herinna

herinna

Τρίτη 9 Δεκεμβρίου 2014

Ως θερινά πορθμεία

Κάποιοι, επιμένουν να κυνηγάνε την αναγνώριση. Αλλους, τους κυνηγά η ποίηση και αυτοί τινάζονται, παίρνουν δρόμο, μαζεύουν μέσα τους τον κόσμο, τον πόνο του κόσμου, την πορεία του κόσμου, τα χαστούκια της ζωής αλλά και τις μοναδικές της στιγμές, κάποια στιγμή της κάνουν τη χάρη της ποίησης, και την τιμάνε με μερικούς στίχους από αυτούς που φυλάνε στην καρδιά τους για χρόνια, από αυτούς που περιμένουμε ο υπόλοιπος κόσμος για χρόνια. Τέτοιοι άνθρωποι συνήθως αποτυπώνουν σε χαρτιά που μένουν βαθιά κρυμένα στα συρτάρια τους, από βαθιά συναίσθηση και σεβασμό στην τέχνη που οι ίδιοι εν αγνοία τους τιμούν, εις γνώση τους υπηρετούν. Και από μια αναπάντεχη συγκυρία, από ένα παιχνίδι της τύχης, τη ζωής, από μια ειρωνία του χρόνου εις βάρος τους, συμβαίνει το σπάνιο διάβημα της εκτύπωσης.
Για έναν τέτοιο άνθρωπο μιλάω όταν αναφέρομαι στο όνομα Μπάμπης Δρίζος.
Για μια τέτοια ποίηση μιλάω όταν αναφέρομαι στην ποίηση. Θα συνεχίσω για τον Μπάμπη, αλλά πρώτα να πω δυο λόγια για την μέχρι τώρα επαφή μου με την ποίηση.
Ξέρετε πολύ καλά ότι έχω ασχοληθεί, κατά βάση ξεκίνησα γράφοντας διάφορα που μπορεί να ήταν ποιήματα μπορεί και όχι, αλλά έτσι ξεκίνησα, γράφοντας στίχους. Επί δεκαετίες, ήταν τα μόνα που έγραφα. Και μέσα μου είχα πάντα τον πόθο να γράψω ένα μυθιστόρημα, αυτό της ζωής μου, να πω έστω και περιμετρικά, περιληπτικά, αυτά που φύλαγα μέσα μου σε όλη μου τη ζωη. Το προσπάθησα με το Σιγά το ξημέρωμα, αλλά αυτό δεν ήταν ούτε το εν εκατοστό από αυτά που πραγματικά είχα και ήθελα να πω. Γι' αυτό και συνέχισα μετά με τα διηγήματα και κάποια άλλα μυθιστορήματα που ποτέ δεν είδαν το φως της δημοσιότητας, τα ράφια των βιβλιοπωλείων, τα ξέρετε αυτά.
Η σχέση μου με την ποίηση ήταν πάντα απαιτητική. Αν δεν έβλεπα αίματα στις γροθιές μου τελειώνοντας ένα ποίημα, έλεγα πως δεν είναι καλό. Δεν θα το συμπεριλάβω στη συλλογή μου. Σκέτο βαμπίρ η απαίτησή μου και ίσως αυτός είναι και ένας λόγος που σιγά σιγά αραίωσα τις δημοσιεύσεις. Όσο πιο βαθιά έμπαινα στο νόημα τόσο λιγότερα ήθελα να βγαίνουν προς τα έξω, σε αντίθεση με τα αυθόρμητα στο μπλογκ.
Είχα διαβάσει τους περισσότερους έλληνες ποιητές, σύγχρονους και κλασσικούς και άγνωστους και γνωστούς. Είχα σταματήσει στον Τάσο Λειβαδίτη. Είχα πει, μετά από αυτόν, δεν μ' ενδιαφέρει κανένας άλλος. Θεωρούσα πως θα είναι ο τελευταίος ποιητής με τον οποίο ασχολήθηκα. Γιατί τον διάβασα, όχι τον άκουσα στα τραγούδια του, τον διάβασα, αρκετά μεγάλη. Και μετά από αυτό ηρέμησα και ησύχασα και καθάρισα με την ανάγνωση της ποίησης και την ψηλάφιση στα νοήματα των νέων, των πολλά υποσχόμενων, των καλών ή των κακών δεν έχει σημασία ποιητών, εγώ τα είχα δει όλα, δεν ήθελα, δεν ένιωθα την ανάγκη να δω περισσότερα είπα.
Και τότε διάβασα το "Δυων Ανατέλλων και η Πανσέληνος βροχή" του Γιώργου Πήττα. Κάπου εκεί στο 2000 θα ήταν. Το διάβασα νύχτες, μέρες, μεσημέρια, βράδια, το κράτησα καιρό στο κομοδίνο μου δίπλα, μπας άφησα κάποιο σημείο που δεν πρόσεξα, μπας δεν είδα καλά ένα πολυδιαβασμένο τετράστιχο, μπας δεν κατάλαβα ακριβώς. Το έμαθα πια απέξω το βιβλίο. Και μετά ηρέμησα. Οκ. Διαβάσαμε και την ποίηση της δεκαετίας. Γιατί για μένα αυτό ήταν η ποίηση και κάτι περισσότερο σε αυτό το βιβλίο του Πήττα. Ότι έβλεπα μετά στο ίντερνετ μου φαινόντουσαν σαν απονενοημένες προσπάθειες γραφής. Ξέρω πως είμαι άδικη και σνομπ. Αλλά αυτό κάνω. Αν δεν μου χτυπήσει βαθιά μέσα στην καρδιά ο στίχος, δεν υπάρχει.
Ο Μπάμπης ο Δρίζος δεν δήλωσε ποτέ ποιητής. Και χθες, που πήγα στην παρουσίαση της ποιητικής του συλλογής "Ως θερινά πορθμεία", βγήκε ο ίδιος και είπε πως δεν εσκόπευε να δημοσιεύει αυτά τα ποιήματα. Δεν είχε σκεφτεί ποτέ να εκδόσει μια ποιητική συλλογή. Ένας ιδιαίτερα σημαντικός λόγος τον έσπρωξε να το κάνει αυτό, οι σκέψεις που ακολουθούν μιαν ασθένεια που δεν ξέρεις που θα σε τραβήξει, που θα βγάλει. Ο Μπάμπης ο Δρίζος είναι ένας μαχητής της ζωής. Αγωνίστηκε για να αλλάξει τον κόσμο μέσα από τα πιστεύω του, αγωνίστηκε όμως και για να κάνει αισθητή την ομορφιά του, πάντα προβάλλοντας τα έργα και τις δημιουργίες άξιων ανθρώπων, καλλιτεχνών. Κι όμως είναι ένας από αυτούς χωρίς ο ίδιος ποτέ να τοποθετήσει τον εαυτό του αναμεσά τους. Αυτό μπορώ να το λέω από το λίγο, το ελάχιστο που τον γνώρισα σαν άνθρωπο, κυρίως όμως να το συμπεράνω μέσα από τα ποίηματα αυτής της συλλογής. Ώστε ευτυχώς μετά από το "Δυων ανατέλλων και η Πανσήληνος βροχή", υπάρχει συνέχεια. Για μένα πάντα. Για άλλους μπορεί άλλοι και άλλα να ήταν τα σημαντικά. Και η συνέχεια αυτή έχει τον τίτλο "Ως θερινά πορθμεία" και το όνομα Μπάμπης Δρίζος. Χρονικά μόνο. Γιατί αξιακά, δεν είμαι σε θέση να τοποθετήσω κανέναν. Δεν έχω το ανάλογο ανάστημα και βάθος γνώσης ίσως για να το κάνω. Πιστεύω.


Μερικά από τα ποιήματα της συλλογής.


Ως θερινά Πορθμεία

Σαν το "ΙΟΝΙΟ"
που μπαίνει στο Καψάλι φωταγωγημένο
όρθρον βαθύ,
κι ο φάρος μοιάζει τότε σαν πυγολαμπίδα
κι ο θόρυβος του λιμανιού
κόβει τη σιωπή της καλοκαιρινής νύχτας
Σαν το "ΙΟΝΙΟ"
που αφυπνίζει τα τζιτζίκια,
που πολύβουο
των ερωτευμένων κλέβει τη σκέψη
και βιαστικά τραβάει τα κορμιά προς το λιμάνι,
έτσι,
σαν το "ΙΟΝΙΟ"
σε άγονη αυγουστιάτικη πορεία
μες στο Καψάλι των Κυθήρων
όσοι μας αγαπήσαν
κι όσοι ακόμα μας θυμούνται
θ' ανοίξουν τις αγκάλες τους
να μας δεχτούνε σαν το "ΙΟΝΙΟ"
γιατί χρόνια πολλά
τους κουβαλήσαμε εντός μας.



ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΜΟΝΕΣ

Οι γυναίκες
πόση θλίψη έχουν τα μάτια
Κοπέλες πίστευαν πως αγαπιόνταν
και τώρα
έτσι μόνες μέσα στις παρέες
ωσάν παιδιά που μπήκαν τιμωρία
ακουμπούν τη μνήμη τους
σ' εκείνη τη φρεσκάδα της εφηβείας
σ' εκείνη τη μακρινή βεβαιότητα
πως αύριο θα τις ξαναγαπήσουν.

Και κλαίνε οι γυναίκες
που κάποτε υπήρξαν νέες.






ΘΥΜΑΜΑΙ

Θυμάμαι,
όταν αποσυνάγωγος της παιδικής παρέας
έμπαινα στο σπίτι,
η μητέρα καθόταν στο ντιβάνι
άπλωνε το χέρι κι ακουμπούσε τη θέση δίπλα της
πρόσκληση να καθίσω.
Ύστερα έπαιρνε τα χέρια μου στα γόνατά της,
μ' αγκάλιαζε, με φίλαγε στον κρόταφο.
Κι άνθιζε μέσα μου η ελπίδα....
Θυμάμαι όταν έφηβος κουβάλαγα της μέρας μου τις πίκρες μες τη νύχτα
ερχόταν η μητέρα στο προσκέφαλο
μου χάιδευε το σγουρό κεφάλι,
με φίλαγε στο μέτωπο.
Κι άνθιζε μέσα μου η πίστη...
Θυμάμαι όταν άντρας
με ένα κόκκινα σύννεφο στα μάτια
μου έπιανε τα χέρια με δύναμη,
με κοίταγε στα μάτια,
"μη τους φοβάσαι αυτούς,
να κάνεις ότι σου λέει η καρδιά σου.
Μόνο έτσι αλλάει ο κόσμος"
Κι άνθιζε μέσα μου η αλήθεια.





ΓΕΡΟΝΤΕΣ ΜΟΝΟΙ

Στα καφενεία και τα πεζοδρόμια
μια μια καρέκλα
Μάτια της υπομονής και της εγκαρτέρησης
καθισμένοι τα χρόνια τους
τα σκληρά και στερημένα.
οι γέροντες αναριγούν με κάθε αγγελτήριο θανάτου.
Οι γέροντες τρομάζουν με κάθε απουσία.



ΜΕΣ ΤΟΝ ΚΑΘΡΕΦΤΗ

Ο χρόνος ο παρελθών
ο πάντα ταχύς και πάντα ανέμελος
ο χρόνος που όλα τα πήρε
ο χρόνος των γοργών και αθόρυβων ωροδεικτών
Ο χρόνος της λήθης των βασάνων
ο χρόνος το παρελθών
ο δαμάσας φουρτούνες.

Κι ο χρόνος ο παρών
ο πάντα σύντομος και πάντα αργός
ο χρ΄νος που όλα τα φέρνει
ο χρόνος των αργών και εκκωφαντικών λεπτοδεικτών,
Ο χρόνος ο ανελκύων λησμονημένες χαρές
ο χρόνος ο παρών
ο ματαίως πλουτίζων την εμπειρία.

Ο χρόνος ο παρών
ο δοκιμάζων την πίστη
ο γηράσκων την αισιοδοξία
ο μετρών τους αγαπώντες μας.

κι ανάμεσά τους εμείς
μες τον καθρέφτη
να βλέπουμε τον άλλον εαυτό μας
που δεν έζησε.



ΜΠΑΜΠΗΣ ΔΡΙΖΟΣ

Ως θερινά πορθμεία

Εκδόσεις Θεμέλιο.




Δευτέρα 13 Οκτωβρίου 2014

Ο μύθος της γλώσσας σε συνάρτηση με το μύθο του δημιουργού

Για φαντάσου. Αυτό που κάνω ενστικτωδώς εδώ και μερικά χρόνια, χύμα δηλαδή να ρίχνω τα κείμενα μέσα σ' αυτό το κουτί και σχεδόν αυτοματικά να ρίχνω τις σκέψεις μου, σχεδόν γιατί συχνά τα κείμενα αυτά αποτελούν ημερολογιακά ντοκουμέντα, για ποιον; αδιάφορο. Έλεγα, για φαντάσου, το γκρέμισμα από το βάθρο του συγγραφέα, όχι μόνο των άλλων αλλά κυρίως και της δικής μου συγγραφικής να το πω έτσι υπόληψης, το κάνανε οι φιλόσοφοι του 20ου αιώνα, οι αποδομιστές, με πρώτο και καλύτερο τον Ντεριντά. Από τότε οι άνθρωποι δηλαδή περπατάνε με τα πόδια τους στη γη και οι συγγραφείς, κυρίως οι λογοτέχνες, έχασαν το κύρος και την αίγλη που είχαν στη σφαίρα της υψηλής διανόησης μέχρι τις αρχές του εικοστού αιώνα. Αμ τι. Τζάμπα λέω εγώ τόσον καιρό και χτυπιέμαι, ότι εγώ δεν είμαι εγώ, αφού ακόμα και τότε που γράφω σαν εγώ, μου βγαίνει κάποια άλλη; Ένα κάπως αλλιώς εγώ; Και την ίδια στιγμή που χίλια πράγματα είναι στριμωγμένα στο κεφάλι μου πιέζοντας να βγουν, όταν πάω να τα πω μόνο το εν χιλιοστό καταφέρνω να περισώσω κι αυτό αλλαγμένο; Διότι πολλά μπορούν να συμβούν από τη στιγμή που πας να αποτυπώσεις αυτό το εν χιλιοστό στο χμ,,,χαρτί, έστω και οθόνη του κομπιούτερ σου. πχ, κλωτσάς κατά λάθος το πιατάκι της γάτας με τις κροκέτες της, σκορπίζονται αυτές σε όλο το δωμάτιο, διακόπτεις για να τις μαζέψεις κι όταν επανέρχεσαι, τι ήθελα ρε να πω, τι έλεγα; κι άλλα τέτοια πολλά.
Λέει λοιπόν ο Ντεριντά πως στην πραγματικότητα οι συγγραφείς γράφουν κάτι άλλο από αυτό που πραγματικά είναι μέσα τους, επειδή δεν μπορούν να εκφράσουν με λέξεις, δεν έχουν αρκετές ικανές λέξεις για να περιγράψουν αυτό, και στη θέση του περιγράφουν κάτι άλλο, που ο αναγνώστης και ο κριτικός μέσω αυτού που διαβάζουν, ψάχνουν για κείνο που δεν έχει γραφτεί αλλά υπονοεί ο συγγραφέας με αυτό που έγραψε.
Κι αν δεν, αγαπητοί και αγαπητές μου αναγνώστες; Αν το ποιητή δεν θέλει να πει αυτό που ο ειδήμων ανέλαβε να αποκαλύψει, κι ακόμα χειρότερα αν το ποιητή δεν ξέρει τι θέλει να πει; κι όχι απλώς πως να το πει; ε; Όχι τι θέλει να πει με την κάθε ξεχωριστή και χαρισματική του πρόταση ενδεχομένως όντας συγγραφέας, αλλά τι θέλει να πει λέγοντας αυτό που λέει; Ποια είναι η κινητήριος δύναμη και η αφορμή για το κείμενό του, μυθιστορημά του, ποίημα του, διηγημά του;
Τι τον καίει; τον καίει;
Δεν θα επεκταθώ περισσότερο επ' αυτού επειδή και οι γνώσεις μου είναι λειψές και αυτό που θέλω να πω δεν αφορά την όλη φιλοσοφία του πράγματος, αλλά το κομμάτι που αφορά εμένα.
Πολύ τα πήρα στο κρανίο όταν διάβασα την ανοιχτή πρόσκληση μιας ή ενός; συγγραφέως για την παρουσίαση ενός καινουργιου βιβλίου του, για τον τρόπο που ήταν διατυπωμένη αυτή η πρόσκληση, για την υποτίμηση του ανγνωστικού κοινού, για το καβάλημα της ορισμένης τάξης ανθρώπων, που θεωρούν ότι αξίζει ο κόπος να πας στη βραδιά τους, επειδή την παρουσίαση θα την κάνει ο διάσημος συγγραφέας τάδε και ο διάσημος δημοσιογράφος τάδε, α νάτο. Το βρήκα. Έσβησα τα ονόματα για ν' αποφύγω τις μηνύσεις αλλά το περιεχόμενο του κειμένου είναι το κάτωθι.
 Η ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ...τάδε,  ΤΗΣ ....τάδε  ΘΑ ΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΗΘΕΙ στην Αθήνα στις τόσες Οκτώβρη 2014 ώρα 19 :00 στην αίθουσα εκδηλώσεων μπαρμπα Θωμάς, Με κεντρικούς ομιλητές την κα Κακαρίτσα εφεμ (ραδιοφωνική παραγωγός , δημοσιογράφος , συγγραφέας ) , τον κ. Χάρη Σασκάνο ( διάσημο ηθοποιό στον κινηματογράφο , το θέατρο και την τηλεόραση ) και τον διάσημο συγγραφέα των best sellers Εγώμαιγώ,. Σκηνοθέτης Θεάτρου κιν/φου τηλ/σης- Δ/ντης παραγωγής στην ΕΡΤ. Θα παρευρεθούν αρκετοί διάσημοι;  καλλιτέχνες. ΣΑΣ ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΜΕ ΟΛΟΥΣ ΕΚΕΙ ΝΑ ΔΟΥΜΕ Τι αλήθεια; τον εκφυλισμό του συγγραφέα, του ηθοποιού ή του διάσημου δημοσιογράφου, στην απόλυτη κατρακύλα της λογοτεχνικής υπόστασης; 
που στο διάολο ζούμε; Και τι στ' αλήθεια θα πάει να παρακολουθήσει ο υποψήφιος αναγνώστης; Τα αποσπάσματα ενός βιβλίου που θα τον πείσουν να το αγοράσει, ή τους διάσημους; 
Πέραν όλων αυτών, γιατί είναι τόσο σημαντικό για μας, για εσάς να πάρετε στα χέρια σας αυτό το βιβλίο; Γιατί να παίξει τόση διασημότητα για την προβολή του; θα το μετατρέψει αυτό από ένα ασήμαντο σε ένα σημαντικό βιβλίο; Τη συγγραφέα του από μια επίδοξη καιροσκόπο σε πραγματική συγγραφέα; και θα πει πραγματικό βιβλίο και πραγματικός συγγραφέας στις μέρες μας; Κοινωνικές σχέσεις; κάτι άλλο; τι άλλο; Που είναι θαμένο αυτό το άλλο; Πέθανε και ο Σκαρίμπας που να πάρει...
Τέλος πάντων, καταλαβαίνετε το πνεύμα μου ελπίζω. Και μετά έρχεται καπάκι και το μάθημα το σημερινό και με αποτελειώνει. Έτσι που ξαφνικά χαίρομαι που το έχω γυρίσει στο ημερολογιακό εδώ μέσα, και έβαλα στην άκρη τα άλλα.
Υστεροφημία. Μ' ενδιαφέρει; Ουουου! Μόνο που δεν ξέρω αν την ενδιαφέρω εγώ, χεχε. Ματαιοδοξία. Την έχω; Ουουου! Αυτό δεν δικαιολογεί οποιονδήποτε εξευτελισμό του εαυτού μου ή του έργου μου. Είμαι πολύ πιο ματαιόδοξη από το να αρκεστώ σε μια παρουσίαση από ένα δυο "διάσημους", για να δοξαστώ στο εφήμερο. Χέστηκα γι' αυτό όπως κι αυτό για μένα. 

