤΟ ΛΑΘΟΣ / Από τον καναπέ στο δρόμο



Η δεύτερη και η Τρίτη εκδοχή παραμένουν ανέκφραστες. Τι θα γινόταν αν;
Αν θα προλάβει κανείς να τις ξεστομίσει δεν το ξέρω. Αλλά ίσως δεν έχει και καμιά αξία. Αφου η πρώτη εκδοχή έριξε μια γυναίκα από ένα παράθυρο πάνω στο καπό ενος διερχομένου αυτοκινήτου. Ο γιατρός από το παράθυρο του, πέταξε ένα μοναδικό λουλούδι που βρισκόταν στο γραφείο του. Το πέταξε πίσω της, πάνω της. Ύστερα κλείδωσε την πόρτα του γραφείου και πήγε ν' αλλάξει επάγγελμα, χωρίς να ρίξει ούτε μια ματιά προς τα πίσω.
Ένας σωρός από σπασμένα μέλη φασκιώθηκε προσπαθώντας ν' αποτελέσει ξανά τη συνέχεια της ανίκητης σκέψης.
"-Ζω! Και τώρα θα πληρώσω το τίμημα της ανικανότητάς μου να κάνω το επιχείρημα σωστά".
Ο Ανδρέας Χ, ήταν μακριά. Δεν μπορούσε ν' ακούσει αυτές τις σκέψεις. Ποτέ οι πωλητές του κοπανιστού αέρα δεν άκουσαν σκέψη άλλη από τη δική τους.
Η πρώτη εκδοχή του ταίριαζε γάντι. "-Είσαι, επίδοξος αντίζηλος αφανών εραστών" 
"-Ισως έπρεπε ν' αρχίσω από τη δεύτερη εκδοχή". Σκεπτόταν η γυναίκα.
"Ίσως κι αυτός δεν μπόρεσε ν' απαλλαγεί από την εικόνα που του φόρτωσα. Να βρίσκεται εκεί το λάθος;"
Ο ψυχίατρος Ανδρέας Χ που μόλις είχε αλλάξει επάγγελμα, αγνοούσε την υπαρξή της. Όταν οι σκέψεις τον κούρασαν, πέταξε το φάκελο με τα σχέδια στον καναπέ, τα παπούτσια του στον τοίχο, και το γούνινο καπέλο του στην φανταστική καπελιέρα. Έκλεισε τα παραθυρόφυλλα, τα φώτα, δεν ήταν εκεί για κανέναν. Γυμνός άνοιξε το καυτό νερό του μπάνιου και το άφησε να τρέχει. Η μπανιέρα ξεχείλισε, ο ατμός ξεχύθηκε από το δωμάτιο στο υπόλοιπο σπίτι, έμοιαζαν όλα να αιωρούνται σ' ένα υγρό σύννεφο που ανακατεύτηκε με τον ιδρώτα της κάθαρσης. Τίποτα. Ούτε αυτή κατάφερε να τον λυτρώσει.
-Αέρα! Αέρα έστω και κοπανιστό! Φώναξε απελπισμένος αλλά δεν είχε το κουράγιο να πιάσει τα πόμολα. Τα υλικά που έφτιαξαν αυτό το τοπίο, δεν ήταν δικά του. Λαγουμιασμένος στα κατάβαθα ενός άλλου "είναι", είχε καταβληθεί από την έσχατη των αμαρτιών, ολόκληρος είχε μεταφερθεί στην υπαρξή της. Ήταν μέσα της. Έκλεβε τον αέρα που της έδινε η φιάλη, κι έφτανε ίσα με αυτόν υγρός, μαζί με την ιδρωμένη της σκέψη. "Ζω! Αλλά δεν με υπακούει το σώμα μου. Δεν έχω κανένα έλεγχο πάνω του. Παρόλα αυτά μπορώ και σκέπτομαι. Αχ, αν ή σκέψη είχε τη δύναμη να μας ανασυνθέσει! Αν μπορούσα με αυτή τη σκέψη να τον πείσω πως δεν θα με σταματούσε ούτε η δεύτερη, ούτε η Τρίτη εκδοχή, ούτε καν αυτός. Τον διάλεξα για να ολοκληρώσω την πράξη μου. Τον χρησιμοποίησα. Δεν πήγα εκεί για τις συμβουλές του".
Ο ατμός εξαφάνισε το πρόσωπο του γιατρού από τον καθέφτη. Σέρνοντας έφτασε στη μικρή πόρτα δίπλα από την ντουλάπα και την άνοιξε. Κουτρουβαλιάστηκε στη σκάλα του υπόγειου και σταμάτησε ακίνητος στον πάτο της εμβρυικής του ύπαρξης.
Η σκέψη του ακόμα λειτουργούσε. Δεν κατάφερε ούτε αυτός να βραχυκυκλώσει τα καλώδια της απόγνωσης.
"-Πότε έγινε το λάθος; Πως ξεκίνησε; Είναι αλήθεια πως δεν είχα καταλάβει τι θα κάνει; Αν ναι, κορόιδευα τον εαυτό μου μια ζωή. Ποτέ δεν υπήρξα τίποτε. Αν όχι όμως, την ωθούσα επί δυο ώρες σ' αυτή την απόφαση. Δεν μπόρεσα να της συγχωρέσω αυτή την έπαρση. Να πιστεύει ότι εκμηδενίζοντας τον εαυτό της θ' αγγίξει το θείο; Να πιστεύει ότι απελευθερώθηκε και ότι πλήρωσε το τίμημα για την επιτυχία που κατά τα άλλα κέρδισε με το σπαθί της; Ποιο σπαθί της; Αυτό της εκμηδένισης; Αυτό της απόλυτης παράδοσης στον μάνατζερ του ταλέντου της; Αυτό της ηλίθιας επαναστασής της; Ήθελα να τη δω να πέφτει. Να τη δω να πηδάει από το παράθυρο παίρνοντας μαζί της κάθε υποψία της δικής μου ματαιοδοξίας και κυριαρχικότητας. Ήταν άρρωστη. Τρελή. Θα ήταν μια πράξη αναμενόμενη, χωρίς άλλα σκαλίσματα. Αλλά που έγινε το λάθος; Γιατί δεν είμαι ευχαριστημένος από το αποτέλεσμα; Μπας δεν έχει πεθάνει; Μπας δεν ήταν αυτό που ακριβώς ήθελα; Τι ήθελα; Να ορμήξω πάνω της μουγκρίζοντας να την κατασπαράξω; Να τη φάω ολόκληρη να την χωνέψω μέσα μου, να πάψει να με βασανίζει ο σαρκαστικός της λόγος, το χαστούκι του βλεμματός της, το μαρτύριο του προκλητικού στήθους της; Γιατί δεν το έκανα; Γιατί δεν έγινα καλύτερα ο αποκτηνωμένος αντίζηλος του εραστή που εξαιτίας του έφτασε σε μένα; Θα ζούσε τώρα. Κι εγώ θα ζούσα!"
Ο γιατρός ζούσε αλλά φυσικά δεν το ήξερε. Εκείνη ήξερε πως ζουν και οι δυο γιατί ένοιωθε την εκπνοή του να βγαίνει από το στόμα της λυγμός.
"Πωλητής κοπανιστού αέρα!" Σάρκασε πάλι το μυαλό της και τα μάτια της βλεφάρισαν. "Φτωχέ μου γιατρέ! Μόνο μέσα μου μπορείς να υπάρχεις πια. Δεν έχεις περισσεύματα! Μα που έγινε το λάθος; Που;
Και πως γνωρίζω εγώ τι γίνεται χωρίς εσύ ακόμα να το έχεις αντιληφθεί; Να σου στείλω ένα μήνυμα αλλά πως; Η σκέψη μου ανακατεύεται με το οξυγόνο της φιάλης, ο ιδρώτας μου με τους ατμούς του μπάνιου σου και η απελπισία, το μπουντρούμι που σε φυλάκισε. Πρέπει να σε λυτρώσω. Να εξασκήσω τη σκέψη μου να δυναμώσει, ίσως μπορώ να το κάνω. Δεν είχα σκοπό να σου διδάξω κανένα μάθημα. Δεν ήμουν ικανή. Αλλά είμαι σίγουρη πως το πήρες.
Κι εγώ; Εγώ να συνεχίσω χωρίς βοηθούς. Και ή να καταφέρω το επιχείρημα μόνη μου, ή να χαϊδέψω ξανά το πλάνο "απόλυτο". Στο πρόσωπο ενός άλλου μάνατζερ, χα! Στο πρόσωπο ενός άλλου θαυμαστή λατρεμένου".
Η γυναίκα βλεφάρισε ξανά τα μάτια της. Η νοσοκόμα την κοίταξε προσεχτικά. Ύστερα είδε τις ρώγες των δαχτύλων της να ροδίζουν. Η νοσοκόμα βγήκε τρέχοντας από το θάλαμο. Σε λίγο μαζεύτηκαν γύρω της οι γιατροί.
"-Με ακούς; Μη μιλάς, ανοιγόκλεισε τα βλέφαρα" Της είπε ο ένας γιατρός. Εκείνη προσπάθησε να χαμογελάσει. Τα χείλη της πονούσαν. Τα χείλη της ίσως δεν υπήρχαν. Ανοιγόκλεισε τα βλέφαρά της. Δεν έβλεπε τίποτα. Άκουσε μόνο το γιατρό να λέει, "-Αυτό ήταν. Είναι μαζί μας. Θα έχει πολλά να μας διηγηθεί".
Ύστερα τα φώτα έκλεισαν κι εκείνη αναρωτήθηκε ξανά.
"Πως θα βρω το λάθος; Πρέπει να γυρίσω πίσω με τη λύση. Αλλιώς θα ξαναφτάσω εδώ".
Ο ψυχίατρος Ανδρέας Χ, είδε τον εαυτό του ξαπλωμένο στο πάτωμα ενός κατασκότεινου υπόγειου. Κοίταξε προς τη μεριά της σκάλας και είδε μια αμυδρή δέσμη φωτός να χτυπάει τον τοίχο δίπλα της.
"Απο κάπου έρχεται αυτό το φως" σκέφτηκε με λαχτάρα κι άρχισε με τα τέσσερα να ανεβαίνει την σκάλα λαχανιασμένος. Κατάφερε να φτάσει μέχρι το δωμάτιο. Το χρώμα των επίπλων είχε ζωντανέψει τα πάντα έσταζαν ακόμα νερό. Δεν αναγνώριζε για δικό του τίποτα στο χώρο. Η βρύση του μπάνιου είχε σταματήσει από μόνη της να τρέχει. Δεν θυμάται καν πως είχε φτάσει μέχρι αυτήν. Το μόνο που ξέρει είναι πως τα υλικά αυτού του τοπίου δεν είναι δικά του. Είχε πέσει σε λάθος λαγούμι.
Σηκώθηκε, ντύθηκε, φόρεσε τα παπούτσια του, τη γραβάτα, έπιασε το γουνίνο καπέλο του από κάτω και προχώρησε μέχρι την πόρτα. Κοίταξε γύρω του.
"Παράξενο! Δωμάτιο όμορφο, μα ξένο. Τόσο ξένο! Πως έγινε αυτό το λάθος;"
Άγγιξε το πόμολο και κείνο γύρισε. Μόλις έκλεισε πίσω του την πόρτα, τα πνευμόνια του γέμισαν από καθαρό, παρήγορο, ανανεωτικό αέρα.
"Ευχαριστώ!" αναστέναξε, αποφεύγοντας να σκεφτεί τίποτε άλλο.
Η γυναίκα στο κρεβάτι χαμογέλασε ψιθυρίζοντας.
"-Εσύ ήσουν το λάθος. Εγώ ήμουν το λάθος. Η συχνότητα της σκέψης μας ήταν το λάθος. Παρακαλώ..."
Ύστερα μίλησε ψευδά, μεγαλοφώνως.
"-Λίγο νερό σας παρακαλώ...διψάω"
Και πανηγύρισε το σύμπαν.

