herinna

herinna

Tuesday, November 19, 2013

ιστορίες για γερά αυτιά

Δεν γράφω γιατί έχω πολλά να πω. Κάθομαι στο σπίτι και περιμένω να γίνω καλά αλλά μάλλον δεν αρκεί αυτό. Οι διοικητικοί υπάλληλοι του ΙΚΑ μέσω των οποίων θα κλείσω ραντεβού για τις εξετάσεις μου, έχουν απεργία. Άρα κολλήσαμε. Ωστόσο έχω ένα σωρό πράγματα να κάνω που αναβάλω διαρκώς. Γιατί αν βάψω θα μου έρθει το πρόβλημα με το αναπνευστικό εξαιτίας του νέφτι. Και αν σκύψω πολύ θα ζαλιστώ εξαιτίας του υγρού πίσω από το τύμπανο των αυτιών. Μου είπανε πως ότι και να κάνω με τ' αυτιά το σουβλί δεν το γλιτώνω. Τι είναι αυτό ρε παιδιά; Σουβλί κανονικό λέει. Στο βάζει μέσα ο γιατρός και κάνει μια τρυπούλα για να φύγει το υγρό ή το μπετόν αρμέ αν το έχεις αφήσει για πολύ καιρό. Ναι και μετά παίζει. Ή το ξεπερνάς ή έχεις πρόβλημα με το αυτί σε όλη σου τη ζωή. Πολύ με ανησυχεί το σουβλί. Καλά να κάτσω να με σουβλίσει ο γιατρός αλλά να έχω ακόμα το πρόβλημα μετά; Κι αν σουβλίσει τίποτε άλλο; Άσε με από κει. Στο μεταξύ από τότε που μου έδωσε αυτό το σπρέι για τη μύτη τα τζιτζικια είναι μέσα στ' αυτιά μου όλη τη μέρα. Πριν, έκαναν και κανένα διάλειμμα, πήγαιναν για ύπνο. Σιχτίρ. Είναι σα να έχεις ένα μπαλόνι που χάνει αέρα και ποτέ δεν τελειώνει να ξεφουσκώσει το ρημάδι να ησυχάσουμε. Τα νεύρα μου.
Για να μη σκέπτομαι λοιπόν τ' αυτιά είπα να θυμηθώ μια ιστορία.

Μια ιστορία.

Θα την ονομάσω “Ο βράχος που χάθηκε”

Θα πω επίσης πως είναι φανταστική αλλά αυτό δεν δηλώνει τίποτα. Μπορεί και να πω ψέματα. Πιο μεγάλο ψέμα όμως θα πω αν ισχυριστώ ότι είναι αληθινή. Βγάλτε συμπέρασμα. Θα πω ότι θυμάμαι κι ότι νομίζω πως θυμάμαι. Να πω.