Ας ξαναγυρίσουμε λοιπόν στην αρχή. Γιατί γράφει κανείς; 
Εγώ προσωπικά την έχω σκαπουλάρει γράφοντας από την κατάθλιψη, από την τρέλα ίσως, από την απόλυτη απελπισία, από τη μοναξιά, από αυτά που δεν αναγνωρίζω τα ενοχλητικά συναισθήματα μέσα μου κι από αυτά που ξέρω ποια είναι κι από που έρχονται. Μου αρέσει επίσης να φαντάζομαι γραπτώς, να ταξιδεύω γραπτώς, να μεταφέρομαι σε άλλους κόσμους και εποχές γραπτώς, συνήθως οι δικοί μου κόσμου δεν υπήρξαν αλλά δεν έχει καμιά σημασία, να ερωτεύομαι γραπτώς, να χαίρομαι και να λυπάμαι γραπτώς. Εγώ ξέρω γιατί γράφω. Δεν πάω να διδάξω τη γλώσσα σε κανένα γιατί δεν πάει να πει πως επειδή γράφω την ξέρω καλύτερα από τους άλλους. Δεν καβαλάω κανένα καλάμι γιατί βρέθηκαν κι ένας δυο που με αποκάλεσαν συγγραφέα. Το παίρνω ως έχει. Αφού συγγράφω τι θα είμαι; αφού το κάνω σε όλη μου τι ζωή τι θα είμαι; σοπράνα; Ή επειδή δηλώνω καμαριέρα δεν έχω το δικαίωμα μιας δεύτερης και μιας τρίτης ιδιότητας; Λέμε τώρα. Κι επίσης γράφω, γιατί δεν μπορώ να σταματήσω να το κάνω. Κεκτημένη ταχύτητα. Έχω σκεφτεί διάφορους τρόπους αλλά δεν έπιασε κανείς. Είναι σαν το τσιγάρο βρε παιδί μου. Σαν το τσιγάρο το άτιμο.
Τι έλεγα; 
Είπα αυτά που ήθελα να πω; ποιος ξέρει..
Φιλώ σας.

Τρίτη 8 Ιουλίου 2014

Η Κρυφή μου Πάρος

Τρίτη 8 Ιουλίου




Από την πρώτη του μήνα δουλεύω σε ένα ξενοδοχείο στην περιοχή μου, περί τα δυόμισι χιλιόμετρα από το σπίτι. Πηγαίνω με το μηχανάκι και ευχαριστώ την τύχη που μου επέτρεψε να το αποκτήσω και να το φέρω στην Πάρο. Η ζωή είναι πολύ πιο εύκολη με αυτό.
Ο μισθός κατά πως μου τα είπαν είναι καλός, η περίοδος της απασχόλησης όμως μικρή. Δεν πειράζει.
Το ξενοδοχείο ακολουθεί όλους τους κανόνες ενός πάνω από τρία αστέρια ξενοδοχείου και έχει επίσης αυστηρούς κανονισμούς για το προσωπικό. Κάπου μέσα σε αυτό τον κανονισμό υπάρχει μια παράγραφος που λέει ότι στο τρεις φορές επαναλαμβανόμενο λάθος, σου γίνεται μείωση του μισθού. Κατά παράφραση της αναφοράς στη συλλογική σύμβαση για την περίπτωση της ζημιάς.
Το ξενοδοχείο το έχει ένα ζευγάρι, κυρίως η γυναίκα, της οποίας το πατρικό σπίτι, είναι απέναντι από τη πόρτα της μάνας μου, εκεί που μένω κι εγώ τώρα. Μόνο που το πατρικό σπίτι έχει ρημάξει και το νοικιάζουν φθηνά το καλοκαίρι σε κανένα εργάτη.
Τα παιδιά αυτά είναι πέντε αδέλφια, όλα μικρότερα από  μένα το τελευταίο μπορεί και καμιά δεκαετία. Υπολογίζω πως αυτή που είναι σήμερα αφεντικίνα μου, θα είναι γύρω στα σαρανταπέντε.
Ας την πούμε Ανδρομάχη. Ας πούμε τα άλλα της αδέλφια, Κατερίνα, η μεγαλύτερη, Μαρία η μικρότερη, Ανέστης ο μεγάλος αδελφός και Αποστόλης ο βενιαμίν.
Τα τρία κορίτσια, τον καιρό που ερχόμουν να δω τους γονείς μου και καθόμουν ένα δυο μήνες στο χωριό, ερχόντουσαν στο σπίτι να με δουν και μου ζητούσαν να τους μάθω κιθάρα. Το ταλέντο το είχε η μεσαία, αυτή τα έπιανε αμέσως ότι τους έδειχνα κι  ήταν η πιο χαρωπή και η πιο όμορφη από τις άλλες.
Έξυπνη όμορφη η Ανδρομάχη, δεν άργησε να βρει τον κατάλληλο γαμπρό, έναν μεγαλοεργολάβο που είχε χτίσει όλες τις μεγάλες επιχειρήσεις στο νησί. Τον παντρεύτηκε μικρή μικρή και έκτοτε δεν την ξανάδα στο πατρικό. Άκουγα κατά καιρούς τους ανθρώπους του χωριού να μιλούν για την καλή της τύχη και για το πόσο μεγάλη και τρανή έχει γίνει δίπλα στον άνθρωπο αυτό που γνωρίζουν οι πάντες. Στο χωριό εξακολουθεί να μην εμφανίζεται ποτέ, μάλλον το έχει αποκηρύξει.
Ο μεγαλύτερος αδελφός όλων, ο Ανέστης, ήταν μικρό παιδί ακόμα όταν ανέλαβε το ρόλο του προστάτη στην οικογένεια. Η μάνα τους άρρωστη για χρόνια, πρώτα με ψυχολογικά μετά και σωματικά, ο πατέρας ένας αγρότης χαμένος ολημερίς στα χωράφια του, τα παιδιά μεγάλωσαν με τη φροντίδα μιας θείας τους και με το που ενηλικιώθηκε ο Ανέστης, άνοιξε μια μικρή επιχείρηση, σουβλάκια και πήρε σιγά σιγά τ' αδέλφια του κοντά τους, πλην της Ανδρομάχης, αυτή τα βόλεψε μόνη της.
Τους άνοιξε με τον καιρό από μια επιχείρηση, ξεκινώντας την αυτός πρώτα, και καθώς αποτραβιόταν την άφηνε σε ένα μικρότερο αδέλφι του. Κι έτσι έγιναν όλοι επιχειρηματίες.
Τη μια μοναδική μέρα που πήγα σε δικό του μαγαζί να δουλέψω στη λάντζα, δεν άντεξα τη γυναίκα του και δεν συνέχισα για δεύτερη μέρα.
Εκείνος ο Ανέστης, έχει κάποιο σεβασμό στην οικογενειά μου εξαιτίας του πατέρα μου, που τον είχε μαζί του για κάμποσα χρόνια στην οικοδομή όταν ξεκίνησε να δουλεύει και του είχε μάθει και τη δουλειά καλά.
Ίσως και γι' αυτό όταν παρουσιάστηκα να ζητήσω δουλειά από τον ίδιο, είχε καταπιεί τη γλώσσα του, δεν ήξερε πως να με αντιμετωπίσει και δεν με αντιμετώπισε, δεν έβγαλε άχνα. Είπε μόνο όταν τον ρώτησα ποιος είναι ο μισθός, 750 ευρώ, και τίποτε άλλο δεν ξανάπε. Ούτε κι όταν την άλλη μέρα του τηλεφώνησα για να του πω ότι δεν θα συνεχίσω επειδή έχω πρόβλημα με το πόδι μου, δεν μου έκανε την παραμικρή παρατήρηση, πράγμα που με εντυπωσίασε, αφού εκείνη ήταν η μέρα που το μαγαζί του είχε εγκαίνια και ουσιαστικά τον κρέμασα.
Η αλήθεια είναι ότι δεν ένιωθα καθόλου καλά με αυτό, ήθελα να πάω τουλάχιστον για κείνη τη μέρα, αλλά αν το έκανα δεν θα μπορούσα να σηκωθώ από το κρεβάτι για μια εβδομάδα τουλάχιστον. Γιατί ο πόνος στη μέση μου κι όχι στο πόδι μου όπως του είπα, είχε γίνει αφόρητος. Το σκύψιμο επί οκτώ ώρες μέσα σε μια γούρνα που αποκαλούν νεροχύτη, είναι καταστροφικό για μια γυναίκα της ηλικίας μου. Δεν το ήξερα. Το έμαθα τότε.