Τετάρτη 27 Ιανουαρίου 2021

Δεν θα βρέχει για πάντα

 

Υπάρχει μόνο ένα είδος ευτυχίας, και λέγεται Ευτυχία. Υπάρχουν πολλά είδη δυστυχίας και το καθένα έχει τ’ ονομά του. Η ευτυχία μπορεί να είναι αυτοτελής ή σε συνέχειες. Η δυστυχία σίγουρα έχει μεγαλύτερη διάρκεια. Το καλό με την τελευταία είναι ότι οι μνήμες της σβήνουν γρήγορα, σχεδόν αμέσως. Αντίθετα, οι μνήμες από την ευτυχία είναι οδυνηρές και οι περισσότεροι φυσιολογικοί άνθρωποι τις αποφεύγουν. Όμως νομίζω πως δεν έχει και πολλούς υπ’ αυτή την έννοια φυσιολογικούς ανθρώπους ο κόσμος. Ούτε κι εγώ είμαι. Περνώντας ο καιρός διαπιστώνω πως όλο και περισσότερο επιστρέφω στα παλιά μου λημέρια. Γιατί τι άλλο μπορεί να είναι ο τόπος της νοσταλγίας από ένα σίγουρο και ασφαλές λημέρι στην περίοδο μιας μεγάλης καταδίωξης;

 

 Ιστορία

 Το μαγαζί απέναντι από τον ανεμόμυλο ήταν εγκαταλειμμένο. Tζάμια σπασμένα, τοίχοι ρημαγμένοι, το διεκδικούσαν οι γάτες και οι αρουραίοι του λειβαδιού σε καθημερινό καυγά.

 

Ο μύλος ήταν κι αυτός ρημαγμένος, ανενεργός εδώ και πολλά χρόνια, τα πανιά ανύπαρκτα και η κυκλική του μάντρα, γκρεμισμένη στο μεγαλύτερο μέρος της.

Στο δρόμο κινούνται ελάχιστα τροχοφόρα, κι αυτό τουλάχιστον παρέμενε το ίδιο, κάποια τρακτέρ, κάποιο αγροτικό αμάξι, σπάνια το λεωφορείο.

