Τετάρτη 29 Νοεμβρίου 2023

Τόσο η ελάχιστή σου αναπνοή

"Τόσο η ελάχιστή σου αναπνοή

Που πια δεν έχω τίποτε άλλο
Μεσ’ στους τέσσερεις τοίχους , το ταβάνι, το πάτωμα
Να φωνάζω από σένα και να με χτυπά η φωνή μου
Να μυρίζω από σένα και ν’ αγριεύουν οι άνθρωποι
Επειδή το αδοκίμαστο και το απ’ αλλού φερμένο
Δεν τ’ αντέχουν οι άνθρωποι κι είναι νωρίς, μ’ ακούς
Είναι νωρίς ακόμη μεσ’ στον κόσμο αυτόν αγάπη μου
Να μιλώ για σένα και για μένα.
ΙV.
Είναι νωρίς ακόμη μεσ’ στον κόσμο αυτόν, μ’ ακούς
Δεν έχουν εξημερωθεί τα τέρατα, "

Έπρεπε να διαβάσω ξανά αυτό το ποίημα του Ελύτη, αυτό το απόσπασμα για να ανάψει το φλας στο μυαλό μου. Είναι νωρίς. Δεν έχουν εξημερωθεί τα τέρατα.
Εγώ εδώ όμως, ακριβώς εδώ μπορώ να τα κρατώ σε απόσταση.
Μπορώ να χορεύω μοναχή μου όπως το λέει και η παροιμία
κι όσο θέλω να πήδάω.
Τώρα καταλαβαίνω και γιατί χάθηκαν τα κείμενα της Μιν Λιαν.
Γιατί κλείσανε τα παλιά μας στέκια.
Και στα καινούργια που ξαναγνωριστήκαμε
είναι νωρίς
Δεν έχουν εξημερωθεί τα τέρατα
και βέβαια ποιητή μου
πάντα σε ακούω.
Μερικές φορές σε ξεχνώ
μα πάντα έρχεσαι να μου θυμίζεις κάτι σημαντικό
κάτι που είναι ζωτικής σημασίας και σώζει ίσως
ανθρώπους.
Τώρα μπορώ να ηρεμήσω
περιμένοντας πως μια μέρα
αύριο, μεθαύριο, σε δέκα χρόνια
δεν θα είναι ακόμα νωρίς
και σίγουρα δεν θα είναι ποτέ αργά.



Διέξοδος

 Η αγάπη πάντα βρίσκει τον τρόπο να επιβιώσει. Ακόμα και αν πρέπει να σπάσει αγκάθια και δηλητηριώδεις θάμνους μέσα στη ζούγκλα. Θα μάθει να μην κρυώνει γυμνή, και να βάφεται με τα χρώματα των ιθαγενών, θα μάθει τη γλώσσα που δεν καταλαβαίνει, αλλά θα ζήσει. 

Τρίτη 28 Νοεμβρίου 2023

Πάρε το σπαθί σου, πάρε πίσω τα κάστρα και τους ομήρους σου.

 H Μιν Λιαν, και τα βιβλία με τα εξώφυλλα της έχουν χαθεί από τo site που την τίμησε. Τι μπορεί να κάνει έναν άνθρωπο να αφανίσει μια τόσο αγαπητή μορφή; Γενναίε μου πολεμιστή με την αλήθεια της χαράς για την χαμένη αδελφή που βρήκες εδώ, την είπες την αλήθεια σου; που πέταξες το σπαθί σου και κρύφτηκες πίσω από την ασπίδα; Σήκω επάνω Σάνα Χι Σουί. Δεν σου ταιριάζει ένας τέτοιος πανικός. Είναι δικά σου τα έργα και τα κατορθώματα. Να καμαρώνεις γι'αυτά. Οι εφιάλτες δεν σε ακολουθούν μέσα στη μέρα, πιστεψέ με. Ξερίζωσες όλα τα λουλούδια της αυλής σου. Πιστεύεις ότι έτσι θα ξεριζώσεις και την καρδιά σου: Ούτε ένα πουλί δεν έρχεται πια να σου τραγουδήσει. Και οι ακτίνες του ήλιου σε βρίσκουν σκοτεινό, παγωμένο, και μάταια προσπαθούν να σε φωτίσουν, να σε ζεστάνουν. Τι σκότωσες στ' αλήθεια: ποιόν: Τι έκανες ψυχή μου, τι έκανες... Με ποια λεξικά της σκέψης σου την παράφρασες: Αυτήν  και τη δημιουργό της  που τόσα ρίσκαρε για να μπορούμε να είμαστε μαζί: Σήκω επάνω Σάνα μου. Είμαι εδώ πάντα και σε προσέχω. Σαν άγγελος, με τα φτερά που εσύ του έδωσες. 