Από τις ελάχιστες φορές που δεν αντλώ τις μνήμες μου από την Πάρο. Που επίσης μου είναι αδύνατο να θυμηθώ που βρισκόμουν. Δηλαδή κανονικά βρισκόμουν κάπου στα Καλάβρυτα και ήταν χειμώνας. Λίγο μετά τα Χριστούγεννα, πριν την Πρωτοχρονιά λεπτομέρειες για τη μέρα δεν θυμάμαι.
Υπήρχε ένας φούρνος που έβγαζε ψωμί ψημένο στα ξύλα. Και έχω μια φωτογραφία που κρατώ αγκαλιά μια κατσίκα και δίπλα μου ο αγρότης που την είχε, καμαρωτός. Θα την έχουν φάει από χρόνια αυτή την κατσίκα και τα δισεγγονά της επίσης. Ναι τα Καλάβρυτα τα θυμάμαι στα σίγουρα. Εκείνο που δεν θυμάμαι είναι το που ήμουν τη μέρα που χάθηκα κατά τη διαδρομή μου προς τα κει. Δηλαδή μισή μέρα και μια νύχτα ολόκληρη είχα χαθεί.
Πήγα να πάρω ένα τρένο για να πάω στο Διακοφτό κι από κει να ανέβω με τον οδοντωτό. Αυτό μου είχε πεί να κάνω η παρέα που με περίμενε. Δεν μπορούσα να φύγω με τους υπόλοιπους γιατί έπρεπε να περιμένω στη δουλειά να γυρίσουν οι άλλοι συνάδελφοι για να φύγω εγώ. Έτσι ήταν μοιρασμένες οι άδειες. Μέχρι τελευταία στιγμή δεν ήμουν σίγουρη ότι θέλω να πάω. Έκλεινα μάλλον στο να μην πάω γιατί δεν είχα παρά ελάχιστα χρήματα, όχι αρκετά για να βγάλω όλες τις μέρες μου εκεί με τους άλλους. Αλλά ο Ντινάκος, που με γούσταρε πολύ για παρέα χωρίς να είναι ερωτευμένος φουλ μαζί μου, μάλλον ξέμπαρκος ήταν εκείνο τον καιρό, με είχε θερμοπαρακαλέσει να πάω. Γιατί οι άλλοι δύο ήταν ζευγάρι και μάλλον ήταν αυτό που δεν τον έκανε να χαίρεται τις διακοπές του μαζί τους. Τότε βέβαια εγώ ήμουν χαϊβάνι, δεν είχα πονηρευτεί και νόμιζα ότι για τα μούτρα μου ήταν όλο αυτό το παρακάλι. Από την άλλη είχα το θέμα μου με τη σχέση μου που δεν πήγαινε καλά. Ήταν τα πράγματα στη διάλυση. Και χρονιάρες μέρες μόνη μου στο σπίτι να κάθομαι να σκέπτομαι που στο διάλο γυρίζει ο άλλος και με ποιούς ή ποια κάνει Πρωτοχρονιά δεν ήταν ότι πιο υγιεινό. Έτσι βρισκόμουν σε δίλημμα. Διότι ήλπιζα και πως θα ξεμουλάρωνε να έρθει να με βρει. Παραμονή και ανήμερα τα Χριστούγεννα τον περίμενα να έρθει να με καλέσει στο σπίτι του να φάμε με την οικογενειά του όπως κάναμε άλλες χρονιές. Και με την ευκαιρία αυτή να τα ξαναβρίσκαμε, γιατί ακόμα πίστευα ότι ήταν θέμα εγωισμού. Δεν ήταν. Και δεν ήρθε. Από κείνη τη στιγμή άρχισα να σκέπτομαι τα Καλάβρυτα. Δηλαδή δεν σκέφτηκα τίποτα δεύτερη φορά. Έβαλα στο σάκο μου μερικά πράγματα και βγήκα από την πόρτα την άλλη ή την παράλλη μέρα των Χριστουγέννων. Προορισμός μου ήταν η Ζαχλωρού, ένα χωριό έξω από τα Καλάβρυτα που συναντάς ανεβαίνοντας με τον οδοντωτό προς τα κει.