Καθώς οδηγούσα, οι ψιχάλες της βροχής δυνάμωσαν, με χτυπούσαν σαν πέτρες στην πλάτη με το λεπτό αδιάβροχο, έχασα για λίγο και το τιμόνι από τα χέρια μου, το επανέφερα τρομαγμένη, σταμάτησα.

Στο σημείο εκείνο, από τις δυο πλευρές του δρόμου με κοίταζαν τα δυο θλιμμένα κτήρια. Το καφενείο και ο ανεμόμυλος.  

Μια εκατόχρονη γυναίκα βγήκε από την αυλή του διπλανού σπιτιού και με ρώτησε.

-Τι ζητάς κοπέλα μου; τι ψάχνεις;

-Τίποτα γιαγιά, θυμάμαι. Της απάντησα, σηκώνοντας τους ώμους σε μια αμήχανη κίνηση.

-Α καλά, εγώ να δεις τι θυμάμαι από το μέρος αυτό. Να έρθεις μια μέρα να στα πω. Άντε να μη σε κρατώ πια, βρέχει,  θα θέλεις να φύγεις.

 

Τη χαιρέτισα με το κεφάλι, κατέβασα το τζάμι του κράνους κι απομακρύνθηκα. Η γυναίκα δεν με αναγνώρισε. Μπήκα στον πειρασμό να της θυμίσω ποια είμαι, αλλά έμεινα διστακτική. Στην πραγματικότητα δεν ήθελα να μιλήσω με κανέναν. Ο Ζαφείρης  μου, ο δικός μου Ζαφείρης,  μόλις είχε διαγνωστεί με σοβαρή καρδιοπάθεια. Θα έπρεπε άμεσα να φύγουμε από το νησί, να πάμε στην Αθήνα για να εγχειριστεί.

Είχα ακόμα τη φωτογραφία της γιαγιάς σ’ ένα παλιό άλμπουμ, οι δυο μας έξω από αυτό το ίδιο μαγαζί αγκαλιασμένες και χαμογελαστές, τη μέρα των εγκαινίων.

 

Ωστόσο το μέρος αυτό με κράταγε ακόμα.  Πήρα τον κυκλικό δρόμο που έβγαζε προς το ύψωμα του μοναστηριού παραμερίζοντας με τα χέρια το νερό από το τζάμι του κράνους. Στο μοναστήρι, κατέβηκα από το μηχανάκι, το στήριξα κόντρα στον άνεμο με δυο πέτρες από κάτω και κάθισα κάτω από το στεγανό σημείο μιας πέργουλας, απ’ όπου μπορούσα να βλέπω το δρόμο μέχρι κάτω, τον ανεμόμυλο, το παλιό μαγαζί, το πλακόστρωτο που οδηγούσε μέσα στο χωριό, τη στάση του λεωφορείου.

Το μόνο που δεν μπορούσα να δω εκείνη την ώρα από το σημείο που βρισκόμουν, ήταν η αστροφεγγιά. Κι όχι μόνο γιατί δεν ήταν νύχτα, αλλά γιατί δεν υπήρχε. Κάποτε οι νύχτες μου άρχιζαν και τελείωναν κάτω από έναν φορτωμένο με ευχές ουρανό.

 

«-Τι ονειρεύεσαι να κάνεις στη ζωή σου;

-Δεν ξέρω, με ξαφνιάζει η ερώτηση. Για την ώρα προσπαθώ να ζήσω αλλά θα ήθελα κάποτε να σπουδάσω.

-Αυτή η μουσική που ακούς είναι ουράνια. Δεν σου κρύβω ότι αυτή με τράβηξε σ’ αυτή τη φωλίτσα. Είναι σίγουρα μαγαζί εδώ;

-Μαγαζί είναι, αλλά δεν πατάνε οι πελάτες. Είναι το νεκροταφείο πιο πάνω βλέπεις και το αποφεύγουν, εφόσον οι περισσότεροι έχουν γεράσει εδώ... Μικροί μεγάλοι πηγαίνουν μέσα στο χωριό, εδώ έρχονται μόνο για τη στάση η περνούν από μπροστά για τις κηδείες. Ευτυχώς κι έχω τη γιαγιά από δίπλα να λέω καμιά κουβέντα.

 -Γιατί είσαι εδώ ωραία μου; Ελένη  δεν σε λένε; άκουσα τη γιαγιά που σε φώναξε.

-Ναι έτσι με λένε. Κάποτε το μέρος αυτό μάζευε κόσμο. Ερχόταν εδώ ο ταχυδρόμος τον περίμεναν οι χωριανοί, ταξιδιώτες ακουμπούσαν τις βαλίτσες τους στη βεράντα έξω, περιμένοντας το λεωφορείο, δεν προλάβαιναν τις παραγγελίες οι ιδιοκτήτες του. Ύστερα η στάση μεταφέρθηκε πεντακόσια μέτρα, σ’ αυτήν εδώ έρχονται οι γεροντότεροι. Ο ταχυδρόμος δεν πατάει.

 -Ναι αλλά δεν μου είπες γιατί είσαι εδώ. Είσαι από την Αθήνα έτσι δεν είναι;

-Κατά το ήμισυ. Νόμιζα ότι θα μπορούσα να αναβιώσω το μέρος. Να το κάνω να αποκτήσει την παλιά του αίγλη. Προφανώς αστόχησα».

Σήκωσα τους ώμους πάλι, κακό συνήθειο πρέπει να το κόψω.

Με κοιτούσε σιωπηλός, έχοντας αποξεχασμένο το δικό του χαμόγελο στο πρόσωπο. Η μουσική του Χατζιδάκι δυνάμωσε αναπάντεχα, γιατί ήταν μια μουσική που της ταίριαζε η σιωπή. Από τη μισόκλειστη πόρτα μπορούσες να δεις τη μανία του αέρα καθώς γύριζε με δύναμη τα γυμνά ξύλα του ανεμόμυλου. Μεγάλη Παρασκευή και οι περισσότερες επιχειρήσεις είχαν ήδη ανοίξει τις πόρτες τους στους Πασχαλινούς επισκέπτες. Όμως το κρύο εξαιτίας του βοριά δεν άφηνε τους ανθρώπους να καθίσουν στην παραλία ή σε ανοιχτά μέρη. Και η μέρα έτσι κι αλλιώς επέβαλε το κλείσιμο και την περισυλλογή.

«-Τι θα κάνεις; τι σκοπεύεις να κάνεις όταν παραιτηθείς από αυτή τη χίμαιρα;» Με ρώτησε ξανά ο Ζαφείρης.

«-Που να ξέρω… Δεν κάνω μεγάλα σχέδια ποτέ». Πάλι το χαμόγελο, το σήκωμα των ώμων.

-Άγγελος είσαι.

-Δεν κατάλαβα;

-Λέω δοκιμάζεις τα φτερά σου, ουράνια…» μιμήθηκε την κινησή μου.

-Όποιος πιστεύει ότι θα πετάξει σπάει τα μούτρα του. Το ίδιο κι όποιος ονειρεύεται».