Ανταποκρίθηκα στη θέλησή σου να μη με θυμίζει τίποτα στα έρημα πια μέρη που κυκλοφοράς. Κι έγινε η Απρόβλεπτη Αμαριλίδα ξανά, αφού όλα πια είναι προβλέψιμα. Δεν θα πάψει να υπάρχει η ΜινΛιαν. Είναι ένα στοιχείο ελεύθερο που ιππεύει μοναχικά πάνω από τις ρημαγμένες οάσεις της ιστορίας σας. Εκεί θα είναι το σπίτι της. Για να έχεις ένα μέρος να καταφύγεις τις πολύ κρύες μέρες του χειμώνα. Τις πολύ απεγνωσμένες μέρες του κενού σου. Θα τα βρεις όλα στη θέση τους 

Η Απρόβλεπτη δεν θα ήταν για κανέναν απρόβλεπτη πια. Έπρεπε να φύγει. Έπρεπε να εξασφαλίσει ότι θα είσαι ήρεμος. Αλλά τα κείμενα τα αιώνια μένουν. Και είναι ιεροσυλία να τα αποποιούνται, αυτοί που τα αγάπησαν περισσότερο απ' όλους. 

Πάρε το σπαθί σου
πάρε πίσω τα κάστρα
και τους ομήρους σου
να γονατίζεις μόνο
μπροστά στην προδοσία
τόσο όσο για να καταλάβεις
πως όποιος σε πρόδωσε
δεν άξιζε ν' αποτελεί
κομμάτι δικό σου.
Τόσο όσο να καταλάβεις
πως δεν μπορείς να αφήσεις
στην τύχη τους
τους αθώους που αιχμαλωτίστηκαν
από αυτήν.
Το βασίλειο που έφτιαξες με τα χέρια σου
τις αίθουσες που μεγάλωσες την ψυχή σου.
Πάρε πίσω το σπαθί σου
πάρε τα κάστρα
και τους ομήρους σου πίσω.

Ατρόμητη αγάπη μου, αθάνατο πάθος κι έρωτά μου.
Μου αρέσει!
Σχόλιο
Κοινοποίηση


Δευτέρα 27 Νοεμβρίου 2023

Η Μορφή σε κόντρα με την "σπλαχνική λήθη" του Έντυ.

 Θυμάσαι τις μέρες που κοιταζόμασταν

και προσπαθούσαμε με κόπο να κρύψουμε τη χαρά μας;

Τις μέρες που σκαρφαλώναμε στις ψηλές κορφές του Κατμαντού

κοιτάζοντας την πεδιάδα κάτω; 

Γελούσαμε σαν τα παιδιά που κάνανε τη ζαβολιά τους

και ήταν αυτή η ομολογία της ήττας μας

στην αντίσταση της καρδιάς μας.

Ήταν μόλις λίγες μέρες πριν

που η λέξη "Αθανασία" μπήκε στο κοινό μας λεξιλόγιο.

Και ήταν πολλά αυτά που είχαμε να αποκαλύψουμε

ενώ την ίδια στιγμή νιώθαμε πως γνωρίζει 

ο ένας για τον άλλο τα πάντα.

Έτσι εντάξαμε στο λεξιλογιό μας και τη φράση "αδελφή ψυχή"

Από τότε που έγιναν αυτά πέρασε καιρός

λίγος για τη ζωή ενός ανθρώπου

αιώνες για τις τόσες απανωτές και συνεχόμενες εντάσεις

εξάρσεις, ενθουσιασμούς, απόλυτης ταύτισης και στέρησης.

Πως λένε οι πολιτικοί για τα αριστερόμετρα και τα δεξιόμετρα σ' αυτόν τον άθλιο τόπο,

σκέφτομαι τώρα πως δεν υπάρχει μέτρο για να συγκρίνει κανείς

την αγάπη ανάμεσα σε δυο ανθρώπους.

Είναι μια, ίδια και για τους δύο, με την ίδια ένταση, δύναμη, λαχταρα, φόβους

και ανασφάλειες χαζά μικρά συναισθήματα της συνήθειας, 

γιατί στην πραγματικότητα δεν είχαν λόγο ύπαρξης

είμασταν μαζί. Είχαμε την τύχη να μπορούμε να μιλάμε

να ακούμε τις φωνές μας, να περιγράφουμε τις καταστάσεις μας,

να βρίσκουμε ο ένας στον άλλο καταφύγιο, 

να καταπολεμάμε μαζί τη μαύρη μαγεία των ανθρώπων

να ακούμε την ανάσα του πάθους στ' αυτιά μας

και να βλέπουμε το χαμόγελο της ευτυχίας στα προσωπά μας.

Έγινες η μούσα μου αφού κάθε τι που έγραφα, που γράφω με δάχτυλα ματωμένα 

στο χώμα,  που σκέπτομαι σε αφορά. 

Και πες μου τώρα ποιος λόγος, ποια δύναμη έξω από σένα

θα σε ανάγκαζε να μη με αγαπάς;

Ποιός και τι άνθρωπος  θα μπορέσει να το κάνει και σε μένα.

Η τιμιότητά σου μόνο την καταφυγή σου σε μένα, στην αγκαλιά μου,

νοερή και φυσική, στο χάδι της ψυχής σου, θα μπορέσει να σε σταματήσει.

Η τιμιότητά σου που νιώθεις ότι χρωστάς περισσότερα αλλού.

Όμως η τιμιότητά σου δεν θα σε αφήσει επίσης να αποποιηθείς τον εαυτό σου

να υποκριθείς σε αυτόν πλήρωση και επάρκεια, ευτυχία και νιρβάνα.