Στο σταθμό πληροφορήθηκα ότι δεν είχε τρένο εκείνη τη μέρα. Κινητά δεν υπήρχαν για να ειδοποιήσω την παρέα ούτε ότι κατευθύνομαι προς τα κει τελικά, ούτε ότι δεν θα πάω αφού δεν είχε τρένο. Ότι έκανα, δεν το ήξερε κανείς. Δεν με περίμενε στα σίγουρα κανείς. Ούτε κανείς ήξερε που βρίσκομαι στην Αθήνα. Καθώς πήγα να γυρίσω πίσω στο σπίτι, με πλησιάζει ένας πειρατής. Ένας από αυτούς που μετέτρεπαν τα ι.χ τους σε ταξί και έβαζαν τρεις τέσσερις μέσα για να τους πάνε εκεί που ήθελαν. Θα πληρώσεις μου λέει τα μισά λεφτά απ' όσα θα έδινες στο τρένο. Α τι καλά, μπήκα. Στριμώχτηκα δίπλα σε μια τριπλή από μένα γυναίκα και δεν μπορούσα ούτε να ανασάνω. Πήγαινε πήγαινε το αμάξι, λέγανε λέγανε αυτοί. Εγώ ήθελα να κατέβω στο Διακοφτό όπως σας είπα. Ο πειρατής έκανε πως δεν το θυμήθηκε και δεν έκανε την παράκαμψη. Με πήγε μέχρι την Πάτρα και μου είπε να πάρω το λεωφορείο του ΚΤΕΛ από κει που πάει Καλάβρυτα. Με άδειασε στην Πάτρα που άδειασε και τους υπόλοιπους. Οι υπόλοιποι πήγαν στα σπίτια τους εγώ στο ΚΤΕΛ. Την ώρα που έφτασα μόλις είχε φύγει το τελευταίο λεωφορείο για Καλάβρυτα. Έπρεπε να βγάλω τη νύχτα μου κάπου και να φύγω το πρωί. Μέτρησα τα λεφτά μου. Ήταν ίσα ισα χρήματα για μια βραδιά. Αν δεν έβρισκα τους άλλους δεν θα μπορούσα να γυρίσω στην Αθήνα. Αποφάσισα να το ρισκάρω. Πήγα σε ένα ξενοδοχείο της κακιάς συμφοράς και έπιασα ένα δωμάτιο. Μπήκα μέσα και η πόρτα δεν είχε κλειδί. Πήγα στη ρεσεψιόν, χμ, δεν είχε ρεσεψιόν στην είσοδο υπήρχε
ένα τραπεζάκι με μια καρέκλα και τίποτε άλλο. Κι εκεί καθόταν ο ξενοδόχος. Ζήτησα το κλειδί της πόρτας μου. Δεν έχουμε κλειδιά εδώ λέει. Υπάρχει ασφάλεια, κοιμήσου ήσυχη. Γύρισα στο δωματιό μου πολύ προβληματισμένη, δεν είχα αποφασίσει να τον πιστέψω. Και καθώς καθόμουν ντυμένη στο κρεβάτι για να σκεφτώ τι να κάνω, ακούω σφαλιάρες και φωνές από το διπλανό δωμάτιο. Είχα πάει σε ένα μπουρδελοξενοδοχείο. Πάω στον ξενοδόχο και του λέω, εγώ δεν μένω εδώ να μου δώσετε τα λεφτά μου. Είχα πληρώσει σαν κανονικό ζώον. Δεν τα δίνω λέει, χρησιμοποίησες το κρεβάτι. Δεν χρησιμοποίησα τίποτα. Δώστα. Όχι. Πάω στο τμήμα της περιοχής και τον παίρνουν τηλέφωνο από κει. Δώσε τα λεφτά στην κοπέλα μην έρθουμε μεις και πας για γενικό έλεγχο. Οκ οκ λέει αυτός να έρθει να τα πάρει. Και πήγα και τα πήρα. Καλά, δεν βρήκες πουθενά αλλού να πας; με ρώτησε ο μπάτσος. Ρώτησα την τιμή του λέω και μου είπε φθηνά. Που να ξέρω...Ο ξενοδόχος μου έδωσε τα λεφτά χωρίς να πει λέξη. Αλλά μου είχε κρατήσει το δέκα τοις εκατό.
Φεύγω και πια δεν ήθελα να πάω σε ξενοδοχείο τα είχα πάρει από φόβο. Πήγα στον σταθμό του ΚΤΕΛ και κάθισα σε ένα παγκάκι να περιμένω να ξημερώσει. Διότι πίστευα ότι το ψιλικατζίδικο, περίπτερο που ήταν μέσα διανυκτερεύει μέχρι το πρωί και άρα είμαι ασφαλής. Το περίπτερο έκλεισε στη μία. Ο Σταθμός γέμισε άντρες. Με μυρίστηκαν σαν αρσενικοί σκύλοι τη σκύλα με περίοδο. Και περίοδο δεν είχα. Με περικύκλωσαν κι άρχισαν να μου μιλάνε, λέγοντας διάφορες ηλιθιομάρες. Δεν απαντούσα σε κανένα και το μόνο, απομακρύνθηκα σε μια άλλη μεριά προειδοποιώντας τους να μείνουν μακριά μου. Αυτοί έμειναν μακριά μου στα πέντε μέτρα. Από κει συνέχισαν να μου μιλάνε, να κάνουν μεταξύ τους πλάκες και να λένε χυδαία υπονοούμενα κάνοντας και χειρονομίες. . Ήταν μια πολύ δύσκολη νύχτα.
