herinna

herinna

Κυριακή 24 Ιανουαρίου 2021

 Κενό αέρος


Είναι λέει ο κόσμος σε αποσυναρμολόγηση. Τα δελτία ειδήσεων δεν έχουν ειδήσεις. Δυο θέματα παίζουν ολημερίς καθημερινά και μετά κάτι κάρτες με νούμερα, που δείχνουν πόσα θα πάρουν από την κυβέρνηση αυτοί που δικαιούνται να πάρουν. Σου δίνουν την εντύπωση ότι μοιράζουν λεφτά, ή ότι αναφέρονται σε ανύπαρκτες κατηγορίες πολιτών. Επιλέγω να πιστέψω το δεύτερο. Στα μεγάλα ερωτήματα δεν απαντά κανείς και οι δημοσιογράφοι είναι άσχημοι, πρώτη φορά συνειδητοποιώ πόσο άσχημοι είναι αυτοί οι άνθρωποι. Άσχημες όμορφες και άσχημοι καλλωπισμένοι. Από το στόμα τους βγαίνουν σαν εμετός οι λέξεις, πράσινες, σιχαμένες, με μια μυρωδιά αποφοράς. Δεν βλέπω ειδήσεις, δεν τους ακούω και δεν απασχολώ το μυαλό μου με στατιστικές που με τοποθετούν στους μελλοθάνατους. Λες και δεν το ξέραμε από πριν πως τυχαία βρισκόμαστε εδώ πάνω ακόμα. Λες και πρέπει ξαφνικά να εξασφαλίσουμε την μακροζωία μας, μια μακροζωία που δεν μας την είχε εγγυηθεί κανείς πριν το αντίθετο μάλιστα, τραλαθήκαμε όλοι και την ίδια στιγμή στα μέτρα της δικής του αντίληψης ο καθένας, προστατεύεται. Γελάω. Οι πιο φανατικοί με τα μέτρα προστασίας κάνουν τις μεγαλύτερες χοντράδες, τα πιο κραυγαλέα λάθη κι όλοι μαζί χορεύουν το χορό του Ζαλλόγου τραβώντας τη διελκυστίνδα αντίθετα, στις δυο άκρες του γκρεμού. 

Κι εγώ εδώ με τις μόνιμες αγωνίες μου. Τι κάνει το παιδί μου, τι έφαγε σήμερα; χθες; Μετακόμισε, ηρέμησε; πότε θ' ανοίξουν τα σύνορα να μπορέσει να ταξιδέψει, να έρθει να το δω; Πότε θα μπει να του μιλήσω; Μητρικές αγωνίες καθημερινής τρέλας τίποτα ξεχωριστό τίποτα νέο. 

Κάποιες μέρες είναι πιο ήσυχες από άλλες. Παγερά ήσυχες, σου δίνουν την εντύπωση ότι ο κόσμος σταμάτησε ήδη ν' αναπνεέι. Εκείνες τις στιγμές αναρωτιέμαι τι κυκλοφοράει άραγε έξω εκεί, ζόμπι; 

Κάποιες μέρες είναι τόσο αφόρητα ήσυχες που έχεις την εντύπωση πως ότι γράφεται εδώ μέσα, είναι σαν το μπουκάλι του ναυαγού στη θάλασσα. Κι αρπάζεσαι από τη ελπίδα αυτού του μπουκαλιού το αποχαιρετάς καθώς το αφήνεις από τα χέρια σου, το βλέπεις να παίρνει την πορεία προς  τ' ανοιχτά κι ανακουφίζεσαι λες και το έδεσες ότι θα καταλήξει στα χέρια του σωτήρα σου, και σου δίνει αυτό την ψευδαίσθηση της εκπλήρωσης ενός καθήκοντος, σε απαλλάσσει από την εχοχή πως δεν έκανες τίποτα για να σωθείς, βλέπεις την πλημμύρα να σκεπάζει τα πάντα γύρω του κι εσύ αρπαγμένος από τα κλαδιά ενός ετοιμόρροπου δέντρου προσπαθείς να δεις που έφτασε το μπουκάλι σου. Κι αποφασίζεις εκείνη την ίδια στιγμή ότι δεν το βλέπεις γιατί συνεχίζει το ταξίδι του μακραίνοντας την ελπίδα σου για σωτηρία, αποφασίζεις να μην ρίξεις το βλέμμα σου στην ακτή, ελπίζεις να κρατήσει το δέντρο, να κοπάσει η θύελλα για να μπορέσεις να βρεις ένα άλλο υποτυπώδες ξανά καταφύγιο, που θα σου παρατείνει την ελπίδα γιατί θα  τα έχεις μέχρι εκεί καταφέρει να ζήσεις. 

