herinna

herinna

Thursday, June 12, 2025

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΜΠΑΜΠΟΥΛΕΣ, ΣΤΟΙΧΕΙΩΜΕΝΑ ΣΠΙΤΙΑ, ΠΗΓΑΔΙΑ, ΧΕΙΜΑΡΡΟΥΣ ΚΑΙ ΕΞΩΓΗΙΝΟΥΣ.


 

Πολλά τα χρόνια που ζήσαμε στα ενοίκια με την οικογενειά μου. Πολλά τα σπίτια. Όλα στην περιοχή του Μπραχαμίου στο μήκος της οδού Σουλίου, που ξεκινούσε από τη λεωφόρο Βουλιαγμένης και κατέληγε στον Άγιο Κωνσταντίνο λίγο πριν το Καλαμάκι. Τον είχα περπατήσει άπειρες φορές αυτό το δρόμο γιατί εκεί ψηλά στον Άγιο Κωνσταντίνο, τα σπίτια λιγόστευαν και είχες μια αίσθηση ότι λίγο ακόμα και θα φτάσεις στη θάλασσα, λίγο ακόμα και θα πέρναγες έξω από τα σύρματα της φυλακής σου.

Μεγάλες άδεις εκτάσεις ολόγυρα και τα σπίτια ανάσαιναν οξυγόνο. Πρόλαβα την περιοχή αυτή όταν τσοπάνηδες πήγαιναν εκεί για να βοσκήσουν τα πρόβατα.

Πολλά γεννάει η φαντασία ενός παιδιού στην ηλικία που βρισκόμουν. Εκεί γύρω στα δέκα, έντεκα χρόνια μου, είχα ξεκινήσει αυτές τις μικρές δραπετεύσεις. Μια μέρα πήρα μαζί μου και την ξαδέλφη μου, επειδή έβλεπα ότι άρχισε να σουρουπώνει και δεν ήθελα να με πιάσει η νύχτα μόνη στο δρόμο. Φοβόμουν μην με αρπάξει κάποιος από εκείνους τους μπαμπούλες που ο αδελφός μου σκλήριζε όταν ήμασταν οι δυο μας έξω, ότι είναι από πίσω μου και απλώνουν το χέρι τους επάνω μου ήδη. Φυσικά του άρεσε να με τρομάζει, παιδί ήταν κι αυτός, αλλά δεν ήξερε για πόσα χρόνια μετά θα κουβαλούσα το φόβο με το μπαμπούλα που βρίσκεται μισό βήμα μακριά μου,  έτοιμος να με αρπάξει. Ακόμα κι όταν πήγα να μείνω μόνη μου, κοιμόμουν με τα φώτα ανοιχτά.

Εκείνη τη μέρα που πήρα μαζί στον περίπατο την ξαδέλφη μου, είδαμε κάτι περίεργο στον ουρανό. Είχε μόλις σκοτεινιάσει, μπορούσες να δεις τις τελευταίες αποχρώσεις του ήλιου πάνω από τις στέγες και να διακρίνεις λίγο από το πράσινο που άρχισε να γίνεται γκρίζο, στις όχθες της Πικροδάφνης. Και ξαφνικά, εκεί που περπατούσαμε αμέριμνες κουβεντιάζοντας, βλέπουμε ένα περίεργο μπλε πράσινο φως στον ουρανό, όχι πολύ ψηλά όσο μακριά βλέπεις ένα αστέρι, αλλά αρκετά χαμηλότερα. Το φως ήταν μεγάλο και έντονο. Δεν ήταν αεροπλάνο σε μια ευθεία πορεία. Το φως κινήθηκε πρώτα αριστερά για μερικά μέτρα, ίσως διένυσε  απόσταση ενός γηπέδου και μετά, πάνω στην ίδια νοερή γραμμή κινήθηκε δεξιά, διανύοντας  απόσταση δυο γηπέδων, έτσι που νομίζαμε πως έρχεται κατά πάνω μας. Το φως σταμάτησε πάνω από τα κεφάλια μας, χωρίς να κινείται κι εμείς είχαμε σταματήσει να μιλάμε και το κοιτάζαμε έντρομες. Ύστερα αυτό, έκανε μια βουτιά μέσα στο μαύρο του ουρανού και χάθηκε. Έντρομες, αποφασίσαμε να γυρίσουμε στα σπίτια μας αμέσως, ενώ τα μάτια μας σε όλη την επιστροφή ήταν στραμμένα ακόμα στον ουρανό. Συμφωνήσαμε να μην πούμε τίποτα σε κανέναν γιατί ήδη εγώ είχα τη φήμη της φαντασιόπληκτης και θα τους έδινα άλλη μια ευκαιρία για να γελάσουν μαζί μου. Είπαμε μάλιστα ότι κάποιο αερόστατο θα ήταν, που εμείς με τη φαντασία μας είδαμε σαν εξωγήινους, για να καθησυχάσει η μία την άλλη, αλλά στα χρόνια που ακολούθησαν είδα αερόστατα τη νύχτα, και με αερόστατο εκείνο το πράγμα δεν έμοιαζε.