Και πέρασαν οι μέρες και συνέχισα να ψάχνω για δουλειά και βρήκα εκείνο το ξενοδοχείο στην Παροικιά που συμφώνησα να πάω αφού πέρασα και το απαραίτητο δοκιμαστικό. Και ναι μεν σκεπτόμουν πως θα τα βγάλω πέρα να οδηγώ τα εικοσιπέντε χιλιόμετρα δυο φορές στην ίδια μέρα, αλλά ήμουν κάπως ευχαριστημένη που κατάφερα να βρω κι αυτό και είχα ψιλοηρεμήσει. Ώσπου μετά την πρώτη μέρα της δουλειάς μου εκεί, με ενημερώνει μια γνωστή μου ότι ζητάνε καμαριέρα σε ξενοδοχείο της περιοχής μου και με προτρέπει να πάω να το κοιτάξω. Και πάω και σταματώ το μηχανάκι μπροστά σε αυτό το ανισόπεδο προς το βουνό κτίριο. (Συνήθιζα να γράφω το κτίριο έτσι, με γιώτα, ύστερα κάποιος που είχε κόλλημα με την οθρογραφία επέμενε πως γράφεται η ήτα, και άρχισα να το γράφω με ήτα. Και πριν από λίγες μέρες διαβάζω κατά τύχη ότι τελικά δεν γράφεται ήτα, είναι η λάθος εκδοχή αυτή, γράφεται με γιώτα. Και ξαναγύρισα στο γιώτα)

Που είχα μείνει; Στο ψηλό ανισόπεδο προς το βουνό κτίριο. Μπαίνω μέσα, βλέπω έναν τύπο στη ρεσεψιόν, λέω, ήμουν στο τάδε μέρος και μου είπαν ότι ψάχνετε για καμαριέρα εδώ. Ναι μου λέει αυτός, έχετε δουλέψει ξανά; Μάλιστα αρκετά χρόνια. Ωραία δώστε μου ένα τηλεφωνό σας και θα το δώσω στην κυρία Υψηλάντη να σας τηλεφωνήσει. Η κυρία Υψηλάντη δεν είναι πραγματικά Υψηλάντη αν και ψηλά ιστάμενη στο συγκεκριμένο ξενοδοχείο, αλλά τέλος πάντων. Το μικρό της κυρίας Υψηλάντη ποιο είναι; τον ρωτάω. Ανδρομάχη μου απαντά. Μάλιστα. Σιγουρεύτηκα ότι έπεσα πάνω στην παλιά μου θαυμάστρια.
Δίνω το τηλέφωνο και φεύγω. Μου τηλεφωνεί η Ανδρομάχη την άλλη μέρα. Ελένη εσύ είσαι βρε; Ναι εγώ βρε Ανδρομάχη, μου είπαν ότι ζητάς καμαριέρα.
-Και πως θα δουλέψεις καμαριέρα, το έχεις ξανακάνει; Εγώ σε ξέρω για συγγραφέα.
-Έχεις χάσει πολλές συνέχειες. Πριν από συγγραφέας ήμουν καμαριέρα και δεν σταμάτησα στην ουσία να είμαι, εκτός για μερικά χρόνια που είχα πάρει απόσπαση;
-Απόσπαση; χαχαχα τι είδους απόσπαση; Πήγες να δουλέψεις για κανένα υπουργό;
-Όχι για ένα τρελό καλλιτέχνη τάχαμου, αλλά τώρα είμαι πίσω στο επάγγελμα.
-Και πως εγώ δεν έχω ακούσει για σένα τίποτα; Και που δούλεψες; για ποιον; και γιατί δεν είσαι εκεί και φέτος; Και πως με βρήκες; και τι θέλεις.
-Ζητάς ή όχι καμαριέρα;
-Ζητάω, αλλά η δουλειά αυτή είναι σκληρή να ξέρεις, θα τα βγάλεις πέρα;

Όταν κάποιος σου κάνει μια τέτοια ερώτηση, με πρώτη την αμφισβήτηση στον τόνο και το χρώμα της φωνής του, δεν έχεις παρά να του πεις, μια δοκιμή θα σας πείσει.

Και μου έδωσε το ραντεβού και πήγα και με είδε και άρχισα. Ο μισθός καλός, καλύτερος από όσο περίμενα. Και τα ένσημα όλα κανονικά.