Κάποιες μέρες είναι έτσι, χωρίς γλώσσα, λέξεις, φράσεις, χωρίς λόγο επάνω σε τίποτε, σκέψεις που κάνουν οι άνθρωποι σε μια συνηθισμένη ζωή, ασχολίες και αγωνίες για τρέχοντα και μελλούμενα που εκφράζουν με υποθετικά σχέδια και πλάνα. Είναι μέρες αυτές που μοιάζουν με κενό αέρος. 

Και σκέπτομαι τώρα πως όταν είσαι ολομόναχος παραμιλάς, για να μη ξεχάσεις τη φωνή σου, να μη χάσεις το μυαλό σου, μιλάς στον εαυτό μου και χρησιμοποιείς ότι έμαθες κι ότι σκαρφίστηκες για να αρθρώσεις λόγο, κενό αέρος, δηλαδή αν αφαιρέσεις τον αέρα μέσα από το μπουκάλι θα έχεις κενό αέρος, θα έχεις ένα χαρτί σε κενό αέρος, θα ταξιδεύει στα τοιχώματα του μπουκαλιού το χαρτί, και το μπουκάλι στη θάλασσα και η θάλασσα που εξατμίζεται ίσως το φορτώσει στις σταγόνες της, ίσως πετάξει το μπουκάλι σου, σίγουρα αν είναι πλαστικό θα μπορέσει να πετάξει, αφού δεν θα το βρουν οι άνθρωποι να το βρουν τουλάχιστοι οι αγγέλοι, και στο μεταξύ κάποιος βάζει τηλεόραση ν' ακούσει τις ειδήσεις και χάνεται το έδαφος κάτω απ' τα πόδια σου και το δέντρο και τα κλαδιά, είσαι κάπου μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, έχεις απαλλαγεί ακόμα και από το βάρος του σώματός σου, μπορείς να διαλέξεις να φύγεις προς τα πάνω ή να προσγειωθείς ομαλά στα πόδια σου κάτω. 

Μετράς τις δυνάμεις σου, γιατί κάποιος έμεινε κάτω εκεί μ' ένα τηλεχειριστήριο στα χέρια και πρέπει να πας να του το πάρεις, να τον κάνεις να σ' ακολουθήσει, που; στο ταξίδι το μονόλογου; της μουσικής; της εικόνας; της παραίσθησης; οπουδήποτε αρκεί να του πάρεις το διααλομένο πράγμα από τα χέρια, μέσω του οποίου οι άσχημοι εκείνοι άνθρωποι του ελέγχουν τη ζωή, και κατεβαίνεις απαλά πατώντας στα ακροδάχτυλά σου, και του το παίρνεις. Πατάς το κουμπί να σβήσει κι ακούγονται τα ουρλιαχτά της Μέγαιρας που πεθαίνει από το χέρι του Περσέα. Είμαι ο Περσέας. 

Ζω σε μέρες σιωπηλές, παγωμένες και παίρνω δυνάμεις για το μπουκάλι μου, το μήνυμα, το σπαθί, την αιώρηση, την προσγείωση, την διασωσιστική μου τάση, τον πόλεμο. Δεν ξέρω αν υπάρχει κανείς έξω εκεί που ακόμα χρησιμοποιεί λέξεις, μουσικές, μπουκάλια, μηνύματα, δεν ξέρω αν τα πρόσωπα του ίντερνετ είναι πρόσωπα ή παγίδες, θέλω να πιστεύω πως είναι πρόσωπα, πρέπει να πιστέψω σε κείνο το μπουκάλι και σε κείνο το άρπαγμα, είναι στη φύση μου ν' αρνούμαι το αναπόφευκτο, πρέπει να πιστέψω στη φύση μου. 

Το μπουκάλι μου δεν περιέχει χαρτί. Περιέχει την άναρθρη κραυγή μου μέσα του. Πως θα καταλάβουν τι τους λέω; θα καταλάβουν; 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εδώ σχολιάζουμε;