Εκείνη την ώρα μπήκε ένα ζευγάρι αντρών, αγκαλιασμένο. “is this a place for coffee?” ρώτησαν, σαρώνοντας με το βλέμμα το χώρο. Τους είπα ναι και κάθισαν. Άρχισαν να φιλιούνται με πάθος, ο μικρότερος καθόταν στα γόνατα του μεγαλύτερου.

Τους ρώτησα τι θα πάρουν. Παρήγγειλαν νες καφέ με γάλα. Πήγα πίσω από τα ψυγεία, ο Ζαφείρης και το ζευγάρι έπιασαν να μιλούν στ’ αγγλικά.

Το χαμόγελο της Τζοκόντας πλάτυνε. Μπορούσες να το δεις στο ξαστέρωμα του ουρανού από το παράθυρο, τον ορίζοντα που ξαφνικά έλαμψε στη μέση της θάλασσας και το χρυσό που έσκασε  πάνω στους τοίχους των σπιτιών λίγο πριν ο ήλιος χαθεί στα βουνά της Νάξου. Ο έρωτας είναι έρωτας. Και η καληνύχτα καληνύχτα. Οριστική, ανάλγητη, αμετάκλητη, Αγιοπαρασκευιάτικη.

Η στιγμή ήταν λίγη, μικρή, ασήμαντη και δεν με αφορούσε. Εγώ  είχα έρθει εδώ να ξεχάσω. Απέναντι από τον στοιχειωμένο μύλο που ήταν ο μόνος μου θεατής, ο σιωπηλός μου φίλος, μέσα στο έρημο μαγαζί –μόνο για πελάτες που έχασαν το δρόμο τους- με τις μελωδικές ή κοφτερές μνήμες μου.

 Κι έπειτα, τα ήξερα τα τερτίπια της αστροφεγγιάς.. Όταν τολμήσεις να κοιτάξεις κατάματα τ’ αστέρια, το τίμημα είναι βαρύ. Δεν σήκωνα τα μάτια μου πια στον ουρανό.

Έκλεισα το μαγαζί, έβαλα τα κλειδιά στην τσέπη, καβάλησα το καινούργιο μου  μηχανάκι, δώρο στον εαυτό μου με την αποζημίωση από την τελευταία μου απόλυση, και πήρα το δρόμο για την έρημη παραλία. Κάθε άλλος ετοιμαζόταν για να πάει στην εκκλησία τέτοια ώρα.

Από το πρωί ετοίμαζαν τα μέρη για το στήσιμο των αναπαραστάσεων. Όλοι οι δρόμοι περιφερειακά του χωριού μαρτυρούσαν τα πάθη, σε μια μαρτυρική διαδρομή προς τον Γολγοθά.

Ετοίμασαν και μία σκηνή πάνω στη μικρή βεράντα του καφενείου μου. Εκεί θα γονάτιζε η Μαγδαληνή να πλύνει τα πόδια του Χριστού. Και ήταν η Αρχοντούλα, η πανέμορφη κόρη του υδραυλικού, που πάντρεψε ο πατέρας της με το ζόρι επειδή την έπιασε να φιλιέται με το τσιράκι του, -φίδι στον κόρφο μου ρε κερατά σε είχα; θα την πάρεις!- Αποφάσισε ο πατέρας της, και χωρίς να την ρωτήσει αυτός ή οποιοσδήποτε άλλος αν της άρεσε τουλάχιστον εκείνο το φιλί, βρέθηκε παντρεμένη δεκατεσσάρων χρονών με το χαζοβιόλη τον Σίφη, που θα κουβάλαγε εσαεί τα εργαλεία του πεθερού του γιατί από την τέχνη δεν είχε μάθει τίποτα.

Και στο ρόλο του Χριστού ήταν ο Αριστείδης, ο κρυφός της έρωτας, σ’ ένα πάθος που θα πλήρωναν και οι δυο με τραγικό τέλος αρκετά χρόνια μετά, όμως αυτό το βράδυ, ο κόσμος θα έβλεπε την Αρχοντούλα να πλένει τα πόδια του αγαπημένου της Αριστείδη, με τα μακριά μαλλιά και χωρίς τη σκανδαλιάρικη μπλούζα των  Rolling Stones που τους έμαθε από τον ξαδελφό του τον Νώντα που έκανε διακοπές τα καλοκαίρια στο σπίτι του και κυνηγούσαν παρέα τις όμορφες του χωριού, μέχρι που τον χτύπησε το αστροπελέκι Αρχοντούλα.

Χωρίς ναι, χωρίς τη σατανική μπλούζα φαινόταν ήρεμος και γαλήνιος και «-Θεε μου σχώρα με, έχει το πρόσωπο του Χριστού», παραδέχτηκαν επιτέλους οι μανάδες των κοριτσιών που είχαν ξετρελαθεί μαζί του.

 

Όμως εγώ είχα τον δικό μου επιτάφιο. Ούτε αναπαραστάσεις, ούτε φίλους, συγγενείς, και  καλή Ανάσταση, ούτε κεριά ούτε λιβάνια, το έαρ το γλυκό  φαρμάκι στη σκέψη μου.  Κι ανέβαινε το μηχανάκι κατσάβραχα, σπιντάριζε πάνω στις κυλιόμενες πέτρες, χανόταν μέσα στον καπνό και τη σκόνη, απεγνωσμένη προσπάθεια να φτάσω σε κείνη τη παραλιακή σπηλιά και έχοντας σκεφτεί που να κρύψω το μηχανάκι για να μη φαίνεται, μια πελώρια συστάδα θάμνων που έκοβαν το μονοπάτι στη μέση. Κατηφόριζα μετά με τα πόδια στη σπηλιά. Και σκεπτόμουν τώρα, να μείνω εκεί μέχρι τα βαθιά μεσάνυχτα όταν όλοι θα είχαν επιστρέψει στα σπίτια τους και οι γονείς μου θα έχουν αποκοιμηθεί. Γιατί απ’ όλα τα βλέμματα περισσότερο δεν άντεχα αυτό το γεμάτο αγωνία δικό τους βλέμμα. Με ρωτούσε πάντα την ίδια ερώτηση: «Ακόμα έτσι; Ακόμα να ξεχάσεις; γιατί δεν προχωράς στη ζωή σου;»

Είχα το walkman στην τσέπη και κατέβηκα το απότομο μονοπάτι. Έξω από το μαγαζί δεν άκουγα Χατζιδάκι. Άκουγα τον Leonard Cohen, που αποχαιρετούσε τον κόσμο, ή που προσπαθούσε να είναι ελεύθερος σαν το πουλί στα σύρματα.

Και τέλος πάντων μπορεί και να ξέχναγα να το βάλω να παίξει. Στο σημείο εκείνο τα άγρια κύματα της παραλίας γινόντουσαν φλοίσβος και τα βότσαλα χτυπούσαν σαν κρύσταλλα στην πονεμένη μου σκέψη.

-Έτσι κι αλλιώς ηρεμία δεν βρίσκω. Καλύτερα να ξεκινήσω για το σπίτι, αποφάσισα όταν ένιωσα την παγωνιά του νερού  από τα πόδια να ανεβαίνει μέχρι την καρδιά μου.