Υπήρχε ένα παράθυρο με σιδεριά απέξω που είχε από τη μέσα μεριά του ένα μαρμάρινο πρεβάζι πολύ φαρδύ. Σαν τραπεζάκι ήταν κι εκεί ακούμπησα την τσάντα μου και έμεινα όρθια μπροστά του για να είμαι σε επιφυλακή. Δεν γινόταν να κοιμηθώ, δεν γινόταν να νυστάξω. Για να μη νυστάξω έβγαλα τη σκακιέρα μου και την ακούμπησα στο μάρμαρο. Έβγαλα το Σιαπέρα από την τσάντα μου, είναι αυτός που έγραψε τα βιβλία για το σκάκι, και έστησα τα πιόνια κρύβοντας με το σώμα το σκάκι μου και όλο το πρεβάζι. Άρχισα να μελετάω τις κινήσεις με τα αυτιά μου τεντωμένα πίσω μου, μη έρθει κανείς και μου ρίξει καμιά στο κεφάλι και με πάρουν από τα μαλλιά σαν τις γυναίκες των σπηλαίων να πάνε να με βιάσουν. Έπαιζα λοιπόν κοιτάζοντας κάθε λίγο το μεγάλο ρολόι του σταθμού, ήθελε πολύ για να ξημερώσει. “Λάθος κίνηση πας να κάνεις”. Ακούω μια φωνή πίσω μου. Γυρίζω και βλέπω έναν χίπη. Έχει βάλει το ένα πόδι στον τοίχο πίσω του και κοιτάζει κάτω στο πάτωμα. Για να πω την αλήθεια είχα μια τάση προς αυτό τον τύπο ανθρώπων, μου ενέπνεαν πολύ μεγαλύτερη εμπιστοσύνη από τους βλαχογιάπηδες. Αλλά δεν του απάντησα ούτε του έδωσα σημασία. “Θα στα πω μία φορά. Πρώτον είναι λάθος η κίνηση που πας να κάνεις. Έχεις ήδη κάνει μία λάθος. Που ήρθες να βγάλεις τη νύχτα εδώ. Δεύτερον, χρειάζεσαι βοήθεια. Δεν μπορείς να βγάλεις όλη τη νύχτα όρθια. Και τρίτον δεν στην πέφτω. Φεύγω τώρα. Ή έρχεσαι μαζί μου ή κάθεσαι εδώ και τρως αυτούς στη μάπα”
Και αρχίζει να προχωράει αργά προς την έξοδο. Ρίχνω με μια κίνηση τα πιόνια μέσα στη τσάντα μου διπλώνω και τη βάση. Πηγαίνω πίσω του. Όσο ηλίθια κι αν ήμουν το ένστικτο ποτέ δεν με εγκατέλειψε. Είχα μελανιάσει από το κρύο και μου πρότεινε να πάμε σε μια καφετέρεια που ήταν μερικές δεκάδες μέτρα πιο κει αλλά δεν είχα δει. Για κάποιο ανεξήγητο λόγο είχα αρπαχτεί από κείνο το σταθμό σαν να ήταν το μοναδικό μέρος στη γη που μπορούσα να πάω, ενώ ήταν το μοναδικό μέρος που δεν έπρεπε να πάω. Α ναι. Και το μπουρδελοξενοδοχείο. Ήταν μια μέρα εν ολίγοις γεμάτη γκάφες και μαλακίες.
Δεν υπάρχει τίποτα τυχαίο. Όλα γίνονται για κάποιο λόγο. Είπε ο Μανώλης που με πήρε από τα νύχια των αρπαχτικών και με πήγε σε μια καφετέρια. Συμφώνησα. Βλακωδώς, γιατί δεν είχα καταλάβει τι ακριβώς εννοούσε. Δεν μου έκανε καμία προσωπική ερώτηση πέρα από το όνομά μου και είπε πως το όνομά μου, υποδηλώνει ένα χαρακτήρα με ισχυρή θέληση και κρυφή γοητεία. Ήθελα να τον ρωτήσω γιατί το λέει αυτό, δηλαδή η γοητεία μου δεν ήταν αρκετά ορατή για να προσελκύσω έναν άντρα; αλλά κάτι με συγκράτησε και ξέρω τι ήταν. Φοβόμουν ν' ακούσω την αλήθεια, αυτός ο τύπος μόνο αλήθειες κατάμουτρα μπορούσε να λέει. Όχι! Απάντησε στην κρυφή μου σκέψη. Δεν είσαι ο τύπος της γκόμενας, όπως την έχουμε στο μυαλό μας οι άντρες. Δεν έχεις καμιά σχέση, αλλά ούτε και με τον τύπο της νοικοκυράς έχεις καμιά σχέση. Είσαι ο τύπος που ένας άντρας σαν και μένα, θα σκότωνε για να γνωρίσει. Μην κοιτάς που λόγω περιστάσεων βρεθήκαμε τώρα εδώ.
Οκ. Δεν ήξερα τι σκατά τύπο θα σκότωνε ένας άντρας σαν κι αυτόν για να γνωρίσει, δεν μου το εξήγησε αρκετά και δεν έφτανε τόσο μακριά η ματαιοδοξία μου να ψάξω στις λεπτομέρειες, μου ήταν αρκετή η απάντησή του. Ύστερα, όταν κουράστηκα να χάνω στο σκάκι, μου είπε για τα ταξίδια του στην Ολλανδία και το Παρίσι, στο Μεξικό, το Λος Άντζελες και την Αργεντινή. Ναυτικός είσαι; τον ρώτησα. Όχι. Τυχοδιώκτης. Είπε. Ούτε και με αυτό κατάλαβα τι ακριβώς εννοούσε.