Στην περιοχή του Αγίου Κωνσταντίνου στο σημείο του λόφου, η Πικροδάφνη το ποτάμι μόλις  φαινόταν από μακριά, έπρεπε μάλιστα να περπατήσεις μέχρι την άκρη του λόφου για να τη δεις, αλλά στο σπίτι που έμενα, ένας από τους χειμάρρους της ήταν δίπλα μας. Έβγαινες από την πόρτα και όταν είχε φουσκώσει όχι μόνο το έβλεπες αλλά άκουγες και το νερό που κάλυπτε ακόμα και τις όχθες να κυλάει ορμητικά. Θεωρούσα τον εαυτό μου τυχερό που τόσο κοντά στο ποτάμι έμενα, τόσο που τις νύχτες δεν μπορούσες να κοιμηθείς από το τραγούδι των βατράχων. Εμένα δεν με ενοχλούσε το τραγούδι αυτό, το απολάμβανα, όχι και ο πατέρας μου όμως που κάθε τόσο ξεσπούσε. «Αναθεματισμένα βατράχια! Λυσσάξατε πάλι απόψε! Θα έρθω κάτω εκεί βρε σιχαμένα και θα σας πνίξω ένα ένα με τα χέρια μου!» Γέλαγα μόνη μου στο δωμάτιό μου γιατί δεν πίστευα πως εννοούσε τα λόγια του, αλλά έπαιρνα την ικανοποίηση πως υπήρχε κάποιος ή κάτι μέσα στη φύση, που εκείνος δεν μπορούσε να κοντρολάρει, να ελέγξει.

Το σπίτι αυτό πάνω από το ποτάμι, μας το νοίκιαζε μια μεγάλη γυναίκα που την έλεγαν Κλειώ. Έτσι την ήξερα και πέρα από τη μορφή της που για πολλά χρόνια έβλεπα να τριγυρνά στη Σουλίου πριν πάμε να μείνουμε στο σπίτι της, και την κηδεία του άντρα της, που τον είχαν πάνω σε ένα τραπέζι όλη τη νύχτα, δεν θυμάμαι κάτι άλλο από αυτήν. Θυμάμαι όμως ότι το πρόσωπο αυτού του νεκρού, μου έμεινε για μήνες χαραγμένο στη σκέψη καθώς δεν είχα ξαναδεί και νεκρό μέχρι τότε.

Πήγα εκεί για να φωνάξω τη μάνα μου που μαζί με άλλους γείτονες είχαν πάει να συντροφεύσουν την κυρά Κλειώ στην αγρύπνια του νεκρού συζύγου της. Προχώρησα μέσα στο δωμάτιο και πριν με αρπάξει η μάνα μου για να με σύρει έξω, τον είδα. Ήθελα τη μαμά μου. Φοβόμουν να πάω στο σπίτι με τον αδελφό μου μόνη μου, που θα μου ούρλιαζε στο δρόμο ότι ο πεθαμένος είναι από πίσω μου μισό μέτρο, και ετοιμάζεται να με αρπάξει.