Καβάλησα πάλι το μηχανάκι, ακολούθησα την ίδια διαδρομή, έφτασα στο χωριό αλλά ήξερα πως οι γονείς μου ήταν ακόμα ξύπνιοι και πήρα την απόφαση. Παρκάρισα μπροστά στο μαγαζί. Μ’ ένα φακό ξεκλείδωσα και προχώρησα στο εσωτερικό του. Στη βεράντα δεν υπήρχαν σημάδια από την αναπαράσταση, πέρα από ένα ξεχασμένο μαντήλι. Άναψα το φως της κουζίνας, βρήκα ένα κερί και το έβαλα αναμμένο στο τραπέζι. Έσβησα το φως. Στο μαγνητόφωνο άρχισε να παίζει ξανά η μουσική του Χατζιδάκι. Από το παράθυρο δεν φαινόταν τίποτα πια. Που και που άκουγες κάποιο βαρελότο από κάποιον βιαστικό… της Ανάστασης και στο τέλος έπεσε μια βαθιά ησυχία.  

Το κρεσέντο της απελπισίας μου. Το βιολί στο λαχανιασμένο του πέταγμα, μάταια το πιάνο προσπαθούσε να δώσει ρυθμό στην καρδιά μου,  αργά ή γρήγορα θα έπρεπε να επιστρέψω στην Αθήνα. Και να κοιτάξω κατάματα την προδοσία. Άλλωστε μου το είπε κάποια στιγμή κι εκείνος ο περίεργος τύπος το πρωί. Όταν του είπα «-Δεν κάνω σχέδια και όνειρα. Όποιος ονειρεύεται σπάει τα μούτρα του. Μου απάντησε την ώρα που έμπαινε το ζευγάρι και σταμάτησε απότομα. «Όταν δεν έχεις καλό οδηγό…»

Κι εγώ τι ψάχνω τώρα…τι ψάχνω.. Να πάω τουλάχιστον να του πω πόσο ανίδεος οδηγός υπήρξε, άσχετος με το πηδάλιο, να δω τα μάτια του, να δω…τι έμεινε απ’ αυτόν που τόσο…άι σιχτίρ, σταμάτα. Σταμάτα ηλίθια.

Ηλίθια!» Βρυχήθηκα. Και άκουγα μόνο τη μουσική και το κλάμα μου, νόμιζα πως δεν μπορούσα να κλάψω.

Την πόρτα την άκουσα στο τρίτο ή στο τέταρτο χτύπημα. Πήγα από πίσω, -ποιος είναι;. -Εγώ η μάνα σου παιδί μου, ανησύχησα που είσαι;

Άνοιξα. Της είπα, έρχομαι….πήρα το walkman, τα κλειδιά και τα τσιγάρα  και βγήκα. –Το μηχανάκι σου; δεν θα το πάρεις; -Όχι άστο εδώ, δεν το παίρνει κανείς. Θα το πάρω αύριο για να πάμε μαζί στο σπίτι τώρα».

Και φύγαμε αγκαλιασμένες για το σπίτι. Κι εκεί, στο σκοτεινό στενό του χωριού συναντηθήκαμε με τον απογευματινό μου πελάτη, Αυτό τον Ζαφείρη, κατέβαινε το δρόμο βιαστικός.

Τον χαιρέτισα,  αλλά μόλις με προσπέρασε εκείνος, μίλησε. «-Ελένη;» Γύρισα πίσω να τον δω. «-Τι ώρα θ’ ανοίξεις το μαγαζί αύριο; -Νωρίς γύρω στις οκτώ. -Τόσο νωρίς;» απόρησε η μάνα μου. Την κοίταξα έντονα και εκείνη σιώπησε.

«-Στις οκτώ θ’ ανοίξω» του ξανάπα.

Και συνεχίσαμε το δρόμο για το σπίτι. Αγκαλιασμένες, μιλώντας ψιθυριστά χωρίς να λέμε τίποτα σημαντικό, ποιος θα έρθει στο βραδινό τραπέζι, «-φόρα εκείνο το ωραίο φόρεμα που έφερες, γιατί δεν το φοράς; Σου πάει πολύ». Και τρυφερά δυο φιλιά στα μάγουλα. Καιρό είχα να φιλήσω τη μάνα.

Κοιμήθηκα χωρίς αγωνία, άγχος και πόνο, μια γλυκιά μουσική μου χάιδευε τ’ αυτιά. Ο Κοεν με το Chelsea hotel μ’ έριξε σ’ ένα γλυκό όνειρο. Το πρωί δεν το θυμόμουν  Ήπια τον πρώτο καφέ ήσυχα αγναντεύοντας από την τζαμαρία το μικρό λιμανάκι. Και μετά ξεκίνησα για το μαγαζί.

Τον βρήκα να με περιμένει στον ανεμόμυλο με την πλάτη ακουμπισμένη στον τοίχο του και τα μαλλιά του κεραία στον άνεμο. Τον κάλεσα μέσα, ήρθε τρέχοντας.

Όλα τρέχοντας έγιναν ύστερα. Σαν να μην υπήρχε ούτε χθες ούτε αύριο ούτε άλλος χρόνος για χάσιμο. Ήπιαμε καφέ αγγίζοντας τα χέρια μας στο τραπέζι, συνομιλήσαμε χωρίς να βγάλουμε λέξη, τα έλεγε ο Χατζδάκις για μας, μπήκε ένας πελάτης κι ο Ζαφείρης είπε, «-λυπάμαι, δεν σερβίρουμε σήμερα, φεύγουμε τώρα φίλε μου. -Μπα και ποιος είσαι εσύ που μας το λες;» Τον ρώτησε ο δυσαρεστημένος χωρικός.

«-Να του πω;» με ρώτησε. Γελάσαμε πολύ,  σαν να ξεχύθηκε από μέσα μας το πλήθος των γυμνών και ρακένδυτων συναισθημάτων που βγήκε στην ελευθερία. Πήγαμε στο μηχανάκι. «-Εγώ θα οδηγήσω», μου λέει.

«-Θ’ αστειεύεσαι βέβαια».

Τραβήχτηκε πίσω, σκεπτικός.

«-Όταν έπεσες για πρώτη φορά με αυτό, τι έκανες;» με ρώτησε.

«-Ανέβηκα ξανά.

-Το ίδιο θα κάνεις και τώρα. Ανέβα πίσω».

Έπιασε το τιμόνι και με περίμενε. Χωρίς άλλη διαμαρτυρία κάθισα πίσω. Πάνω στον ουρανό ένα πλήθος γλάροι έψαχνε το δρόμο για τη θάλασσα.

Τους ακολούθησε. Γυρίσαμε όλο το νησί ψιλαφίζοντας την άγραφη κόλλα μας . Επρόκειτο  να χαράξουμε τις πρώτες μας εικόνες μέσα της. Αυτές που μένουν όταν όλα τα άλλα σκοτώνονται από τις ματαιώσεις. Και το βράδυ, ξαπλωμένοι στην αμμουδιά σαν δυο παιδιά που κρύφτηκαν απ’ όλους, μετρήσαμε τ’ αστέρια.