Μ' ένα μαγικό τρόπο, χωρίς απαγορευτικά με λέξεις, είχε επιβάλει τους κανόνες του παιχνιδιού. Ήξερα τι δεν πρέπει να ρωτήσω, και τι δεν πρέπει να πω. Και ήξερα ακόμα και πως η μόνη έξυπνη κίνηση που είχα κάνει μέσα στη μέρα, ήταν να επιλέξω τη συντροφιά του.
Ενώ καθόταν δίπλα μου ξαφνικά άπλωσε το χέρι του στο σβέρκο μου. -Μην τρομάξεις, δεν θα σου βάλω χέρι είπε. Δεν χρειαζόταν να το πει αυτό, κάπως με πρόσβαλε να νομίζει πως τον φοβάμαι ακόμα ή ότι δεν του έχω εμπιστοσύνη, λες και τον ήξερα από χρόνια. Κρατώντας λοιπόν το σβέρκο μου, είπε να γυρίσω αριστερά. Το έκανα. Άκουσα ένα κρακ στη βάση του λαιμού μου και γέλασα. Τι είναι αυτό; μασάζ; ρώτησα χαζά ενώ δεν είχε κάνει καμιά μάλαξη στο σημείο, τίποτα που να θυμίζει μασάζ. -Μη μιλάς λέει. Στρίψε δεξιά. Έστριψα το κεφάλι μου δεξιά και άκουσα ένα δεύτερο κρακ πάλι στη βάση του λαιμού μου και ταυτόχρονα ένιωσα όλο το βάρος του στήθους μου να φεύγει από τ' αυτιά. Αυτιά. Αυτή είναι η μαγική λέξη της ιστορίας.
Πως αισθάνεσαι; Με ρώτησε. -Πολύ ανακουφισμένη. Λες κι έφυγε μια κοτρόνα που μου πλάκωνε το στήθος.
Μέχρι το σημείο αυτό τα πράγματα ήταν σχετικά λογικά και βατά. Είχα ηρεμήσει τελείως και τον άκουγα συνεπαρμένη να μου μιλά για τις εμπειρίες του από τα ταξίδια. Μίλαγε ήρεμα με παύσεις για να μου δώσει τον καιρό να ρωτήσω, με ερωτήσεις για να μου τραβήξει περισσότερο την προσοχή και να με κάνει να σκεφτώ, με παραδείγματα σκακιού, με παραδείγματα λαογραφικών διαφορών, ήταν ένας άνθρωπος που χειριζόταν άψογα τα ελληνικά, χωρίς να δίνει καμιά σημασία στο γεγονός και χωρίς να χρησιμοποιεί βαρύγδουπες λέξεις. ΄Ήταν απολύτως ακριβής στις περιγραφές του, αυτό μπόρεσα μόνο να σκεφτώ.
Έτσι λοιπόν ψιλογλαρωμένη άκουγα το Μανώλη να περιγράφει, και ταξίδευα με τη σκέψη μου και χαμογελούσα μακάρια, όταν βρέθηκα να βαδίζω μαζί του στην έρημο. Ήταν μια έρημος σαν αυτές που είχα δει στις κάρτες και στις ταινίες με τον Λώρενς της Αραβίας. Μου έλεγε τη λέξη Τουαρέγκ και αμέσως ήμουν ντυμένη γυναίκα τουαρέγκ και μαγείρευα μέσα σε μια σκηνή το φαγητό για όλη τη φυλή και τους καλεσμένους. Καλεσμένοι ήταν ο εαυτός μου και ο Μανώλης. Δηλαδή έβλεπα τον εαυτό μου σε δυο φάσεις. Σαν καλεσμένη και ταυτόχρονα σαν Τουαρέγκ. Δεν είχα κουκουλωμένο πρόσωπο. Δεν φόραγα παπούτσια. Στη μια εικόνα ήμουν ασπρόμαυρη λες και έβλεπα παλιά ταινία και στην άλλη έγχρωμη. Και ύστερα γινόμουν ένας ποντικός που όλοι κυνηγούσαν με πέτρες και ξύλα να