Και αλήθεια με ποιες λέξεις τον ξεγελάς όταν τα νύχια του κενού που μπήκε 

στη θέση της επαφής μας, μπήγονται βαθιά μέσα στο είναι σου;

Σου ξεσκίζουν τα σπλαχνα σου γδέρνουν το λαιμό;

Εγώ δεν επιχειρώ καν να το κάνω αυτό. Όχι στον εαυτό μου

γιατί ειδικά σε αυτόν πρέπει να είμαι ειλικρινής. Κλαίω δυνατά,

σπαράζω, η αναπνοή μου αισθάνομαι πως κόβεται συχνά

οι σκέψεις μου αρνούνται να δουν μια συνέχεια χωρίς εσένα

χωρίς εσένα πουθενά, σε τίποτα, σε κανένα κύμα της ανθρώπινης 

εμβέλειας. Απάνθρωπο αγάπη μου. Απάνθρωπο και για τους δύο.

Και ακριβώς γι' αυτό κατάφορα άδικο.

Κοίτα λοιπόν

Δεν είναι αγάπη προς το προσωπό σου η απαίτηση ακόμα και του πιο μεγάλου σου 

ευεργέτη, αυτή που σου ζητά να με θάψεις.

Αυτή που σου ζητά να προσποιηθείς πως δεν υπήρξα, δεν υπάρχω, δεν θα υπάρξω ποτέ ξανά στη ζωή σου, στο οπτικό και ακουστικό σου πεδίο, ούτε καν στη νοσταλγία σου που θα ποδοπατείς, από απαίτηση κι αυτό, αποφεύγοντας τα τραγούδια μας, ξεχνώντας τον ήχο της φωνής μου, ελαχιστοποιώντας το μέγεθος αυτής της ένωσης.

Δεν σου απευθύνομαι για να σου πω τι να κάνεις. Θεωρώ πως όλα όσα πρέπει να ξέρεις τα γνωρίζεις, αυτά που ένας ειλικρινής με τον εαυτό του άνθρωπος μπορεί να κατατονομάσει. Δεν σου ζητώ να επαναστατήσεις διεκδικώντας το δικαιωμά σου στο συναίσθημα. Γιατί είμαι σίγουρη πως θα το κάνεις από μόνος σου.

Δεν σου ζητώ να μου ξαναμιλήσεις αφού αυτό φαίνεται να αποτελεί τον μεγαλύτερο κίνδυνο, όχι για σένα στ' αλήθεια, αλλά για όποιον δίπλα σου θα νιώσει καλά, με αυτή την υποταγή. 

Δεν θα ζητήσω από σένα τίποτε άλλο από αυτά που ήδη πήρα, έζησα, χάρηκα, με αξίωσαν οι χίλιες ζωές να γνωρίσω και να νιώσω μαζί σου. Είναι τόσα πολλά. 

Το πρακτικό μέρος της ζωής μας απαιτεί πολλούς συμβιβασμούς. Για σένα αντιλαμβάνομαι πως απαιτεί περισσότερους. Δεν μπορώ να σου θυμώσω γι' αυτό. Δεν θα σου θύμωνα ούτε κι αν ακόμα είχες την ανεξαρτησία να επιβάλεις τη θελησή σου και δεν το έκανες. 

Το πόσο δικιά σου έγινα και είμαι, ήταν υπόθεση ενός κάρμα που αφορούσε και τους δυο. Σου λεώ αυτό. Αφού εξακολουθώ να νιώθω δική σου παρά τα όσα έγιναν, παρά τη βίαιη και απάνθρωπη επιμένω απομοκρυνσή μας, διαγραφή μας με τον όποιο τρόπο, αφού αγάπη μου εξακολουθώ και αισθάνομαι έτσι, σημαίνει ότι είσαι εκεί. Κανείς εκτός από σένα δεν θα με κάνει να πιστέψω ότι αυτό τον πόνο δεν τον μοιράζεσαι μαζί μου. Όχι για μένα κι αυτό που εγώ βιώνω, αλλά για σένα κι αυτό που δεν μπορούμε πια να βιώσουμε μαζί. Το σπίτι μας ερήμωσε. Έχουμε και μαζί ένα σπίτι. Οι κοινοί μας φίλοι χάθηκαν. Τα παλιά μας στέκια καταργήθηκαν. Τίποτα δεν θα με κάνει να πιστέψω πως δεν με ψάχνεις, δεν πατάς το κουμπί που σε βγάζει εδώ, δεν ματώνει η καρδιά σου από τη φίμωσή σου αυτή, γιατί δεν μπορείς να μου απαντήσεις. 

Υπήρξαν φορές που μπορούσες και δεν το έκανες. Ήταν η αιωνιότητα της σχέσης μας που σε εφησύχαζε. Ήταν η ελευθερία της επιλογής που πάντα είχες μαζί μου. Και δεν είμαι εγώ που σου την στερώ αυτή τη στιγμή. 