Και πως τα έφεραν οι καταστάσεις λίγα χρόνια αργότερα να κατοικήσω με τους γονείς μου στο σπίτι αυτό. Ο αδελφός μου μικροπαντρεμένος, ήταν στο στρατό, εγώ στα 16 και στο ένα δωμάτιο έμεναν μαζί μας η γυναίκα του και τα δυο του παιδιά.

Είχε μια πίσω μικρή αυλή που βγαίναμε και πίναμε καφέ και δεν είχε τίποτα ιδιαίτερο αυτή η αυλή από μόνη της, εκτός από τις γλάστρες με τα λουλούδια που της είχαμε βάλει ολόγυρα και το φράκτη. Το συρματόπλεγμα. Αυτό που τη χώριζε από ένα μεγάλο κτήμα που βρισκόταν αμέσως μετά. Το προκλητικό κτήμα, το μυστήριο, που έφτανε μέχρι τις όχθες του χειμάρρου. Με το πηγάδι του στη μέση, το πηγάδι με το φρέσκο νερό που πήγαιναν οι γυναίκες εκεί να πλύνουν τα χόρτα τους. Αλλά για μας τα παιδιά ήταν το απαγορευμένο μέρος, αφού κάθε που κάποιος από μας πλησίαζε κοντά με όλες τις προφυλάξεις, έφευγε τρομοκρατημένος αλαλάζοντας από εκεί, γιατί το πηγάδι, είχε φύλακα. Έναν άνθρωπο με όπλο που εκτόξευε αλατόσφαιρες. Κάποια παιδιά τις είχαν φάει στα πισινά κι όλοι οι υπόλοιποι έρποντας πλησιάζαμε σαν τους κομάντο, για να μη μας πάρει είδηση ο φύλακας. Ήταν το χωράφι με το πηγάδι πειρασμός. Και να που λίγα χρόνια αργότερα, από την αυλή μου μέσα, μπορούσα να το χαζεύω όσο ήθελα.

Σε μια άδειά του ο αδελφός μου κάθισε μαζί μου στην αυλή. «-Το ξέρεις πως έχουμε κι εμείς πηγάδι εδώ;  -Τι λες ρε; Τρελάθηκες; Που το είδες το πηγάδι μέσα εδώ; -Το τσιμεντώσανε γι’ αυτό δεν το βλέπεις. Είναι κάτω ακριβώς από τα πόδια μας. -Μπα! Και ποιος στο είπε εσένα αυτό; -Ο θείος ο Νίκος που μένει απέναντι και το θυμάται. -Και γιατί το τσιμεντώσανε; Γιατί δεν το άφησαν να υπάρχει; Δεν ενοχλούσε κανέναν εδώ, χρήσιμο ήταν. -Δεν μου είπε ο θείος. Κάτι μεγαλύτερα παιδιά όμως μου είχαν πει,  ότι μέσα σε αυτό το πηγάδι πέταγαν στοίβες τους νεκρούς που σκότωναν οι Γερμανοί. Δηλαδή γι’ αυτό το έκλεισαν μετά. Είναι γεμάτο από πτώματα Ελλήνων σκοτωμένων από τους Γερμανούς. Κι αυτούς όλους τους Έλληνες, τους είχε καταδώσει ο γέρος που είδες πεθαμένο, που είχε το σπίτι αυτό».

Είχα μείνει άφωνη. Κάτω από τα πόδια μας υπήρχαν τα πτώματα δεκάδων νεκρών από την κατοχή. Έτρεξα έντρομη στη μάνα μου. -Μαμά! Αυτός πάλι με τρομάζει! Τώρα μου λέει ότι κάτω από τα πόδια μας είναι πεθαμένοι, πολλοί πεθαμένοι από τον πόλεμο!

