Η Βάλερι και η Βάντα, ήταν δυο νεαρές τουρίστριες που έκαναν διακοπές στην Πάρο το 1982. Εγώ είχα πάει όπως κάθε χρόνο να δουλέψω στο νησί, και τη χρονιά αυτή ως προς αυτό δεν μου πήγαν καλά τα πράγματα. Την δουλειά στο μαγαζί αυτό που δούλευα την περίοδο που βγήκε η φωτογραφία την έπιασα αργά, προς το τέλος του καλοκαιριού ενώ είχα φάει το χρόνο μου σε άλλες, με κακοπληρωτές και ψυχοβγάλτες. Είχα μια στενοχώρια γιατί θα γύριζα στην Αθήνα με ελάχιστα χρήματα. Είχα μια δεύτερη στενοχώρια που θα έπρεπε όταν θα ήμουν έτοιμη γι' αυτό να φύγω κρυφά καθώς ο πατέρας μου, μου είχε δηλώσει παρά τα τρία χρόνια που ήδη ζούσα μόνη μου στην Αθήνα, ότι δεν θα με αφήσει να φύγω αυτή τη φορά. Μια μεγαλύτερη στενοχώρια γιατί θα ήταν η τρίτη χρονιά μακριά από το σχολείο μου το νυχτερινό από το οποίο είχα αποβληθεί δια παντός, και απ' όλα τα σχολεία της Ελλάδας. Μου έκανε εντύπωση που ο Στέφανος ο μουσικονθέτης φίλος μου, θύμισε σε μένα και πληροφόρησε τους επισκέπτες μας αυτό το γεγονός. Η πορτοκαλιά μας, είπε, που πήρε στην πλάτη της την ευθύνη για την αποχή και γλύτωσε από τις αποβολές όλους εμάς τους υπόλοιπους. Στην πραγματικότητα δεν πήρα στην πλάτη μου την ευθύνη για την αποχή αν και με συγκίνησε βαθιά ο λόγος του. Πράγματι όμως, όταν η τάξη μου έσβησε τα φώτα καθώς πλησίασε για να μπει μέσα η αντιπαθέστερη καθηγήτρια του νυχτερινού που κάθε τόσο πήγαινε κάποιο παιδί στο διευθυντή για να αποβληθεί, αυτή πήγε πάλι στον λυκειάρχη, λέγοντάς του πως η τάξη αποχώρησε. Αυτός ήρθε εκεί μας βρήκε όλους μέσα, και ρώτησε ποιος έσβησε το φως. "Αν δεν ομολογήσει αυτός που έσβησε το φως θα φάει όλη η τάξη αποβολή" Και δεν αστειευόταν. Βρισκόμασταν λίγα χρόνια μόλις μετά τη χούντα και η τρομοκρατία και σκληρές τιμωρίες δεν είχαν σταματήσει στα σχολεία, Άλλωστε υπήρχαν και αρκετοί όπως του λόγου τους, χουντικοί καθηγητές ακόμα. Δεν ομολογούσε κανείς και τότε είπε ο σιχαμένος, "αποβάλλονται άπαντες για μια εβδομάδα" Πολλά παιδιά ήταν στο όριο να μείνουν από απουσίες. Κι έτσι πήγα στο γραφείο και του είπα ότι ήμουν εγώ. Αρχικά αυτός άρχισε να με επαινεί και να μου λέει διάφορες παπαριές για το ήθος μου και όλα αυτά τα κονσερβαρισμένα που ακούγαμε τόσα χρόνια. Αμέσως μετά όμως μου ζητησε να του πω ποιος άλλος είχε συμπράξει σε αυτή την κίνηση, ποιός το πρότεινε, ποιος και πόσοι είπαν ναι, πόσοι διαφώνησαν. Τότε του είπα, να πας να ψάξεις για καρφιά στον κύκλο σου, εδώ χτύπησες λάθος πόρτα. Κι εκεί ήρθε η αποβολή. Έτος 1979