Τώρα δεν μπορείς. Είσαι εγκλωβισμένος. Τώρα εύχεσαι να είχες απαντήσει τότε που σε ρώτησα κάτι ουσιαστικό και εσύ άλλαζες θέμα. Τώρα εύχεσαι να ήσουν εκεί τότε που μπορούσες και δεν το έκανες. Τώρα εύχεσαι να είχες κάνει νωρίτερα την κίνηση που σου ζητούσα για τη χαρά κάποιας συνάντησης μια στο τόσο, για το δικαίωμά σου ν΄απαντάς στην κλήση ενός φίλου με άνεση. Τώρα δεν μπορείς τίποτα. Και αναρωτιέμαι, τι είπες; Πως το κάλυψες όλο αυτό; με ποια αλήθεια μέσα στην τιμιοτητά σου, εξήγησες τη φύση αυτής της επαφής; τη δύναμή της; Με ποια λόγια έπεισες για την ασημαντότητά της; με ποια;

Αισθάνομαι τυχερή ακόμα και που μπορώ να θρηνώ χωρίς να δίνω λογαρισμό σε κανέναν. Δεν είναι θρήνος θανάτου, μιας και δεν πιστεύω πως αυτός μπορεί να αγγίξει την αθανασία που φτιάξαμε.

Είναι θρήνος απώλειας των χιλιάδων στιγμών μαζί σου που ποτέ δεν ήταν αρκετές. Ποτέ δεν ήταν αρκετές ψυχή μου. Σε καμιά ζωή. Θρήνος γιατί μας κόπηκε η ελπίδα της αναμονής, του ηλιοφώτιστου πρωινού που θα βλεπόμασταν σε μια πλατεία, ή που θ' άκουγα το σφυριγμά σου έξω από τη σκηνή στους αφιλόξενους αμμόλφους της Σαχάρας. Του θαύματος που θα πετύχαινε η δύναμη της αγάπης μας, να μπορούμε να υπάρχουμε χώρια μα ποτέ χωρισμένοι. Πάντα μαζί, με μια λέξη, ένα νεύμα, έναν ήχο, ένα μήνυμα στον αέρα, μια φωνούλα από την άλλη άκρη της γης. 

Δεν παλεύεται από μένα όλη αυτή η κατάσταση χωρίς σοβαρές επιπτώσεις στον ψυχικό, υλικό, πνευματικό μου κόσμο. Κι αφού δεν παλεύται από μένα που παρά τα φαινόμενα ήμουν και το πιστεύω αυτό στην πραγματικότητα η πιο έτοιμη, η πιο δυνατή, η πιο προετοιμασμένη γι' αυτό που ακολούθησε, δεν μπορώ να φανταστώ πως είναι για σένα. Και πονάω διπλά. Η υποκριτική σώζει μόνο τις εντυπώσεις των γύρων μας μωρό μου. Όχι εμάς. Που μάθαμε να ζούμε μόνοι μέσα στην έρημο. 

Να έρχεσαι εδώ. Να νιώθεις το χάδι μου ακόμα επάνω σου. Να παίρνεις δύναμη από την πηγή της δύναμης που δεν έπαψε να αναβλύζει, της αγάπης μας. Να παίρνεις κουράγιο και ελπίδα στη σκέψη πως ο χρόνος δεν γιατρεύει την αγάπη, αλλά τον πόνο της απώλειας, ο χρόνος δεν θα καταφέρει να σκοτώσει τίποτε. Ο χρόνος θα δουλέψει για μας, είναι υποχρεωμένος να το κάνει. Και μια μέρα θα καθίσουμε παρέα στο ίδιο τραπέζι. Όχι σ' αυτό που θα πας τις μέρες του θρήνου. Ένα άλλο τραπέζι πιο μακρινό από αυτό. Θα σφίξουμε δυνατά τα χέρια μας και μέσω αυτών θα τα ενώσουμε όλα ξανά. Ψυχή, καρδιά, σώματα, χαρά. Γιατί ποτέ δεν θα πάψουμε να είμαστε ένα. Όσους συμβιβασμούς κι αν υποχρωθούμε να κάνουμε, όσα "αποκλείεται" και να βροντοφωνάξουμε.

Να έρχεσαι ψυχή μου. Το τελευταίο φίλτρο σου της "σπλαχνικής λήθης μου"  δεν δούλεψε. Ξέρω πως το έκανες για μένα, αλλά δεν ήσουν αρκετά δυνατός για να το τελειώσεις. Να έρχεσαι. 

ΥΓ Αυτό δεν είναι για δημοσίευση της φίλης μου Ελένης Μπάλιου οπουδήποτε αλλού. Ο χώρος είναι δανεισμένος σε μένα, τη Μορφή της αγάπης σου, για να σου μιλήσω. 

Κυριακή 26 Νοεμβρίου 2023

Το κοριτσάκι που έζησε.