«-Γιατί λες στο κορίτσι μας τέτοιες αηδίες Ζαχαρία; -Δεν είναι αηδίες ρε μαμά! Ο Ζώης μου το είπε που του το είπε ο πατέρας του που θυμάται. -Παραμύθια! Φαντασίες και μύθοι!

-Δεν είναι φαντασίες μάνα! Πως νομίζεις έκανε τη σπιταρόνα αυτή ο γέρος; Είδες κανένα άλλο σπίτι μεγάλο και περιποιημένο σαν αυτό εδώ σε όλο το δρόμο; Γιατί η Ελένη βλέπει δράκουλες στον ύπνο της και φάτσες με κόκκινα μάτια στο παράθυρό της και ουρλιάζει τη νύχτα; Το ξέρεις ότι είδαμε και εμείς στο δικό μου το δωμάτιο;

-Ποιοι εσείς; Τα παιδιά; Θα έχουν επηρεαστεί από την Ελένη που την έχεις τρομάξει εσύ από μικρή και τώρα έχει πρόβλημα.

-Ποια παιδιά ρε μάνα! Η γυναίκα μου τον είδε! Κάθε βράδυ έρχεται ένας γέρος και κολλάει τη μούρη του στο τζάμι του παραθύρου μας κι έχει κόκκινα μάτια!»

Αναστατώθηκα τελείως. Άρχισα να κλαίω και να παρακαλώ τη μάνα μου να ψάξει για άλλο σπίτι, να φύγουμε από κει μέσα, το σπίτι ήταν στοιχειωμένο! Ο γέρος δεν μας ήθελε σε αυτό γιατί ήμασταν αριστεροί κι αυτός καταδότης. Να φύγουμε, να φύγουμε! Είχε κολλήσει η βελόνα του πικάπ σε μένα και δεν μπορούσαν να με συνεφέρουν.

Η μάνα μου βρήκε τη λύση. Έφερε έναν παπά στο σπίτι να διώξει τα κακά πνεύματα, να κάνει ευχέλαιο, να μας ραντίσει με νερό στη μούρη, και όλοι ηρέμησαν. Αλλά εγώ δεν έπαψα να βλέπω εφιάλτες και τις νύχτες τα μάτια μου ήταν καρφωμένα στο παράθυρο μέχρι να με πάρει ο ύπνος. Όταν τα βατράχια σταματούσαν να κοάζουν, έκλεινα τα μάτια μου κάπως πιο ήρεμη γιατί ήξερα ότι ξημερώνει. Και μετά από λίγο η μάνα μου με ξυπνούσε να πάω στο σχολείο και κουτουλούσα και έπεφτα πάνω στις πόρτες από τη νύστα. Μια μέρα την άκουσα που έλεγε στον πατέρα μου. «-Της έχουν μείνει φοβίες από τότε που ο Ζαχαρίας την τρόμαζε.

-Όχι… δεν μπορεί να συνηθίσει στην ιδέα πως κάτω από τα πόδια της βρίσκονται τόσοι σκοτωμένοι. Έχει δίκιο, ούτε κι εγώ, πρέπει να φύγουμε από δω.»

Δεν φύγαμε αμέσως γιατί ο πατέρας μου βρήκε δουλειά στην Πάρο και θα ήταν για πολύ καιρό. Ειδοποίησε τη μάνα μου να πάει να τον βρει και να πάρει και μένα μαζί. Εγώ ανένδοτη, δεν θα πήγαινα να γίνω χωριατοπούλα στα 17 μου ξαφνικά, να μου βρουν ένα καλό παιδί στο χωριό να με παντρέψουν, να ησυχάσουν από μένα. Είχα δημιουργήσει ήδη τις παρέες μου στο νυχτερινό που πια βρισκόμουν. Βρήκα σαν πρόφαση το σχολείο και δεν την ακολούθησα. Τάχα πως θα πήγαινα να τους βρω όταν θα τέλειωνε η σχολική χρονιά, η μάνα μου πείστηκε να φύγει μόνη της.  Ο αδελφός μου ήδη, είχε πάρει την οικογένεια του από το σπίτι αυτό, μόλις απολύθηκε και νοίκιασαν σε άλλη συνοικία.