σκοτώσουν ή να απομακρύνουν από τη σκηνή. Και είχα ιδρώσει και ήμουν γεμάτη άγχος γιατί εκείνη την ώρα ο Μανώλης εξιστορούσε πως ξέφυγε από μια ομάδα πειρατών της ερήμου, που φόραγαν κελεμπίες και κράδαιναν αντί για σπαθιά όπλα στον αέρα αλαλάζοντας. Και ύστερα άκουσα το τρανταχτό του γέλιο και γύρισα και τον είδα που με κοίταζε με κοροϊδευτικό ύφος, για το πόσο εύκολο είναι να με παρασύρει κανείς σε ιστορίες γι' αγρίους, ανεξάρτητα αν ήταν αλήθεια ή ψέμα. Και γέλασα κι εγώ αμήχανα και είπα, ε ναι, είναι αλήθεια δεν θέλω πολύ.
Τώρα όμως θα σε πάω σε κάτι πραγματικό μου είπε. Με κοίταξε έντονα αφού έφερε το προσωπό του κοντά στο δικό μου και είπε. Δώσε σημασία στ' αυτιά σου. Υπάρχουν πράγματα που ακούς και παραμερίζεις. Όλοι το κάνουμε αυτό γιατί αν συγκρατούσαμε όλα όσα ακούμε θα είχαμε τρελαθεί. Ανάμεσα σε αυτά που θα ακούσεις, θα είναι και ένας ήχος από νιούρισμα μικρού γατιού. Θ' ακούσεις ένα γατάκι. Θα το ακούσεις καθαρά, δεν θα μου πεις ότι νομίζεις πως το άκουσες. Και όταν αυτό συμβει θα σου πω τη συνέχεια. Εντάξει του λέω και συγκεντρώνομαι στους ήχους. Και σηκώνομαι καλά καθουμένου πάνω και αρχίζω να περπατάω. Δεν ξέρω τι άκουσα και τι δεν άκουσα, δεν θυμάμαι θέλω να πω. Εκείνο που ξέρω είναι ότι σταμάτησα μπροστά σε μια οικοδομή. Κοίταξα το Μανώλη που περπατούσε δίπλα μου και με ρώτησε. Τι είναι; τι έχει εδώ; Δε νομίζω πως του απάντησα. Σήκωσα ένα χαρτί. Μια παλιά σακούλα τσιμέντου. Από κάτω ήταν ένα μικρό γατάκι μαζεμένο σαν κουβαράκι. Έσκυψα και το σήκωσα στην αγκαλιά μου. Το χάιδεψα για λίγο στο κεφάλι και το παρέδωσα στον Μανώλη. -Πάρτο. Εγώ δεν μένω εδώ. Χρειάζεται ένα μέρος για να μείνει. Κάποιον να το φροντίσει. Αυτός το έβαλε κάτω από το σακάκι του. Και φύγαμε. Πήγαμε σε μια αποβάθρα και καθίσαμε στο τσιμέντο με τα πόδια κρεμασμένα κάτω, καθισμένοι πάνω σε μια κούτα από ηλεκτρική συσκευή, με το Μανώλη να μοιράζει τη χοντρή του ζακέτα σε μένα και το γατί, από ένα μέτρο την είχε ξεχειλώσει στα τρία. Έτρεμα ολόκληρη, είχα αρχίσει να αρρωσταίνω. Και μου είπε αν τον εμπιστεύομαι πια αρκετά, να περάσω στο σπίτι του τις τελευταίες πριν ξημερώσει ώρες. Θα είχε το νου του να με ξυπνήσει για το λεωφορείο. Δεν με έπαιρνε για πολλές κόνξες. Τον ακολούθησα. Κρατούσα εγώ το γατάκι τώρα αγκαλιά λες κι αυτό θα με προστάτευε με τη σειρά του από τους δαίμονες του σπιτιού του. Εκεί δεν υπήρχαν γονείς και συγκάτοικος, έμενε μόνος του. Ήταν δυο δωμάτια, το πρώτο