Αποβλημένη ακόμα τρία χρόνια μετά, από σχολείο αλλά και από έρωτα, και σ' ένα βαθμό η ντροπή της οικογένειας, αφού έκανα παρέα με "αναρχικούς" και προτιμούσα να μένω μόνη μου στην Αθήνα ανεξέλεγκτη, αφού πλακώθηκα με κάτι φασίστες που μου σφύριζαν στ' αυτιά με μια σφυρίχτρα για να τρέχω πιο πολύ στη δουλειά, κατέληξα στο εστιατόριο του Φυσιλάνη. Ήταν η πρώτη φορά που είδα να εκτιμούν τη δουλειά μου κι έδινα το διπλάσιο της αντοχής μου. Τις νύχτες οι Άγγλοι και οι Γερμανοί τουρίστες που είχαν τις σκηνές τους κάτω από τα αρμυρίκια δίπλα στο εστιατόριο άναβαν μια μεγάλη φωτιά στην άμμο, μαγείρευαν στου, έπαιζαν κιθάρες, φλάουτα, μπόγκος, και ήταν απόλαυση να τους ακούς. Μαγεμένη μετά τη δουλειά πλησίασα μια νύχτα κοντά τους, με ήξεραν με τ' ονομά μου γιατί όλη μέρα πηγαινοεργόντουσαν στο εστιατόριο, με υποδέχτηκαν θερμά, κάθισα δίπλα τους κι από κείνο το βράδυ μετά το σχόλασμα πήγαινα και τους Έβρισκα. Εκεί αναμεσά τους ήταν η Βάλερι και η Βάντα οι δυο Αγγλιδούλες, που ήταν ντυμένες με ινδικά ρούχα και ήθελαν να μάθουν τα πάντα για μένα. Τους είπα την ιστορία με το σχολείο, τον χαμένο μου έρωτα, τον καταπιεστικό μου πατέρα, και το πόσο ελεύθερη ένιωθα κάθε βράδυ εκεί αναμεσά τους. -Τι θα κάνεις τότε όταν τελειώσεις με τη δουλειά εδώ; πως θα φύγεις; Με ρώτησαν. -Κάτω από τη μύτη του, δεν υπάρχει περίπτωση να με κρατήσει. Θα περιμένω να κοιμηθούν όλοι και θα το σκάσω. Έχω σπίτι που νοικιάζω στην Αθήνα. -Και με το σχολείο σου τι θα γίνει; -Δεν ξέρω, δεν βλέπω να γίνεται τίποτα, θα πρέπει να μαζέψω λεφτά και να πάω να σπουδάσω στο εξωτερικό. Στη Σουηδία σίγουρα. Άκουσα ότι έχουν ένα ανοιχτό πανεπιστήμιο εκεί. -Είσαι γενναία, είσαι καταπληκτική, είσαι ένα ελεύθερο πνεύμα, είσαι αυτό είσαι εκείνο, όλο μ' αγκάλιαζαν τα κορίτσια και με φιλούσαν. Με ενθάρρυναν να τραγουδήσω μαζί τους το έκανα. Με ενθάρρυναν να παίξω κιθάρα γιατί με είδαν που τη ζαχάρωνα. Τι να παίξω η άσχετη μπροστά σε αυτές τις μουσικάρες. Τέλος πάντων έπαιξα το αστέρι του βοριά.
Έφυγαν η Βάλερι και η Βάντα και μαζί τους όλη η μουσική κομπανία.
Συνέχισα τη δουλειά και κάθε βράδυ πήγαινα στην άδεια από φίλους παραλία και καθόμουν και αναπολούσα και κάπνιζα, και σχεδίαζα μάλλον πάντα μελαγχολική.
Ένα μεσημέρι βλέπω δυο καινούργιους να κάθονται στο μαγαζί. Δυο άντρες. Παρακολουθούσαν κάθε μου κίνηση και άρχισα να νιώθω άβολα, να ενοχλούμαι. Τι στο διάβολο κοιτάνε. Για την ομορφιά μου αποκλείεται. Η θεία Μέγαιρα μου το είχε πετάξει κατάμουτρα με πολλή αγάπη. -Τρώγονται μαζί σου τρώγονται κοριτσάκι μου, τι τους έκανες; Εγώ τους τα έψαλλα προχτές. -Ακούστε να ασς πω, που όλα στραβά της τα βρίσκετε, η Ελένη μπορεί να είναι άσκημη, (όχι άσχημη, άσκημη), αλλά έχει ψυχή μάλαμα. Και μου το είπε τώρα αυτό να χαρώ. Τέλος πάντων, άρα τι σκατα κοίταζαν τόσο έντονα πάνω μου οι δυο καινούργιοι Έλληνες;
-Πως σε λένε; με ρώτησε ο ένας. -Ελένη. -Ζεις μόνιμα εδώ; Με ρώτησε ο άλλος. -Όχι μετά τη δουλειά επιστρέφω στην Αθήνα. -Και τι κάνεις στην Αθήνα Ελένη; -Μύγες βαράω, ω ρε φίλε τι ψάχνεις να βρεις κι εσύ. -Συγνώμη δεν ήθελα να γίνω αδιάκριτος. -Όχι μωρέ εντάξει, εμένα με συγχωρείς σε πήρα από τα μούτρα.