 

Η βροχή έχει κάπως κοπάσει. Σηκώθηκα από την πεζούλα του μοναστηριού και κούνησα το χέρι μου στο καφενείο, στο γέρικο ανεμόμυλο που μετά βίας στέκεται όρθιος και στη γιαγιά που τάιζε αμέριμνη τις κότες της. «-Ίσως έπρεπε να σου μιλήσω γιαγιάκα. Να πάρω την ευχή σου. Όλου του κόσμου τις ευχές χρειάζομαι αυτή τη στιγμή. Και ο ουρανός τη νύχτα είναι γεμάτος από παρακάλια και δάκρυα. Δώσε μας την ευχή σου γιαγιούλα!

Όχι ο Ζαφείρης δεν είναι αδέξιος οδηγός. Με πέρασε μέσα από κομήτες και απειλητικές μαύρες τρύπες, στον πρωτόγνωρο κόσμο της πλήρωσης. Και το χαμόγελο της Τζοκόντας απέκτησε την ευφρόσυνη έκφραση της ανακάλυψης, καθώς η μουσική της ζέσταινε τα γυμνά κορμιά μας.

Θα βρει το δρόμο. Θα γυρίσει πίσω σε μένα. Τον εμπιστεύομαι».

Η βροχή σταμάτησε. Όποιοι κι αν είναι οι φόβοι που προκαλεί, πάντα η βροχή σταματά.

Είδα το καράβι από μακριά να πλησιάζει στο μεγάλο λιμάνι. Καβάλησα το μηχανάκι και οδήγησα βιαστικά προς το σπίτι.  

Κυριακή 24 Ιανουαρίου 2021

 Κενό αέρος


Είναι λέει ο κόσμος σε αποσυναρμολόγηση. Τα δελτία ειδήσεων δεν έχουν ειδήσεις. Δυο θέματα παίζουν ολημερίς καθημερινά και μετά κάτι κάρτες με νούμερα, που δείχνουν πόσα θα πάρουν από την κυβέρνηση αυτοί που δικαιούνται να πάρουν. Σου δίνουν την εντύπωση ότι μοιράζουν λεφτά, ή ότι αναφέρονται σε ανύπαρκτες κατηγορίες πολιτών. Επιλέγω να πιστέψω το δεύτερο. Στα μεγάλα ερωτήματα δεν απαντά κανείς και οι δημοσιογράφοι είναι άσχημοι, πρώτη φορά συνειδητοποιώ πόσο άσχημοι είναι αυτοί οι άνθρωποι. Άσχημες όμορφες και άσχημοι καλλωπισμένοι. Από το στόμα τους βγαίνουν σαν εμετός οι λέξεις, πράσινες, σιχαμένες, με μια μυρωδιά αποφοράς. Δεν βλέπω ειδήσεις, δεν τους ακούω και δεν απασχολώ το μυαλό μου με στατιστικές που με τοποθετούν στους μελλοθάνατους. Λες και δεν το ξέραμε από πριν πως τυχαία βρισκόμαστε εδώ πάνω ακόμα. Λες και πρέπει ξαφνικά να εξασφαλίσουμε την μακροζωία μας, μια μακροζωία που δεν μας την είχε εγγυηθεί κανείς πριν το αντίθετο μάλιστα, τραλαθήκαμε όλοι και την ίδια στιγμή στα μέτρα της δικής του αντίληψης ο καθένας, προστατεύεται. Γελάω. Οι πιο φανατικοί με τα μέτρα προστασίας κάνουν τις μεγαλύτερες χοντράδες, τα πιο κραυγαλέα λάθη κι όλοι μαζί χορεύουν το χορό του Ζαλλόγου τραβώντας τη διελκυστίνδα αντίθετα, στις δυο άκρες του γκρεμού. 

Κι εγώ εδώ με τις μόνιμες αγωνίες μου. Τι κάνει το παιδί μου, τι έφαγε σήμερα; χθες; Μετακόμισε, ηρέμησε; πότε θ' ανοίξουν τα σύνορα να μπορέσει να ταξιδέψει, να έρθει να το δω; Πότε θα μπει να του μιλήσω; Μητρικές αγωνίες καθημερινής τρέλας τίποτα ξεχωριστό τίποτα νέο. 

Κάποιες μέρες είναι πιο ήσυχες από άλλες. Παγερά ήσυχες, σου δίνουν την εντύπωση ότι ο κόσμος σταμάτησε ήδη ν' αναπνεέι. Εκείνες τις στιγμές αναρωτιέμαι τι κυκλοφοράει άραγε έξω εκεί, ζόμπι; 

Κάποιες μέρες είναι τόσο αφόρητα ήσυχες που έχεις την εντύπωση πως ότι γράφεται εδώ μέσα, είναι σαν το μπουκάλι του ναυαγού στη θάλασσα. Κι αρπάζεσαι από τη ελπίδα αυτού του μπουκαλιού το αποχαιρετάς καθώς το αφήνεις από τα χέρια σου, το βλέπεις να παίρνει την πορεία προς  τ' ανοιχτά κι ανακουφίζεσαι λες και το έδεσες ότι θα καταλήξει στα χέρια του σωτήρα σου, και σου δίνει αυτό την ψευδαίσθηση της εκπλήρωσης ενός καθήκοντος, σε απαλλάσσει από την εχοχή πως δεν έκανες τίποτα για να σωθείς, βλέπεις την πλημμύρα να σκεπάζει τα πάντα γύρω του κι εσύ αρπαγμένος από τα κλαδιά ενός ετοιμόρροπου δέντρου προσπαθείς να δεις που έφτασε το μπουκάλι σου. Κι αποφασίζεις εκείνη την ίδια στιγμή ότι δεν το βλέπεις γιατί συνεχίζει το ταξίδι του μακραίνοντας την ελπίδα σου για σωτηρία, αποφασίζεις να μην ρίξεις το βλέμμα σου στην ακτή, ελπίζεις να κρατήσει το δέντρο, να κοπάσει η θύελλα για να μπορέσεις να βρεις ένα άλλο υποτυπώδες ξανά καταφύγιο, που θα σου παρατείνει την ελπίδα γιατί θα  τα έχεις μέχρι εκεί καταφέρει να ζήσεις. 

Κάποιες μέρες είναι έτσι, χωρίς γλώσσα, λέξεις, φράσεις, χωρίς λόγο επάνω σε τίποτε, σκέψεις που κάνουν οι άνθρωποι σε μια συνηθισμένη ζωή, ασχολίες και αγωνίες για τρέχοντα και μελλούμενα που εκφράζουν με υποθετικά σχέδια και πλάνα. Είναι μέρες αυτές που μοιάζουν με κενό αέρος. 