γεμάτο αναμνηστικά από τα ταξίδια του. Στο άλλο υπήρχε ένα ημίδιπλο κρεβάτι. Μια πολυθρόνα κρεβάτι στο πρώτο άνοιξε και μου έφερε μία κουβέρτα. Πήρα το γατάκι μαζί μου κάτω από την κουβέρτα. Αυτό άρχισε να γουργουρίζει και σε λίγο με τον ήχο αυτό με πήρε και μένα ο ύπνος. Δυο φορές άνοιξα με κόπο τα μάτια μου, από φόβο για τον άγνωστο άντρα στον άγνωστο χώρο. Καθόταν μπροστά στο τραπέζι του και βίδωνε κάτι πράγματα. Όταν με ξύπνησε και μου έφτιαξε καφέ, είδα πως τα πράγματα που βίδωνε, ήταν ραδιόφωνα, κάτι λυχνίες όρθιες δίπλα τους, και ένα μικρόφωνο πάνω σε μια βάση στο τραπέζι. Τι είναι αυτά όλα; Πειρατικός ραδιοφωνικός σταθμός. Μου λέει. Να βάζεις να με ακούς πάνω κει που θα πας. Θα σου κάνω αφιέρωση. -Θα σε ακούω κι από την Αθήνα, του απαντώ αφελέστατα. -Όχι δεν θα το πιάνεις στην Αθήνα. Αλλά θα μπορείς να ακούς εμένα αν συγκεντρώνεσαι. Γέλασα. Εντάξει, μη το παρακάνουμε...
-Κορίτσι μου εγώ το παρακάνω; Άλλος κάνει τον μπάφο εδώ πέρα, άλλος την ακούει. Άσε και μας έστειλες αδιάβαστους...
Γελάω. Ντρέπομαι να ρωτήσω τι είναι ο μπάφος. Μου το δείχνει. Αυτό εδώ λέει. Είναι καπνός και το λέμε μπάφο. - Τι καπνός; -Μαριχουάνα. -Α. Όχι χασίσι; -Όχι. Μαριχουάνα. -Οκ. Άντε μπάι.
Γελάει ξεκαρδιστικά. Τον ακολουθώ κι εδώ.
-Γιατί δεν πας εκεί να τους δεις μου λέει, και να ξανάρθεις εδώ μετά, να κάνουμε πρωτοχρονιά παρέα;
-Ε;
-Λέω γιατί δεν το κάνεις έτσι; -Γιατί αν πάω εκεί, δεν γίνεται να τους αφήσω και να φύγω μετά.
-Οκ κατάλαβα. Συγνώμη...
-Εντάξει δεν πειράζει.
-Προλαβαίνουμε να σου δείξω κάτι. Έλα μαζί μου, είπε. Τον ακολούθησα στην άκρη μιας αποβάθρας, όχι αυτής που έδεναν τα πλοία, αλλά μιας άλλης στη νότια πλευρά, που έκανε μια στροφή πίσω από έναν βράχο. Ανέβηκε πάνω σε κείνο το βράχο και με τράβηξε κοντά του. Σε λίγα λεπτά είδαμε τον ήλιο να ανατέλλει μέσα από ένα σύννεφο πάνω στη γραμμή του ορίζοντα. Χόρευαν οι ακτίνες πάνω στο νερό, έγιναν χρυσοπράσινα φύλλα στο πέλαγο, γέμισαν χρυσό τα μάτια του. Θα σε ξαναδώ ρε Λένη; Θα ξανάρθεις ποτέ; -Όλα είναι πιθανά. Ποτέ δεν ξέρεις... είπα μασημένα γιατί το ήξερα ότι δεν έχω μια σοβαρή απάντηση να δώσω. Που να ξέρω σε ποια αποβάθρα θα μ' έβγαζε η ζωή; σε ποια ξέρα;
Χαζέψαμε τον ήλιο μέχρι που σηκώθηκε λίγα μέτρα πάνω από το νερό και κοίταξε την ώρα. -Τρέχουμε, άργησες!