-Γιατί τόση οργή όμως; -Έλα και δεν τα πάω καλά με τον Φρόιντ, μια χαρά είμαι που την είδες την οργή; Βάλανε τα γέλια τα έβαλα κι εγώ. -Εσάς πως σας λένε; -Ο Νίκος και ο Λουκάς. Ήρθαμε από τη Σουηδία για διακοπές, εκεί μένουμε.
Σιωπή εγώ. -Γιατί δεν μιλάς είπαμε κάτι που δεν σου άρεσε;
-Αντίθετα, είπατε κάτι που πολύ μου άρεσε. Την ονειρεύομαι τη Σουηδία, θέλω να πάω εκεί να σπουδάσω.
-Για έλα εδώ να κάτσεις να τα πούμε λίγο. Αυτό που είπες έχει πολύ ενδιαφέρον. Γιατί δεν μπορείς να σπουδάσεις εδώ; -Έχω αποβληθεί από όλα τα σχολεία της Ελλάδας.
Το πράγμα γι' αυτούς γινόταν όλο και πιο ενδιαφέρον αλλά εγώ έπρεπε να δουλέψω. Τους άφησαν και μπήκα μέσα για να πλύνουμε το μαγαζί και να κλείσουμε. Αυτοί οι δυο ερχόντουασν κάθε μέρα για φαγητό, και κάθε φορά όλο και κάτι περισσότερο μάθαιαν από μένα στα βιαστικά. Έμαθα κι εγώ όμως. Πως ήταν πολτικοί εξόριστοι από τον καιρό της δικτατορίας αλλά με την κατάλυσή της δεν επέστρεψαν στην Ελλάδα γιατί είχαν καλές δουλειές. Μου είπαν ότι κι αυτοί κάπως έτσι έφυγαν από την Ελλάδα με μισές σπουδές που όμως είχαν την ευκαιρία να ολοκληρώσουν εκεί. Και ο Νίκος αυτός, είχε πάει εκεί σε νυχτερινό σχολείο που το τέλειωσε και μετά πήγε και στο πανεπιστήμιο. Ουάου! Μου άναψαν τα αίματα. -Αν το θέλεις πολύ θα το καταφέρεις μου είπαν. Φυσικά και το ήθελα πολύ. Άρχισα να λογαριάζω πόσον καιρό πρέπει να δουλεύω ασταμάτησα και στην Αθήνα για μαζέψω πενήτνα χιλιάδες δραχμές που ήταν ο όρος για να μου επιτρέψουν την είσοδο στη χώρα. Το σπίτι το είχα ήδη εξασφαλίσει με αυτούς.
I feel good i feel good! Άρχισα να τραγουδάω και να χορεύω μιμούμενη τις κινήσεις του Τσάρλυ του Αιγύπτιου, που έτρεχε την ντίσκο της παραλίας. -Όμως έχω ένα παράπονο από σένα είπε ο Νίκος. -Τι παράπονο; -Ε να, τόσες μέρες εδώ, ένα τραγούδι ελληνικό δεν σε ακούσαμε να λες, όλο ξένα. -Δεν γουστάρω τα ελληνικά. Κοιτάχτηκαν μεταξύ τους και μετά ο Νίκος άρχισε να τραγουδάει το άξιον εστί. Καθώς τραγουδούσε άνοιξε ένα τσαντάκι, έβγαλε ένα φλάουτο από μέσα και ενδιάμεσα έπαιζε και αυτό. Έμεινα άφωνη. Εγώ εννοούσα δεν ακούω ελληνικούρες, τους είπα, όχι αυτά. Γέλασαν.