Και σκέπτομαι τώρα πως όταν είσαι ολομόναχος παραμιλάς, για να μη ξεχάσεις τη φωνή σου, να μη χάσεις το μυαλό σου, μιλάς στον εαυτό μου και χρησιμοποιείς ότι έμαθες κι ότι σκαρφίστηκες για να αρθρώσεις λόγο, κενό αέρος, δηλαδή αν αφαιρέσεις τον αέρα μέσα από το μπουκάλι θα έχεις κενό αέρος, θα έχεις ένα χαρτί σε κενό αέρος, θα ταξιδεύει στα τοιχώματα του μπουκαλιού το χαρτί, και το μπουκάλι στη θάλασσα και η θάλασσα που εξατμίζεται ίσως το φορτώσει στις σταγόνες της, ίσως πετάξει το μπουκάλι σου, σίγουρα αν είναι πλαστικό θα μπορέσει να πετάξει, αφού δεν θα το βρουν οι άνθρωποι να το βρουν τουλάχιστοι οι αγγέλοι, και στο μεταξύ κάποιος βάζει τηλεόραση ν' ακούσει τις ειδήσεις και χάνεται το έδαφος κάτω απ' τα πόδια σου και το δέντρο και τα κλαδιά, είσαι κάπου μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, έχεις απαλλαγεί ακόμα και από το βάρος του σώματός σου, μπορείς να διαλέξεις να φύγεις προς τα πάνω ή να προσγειωθείς ομαλά στα πόδια σου κάτω. 

Μετράς τις δυνάμεις σου, γιατί κάποιος έμεινε κάτω εκεί μ' ένα τηλεχειριστήριο στα χέρια και πρέπει να πας να του το πάρεις, να τον κάνεις να σ' ακολουθήσει, που; στο ταξίδι το μονόλογου; της μουσικής; της εικόνας; της παραίσθησης; οπουδήποτε αρκεί να του πάρεις το διααλομένο πράγμα από τα χέρια, μέσω του οποίου οι άσχημοι εκείνοι άνθρωποι του ελέγχουν τη ζωή, και κατεβαίνεις απαλά πατώντας στα ακροδάχτυλά σου, και του το παίρνεις. Πατάς το κουμπί να σβήσει κι ακούγονται τα ουρλιαχτά της Μέγαιρας που πεθαίνει από το χέρι του Περσέα. Είμαι ο Περσέας. 

Ζω σε μέρες σιωπηλές, παγωμένες και παίρνω δυνάμεις για το μπουκάλι μου, το μήνυμα, το σπαθί, την αιώρηση, την προσγείωση, την διασωσιστική μου τάση, τον πόλεμο. Δεν ξέρω αν υπάρχει κανείς έξω εκεί που ακόμα χρησιμοποιεί λέξεις, μουσικές, μπουκάλια, μηνύματα, δεν ξέρω αν τα πρόσωπα του ίντερνετ είναι πρόσωπα ή παγίδες, θέλω να πιστεύω πως είναι πρόσωπα, πρέπει να πιστέψω σε κείνο το μπουκάλι και σε κείνο το άρπαγμα, είναι στη φύση μου ν' αρνούμαι το αναπόφευκτο, πρέπει να πιστέψω στη φύση μου. 

Το μπουκάλι μου δεν περιέχει χαρτί. Περιέχει την άναρθρη κραυγή μου μέσα του. Πως θα καταλάβουν τι τους λέω; θα καταλάβουν; 


Δευτέρα 18 Ιανουαρίου 2021

Το καταφύγιο με το άρωμα

 Είναι χαζό να σκέπτεται κανείς πως μπορεί να βρει καταφύγιο σε μια ιστοσελίδα, αφού δεν είναι ένας χώρος που σε απομονώνει, αλλά που σε εκθέτει, με την κάθε λέξη, φράση, σκέψη που εκφράζεις, αν δεν ακολουθεί τους τύπους της συγγραφικής δεοντολογίας, ή τουλάχιστον τους άλλους της προσεγμένης και ευπρεπούς έκφρασης. Όμως εγώ είμαι άνθρωπος της έκθεσης, αφού το παρελθόν μου γιατρεύεται μέσα από αυτήν, ενώ το παρόν μου δεν έχει έρθει ο καιρός να κρίνω αν θα χρειαστεί γιατριά. Καλά είμαι πάντως. 

Το μέρος αυτό εδώ είναι καταφύγιο γιατί λειτουργεί σαν τόπος εγκλήματος. Εδώ ξεκίνησαν όλα. Εδώ μαζεύτηκε το υλικό για το "Τι τραβούν κι αυτοί οι πλούσιοι" και ένα μέρος από το βιβλίο που κυκλοφόρησε με τα ποιήματα. Είναι επίσης ο καθαρά δικός μου χώρος, κι όχι το κάπου, που θα μπει κανείς να διαβάσει ένα αφιέρωμα ή να ακούσει μια ιστορία από το βίντεο. Εδώ δεν υπάρχει εικόνα, μουσική, ήχος και χρώμα φωνής. Υπάρχουν μόνο λέξεις. Ριγμένες η μία δίπλα στην άλλη με έναν ειρμό που καλπάζει επιχειρώντας να μπερδέψει τη σειρά τους, αλλά δεν με υποτάσσει. 

Οι λέξεις θα μπουν στη σειρά τους. Τα γεγονότα και οι σκέψεις τα ίδια. Η ακολουθία θα αποτελεί λογική συνέχεια, ακόμα κι αν φαίνεται πως δεν συμβαίνει αυτό. Είμαι ήρεμη. Είμαι μέσα στο οχυρωμένο μου βασίλειο. Μπορεί να είναι και η σπηλιά του Νταβέλη αλλά ποιος νοιάζεται. Όταν τελειώσω με αυτό που ήρθα να κάνω, θα βγω στο μπαλκόνι να χαιρετίσω τα φανταστικά πλήθη, ή θα δωσω το λινκ στους μετρημένους αναγνώστες μου για να έρθουν ξανά, να με καμαρώσουν γυμνή.

Μια καραμέλα στο στόμα μου διαλύεται σε κρύσταλλα καθώς τη σπάω με τα δόντια. Και ύστερα μασάω τα κρύσταλλα που βγάζουν πιο ψιλούς συριστικούς ήχους σαν να θρυμματίζεις ένα γυαλί με μια σιδερένια μπάλα. Και ύστερα ούτε και οι ψιλοί ήχοι υπάρχουν. Στο στόμα μένει μια γεύση ούζου και μέντας, στον ουρανίσκο επάνω είναι κολλημένη η γεύση της μέντας και του γλυκάνισου. Κάτι μου κάνει αυτό και για να βρω την απάντηση βάζω άλλη μια καραμέλα στο στόμα.

Ψάχνω τη μυρωδιά. Κάτι που να μοιάζει με τη μυρωδιά που φαντάστηκα. Είμαι άνθρωπος που την αίσθηση της όσφρησης μου τη διεγείρει η φαντασία. Μπορεί να μη δώσω καθόλου σημασία στις πραγματικές μυρωδιές που με βρίσκουν στο περπάτημα, ή μέσα στο σπίτι από το δρόμο ή την κουζίνα μου. Δεν ζηλεύω ας πούμε και δεν λαχταρώ ένα μεζέ που σπάει τη μύτη των ανθρώπων, Το άρωμα ενός άντρα επίσης, όποιο κι αν ήταν δεν με διέγειρε ποτέ. Η φυσική μυρωδιά των ανθρώπων, διαφέρει από άτομο σε άτομο. Δεν μπορείς να πεις, οι άντρες μυρίζουν έτσι και οι γυναίκες έτσι. Θα ήταν μια πολύ επιφανειακή προσέγγιση. 