Με συνόδευσε μέχρι το σταθμό του Κτελ. Τα βλαχομπακούρια είχαν φύγει. Δεν προλαβαίναμε για άλλο καφέ, το λεωφορείο ξεκινούσε. Τ' αυτιά σου να προσέχεις μου λέει. Τι πράγμα τ' αυτιά μου; γιατί; -Γιατί είναι ιδιαίτερα. Αυτά θα σε λευτερώσουν. -Μην αρχίζεις πάλι τα τρελά, έλα και φεύγω. Δεν είμαι καμιά σκλαβωμένη! -Τ' αυτιά σου να προσέχεις.
Τον φιλάω σταυρωτά με αρπάζει και με φιλάει δυνατά στο στόμα. -Δεν μετανιώνω που το έκανα χαστουκισέ με αν θες. Του χαϊδεύω το κεφάλι και μπαίνω στο λεωφορείο. Κάθεται απέξω και με κοιτάζει. Κάθομαι μέσα και τον κοιτάζω. Καλή αντάμωση! Μου φωνάζει. Σηκώνει το γατάκι ψηλά για να με χαιρετίσει κι αυτό. Τους κουνάω το χέρι μου. Το λεωφορείο ξεκινά. Πάει για Καλάβρυτα. Ήθελα να του φωνάξω, πως είναι το άλλο σου όνομα; Ποια είναι η περιοχή που μένεις; που κοιμήθηκα; Αλλά δεν γινόταν πια. Στο κάτω κάτω είπε καλή αντάμωση. Πίστευε πως θα συναντηθούμε ξανά. Αν το πίστευα κι εγώ ίσως γινόταν μια μέρα. Έπρεπε να του δώσω μια διεύθυνση αν ήθελα αυτό όμως. Δεν το ήθελα γιατί στα Καλάβρυτα με περίμενε ο Ντινούλης και στην Αθήνα ένας έρωτας που περίμενε το απολυτηριό του.
Ο Ντινούλης χάρηκε που με είδε, σαν τρελός έκανε, χάρηκαν και
οι άλλοι δυο, το ζευγάρι. Μου είπαν πως τηλεφώνησαν στην Αθήνα, στον οσονούπω τέως και τους είπε πως έχω εξαφανιστεί δυο μέρες. Ανησύχησαν. Που ήσουν καλέ; Έχεις τρελάνει κόσμο εδώ πέρα. Και εκεί πέρα.
-Ήμουν. Όπου ήμουν. Καθ' οδόν προς Καλάβρυτα τέλος πάντων.
-Καλά σου πήρε δυο μέρες να φτάσεις εδώ;
-Θα μπορούσα και να μη φτάσω καθόλου. Μη με ρωτάτε άλλα πλιζ.
Και δεν με ρώτησαν άλλα. Έκανα έναν έρωτα όλο τρέλα με τον Ντινούλη, που τον κυνηγούσε το φάντασμα του οσονούπω τέως ενώ εμένα, με σφυροκοπούσε η φωνή του Μανώλη.
“Καλή αντάμωση μωρό!”
Δεν τον ξαναείδα. Όσο για τ' αυτιά μου, τα σακάτεψα. Δεν έχω ελπίδα απελευθέρωσης πια. Νομίζω.

Στο μεταξύ όσες φορές ξαναπήγα στην Πάτρα από τότε, όσο κι αν έψαξα πέρα δώθε, τον βράχο εκείνο δεν τον ξαναβρήκα. Λες και τον είχα φανταστεί κι αυτόν, μαζί με την όλη ιστορία. Παράξενα πράγματα δημιουργούν τα τζιτζίκια στ' αυτιά....Παράξενες μνήμες...φαντασίες...

3 comments:

  1. απο τα πιο ωραια σου κειμενα.εκτος απο ομορφο δηιγημα θα μπορουσε να ειναι φοβερο σεναριο........

    ReplyDelete
  2. Ευχαριστώ ανώνυμε, μ' αρέσει που σ' άρεσε. Ναι, πολύ :)

    ReplyDelete
  3. Θα σε ξαναδώ ρε Λένη; Θα ξανάρθεις ποτέ; -Όλα είναι πιθανά. Ποτέ δεν ξέρεις... είπα μασημένα γιατί το ήξερα ότι δεν έχω μια σοβαρή απάντηση να δώσω. Που να ξέρω σε ποια αποβάθρα θα μ' έβγαζε η ζωή; σε ποια ξέρα;

    ReplyDelete

Εδώ σχολιάζουμε;