Το κοριτσάκι με τα σπίρτα που πέθανε στο δρόμο ήταν ένα θλιμμένο σκληρό παραμύθι. Όχι πως θα έβρισκε στην πραγματικότητα ανθρώπους ν' αγοράσουν τα σπίρτα του, ή κάποιον για το πάρει από το χιόνι, και να το βάλει να κοιμηθεί μπροστά σ' ένα ζεστό τζάκι. Δεν θα γινόταν ούτε αυτό. Γι αυτό σηκώθηκε από το κρύο πεζοδρόμιο που καθόταν καθώς η φωνή του αγγέλου του, ίσως κι αυτής της πεθαμένης γιαγιάς το ταρακούνησε. -Δεν είναι η ώρα για να έρθεις κοντά μου! Σήκω και πήγαινε να βρεις μια γωνιά για να γίνεις γυναίκα! του είπε.
Κι αυτό σηκώθηκε από κάτω, αψηφώντας τη θέληση και την πέννα του Άντερσεν. Και περπατούσε χρόνια ψάχνοντας μια γωνιά για να μεγαλώσει. Κουτσαίνοντας αφού υπέφερε από τα κρυοπαγήματα, τα πόδια του όλο και περισσότερο το εμπόδιζαν, έκαναν τις κινήσεις του αργές, στο προσωπό του ήταν απλωμένη μόνιμα η έκφραση του πόνου, κι ένιωθε πως όσα χρόνια και να περπατήσει δεν θα τη βρει τη γωνιά των ενηλίκων. Εκεί που οι άνθρωποι ξαποσταίνουν, για ν απολαύσουν τους καρπούς των έργων τους. -Και ποιο έργο; τι έχω ν' αφηγηθώ εγώ ανάμεσά τους; αφού το μόνο που κάνω είναι να περπατώ κουτσαίνοντας χωρίς να ξέρω αν θα καταφέρω ποτέ να φτάσω κάπου. Αχ γιαγιάκα! Γιατί δεν με άφησες να έρθω μαζί σου! Καλά το πήγαινε ο Άντερσεν με τη συναντησή μας. Μέσα στην αγκαλιά σου τη ζεστή να αφήσω τον σκληρό ετούτο κόσμο.
Κι αμέσως μόλις απόσωσε τον μονολογό του, εμφανίστησαν μπροστά του δυο πατερίτσες. Κοίταξε δίπλα της και βρισκόταν ένας άνθρωπος που της τις πρόσφερε. -Δεν έχω παπούτσια να σου δώσω, δεν είμαστε κοντά σε πόλη ή χωριό ακόμα, όμως αυτά θα σε βοηθήσουν να συνεχίσεις. Κι όταν με το καλό φτάσουμε, θα κοιτάξουμε τα πόδια σου. -Κι εσύ; πως θα περπατήσεις μέχρι το πρώτο χωριό ή την πόλη; Οι πατερίτσες αυτές είναι δικές σου! πως θα τα καταφέρεις; Γέλασε ο άνθρωπος. -Δικές μου είναι ναι. Αλλά έχουν μαγικές ιδιότητες. Αρκεί να κρατώ ελαφρά τον ώμο σου και θα αναλάβουν αυτές να μας πάνε.
Ξεκίνησαν οι δυο τους να προχωρούν αργά κουβεντιάζοντας και κάθε μισή φράση του ενός τη συμπλήρωνε ο άλλος. Ήξερε ο ένας τι θα πει ο άλλος, με την πρώτη λέξη. Κι από το πουθενά τους βρήκαν μουσικές ουράνιες. -Είναι η γιαγιά μου! Άκου! Μας παίζει μουσική! Του είπε το κορίτσι. -Ναι αλλά την κιθάρα, και το πιάνο, τα παίζει ο παππούς μου, της απάντησε γελώντας εκείνος. -Φαίνεται πως εκεί πάνω συναντήθηκαν οι άγγελοί μας και μας συνοδεύουν ευχάριστα στο ταξίδι μας.
Στο μακρύ ταξίδι τους. Που ήταν γεμάτο μουσικές και ευχάριστες εκπλήξεις τόσες, που είχαν ξεχάσει τους αργούς ρυθμούς του βαδισματός τους. Και η φυσική τους ανημπόρια δεν στάθηκε εμπόδιο ούτε καν στο χορό τους. Ένας χορός που ξεκίνησε από τη γη και τους πήγε στα πιο απάτητα βουνά του πλανήτη, και πάνω απ' αυτά. Ένα τραγούδι που μαλακά σβήνοντας τους προσγείωσε στη γη.
-Φτάσαμε κοριτσάκι, της είπε. Κοίτα γύρω σου, είναι γεμάτο όμορφα σπίτια, φιλόξενα, θ' ανοίξουν τις πόρτες να σε αγκαλιάσουν, θα σε γιατρέψουν.
-Και γιατί να το κάνουν τώρα αυτό ενώ πρώτα ήταν τόσο σκληροί οι άνθρωποι μαζί μου;
-Μα γιατί μας είδαν να χορεύουμε. Κάναμε κάτι που ούτε στα όνειρά τους δεν θα μπορούσαν. Πετάξαμε παρέα και κάναμε ορατά στα μάτια τους τα κρυφά τους όνειρα, αυτά που μια ζωή κουβαλούν μέσα τους. -Και ήταν αυτά να πετάξουν, ή να χορέψουν; Ρώτησε το κορίτσι.