Ξύπνησα μια Κυριακή και ήμουν μόνη στο σπίτι. Αποφάσισα να κατέβω μια βόλτα στο χείμαρρο με τον καφέ στα χέρια. Κάθισα σε μια πέτρα για να καπνίσω ένα τσιγάρο ελεύθερα επιτέλους για πρώτη φορά κι όχι κρυμμένη στο μπάνιο ή στην ταράτσα. Έβλεπα το νερό να τρέχει ορμητικά παρασέρνοντας ξύλα, μικρούς κορμούς, και διάφορα αντικείμενα που πέταγαν οι άνθρωποι περνώντας από εκεί. Στο φούσκωμα δεν έβλεπες τους γυρίνους που συνήθως ήταν κατά χιλιάδες εκεί, ούτε τα βατράχια.

 Ένα συρματόπλεγμα χώριζε το σπίτι μου από το μεγάλο κτήμα με το ζωντανό πηγάδι, που έφτανε μέχρι τον ποταμό. Ένα κτήμα γεμάτο λεύκες, πεύκα και άλλα δέντρα, ιδανικό για να κρυφτεί ένας φυγάς σε καιρούς πολέμου. Σκεπτόμουν.  Ή να περπατήσει κρυφά ανάμεσα στα δέντρα μέχρι τις όχθες του χειμάρρου, κι από εκεί να περάσει απέναντι, και να τον παραλάβει ένα αμάξι ή ένα άλογο που θα περίμενε απέναντι. Οργίαζε η φαντασία μου. Κοίταξα μέσα βαθιά στα νερά και τα είδα κόκκινα. Κι αυτό το κόκκινο από το βάθος, ήρθε στην επιφάνεια και έτρεχε τώρα ασταμάτητα ένα ποτάμι αίμα.

Πέταξα το τσιγάρο μέσα του και έφυγα ανατριχιασμένη. Μάλλον το είχα παρατραβήξει αυτή τη φορά. Όμως όταν μπήκα στο σπίτι, ετοίμασα μια μικρή βαλίτσα, πήρα παραμάσχαλα και τον αρκούδο μου, κλείδωσα, κι ανέβηκα στη Σουλίου προς λεωφόρο Βουλιαγμένης, χωρίς να κοιτάξω πίσω μου ούτε μια φορά. Ήμουν 18 χρονών. Δεν ξαναπήγα  στο Μπραχάμι έκτοτε, δεν ξαναείδα  τον χείμαρρο της Πικροδάφνης και δεν ξέρω τι απέγινε εκείνο το σπίτι με το τσιμεντωμένο πηγάδι της αυλής του  και τα φαντάσματα που κυκλοφορούσαν μέσα του. Πληροφορήθηκα τηλεφωνικά από τη μάνα μου μόνο, πως είχαν στείλει ένα φορτηγό με την επίβλεψη ενός θείου, να το αδειάσουν από τα πράγματά μας και να τα στείλουν σε μια αποθήκη.

Ούτε κράτησα την υπόσχεση στη μάνα μου πως θα πάω να μείνω μαζί τους στο νησί μετά τη σχολική χρονιά. Νοίκιασα ένα σπίτι μικρό κοντά στη δουλειά μου, αφού με διαβεβαίωσε η σπιτονοικοκυρά πως δεν είχε πεθάνει κανείς σε αυτό κατά τη διάρκεια της κατοχής ή του εμφυλίου. Και σιγουρεύτηκα γι’ αυτό, όταν για πρώτη φορά ξύπνησα ανάλαφρη μετά την πρώτη νύχτα εκεί, χωρίς εφιάλτες. 

No comments:

Post a Comment

Εδώ σχολιάζουμε;