Τρίτη μέρα στη δουλειά και δεν έχω δεκάρα και το μηχανάκι μου ανάβει γλομπάκια για βενζίνη κι ετοιμάζεται να με αφήσει. Τσιγάρα ακόμα έχω να καπνίσω, μου τα είχε στείλει η Μαριτσού από την Αθήνα.
Πιάνω την Ανδρομάχη μόλις τη βλέπω το πρωί και της ζητάω μια μικρή προκαταβολή για να βάλω βενζίνη να μπορώ να έρχομαι στη δουλειά.
-Από τώρα προκαταβολή; δεν έχεις ούτε τρεις μέρες. Μου λέει με το δίκιο της.
-Κάτι λίγα θέλω ως διευκόλυνση, για να βάλω βενζίνη της ξαναλέω.
-Καλά δεν είπες ότι ήσουν στο Πόρτο Πάρος πριν από εδώ; Τι τον έκανες ολόκληρο μισθό που πήρες από κει; Και καλά, ούτε πέντε ευρώ δεν έχεις; Είναι δυνατόν να μην έχεις πέντε ευρώ να βάλεις βενζίνη;
-Τα έστειλα στο παιδί μου Ανδρομάχη, αλλά δεν είναι εκεί το θέμα. Μπορείς να μου τα δώσεις; καλώς. Δεν μπορείς, δεν πειράζει.
-Καλά, θα μιλήσω στο λογιστή να σου δώσει. Μου λέει και φεύγει με φανερή την περιφρόνηση στο προσωπό της.
Τέτοια περιφρόνηση που δεν έχω πέντε ευρώ η ψωμόλυσσα, που πήρα ανάποδες. Και με φωνάζει την άλλη μέρα ο λογιστής στο γραφείο να με ρωτήσει πόσα θέλω.
-Τίποτα δεν θέλω. Δεν ήξερα ότι είναι τόσο δύσκολο να πάρω μια προκαταβολή, αν το ήξερα δεν θα τα ζήταγα.
-Δύσκολο είναι αλλά αφού την ενέκρινε η Ανδρομάχη θα τα πάρεις. Ελα πες μου τώρα πόσα θέλεις.
-Δεν θα τα πάρω, ευχαριστώ πολύ. Μου έδωσε η μάνα μου και δεν τα χρειάζομαι πια.
-Γιατί όμως δεν τα παίρνεις;
-Γιατί διαπίστωσα ότι θα μου κοστίσει περισσοτερο να τα πάρω από το να μην.

Και δεν είπε άλλη κουβέντα αυτός. Κι έκτοτε η τέως μικρή Ανδρομάχη δεν μου μιλάει. Περνάει από μπροστά μου όταν έρχεται, κοιτάζει αλλού, εγώ της λέω “Καλημέρα Ανδρομάχη”, αυτή κάτι μουγκρίζει εκεί πέρα και προσπερνάει.

Στο μεταξύ οι μέρες περνούν, πέρασα τη δοκιμασία με τις πολλές αναχωρήσεις, με τις πιο πολλές, τη ρεσεψιόν τους καμπινέδες, τους άλλους κοινόχρηστους χώρους και ότι άλλο χρειάστηκε. Οι πληροφορίες που φτάνουν στ' αυτιά της για μένα θα πρέπει να είναι μάλλον καλές, εκτός κι αν κάποιος θέλει να με θάψει, οπότε θα είναι κακές.

Έχω δυο συναδέλφους, την Άλφα Ελληνίδα και τη βήτα, Από την Αλβανία. Η Άλφα είναι μόλις από πέρσι εκεί, ενώ η βήτα, δώδεκα χρόνια, τα μάτια και τα αυτιά της Ανδρομάχης. Εξουσιαστική και απότομη, της είπα προχτές να μη μου την πέφτει γιατί θα της πέσω κι εγώ κι όταν εγώ το κάνω τα πράγματα αγριεύουν πολύ. Έκανε πίσω. Η Ανδρομάχη μούγκριζε χειρότερα σήμερα. Είναι Ιούλιος, κάνω τη δουλειά μου αρκετά καλά και ευσυνείδητα, στραβοί δεν είναι και με ανέχονται. Αλλά μάλλον τα κατάφερα να μη με πηγαίνει κανείς εκεί μέσα, επειδή τους γυρίζω την πλάτη στις εντολές και φεύγω.
Ακούω μόνο στον υπεύθυνο για τη δουλειά, τις επιδόσεις και τη συμπεριφορά μου και σε μια φαντασμένη που έχει καβαλήσει το καλάμι Μαρπησσαία στη θέση  της τηλεφωνικής ενημέρωσης πελατών και booking και στον έλεγχο των δωματίων. Φτάνουν δύο λέω εγώ. Δεν θα γίνουν τρεις και τέσσερις και πέντε Έλληνες ή Αλβανοί.

Αυτοί δεν το νομίζουν. Ήρθα τελευταία αρα είμαι η τελευταία στην ιεραρχία πρέπει να υπακούω σε όλους. Τους έκανα γνωστό ότι δεν σκοπεύω. Χωρίς κουβέντα φεύγω και με ψάχνουν. Έκλεισα και τον ηλεκτρονικό μπάτσο που μου έβαλαν στην τσέπη. Ένα μπιπ που δεν σταματάει όλη τη μέρα να μιλάει, λες και είμαι ταξιτζής. Άι γαμίδια.
Με πήρε η καβαλημένη Μαρπησσαία από τη ρεσεψιόν και μου έκανε παρατήρηση γιατί έκλεισα το μπιπ και δεν μπορούν να με βρουν. Το άνοιξα πάλι. Ακόμα λέει κι αν νομίζει ότι καλώ άλλον, αν δεν άκουσες καθαρά, καλύτερα να με πάρεις να με ενοχλήσεις και να σου πω μια και δυο φορές οτι δεν ήταν για σένα.
Άρχισα να της τηλεφωνώ κάθε είκοσι λεπτά. Με κάλεσες μήπως; Όχι Ελένη, δεν ήταν για σένα. Οκ.
Ξανά. Με κάλεσες μήπως; Όχι κυρία Ελένη, δεν ήταν για σας.
Ξαφνικά και δεν ξέρω πως, εγώ τους μιλώ στον ενικό και αυτοί στον πληθυντικό. Ωραίο ε;
Δεν ευελπιστώ να με πάρουν ξανά του χρόνου στο ίδιο ξενοδοχείο αλλά για την ώρα είμαι εκεί και δουλεύω σκυλίσια και το βλέπουν αλλά δε με γουστάρουν,  ούτε με σφαίρες δεν με πάνε.

Ξανά εγώ. Με κάλεσες  Αναστασία;
Όχι κυρία Ελένη μείνετε ήσυχη, όταν σας καλέσω θα ακούσετε Ελένη.
Μα Ελένη ακούω εδώ και τρεις μέρες συνέχεια.
Τι πλάκα που έχετε κυρία Ελένη, σας έγινε έμμονη ιδέα.
Όχι κορίτσι μου, σε σας έχει γίνει και προσπαθώ να το παρακολουθήσω.
Έχετε δίκιο κυρία Ελένη, καινούργια συστήματα αυτά για την Πάρο, σε άλλες δουλειές υπάρχουν από χρόνια όμως.
Δεν έπεσα πάνω τους ευτυχώς μέχρι τώρα.
Για όλα υπάρχει μια αρχή.
Έχεις δίκιο. Για όλα υπάρχει μια αρχή. Και στα ογδόντα του μπορεί να μάθει κανείς άχρηστα πράγματα.
Χαχαχαχα κυρία Ελένη πως τα λέτε....
Πως τα λέω η άτιμη ναι. Άντε γεια.

Αναρωτιέμαι εκείνο το άγριο ΕΛΕΝΗ! Από τη ρεσεψιόν και από κάθε κατεύθυνση, πως έγινε ξαφνικά κυρία Ελένη. Δεν έχω καταλάβει αλήθεια. Μόνο υποψιάζομαι πως άρχισαν να υποψιάζονται ότι τα πράγματα εδώ δεν θα είναι εύκολα για κανένα. Και καλύτερα έτσι. Καλύτερα.

Η Ανδρομάχη μουγκρίζει. Η Άλφα τρέχει. Όλη τη μέρα τρέχει και μου λέει όλη τη μέρα, μην ξεχάσεις αυτό, εκείνο και το άλλο. Εγώ δουλεύω χωρίς να τρέχω. Με κανονικούς ρυθμούς, είμαστε και σε κάποια ηλικία. Ωστόσο τα δωμάτια βγαίνουν σφαίρα και η άλφα ξύνει το κεφάλι της. Μα εγώ τρέχω, εσύ τα βγάζεις λέει. Δεν θέλει κόπο, τρόπο θέλει της λέω αλλά με γράφει. Και συνεχίζει να τρέχει.
Διότι όταν σε βλέπουν να τρέχεις θεωρούν ότι δουλεύεις ενώ όταν περπατάς σαν άνθρωπος, θεωρούν ότι χαζεύεις. Εγώ περπατώ σαν άνθρωπος. Όχι σαν να πηγαίνω βόλτα το σκύλο μου, αλλά σα να προλαβαίνω δεν προλαβαίνω το λεωφορείο στη στάση.