Ένα μεσημέρι ήρθαν χαρούμενοι, πολύ πιο κεφάτοι από τις άλλες φορές και μου είπαν. -Έλα, σου έχουμε νέα. -Τι νέα; -Θυμάσαι την μεγάλη ομιλία του Παπανδρέου στην Πάτρα, πέρσι πριν τις εκλογές; -Δεν την άκουσα αλλά ξέρω πως είχε χαμός γιατί; -Εκεί ήταν κάτι φίλοι μας δημοσιογράφοι στη μεγαλύτερη εφημερίδα της Σουηδίας, την Καθημερινή. Τους είχαμε μιλήσει εμείς για την εποχή της αλλαγής στην Ελλάδα, κι αποφάσιναν να πάνε να κάνουν ρεπορτάζ εκεί στην ομιλία και να πάρουν εικόνες από την Ελλάδα. Τους ενθουσίασε η χώρα μας, πήγαν σε διάφορα μέρη και το έβαλαν προγραμμα να ξανάρθουν. Έρχονται αύριο! Θα τους γνωρίσεις! -Με το καλό να τους δεχτείτε ρε παιδιά, αλλά εγώ γιατί να θέλω να τους γνωρίσω;
-Γιατί τους έχουμε μιλήσει για σένα και θέλουν να σε γνωρίσουν.
-Τι τους είπατε για μένα; Τι να με κάνουν εμένα; Αν θέλουν να γράψουν αλήθειες για την Ελλάδα να πάνε να δουν τι γίνεται στα σχολεία και πως εμποδίζουν τα παιδιά να προχωρήσουν, να πάνε να δουν τι γίνεται στο στρατό και γιατί αυτοκτονούν τόσοι νέοι εκεί, να πάνε να ρωτήσουν τι έγινε στην Κύπρο και να μας πουν κι εμάς.
-Με όλα ασχολούνται, όλα τα ξέρουν και όλα τα γράφουν αφού είναι αριστεροί άνθρωποι βρε, γίνεται να μην έχουν ψάξει γι' αυτά; Η Ελλάδα και η Κύπρος εδώ και χρόνια είναι το μόνιμο θέμα τους. Τώρα όμως θα έρθουν για διακοπές και θέλουν να τους πεις εσύ τι γίνεται με τους νέους στην Ελλάδα. Ποιές είναι οι ευκαιρίες τους για σπουδές, τι ξέρουν από την σύγχρονη ιστορία, πως είναι να ζει στην Αθήνα και πως στην επαρχία ένας νέος, ποιοες είναι οι ευκαιρίες του για μια επαγγελματική αποκατάσταση μετά τις σπουδές, αυτά που έχεις πει και σε μας, δεν θα σε ρωτήσουν κάτι που δεν ξέρεις. Άνοιξέ τους την καρδιά σου.
Και ήρθαν οι φίλοι τους τρία άτομα και αναμεσά τους ήταν και φωτορεπόρτερ τους η Ούλα, τους άλλους δεν τους θυμάμαι, θυμάμαι όμως ότι μίλαγα, μίλαγα, χωρίς αυτοί να ρωτούν πολλά, με άκουγαν σιωπηλοί. Τους πήγα να δουν το άγαλμα του Νίκου Στέλλα που κρέμασαν οι Γερμανοί. Τους έδειξα από μακριά το χωριό που άρχισε να επεκτείνεται με κάτι μοντέρνα κτίρια που ήταν παραφωνία ανάμεσα στα παραδοσιακά, τους είπα πως βγάζουν τις άδειες γι' αυτά, για τα διεστραμμένα αφεντικά, τους είπα φυσικά για τα σχολεία και για την αποβολή μου, και για το ονειρό μου, αφού εδώ, οι πλούσιοι βάζουν τα παιδιά τους στο πανεπιστήμιο από την πίσω πόρτα. (πράγμα που ίσχυε). Τους είπα και για τη φυλακή των κοριτσιών, ήμουν η μόνη "ντόπια" που κυκλοφορούσε τη νύχτα έξω, για τις συμφωνίες με τα παντρολογήματα και τον στιγματισμό, Για την επαρχιώτικη νοοτροπία στην Αθήνα. Τέλος πάντων κάποτε σταμάτησα να μιλάω και έπεσα σε μια βαθιά περίσκεψη. Μελαγχόλησα. Κοίταζα τη θάλασσα αμίλητη, τους είχα ξεχάσει. Και τότε η Ούλα, είπε με χαμηλή φωνή. "Ελένη;" Γύρισα το κεφάλι, στην παραλία καθόμασταν εγώ με το μαγιό, δεν είχε έρθει η ώρα να πάω στη δουλειά ακόμα. Κι αυτή κρατούσε μια φωτογραφική μηχανή με έναν μεγάλο φακό μπροστά, κλικ! Και με φωτογράφησε.