-Ήταν να βρουν κάποιον που να μπορέσουν μαζί να αποτελέσουν το μαγικό δίδυμο. Έλα τώρα προχώρησε προς τα εκεί, και δώσε μου πίσω τις πατερίτσες. -Μη μου το κάνεις αυτό, δεν θα μπορέσω να φτάσω μέχρι τις πόρτες τους, κι άλλωστε τι έχω να κάνω και να πω μαζί τους; Μαζί πρέπει να είμαστε και να χορεύοuμε πετώντας.
-Το κάναμε κοριτσούλι μου. Το κάναμε γιατί έπρεπε να βρούμε έναν τρόπο να φτάσουμε μέχρι εδώ. Γνωρίσαμε τόσους κόσμους παρέα, τώρα θα έχεις κι εσύ ν' αφηγηθείς κάτι σημαντικό. Το ίδιο κι εγώ όταν γυρίσω στον τόπο μου.
-Και ποιος είναι ο δικός σου τόπος; ποτέ δεν μου μίλησες γι' αυτόν.
-Λίγο πιο πέρα από εδώ, ανάμεσα σε ανθρώπους που βοήθησαν εμένα, πριν το κάνω εγώ μαζί σου.
-Γιατί πρέπει να βρίσκεσαι ανάμεσα σε αυτούς που σε βοήθησαν κι όχι εγώ μαζί σου που μαζί αντέξαμε, μαζί χορέψαμε, περπατήσαμε, πετάξαμε;
-Και μάθαμε. Εσύ πρέπει να βρεις τη ζεστή γωνιά των ενηλίκων και να επεξεργαστείς το υλικό σου. Κι εγώ να γυρίσω εκεί που με περιμένουν. Προχώρα να δω πως πηγαίνεις, θα σε κοιτάζω μέχρι να φτάσεις στην πρώτη πόρτα.
-Δεν μπορώ. Δεν υπακούν τα πόδια μου.
-Βάλε τη σκέψη σου να τα διατάξει. Αυτή δεν υπακούει. Το ίδιο θα κάνω κι εγώ. Πρέπει να της επιβληθούμε τώρα αγάπη μου. Ο χορός τελείωσε.
Το κορίτσι έκανε ένα βήμα μπροστά μόνο του και παραπάτησε. -Συνέχισε, μη σταματάς, άκουσε τη φωνή του πίσω της. Πήγε να γυρίσει, να του ζητήσει βοήθεια. -Μη γυρίσεις πίσω, συνέχισε, σε βλέπω.
Το κορίτσι περπάτησε κι έφτασε με πολύ κόπο μπροστά στην πρώτη πόρτα που άνοιξε αμέσως. Γύρισε να τον δει, να τον χαιρετίσει, να του στείλει μια αγκαλιά από αυτές που δεν λογαριάζουν αποστάσεις, τυλίγονται γύρω σου και γίνονται πάπλωμα για όλη σου τη ζωή. Δεν ήταν εκεί. Είχε χαθεί. Η αδελφή ψυχή της χάθηκε. Μια άβυσσος ανοίχτηκε μπροστά στα μάτια της, κάτω από τα πόδια της. -Συνέχισε, μη σταματάς! Άκουσε πάλι τη φωνή του. Κι ένα χέρι ζεστό, την τράβηξε μέσα στο σπίτι των ενηλικων. Με το τζάκι, τον μοσχομυριστό καφέ, και τα ζεστά στρωσίδια. Έπιασε μια θέση και άκουγε τις αναγνώσεις των παρευρισκομένων. Σε λίγο θα ερχόταν η σειρά της. Στα πόδια της φορούσε ζεστές γούνινες παντόφλες και στα χέρια της κρατούσε ένα βιβλίο.
Είχε τον τίτλο "ο άγγελος με τις πατερίτσες"
Πυκνό το χιόνι έπεφτε έξω από το παράθυρο. Κι αυτή από μέσα ασφαλής, αναρωτιόταν ακόμα αν ήταν καλύτερα να είχε ακολουθήσει τη γιαγιά, ή ν' αρνιόταν να μπει στη φωλιά της ασφαλειάς της. Τι θα έκανε τότε; Θα την άφηνε εκεί, σύξυλη με αδοκίμαστες τις δυνάμεις της και θα έφευγε; ή θα ξεκινούσαν πάλι μαζί έναν άλλο ουράνιο χορό;
Κι άκουσε πάλι τη φωνή του μέσα στο κεφάλι της. "Δεν θα τελειώνε αυτό το ταξίδι πριν να είσαι σε θέση να προχωρήσεις μόνη σου".
Αχ Άντερσεν! Δεν έπρεπε να της στερήσεις τη χαρά αυτού του χορού. Σκέπτεται τώρα μέσα στην ασφάλεια του σιωπηλού σπιτιού, αφότου οι επισκέπτες έφυγαν. Ένα σπίτι ζεστό κι αυτή θεραπευμένη, ενήλικας ω ναι, αλλά χωρίς τον ήχο από βιολιά, πιάνο και κιθάρες. Είναι τόσο εύθραυστες οι μνήμες στο άκουσμά τους! Μπορούν να τη διαλύσουν. Στη γη ο χρόνος μετράει διαφορετικά. Ο πόνος της απώλειας κρατάει πολύ, δεν σε αφήνει να δεις το πόσο τυχερή και ευλογημένη υπήρξες.