Βαρέθηκα. Τα ίδια και τα ίδια. Ραγιάδες του κερατά είμαστε οι Έλληνες. Βλέπω το τρομαγμένο ύφος της Άλφα. Μη μη μη αυτό και μη μη εκείνο. Δεν θα τους αρέσει. Πρέπει να τα κάνουμε όλα τέλεια. Να διπλοτσεκάρουμε τα πάντα. Κι εσύ κοπέλα στο πλυντήριο να σιδερώνεις καλύτερα τα σεντόνια. Τηλεφωνάει στη ρεσεψιόν. -Μου δώσατε το τάδε δωμάτιο και δεν γράφετε να γίνει αλλαγή στα σεντόνια. Μα χρειάζονται αλλαγή, είναι βρώμικα, δεν έχουν αλλαχτεί από προχτές. Α εντάξει, δεν το ήξερα, εντάξει τότε.
-Τι σου είπαν;
-Θα φύγουν το βράδυ.
-Κι αφού δεν σου το δώσανε από πάνω για αλλαγή εσένα τι σε κόφτει;
-Το ξενοδοχείο είναι το προσωπικό Ελένη. Εμείς πρέπει να ενδιαφερόμαστε γι' αυτό πρώτοι απ' όλους.
-Συμφωνώ. Να κάνεις καλά τη δουλειά σου και να εκτελείς στην εντέλεια αυτά που σου αναθέτουν.
-Μας έχουν πει κι ότι παρατηρούμε να το αναφέρουμε.
Οπλίσατε, πυρ!
Τι είπες Ελένη;
-Τους ζυγούς λύσατε είπα. Πάμε για δουλειά.

Άλλη μια μέρα δοκιμασίας πέρασε. Ανέβηκα στο μηχανάκι μου το λατρεμένο, επιτέλους ελευθερία.
Σήμερα μας επισκέφτηκαν πολλοί γλάροι.  Τα κύματα ήταν μεγάλα και τα σέρφιν δεν σταμάτησαν όλο το πρωί να τρέχουν να πέφτουν να σηκώνονται και να ξανατρέχουν.  Η παραλία των πελατών είναι γεμάτη παιδάκια των πελατών. Του χωριού μου η παραλία να λέμε. Απαγορεύεται το προσωπικό να κολυμπήσει στην παραλία αυτή να πάει παραπέρα. Δεν ζηλεύω μια γεμάτη ξαπλώστρες και ομπρέλες παραλία. Οργίζομαι για το δέντρο που κατέλαβαν οι ξαπλώστρε και για την ταμπέλα, “Όχι για το προσωπικό”
 Άντε γαμηθείτε καθίκια.
Λίγο πιο πέρα σταματώ το μηχανάκι. Το απέραντο γαλάζιο με κυκλώνει και στο βάθος του ορίζοντα ένα καράβι έρχεται από τα νησιά. Φοράω το ρολόι του πατέρα μου και κοιτάζω την ώρα. Τέσσερις ακριβώς. Σήμερα σχόλασα νωρίς. Δηλαδή στην ώρα μου.  Σκέφτομαι να πάω σε κείνο τον έρημο βράχο και να στήσω μια ταμπέλα εκεί. “Όχι για πελάτ ξενοδοχείων.  Μόνο για σκηνίτες και ντόπιους” Η ταμπέλα από μόνη της όμως θα κάνει το βράχο περιζήτητο. Ακόμα κι αυτοί που αντιπαθούν τους βράχους θα θέλουν να ρίξουν τη βουτιά τους από κει. Άσε που κρύβει και μια μικρή αμμουδιά προς τη μεριά της θάλασσας. Καταλήγω κάτω από κείνη τη μικρή σπηλιά. Τηλεφωνώ στη μάνα. “Θ' αργήσω λίγο μην ανησυχήσεις” Βάζω κάτω την κουρελού μου και ξαπλώνω. Οι γλάροι εγκατέλειψαν τους πελάτες. Ένας πελεκάνος ήρθε και κάθισε απενταντί μου στα δυο μέτρα. Δεν ήξερα ότι έχουμε και μεις πελεκάνους. Ένας μονάχος του.
Κλείνω τα μάτια μου και σκέπτομαι το χθεσινό βράδυ.
Από το πουθενά μου ξεπετάχτηκαν οι πληροφορίες για τον πατέρα μου. Είπα χθες, μια μέρα θα γράψω γι' αυτή την ιστορία. Για το λόγο αυτό δεν θα την αναφέρω εδώ. Θ' αναφέρω όμως ένα μέρος της συζήτησης με τον μπάρμπα Βαγγέλη. Κολλητό φίλο του πατέρα μου για μια ολόκληρη ζωή. Έμεινε εδώ και τέσσερα χρόνια χωρίς τον κολλητό του, σκέτη θλίψη. Τον είδα στο σπίτι της φίλης μου που ήρθε για επίσκεψη.
Κουβέντα στην κουβέντα φτάσαμε και στη κατοχή. -Διάβασα ένα βιβλίο πρόσφατα ρε μπάρμπα του λέω για τον Λεωνίδα τον Κουμαριανό. Αυτόν που έμενε πιο κάτω από το σπίτι μας. Στην κατοχή είχε φύγει στην Αίγυπτο, και του είχαν δώσει ένα καϊκι για να κάνει σαμποτάζ στους Γερμάνους με ενέδρες και τορπιλισμούς και ερχόταν και στην Ελλάδα λέει. Πήγαινε στα ελληνικά νησιά με αποστολές και κάνανε ζημιές στους κατακτητές. Και είχαμε αναμεσά μας τόσα χρόνια έναν ήρωα που εμείς οι νεότεροι δεν είχαμε ιδέα. Και όταν λέει του έστειλε η Αγγλία το μετάλλειο, αυτός το γύρισε πίσω. Δεν το δέχτηκε. Και είπε ότι αρνείται να δεχτεί μετάλλειο από αυτούς που πούλησαν την πατρίδα του και την Κύπρο. Είναι αλήθεια αυτά; τα ξέρεις;
Κουνάει το κεφάλι του ο μπάρμα Βαγγέλης. -Αυτός ήρωας; Τον κάνανε ήρωα ναι. Αυτός που έγραψε το βιβλίο, αγγλόφιλος και μπουραντάς. Και ποιον εκάνανε ήρωα δα; Τα καίκια του πως τα έφτιαξε  τόσα πολλά ο Κουμαριανός ξέρεις; Πήρε να μεταφέρει έναν Άγγλο με ένα μπαούλο λίρες, με αποστολή αυτός να πάει τις λίρες στους Άγγλους που ήταν στην Αίγυπτο για να προμηθευτούν με αυτές υλικό για τον πόλεμο. Κι αυτοί εκεί στο καϊκι πνίξανε τον άνθρωπο, τσεπώσανε τις λίρες και ούτε τον είδε ούτε τον άκουσε κανείς. Με το που τέλειωσε ο πόλεμο βρέθηκε με ένα σωρό καϊκια ο Κουμαριανός. Τι να σου κάνω, δεν ζει ο πατέρας σου να στα πει καλύτερα. Εκείνος ήξερε και τα έλεγε συναρπαστικά. Αλλά η αλήθεια είναι αυτή. Κάνανε ήρωες τους πουλημένοι, τα τομάρια, και κρατήσανε στην σκιά και την περιφρόνηση τα πραγματικά παλικάρια που θυσιάστηκαν τότενες για την πατρίδα.

Περνάει ένα καϊκι. Δεν θα είναι των κουμαριανών. Δεν έχει αγγλική σημαία πάνω, χεχε.
Ποιος ξέρει πόσοοι από αυτούς τους καπεταναίους  που οι γιοι τους κορδώνονται σήμερα με τις επιχειρήσεις τους, τις τουριστικές τους μονάδες, πόσο κόσμο είχανε φάει για να αποκτήσουν τα καράβια τους. Πόσες φορές πρόδωσαν την πατρίδα τους και σε ποιους.

Πείνασα. Ώρα για επιστροφή. Θα σβήσει και το λαπτοπ χωρίς ρεύμα. Το παίρνω μαζί μου κάθε μέρα κρυμμένο μέσα σε ένα σάκο. Να μη δώσω αφορμή για σχόλια ότι κυκλοφορώ με αυτό στη δουλειά.

Είναι τόσο μεγάλη η πείνα μου που ξεχνάω ότι πεινάω. Θα ήθελα να μάθω περισσότερα από το θείο το Βαγγέλη. Να είχα ένα μαγνητόφωνο...αυτές είναι μαρτυρίες που δεν υπάρχουν πουθενά γραμμένες. Μόνο οι παλιοί που θυμούνται και αναπολούν. Ας τον έχει ο θεός καλά.
Ας έχει και μένα. Ν' αντέξω να βγάλω το ψωμί μου για άλλη μια σαιζόν με αξιοπρέπεια. Οι γλάροι λένε κρα. Ο πελεκάνος κουνάει το κεφάλι του πάνω κάτω. Ο ορίζοντας λαμπυρίζει, μου κλείνει το μάτι. Η Θάλασσα λέει το τραγούδι της μόνο για μένα. Ο βράχος με κρύβει. Όλα είναι έτσι όπως πρέπει να είναι. Όπως οφείλουν να είναι παντού, στη μικρή αυτή κόχη της ανασυγκρότησης.
Χα χα. Ίσως κάποια μέρα έρθουν εδώ οι επισκέπτες, αναζητώντας τη θέση που κάθισα κάποτε.
Αν δεν είχα ένα τέτοιο ψώνιο βαθιά μέσα μου, δεν θα συνέχιζα ακόμα να κυνηγώ τους ανεμόμυλους σε αυτή την ηλικία. Έτσι δεν είναι;



Σάββατο 3 Μαΐου 2014

Η ωραία κοιμωμένη


Οι λέξεις
Ο στόχος
ο τοίχος
το κέντρο
το βέλος
οι λέξεις
οι έξεις
οι βλέψεις
και η ποίηση
ανθάκι  διακοσμητικό
στο κεφάλι του δράκου.