Ύστερα έφυγαν όλοι, Και Νίκος και Λουκάς, και Ούλα και οι άλλοι, τους πήγα στο λιμάνι και τους αποχαιρέτησα έναν έναν, πολύ λυπημένη.
-Θα τα καταφέρεις! Μου είπε ο Νίκος. Μάζεψε τα λεφτά και θα σε περιμένουμε όλοι εκεί.
Είναι αλήθεια πως τα κατάφερα. Πρώτα κατάφερα να την κοπανήσω για την Αθήνα. Στην Αθήνα τα βρήκα σκούρα για μερικούς μήνες αλλά μετά έπιασα δουλειά σε ένα μηχανουργείο και άρχισα να μαζεύω λεφτά. Πούλησα το μηχανάκι μου, το πικαπ μου, τους δίσκους μου, μόνο το κρεβάτι με το στρώμα μου δεν πούλησα και ήθελα ακόμα δεκαπέντε χιλιάδες που θα μάζευα συνεχίζοντας να δουλεύω.
Και τότε μου ήρθε ο Χρόνης στο σπίτι. Αυτός της δεμένης παρέας μας που πήγε να σπουδάζει ζωγραφική και γύρισε χρηματιστής. Δεν είχε φύγει ακόμα. Ελένη, μου λέει γεμάτος ενθουσιασμό. Μην πας πουθενά. Γύρνα στο σχολείο και τέλειωσέ το μπορείς εδώ. Ότι απόφαση πήρε για παιδιά αυτός ο λυκειάρχης, γιατί έχει κάψει πολλά παιδιά, αναιρέθηκε. Τον πήγαν οι γονείς στο δικαστήριο και κέρδισαν τη δίκη. -Δεν μπορώ ρε Χρόνη, δεν μπορώ να κάνω πίσω τώρα, είμαι ξεσηκωμένη. -Ρε θα σε δέσουμε, δεν θα πας πουθενά! Θα σκίσεις στο σχολείο ρε, θα περάσεις και σε σχολή, που να σηκωθείς να τρέχεις στην ξενιτειά, αυτοί που σου λένε, τώρα μπορει να είναι, αύριο να μην είναι, δεν θά' χεις κανέναν απο μας κοντά σου, κάτσε εδώ ρε Ελένη...
Δεν με έπεισε ο Χρόνης, αλλά με έπεισε ο Νίκος με ένα γράμμα του. "Κοριτσάκι μου δεν βρίσκω τα λόγια για να στο πω, καθώς ξέρω τι αγώνα έκανες να μαζέψεις τα χρήματα για να έρθεις και πόσο πολύ το θέλεις. Κι εμείς το θέλαμε πολύ αλλά ξαφνικά το τοπίο άλλαξε Ελένη. Χάσαμε τη δουλειά μας στο Μάλμο και μεταφερθήκαμε στη Στοκχόλμη με τη συντροφό μου. Η Ούλα ταξιδεύει κάνοντας πια πολεμικά ρεπορτάζ και ο Λουκάς, αφότου χώρισε με την κοπέλα του έχει γίνει μονόχνωτος και καταθλιπτικός, δεν είναι καλή εποχή για σένα να έρθεις τώρα. Ίσως αργότερα, σε κανα δυο χρόνια....
Δεν είχα πια μηχανάκι, ούτε πικαπ. Είχα λιγα χρήματα μαζεμένα που αποφάσισα να ξοδέψω ένα μέρος τους για να πάρω εξωσχολικά βιβλία, και τα άλλα τα κράτησα για να τρώω το χειμώνα που θα πήγαινα στο σχολείο και να διαβάζω απερίσπαστη, χωρίς να με τρώει η έγνοια, πως θα φάω, και που θα δουλέψω.