Σάββατο 25 Νοεμβρίου 2023

Μιν Λιαν στο δωμάτιο της ανασκόπησης

 Αυτό το σκουριασμένο κλειδί δούλεψε χωρίς να σπάσει. 

Η πόρτα είχε πίσω της ένα σωρό θριμματισμένα χαμόγελα 

και ατέλειωτες, βουνά οι ώρες που μάγεψαν το χρόνο.

Έσπρωξα με τη δύναμη της απελπισίας γιατί καιγόμουν

από τη λαχτάρα να βρω τα κομάτια του παζλ που συνέθεσαν 

αυτή τη μαγεία. 

Και τώρα καθισμένη πάνω τους, μέσα τους, τα κοιτάζω παγωμένη. 

Πως γίνεται να ξανασυνθέσεις έναν κόσμο ολόκληρο με τόσα θραύσματα;

Πως γίνεται να αγνοήσω ή να βάλω σε λάθος θέση έστω κι ένα από αυτά

που αποτελούν κομμάτι ενός διπλού εαυτού;

Τι θ' απογίνει ο άλλος αν συναρμολογήσω μόνο τον ένα;

Κάθομαι αναμεσά τους αναποφάσιστη

Σ' ένα δωμάτιο που μυρίζει κλεισούρα και μια αδιόρατη μυρωδιά μέντας

ίσως έρχεται από εκείνο το παθιασμένο φιλί

αρχή μιας υπόσχεσης που δεν υλοποιήθηκε ποτέ.

Το βλέπω κι αυτό κάτω, ανακατεμένο με τ' άλλα ενθύμια που κουβαλήσαμε

από εκείνο το βουνό

από εκείνα τα ύψη που μας απέβαλαν σαν τον Αδαμ και την Εύα 

μόνο που εμείς μόνο  για την αγάπη τιμωρηθήκαμε.

Δεν μπορώ να το κάνω ουρανέ μου.

Δεν μπορώ να διαλέξω αυτά που θα με στήσουν στα πόδια μου 

ικανή να παίξω το ρόλο μου ανάμεσα στους ανθρώπους

που θά' ναι πια ρόλος και το ξέρεις κι εσύ

ποτέ δεν έπαιξα άλλον εκτός από μένα.

Δεν μπορώ να αφήσω πίσω ολόκληρο το μάγμα 

των συστατικών μας.

Αυτό το πένθος που έχει απλωθεί μέσα μου 

δεν μαλακώνει με το χρόνο επειδή δεν ποτέ δεν υπήρξε αυτός για μας.

Είναι ένα πένθος αειθαλές που ακολουθεί την κάθε στιγμή.

Και είναι κι αυτά όλα που δεν σου έχω πει

όχι γιατί δεν είχα το χρόνο να το κάνω ή γιατί ήθελα να σου κρύψω

επειδή δεν πρόλαβα να στα πω καθώς ήμουν σίγουρη πως μια μέρα 

θα γίνει. Αφού είχαμε τόσες ζωές μπροστά μας γι' αυτό.

Τα μάζευα μέσα μου τα ηλιοβασιλέματα και τις αυγές.

Τα μάζευα από τα όνειρα που με αγωνία ζούσα

καθώς σε έβλεπα να έρχεσαι, να έρχεσαι, και να μη φτάνεις.

Χθες νύχτα ήταν το πιο ξεκάθαρο απ' όλα.

Σ' ένα καφενείο θαμώνες και οι δύο, κόσμος πολύς τριγύρω 

Χωρίς να μου έχεις πει  κάτι, το φευγαλέο βλέμμα σου μου είπε

τα πάντα.

Ύστερα αποφάσισες να πας μέχρι το αμάξι σου, με τη συνοδεία σου πάντα

τρεις τέσσερεις φίλοι σ' ακολούθησαν γιατί μετά θα πήγαιναν στην πλατεία 

να συνεχίσουν τη βραδιά τους. Κι έμοιαζε κάτι σαν διαδρομή προς την πλατεία Εξαρχείων.

Ρήτησα τους άλλους που έμειναν, που πάνε; 

-θα φύγει, πάει προς το αμάξι του, οι άλλοι θα πάνε στην πλατεία. 

-Προλαβαίνω να τους φτάσω, δεν θα πηγαίνει τόσο γρήγορα.

-Ίσως αν τρέξεις ναι.

Κι άρχισα να τρέχω με αγωνία να σε φτάσω. Να σταματήσω μπροστά σου να σου πω, μη γυρνάς αλλού το κεφάλι, μίλα μου! Πως θα είναι τώρα; Σε τι μας καταδίκασες, πες μου! 

Στη φάση εκείνη αδιαφορούσα για το ποιος ακούει. 

Σε είδα να στρίβεις σ' ένα στενό. Έστριψα κι εγώ. 

Στο τέλος αυτού του δρόμου με περίμενε η παρέα σου, είχες φύγει.

Μου συστήθηκαν. Τη μια γυναίκα την Έλεγαν Ρούλα, μια άλλη, ψηλή και σωματώδης, Ντονατέλα.

-Ποιες είστε; δεν σας ξέρω. Γιατί με περιμένετε;

-Έχουμε μήνυμα για σένα. Μη θυμώσεις, είμαστε εδώ για σένα.