Σάββατο 22 Φεβρουαρίου 2014

“Τα χρυσά φύλλα των χωριών”



Κάποτε έγραψα ένα μυθιστόρημα που του έδωσα τον τίτλο “Κανενός Η Ευτυχία”. Επρόκειτο για ένα πρόσωπο φανταστικό, που μου έμοιαζε ωστόσο σε πολλά. Όχι σε όλα. Όχι σε κείνα που θα ονειρευόμουν να είμαι αλλά δεν κατάφερα. Ούτε σε κείνα που θα μπορούσα να είμαι αν το είχα πιστέψει. Κατά βάση η Ευτυχία του μυθιστορήματος μου ήταν ένα πρόσωπο, φανταστικό.

Ύστερα μια μέρα, περιδιαβαίνοντας το μονοπάτια της ζωής, τη γνώρισα. Ήταν όπως και η ηρωίδα μου μια συγγραφέας. Αλλά δεν με άφησε να το καταλάβω από την αρχή. Μου συστήθηκε απλώς σαν Ευτυχία. Σε ένα μικρό χώρο γραφείου, καθισμένη εκείνη από πίσω του, όρθια εγώ μπροστά του, μιλούσαμε περί ανέμων και υδάτων, επειδή σε έναν εργασιακό χώρο δεν θέλεις να πεις κάτι άλλο.

Ύστερα η Ευτυχία έφυγε. Άλλα άτομα ήρθαν και κάθισαν πίσω από κείνο το γραφείο. Όλα περί ανέμων και υδάτων μιλούσαν αλλά είχα την αίσθηση ότι έλεγαν μαλακίες. Μόνο το περί ανέμων και υδάτων της Ευτυχίας μου έλεγε κάτι περισσότερο μέσα μου. Κάτι που επιδίωκα να ακούσω, ακόμα κι αν ήξερα ότι δεν υπάρχει χρόνος για αναλύσεις, φιλοσοφίες, στοχασμούς, προεκτάσεις. Κι όμως. Εκείνα τα λίγα λεπτά της χαμογελαστής καλημέρας, εκείνες οι χαριτωμένες ατάκες για τη φαιδρότητα των φαινομένων, το ανάλαφρο χιούμορ διαποτισμένο από τη μελαγχολία της διαπίστωσης, και κυρίως το βαθύ, ζεστό και γεμάτο βλέμμα, δεν τα είδα ξανά σε αυτό το γραφείο.

Και πέρασε ο καιρός και τα χρόνια, η δικιά μου Ευτυχία πήρε το δρόμο για τα συρτάρια, έτσι καθώς η παρουσία της δεν εντυπωσίασε τους εκδότες και η διακριτική της ύπαρξη δεν απαίτησε την προσοχή κανενός. Παρέμεινε λοιπόν Κανενός η Ευτυχία.

Η άλλη όμως, η πραγματική, η συνάδελφος, που εγώ θυμόμουν πια σαν μια όμορφη παρένθεση στο άχαρο τοπίο της αυταρέσκειας, με είχε βρει. Για πολύ καιρό έμπαινε μέσα εδώ και με διάβαζε χωρίς να το γνωρίζω, μέχρι που αποφάσισε να μου κάνει γνωστή την παρουσία της. Και καλά που έκανε. Αυτομάτως μου ξύπνησαν μέσα μου όλες οι όμορφες μνήμες από την εποχή της συνύπαρξής μας ως συνάδελφοι. Από κείνη την ευχάριστη παρουσία που άλλαζε το σκηνικό της βαρυθυμίας, της έντασης, της βαρεμάρας, του αρνητισμού. Θυμάμαι πάντα πόσο καλύτερα ήμουν φεύγοντας από τη δουλειά, όταν το τελευταίο πρόσωπο που είδα σε αυτήν ήταν το δικό της. Και πόσο ο Τζεφ, όταν φεύγαμε μαζί, καθώς ανέβαινα πάνω στο μηχανάκι δεν παρέλειπε να μου σχολιάσει κάθε φορά. “Τι ωραίος και ζεστός άνθρωπος που είναι η Ευτυχία Ελένη μου. Παραείναι καλή για να μείνει εδώ μέσα”

Και πέρασε κι άλλος καιρός, εγώ έγραφα, η Ευτυχία διάβαζε, κατά καιρούς μου έστελνε και κάποιο σχόλιο στο φέις μπουκ για το τελευταίο μου κείμενο. Πάντα με ένα καλό λόγο, πάντα με μια συγκίνηση και μια χαρά από τη διαπίστωση όπως λέει και η ίδια, πως δεν έχω προδώσει τις προσδοκίες της, από κείμενο σε κείμενο. Μεταξύ μας, ιδέα δεν έχω πως προδίδεις ή δεν προδίδεις τις προσδοκίες ενός ανθρώπου από αυτά που γράφεις. Μόνο να υποθέσω και να υποψιαστώ μπορώ, κάπως έτσι δεν βαδίζουμε όλοι;

Μέχρι που ήρθε η στιγμή να τη συναντήσω μετά τόσα χρόνια την Ευτυχία μου ξανά. Να τα πούμε από κοντά σαν δυο παλιές καλές φίλες, να διαβάσω επιτέλους κι εγώ, τα όμορφα πονηματά της, την ύπαρξη των οποίων πληροφορήθηκα μόλις πέρσι.
Είχα καιρό να τη δω και είχα ξεχάσει πόσο όμορφη είναι. Πάντα οι όμορφες ψυχές αποτυπώνονται στα χαρακτηριστικά των ανθρώπων. Τα σάρκινα αγάλματα δεν τα συμπαθώ. Αγαπώ τα μαρμάρινα της αρχαιότητας, που είναι φτιαγμένα από το χέρι ενός βροτού καλλιτέχνη. Η Ευτυχία είναι μια ομορφιά ζωντανή που εκπέμπει αγάπη, καλοσύνη, πνεύμα, και φυσική ευγένεια.

Μου έφερε τα φύλλα του ευκάλυπτου, να τα βράσω και να κάτσω πάνω από την κατσαρόλα να τα μυρίσω για να μου περάσει το κρύωμα. Επειδή το διάβασε που μου το έγραψε η Λίλιαν μέσα εδώ. Έβρασα ήδη σήμερα το πρωί λίγα. Δεν βοήθησαν πολύ γιατί δυο μέρες ταλαιπωρούμαι με άγριο συνάχι και τρομερή καταρροή, αλλά έκαναν κάτι. Θα βράσω κι άλλα το βράδυ.

Μου έφερε ακόμα το βιβλίο της εκτυπωμένο. Αυτό που δεν αξιώθηκα εγώ να κατεβάσω από το ίντερνετ, γιατί δεν έχω την τεχνική υποδομή στο πισί μου για να το κάνω, αφού δεν έχω ούτε office ούτε αρκετό χρόνο για σύνδεση, ώστε να προλάβει το βιβλίο να κατέβει.