 Εδώ μέσα, σ' αυτό εδώ το χώρο, σε αυτήν εδώ τη σελίδα που γράφω, μυρίζει. Μυρίζει κάτι σαν βασιλικός, γλυκάνισσο, μέντα, με μια ιδέα από ούζο που δένει υπέροχα με όλα αυτά. 

Μυρίζει ξεχασμένα αισθήματα και κοιμισμένα χτυποκάρδια που απλώνουν νωχελικά τα χέρια τους πριν ανοίξουν τα μάτια. 

Μυρίζει ανεκπλήρωτους πόθους και κρυφές επιθυμίες.

Μυρίζει νότες, ήχους με χρώματα που έρχονται από μακριά, αφού πρώτα τσαλαβούτησαν στις μέντες και τους βασιλικούς, μάσησαν τα σπόρια του γλυκάνισου και ήπιαν αγιασμό από ούζο με συνοδεία.

Και τι συνοδεύει αυτό το ούζο, τι αλήθεια...Ένα πιατάκι μεζέδες στο τραπέζι που λαμποκομπάει στον ήλιο; Ένα γέλιο που γάργαρο ταξιδεύει στο χρόνο; Τη ζαλάδα μιας ευτυχίας που δεν χρειάστηκε τη βοηθειά του για να υπάρξει; 

Όλα είναι αιθέρια, βασανιστικά γλυκά, ανελέητα φανταστικά, υπέροχα καμουφλαρισμένα. Γι' αυτό αποκαλώ το μέρος αυτό εδώ, "το καταφύγιο των αρωμάτων"

Αγαπημένο καταφύγιο, με συγχωρείς που έκανα τόσον καιρό να επιστρέψω σε ένα. Ξέρω πως ξέρεις, ότι θα γυρίσω και δεν ανησυχείς. Μπορεί να πιστεύεις ότι σε θυμάμαι όταν τα πράγματα δυσκολεύουν οπουδήποτε αλλου. Δύσκολα είναι έτσι κι αλλιώς, απλώς οι χίμαιρες δεν είναι επικηρυγμένες εδώ.

Μη με ρωτήσεις που ήμουν και τι έκανα. Τα ίδια που κάνω πάντα έκανα και στα ίδια μέρη τριγυρνώ που πάντα τριγυρνούσα. Όμως εκεί που έψαχνα κάτι στο ίντερνετ προχτές, πέρασε φευγαλέα μια μυρωδιά μέντας από μπροστά μου. Και λίγο αργότερα ένα άλλο πέρασμα βασιλικού με έβγαλε από τη συγκέντρωσή μου. Έγραφα κάτι θυμάμαι και έψαχνα πληροφορίες για το θέμα μου στο wikipedia. Σταμάτησα να γράφω και πάτησα το link που με έστελνε σε μια μουσική κατάσταση. Και ύστερα πάτησα και άλλο και άλλο link και μπήκα σε άλλες καταστάσεις, μουσικές όλες. Τίποτα το ιδιαίτερο, αυτό είναι κάτι που το κάνεις κάθε μέρα θα μου πεις. 

Έλα να σου πω τι δεν κάνω κάθε μέρα. Δεν έχω την ικανότητα κάθε μέρα να γράψω ένα κείμενο που να ξέρω ότι θα διαβάσει με ευχαρίστηση ο φανταστικός μου αναγνώστης. Τα κείμενα διαδέχονται το ένα το άλλο, αλλά δεν μπορώ να πω ποιο είναι εκείνο που θα συγκινήσει περισσότερο. 

Μπροστά μου έχω πέντε βιβλία που τα διαβάζω ταυτοχρόνως, δεν ξέρω ακόμα ποιο είναι εκείνο που θα με συνεπάρει και θα αφήσω τα άλλα στην άκρη. 

Αν τα κείμενα που γράφω τα γράφω με την ίδια ένταση πάντα, θα ζω μόνιμα μέσα σ' αυτήν, σαν να περιμένω να συμβεί από στιγμή σε στιγμή το μεγάλο γεγονός καλό ή κακό που θα γυρίσει τη ζωή μου ανάποδα. Αν τα βιβλία που διαβάζω τα διαβάζω με την ίδια δίψα όλα, θα ζω την ένταση όλων των υπθέσεων μαζί και θα διαλυθώ, κι αν οι μουσικές που ακούω μου φέρνουν συνέχεια τις μυρωδιές που ξυπνάνε την όσφρηση, θα γίνω ένα πρεζόνι ανικανοποίητο από ήχους και μυρωδιές. 

Και που θα μπορέσω να αναζητήσω την πηγή όλων αυτών; Πως θα δω το πρόσωπο που εξαπέστειλε το γέλιο από κείνο το ηλιόλουστο τραπέζι με το ούζο, που θ' απλωθούν τα χέρια μου να χαϊδέψουν τις φωνές, με ποιο σταμάτημα του νου θα αποκρούσω τις εικόνες που δημιουργούν οι ανεκπλήρωτοι πόθοι; με ποιο ανάστημα...

Δεν γίνεται σου λέω, πρέπει να κατεβάσω τους ρυθμούς. Να μιλάω λιγότερο, να συμμετέχω λιγότερο, να φαίνομαι λιγότερο, να...ταξιδεύω λιγότερο. 

Γι' αυτό ήρθα εδώ πέρα απόψε. Να βρω τις φίλες μου τις χίμαιρες που έχουν καταφύγει εδώ, μέσα σε αυτόν τον οργανισμό που δημιούργησαν τα όνειρα και οι ματαιώσεις, μέσα σε αυτό το δωμάτιο που το χθες αγκαλιάζεται με το σήμερα και το αύριο χωρίς αγωνία, χωρίς ερωτηματικά, χωρίς προσδοκίες.

Μόνο οι λέξεις να παίρνουν τη θέση τους σωστά, μόνο τα άηχα γράμματα του πληκτρολόγιου να τρέχουν και να χορεύουν, μόνο η ησυχία του δωματίου ν' ακούγεται, κρακ, τακ, το ξεμούδιασμα των αντικειμένων, χρατς, χρατς, το σπάσιμο της καραμέλας, το θρυμμάτισμα των γυαλιών. 

Και που ξέρεις. Ίσως μια μέρα η μουσική, η εικόνα, οι ιστορίες ,το λέγειν, ο βασιλικός, η μέντα, το γλυκάνισο, το ούζο, οι μνήμες και η φαντασίες, ίσως, μια μέρα γίνουν συμπαγή πάνω στον κορμό ενός δέντρου, ενός ζωντανού οργανισμού που θα είμαι σε θέση να αγγίξω, να μυρίσω, να γευτώ. 

Είναι κι αυτό. Όλα τα "ίσως" χωράνε εδώ μέσα. Γι' αυτό σ' αγαπώ τόσο αγαπημένο μου δωμάτιο. Ένα δωμάτιο για μένα είσαι. Σαν το βιβλίο της Βιργινίας Γουλφ.