-Τι λέει το μήνυμα;

-Το μήνυμα λέει, "Αγάπη μου μην έρθεις. Θα πονέσεις περισσότερο¨."

-Σας είπε τι έγινε; Ποια δύναμη ήταν τόσο πιο δυνατή απ τη δική μας;

-Μας είπε ότι ήταν ένα λάθος του χρόνου. Ένα μπέρδεμα, μια στιγμιαία ασυνενοησία ουρανού και γης.

-Πως είναι;  θα είναι καλά;

-Μας είπε πως θα είναι καλά. Αλλά τον πιστέψαμε τόσο όσο θα πιστεύαμε κι εσένα αν μας το έλεγες. Θ' αρπαχτεί από την καθημερινότητα για να αντέξει. Είπε το ίδιο να κάνεις κι εσύ.

-Όμως εγώ δεν μπορώ να το κάνω αυτό. Δεν μπορώ να γυρίσω πίσω σ' αυτό.

-Το ξέρει και γι' αυτό έστειλε εμάς. Η Ρούλα και η Ντονατέλα και η Βιολέτα είμαστε οι φύλακές σου.  

Τι να τους κάνω τους φύλακες; Εδώ χάθηκε η ουσία της ζωής τι θα προστατέψουν πια σε μένα;

Σε ρωτάω, ρωτάω εσένα που μου τους έστειλες. 

Ποιος θα με βοηθήσει να μαζέψω όλ αυτά τα θραύσματα; Οι φύλακές σου; Ποιος θα με βοηθήσει να ενώσω ξανά τα κομμάτια χωρίς την πνοή σου μέσα τους; Σπασμένα κομμάτια ενός ναού που έφυγε από μέσα ο θεός του. 

Τι κάνει έναν θνητός στη θέση μου; Αυκττονεί; μονάζει; γράφει μέχρι να βγουν τα κόκαλά έξω από τις σάρκες του; Ζαρώνει, συρρικνώνεται και γίνεται ένα με το χώμα; τι κάνει;

Η Ρούλα, η Ντονατέλα, και η  Βιολέτα  μ' ένα στόμα.

Γίνεται φύλακας σαν κι εμάς Μιν Λιάν. Θα γίνεις κι εσύ μια φύλακας, θεραπεύτρια των διαλυμμένων ψυχών μέσα στο άχρονο. 

-Όχι να πάτε στο καλό. Να συνεχίσετε το έργο σας. Να του πείτε, θα τον ξαναδείτε αλήθεια; Ότι ψάχνω τα άλογά μας. Αυτό που θα με πάει πίσω στον Καύκασο να περιπλανηθώ τις νύχτες με το δικό του δίπλα μου χωρίς αναβάτη, θα τελειώσω το ταξίδι μου πρωί μέσα στην ομίχλη του Κατμαντού. Θα κλειστώ εκεί πέρα να κοιτάζω κάτω τον κάμπο. Θα ακούω το τραγούδια που μου χάρισε. Θα απλώνω το χέρι μου ν΄αγγίξω το ιδεόγραμμα της μορφής του. Θ' ακούω τη φωνή του που δεν έσβησα από πουθενά ξανά και ξανά για να μην αλλιωθεί στο μυαλό μου από την απόσταση του χρόνου. Θα ζω για να γίνω ο δικός του άγγελος. Θα ζω. Κι όταν πια δεν θα είμαι εδώ θα το ξέρει. Μόνο τα άλογα παρακαλώ, αυτά να μου στείλει από τους μυστικούς σταύλους του κήπου μας. Μην τα αφήσει να πεθάνουν εκεί μέσα φυλακισμένα και γήινα. 

Αυτά που δεν σου είπα, υπήρχε κι άλλος λόγος που δεν το έκανα. Ξόρκιζα με τη σιωπή τους φόβους μου. Τώρα μπορώ να σου πω για κείνες τις ανεξήγητες ταχυπαλμίες, εκείνο τον κόμπο που έκανε το φαγητό να κολλάει στο λαιμό μου, εκείνες τις αυπνίες, εκείνη τη λαχτάρα να βρεθώ δίπλα σου, και την υπόσχεση που έδωσα στον εαυτό μου ότι το καυτό μας εκείνο φιλί, θα είχε μια καυτή συνέχεια. 

Μα ήταν τόσα πολλά. Αυτή η πεταλούδα δεν ξέρω πόσα θα καταφέρει να σου μεταφέρει πια. Να την ακούς. Και τους αγγέλους που μου έστειλες να τους πιστέψεις.

Στους αιώνες των αιώνων, δικιά σου. 

Τετάρτη 22 Νοεμβρίου 2023

Πεταλούδα

Με χτύπησε η βροχή και λιώνω.

Είναι βαριά τα φτερά μου 

και χάνω τα χρώματα,

αυτά που μου χάρισαν τα μάτια σου.

Μόνη μου σωτηρία

η γωνιά του παραθύρου σου

με τις ζεστές  ηλιαχτίδες,

να στεγνώσω τα φτερά μου 

κρεμασμένη στην κουρτίνα σου,

καθώς θ' ακούω τη φωνή σου

και θα με φτάνει μια σταγόνα 

απ'΄την ανάσα σου.

Άνοιξέ μου!