Η φωγραφία μου που μου έβγαλε η Ούλα, πήρε μέρος σε διαγωνισμό φωτογραφίας στη Σουηδία, από έναν μεγάλο καλλιτεχνικό οργανισμό και βγήκε πρώτη. Υπήρξε εποχή που σκάγανε Σουηδοί στην Πάρο και έψαχναν την Ελένα. Η Φωτογραφία που μπήκε στην εφημερίδα Καθημερινή της Σουηδίας, είχε από κάτω την συνέντευξη που τους έδωσα για τη ζωή των νέων στην επαρχία και την Αθήνα, και είχε τον τίτλο "Θέλω να σπουδάσω"
Η Εφημερίδα και η φωτογραφία ξεχωριστά μου ήρθαν ταχυδρομικά. Την εφημερίδα μου την πήρε ο ένας από την παλιά παρέα για να τη δείξει στους άλλους και χάθηκε, "Τι την έκανες ρε Δημήτρη;"
Κάποτε ήρθε και η Μέγαιρα θεία στο σπίτι να μ' επισκεφτεί. Είδε τη φωτογραφία κρεμασμένη στον τοίχο και είπε, "Α πα πα! τι άσΚημη που είσαι σε αυτή τη φωτογραφίαααα! κατεβασέ την αμέσως, είπαμε, αλλά όχι κι έτσι!" Την πέταξα έξω από την πόρτα και έβαλα τη φωτογραφία σε πιο φωτεινό σημείο.
Όσο για τη ΒάλερΙ και τη Βάντα, τους έγραψα ένα ποίημα που δεν τους έστειλα ποτέ.
Ταυτότητα.
Τα παράπονα που έλαβα με σφραγίδα στο φάκελο
με αναγκάζουν να σου πω την αλήθεια για μένα
δεν είμαι αυτή που πιστεύεις φίλη μου ΒάλερΙ
μην ρωτάς τι συμβαίνει, κι εγώ τά' χω χαμένα.
Με λένε Ελένη
Στη σκέψη Μαρίνα
Στην πατρίδα μου Ξένη
Στη χαρά μου Λαϊδα
Με λένε Κυκλάδες
στους χάρτες κουκίδα
με λένε παγίδα
με λένε ντροπή.
Ξένη στη χώρα μου έζησα πάντοτε
την ιθαγενειά μου τ' αφεντικά καταργήσαν
Ελληνίδα μονάχα οι τουρίστες με φώναξαν
τ' αφεντικά ούτε σαν άνθρωπο δεν με είδαν.
Μια χαρωπή Ελλάδα γνώρισαν στη φτιάξη μου
τα βήματά μου τα ονόμασαν συρτάκι
την μοναξιά μου την κουβάλουσαν στα σπίτια τους
και τις σιωπές μου τις είπανε Ιθάκη.
Αγάπησαν τα τραγούδια που τους γνώρισα
τους ποιητές μου αγάπησαν, τον ξυπόλητο μπάλο
χρόνια σερβίριζα το γαλάζιο μου στα μάτια τους
κι έμαθα γεωγραφία από τις κάρτες που λαμβάνω.
Σε θυμάμαι μου λένε Ελληνίδα περήφανη
και ακούω Χατζιδάκη τώρα που σου γράφω
όταν έρθω ξανά θα με πας στ' ακρογιάλια σου
αν βεβαίως μ' εγκρίνει και η Μαρίνα των βράχων.
Με λένε Ελένη
Στη σκέψη Μαρίνα
Στην πατρίδα μου Ξένη
Στη χαρά μου Λαϊδα
Με λένε Κυκλάδες
Στους χάρτες Κουκίδα
Με λένε παγίδα
με λένε ντροπή.
Ευρωλάβαρα κυματίζουν πάνω στα ερείπιαl
μι' Αφροδίτη κουλή κόκα κόλα πουλάει
η αλαφρόπετρα κάνει τη φτέρνα αχχίλεια
στη σαϊτα της "Άρπας" που ένας γύφτος κρατάει.
Νοσταλγία είναι γεμάτες οι κάρτες σου Βάλερι
όχι, δεν μ' έκανε διάσημη το συρτάκι μου Βάντα,
μα δεν έμαθε ακόμα η αρκούδα το μάθημα
που τη θέλει ο γύφτος, να χορεύει la banda.
No comments:
Post a Comment
Εδώ σχολιάζουμε;