Το βιβλίο της Ευτυχίας έχει τον τίτλο, “Θάνατος, Καλοκαίρι,Φθινόπωρο, χειμώνας”
Μέσα εκεί γνώρισα την Ευτυχία που δεν ήξερα. Μια συγγραφέα ποιήτρια, που κατάφερε ένα ολόκληρο μυθιστόρημα να το γράψει με την ψυχή και τη σκέψη της ποιήτριας που είναι.
Το μυθιστόρημα αφορά στα παιχνίδια της μοίρας που φανερώνονται μέσα από τη ζωή και τις σκέψεις ενός άντρα που διαπιστώνει κάθε τόσο πως παρά τις επίμονες και φιλότιμες προσπάθειές του, δεν έχει τον έλεγχο των γεγονότων της ζωής του. Συχνά αισθάνεται σαν μια μαριονέτα στα χέρια μιας ανώτερης δύναμης που χλευάζει τις ανθρώπινες αυταπάτες.
Ο λυρισμός και ο ρομαντισμός του ήρωα που ξεδιπλώνονται τακτικά σε όλη την πορεία της αφήγησης, καταλήγουν να δώσουν τη θέση τους στη θλιβερή συναίσθηση της μοίρας της δικής του και των αγαπημένων του. Αβίαστο είναι το συναίσθημα του εμπαιγμού του, της χρήσης του ως μαριονέτα στα χέρια ενός τρελού Θεού, που διασκεδάζει με τα δεινά των ανθρώπων. Αλλά ακόμα και τότε, ο νους και η ψυχή του έχουν την ανάγκη να δημιουργήσουν τον κόσμο από την αρχή, έναν κόσμο όπου τίποτα δεν τελειώνει βίαια, τίποτα δεν πεθαίνει, έναν κόσμο όπου η ζωή μεταλλάσσεται σε άλλη ζωή, και η συγκίνηση μεταφέρεται από τον ένα κόσμο στον άλλο, αληθινή, χειροπιαστή, χωρίς αυταπάτες.
Χωρίς αυταπάτες. Ο μόνος κόσμος που δεν θα σε προδώσει ποτέ, είναι αυτός που ο ίδιος δημιούργησες.
Παραθέτω ένα μικρό απόσπασμα του βιβλίου της Ευτυχίας Κανάρη, “Θάνατος, καλοκαίρι, φθινόπωρο, χειμώνας”

“Μου αρέσουν πολύ τα κίτρινα φύλλα. Έχει περάσει ο καιρός τους, έχει φύγει η ζωή και όμορφο χρώμα τους, κι όμως...υπάρχουν ακόμα πάνω ή γύρω από τα δέντρα τους. Με κάθε δυνατό αέρα, αποκολλώνται και πέφτουν χάμω. Κι έκτοτε σέρνονται από πεζοδρόμιο σε πεζοδρόμιο, πατιούνται άτσαλα από τους περαστικούς και ποτέ κανένας δεν χρειάζεται να αναρωτηθεί από ποιο δέντρο ξεκίνησαν το ταξίδι τους.
Όταν ήμουν παιδί, κάθε άνοιξη που οι δρόμοι, οι πλατείες και τα πάρκα ξέμεναν πλέον από τα κιτρινισμένα φύλλα, δεν σκεφτόμουν ποτέ πως κάποιοι πέρασαν, τα σκούπισαν και τα μάζεψαν. Ούτε πως σάπισαν μέσα σε υπονόμους. Είχα πλάσει στη φαντασία μου ένα αλλιώτικο ταξίδι για αυτά.
Πίστευα πω πετούσαν μαρκιά με τον δυνατό αέρα και κατέληγαν σε κάτι έρημα χωριά, με ολόγυμνα δέντρα και γκρίζες πλατείες. Σκορπίζοντας εκεί και, κάτω από τον ήλιο, το καφετί και κίτρινο χρώμα τους έμοιαζε χρυσό.
Δεν θυμάμαι αν “τα χωριά των χρυσών φύλλων” ήταν δημιουργίες του δικού μου μυαλού και μόνο, ή αν προέρχονταν από ιστορίες που μου έλεγαν όταν ήμουν παιδί.
Εκείνο που ξέρω είναι πως η ύπαρξή τους δεν έσβησε ποτέ πραγματικά από το μυαλό μου. Πάντοτε, κάθε άνοιξη, παράλληλα με την ολάνθιστη πραγματικότητα που βλέπω γύρω μου, υπάρχουν και “τα χωριά των χρυσών φύλλων” μέσα μου”.

Το μυθιστόρημα της Ευτυχίας μου θύμισε την κίνηση ενός δελφινιού. Πετάγεται στον αέρα χαρούμενο και παιχνιδιάρικο να χαιρετίσει τη ζωή και τον ήλιο. Αν τολμήσεις να το ακολουθήσεις στους σκοτεινούς βυθούς των θησαυρών του, σιγουρέψου πως θα φύγεις εγκαίρως από την πλάτη του για να αναδυθείς, όταν εκείνο αποφασίσει να περιμένει την Άνοιξη μέσα τους. Θα μου πεις, και πότε γνώρισες ποιητή χαρούμενο; Ω έχω γνωρίσει έναν. Κατά την άποψή μου δεν υπήρχε πιο αισιόδοξος λάτρης του ήλιου από αυτόν. Δεν υπήρξε πιο μεγάλος εραστής της ζωής από αυτόν. Πιο χαρούμενος τροβαδούρος της ομορφιάς των στιγμών, της πίστης στο αύριο και του έρωτα. Ήταν ο Μαγιακόφσκι. Που αυτοκτόνησε.
Ωστόσο το καράβι της ζωής δεν σταματάει να μας βγάζει σε λιμάνια, καινούργια, ανείδωτα, σκοτεινά ή φωτεινά, υποσχόμενα ή απογοητευτικά, δεν ξέρουμε τίποτα γι' αυτά πριν από την άφιξή μας εκεί, κι όταν η θάλασσα σε έχει κουράσει για πολλούς μήνες, οποιαδήποτε στεριά είναι καλή, πάντα πλησιάζοντας θα βλέπεις από μακριά ένα όμορφο σπίτι στο βουνό, μια συστάδα δέντρων κάπου αλλού, ή
“Τα χρυσά φύλλα των χωριών” να λαμπυρίζουν γεμάτα υποσχέσεις. Επειδή και ο θάνατος είναι αποτέλεσμα ζωής. Επειδή τα χρυσά φύλλα σου λένε πως όντως υπήρξε αυτή. Και τίποτα δεν σ' εμποδίζει να πιστεύεις πως θα ξανά υπάρξει.
Η αλήθεια του βιβλίου της Ευτυχίας όμως, θέλει την ευτυχία να μην είναι κανενός. Η σειρά των τραγικών συμπτώσεων μέσα σε αυτό με κάνουν να θυμάμαι το Σίσυφο με την πέτρα, τη μοίρα των αδύναμων ανθρώπων που μπορεί να είναι πέρα από τη βούληση και τις επιλογές τους ακόμα, η αλήθεια του βιβλίου της Ευτυχίας είναι ότι η μυθοπλασία του είναι μαγευτική, σαν τη μαύρη τουλίπα των παραμυθιών. Πειστική τόσο που σε κάνει να ψάχνεις τα κρατήματά σου. Και ξεγυμνωτική σε σχέση με τις φανφάρες που μια ρηχή και φιλόδοξη ύπαρξη, δημιουργεί σαν κάστρα από ριζόχαρτο, για να μεγαλώσει μέσα τους τα σχεδιά της. Η μόνη δυνατή αλήθεια είναι η συναίσθηση της μικρότητάς μας.
Ωστόσο άπαξ και το ξέρουμε αυτό, μπορούμε να επιτρέψουμε στον εαυτό μας τη χαρά της στιγμής,
της επικοινωνίας, της αγάπης, της απόλαυσης και της ανάγνωσης.
Μπορούμε ακόμα και να πατήσουμε πάνω στα χρυσά φύλλα των χωριών, με τα ακροδάχτυλα να ψηλώσουμε ένα πόντο, για να δούμε ένα νεογέννητο φύλλο στη μασχάλη του δέντρου. Και τότε ο Θάνατος θα είναι Άνοιξη.
Καλά τώρα τι μπορούμε και τι δεν μπορούμε. Σημασία έχει να κλείνεις ένα βιβλίο, και να μπορείς να σκέφτεσαι αυτά κι άλλα τόσα κι άλλα τόσα, παρά το γεγονός ότι η ζωή τρέχει, αδυσώπητα, ο θάνατος επίσης αδυσώπητα, που όταν θερίζει μορφές που αφήσανε και το στίγμα τους στις καρδιές μας, αισθάνεσαι πως ολοένα και περισσότερο ο κόσμος αυτός φτωχαίνει. Καλό ταξίδι Σάκη Μπουλά. Καλέ μας άνθρωπε, σεμνέ και μεγάλε καλλιτέχνη.
Ωστόσο πάντα η ζωή γεννάει και μας χαρίζει ανθρώπους σημαντικούς, όχι για αναπληρώσουν τα δυσαναπλήρωτα κενά των εκλιπόντων, αλλά για να ξαναβάλουν τις αξίες στη θέση τους, με τη ζωή, το έργο και το ήθος τους, για να συνεχίσει η χρυσή κλωστή να μας δίνει ανθρώπους που τους έχουμε ανάγκη, καλωσήλθες Ευτυχία Κανάρη. Καλό δρόμο στο υπέροχο αυτό βιβλίο σου, και σε κάθε άλλο μετά.