Ενημερώνω τους αναγνώστες μου ότι το βιβλίο που έρχεται, έφυγε από εμένα με τον τίτλο, "Ιστορίες πολέμου και ειρήνης" Και κατά πάσα πιθανότητα έτσι θα βγει στην αγορά.
Παραθέτω ένα απόσπασμα από το πρώτο μέρος του βιβλίου "ταραγμένες ζωές σε καιρό πολέμου"
Από το διήγημα "ΟΙ ΠΡΙΜΟΥΛΕΣ ΤΗΣ ΑΝΝΑΣ"
"Κάτω από τα μάτια μου, ένα προκλητικό γαλάζιο άρχισε να λικνίζεται στον αέρα, πήγαινε κι ερχόταν σκορπίζοντας στις διαδρομές του μνήμες από αλλοτινές εποχές, εικόνες και συμβάντα που εγώ ήμουν ανίκανη να μεταφράσω.
Αποφάσισα να γεμίσω όλη την αυλή μου με
αυτές. Ξερίζωσα τις μαραμένες προσπάθειες και στη θέση τους φύτεψα μασχάλες από
το λουλούδι, το οποίο ήλπιζα, να καταλάβει όλη την αυλή με τα δυο υπέροχα
χρώματά του. Όταν τέλειωσα τη δουλειά αυτή, έφτιαξα έναν καφέ και βγήκα να τον
απολαύσω στο τραπέζι της αυλής. Το τραπέζι μου αποτελείται από μια παλιά πλάκα
λευκού μαρμάρου που βρήκα πεταμένη μετά την κατεδάφιση ενός γειτονικού
προσφυγικού και μια βάση από σίδερο που έφτιαξα μόνη μου. Όταν δεν βρέχει, τις
περισσότερες ώρες της μέρας μου τις βγάζω σε αυτό, ακόμα και το χειμώνα. Έχω
την ευκαιρία να εργάζομαι πάνω του ακούγοντας τους παλμούς του δρόμου και τους
ανθρώπους στις καθημερινές τους ασχολίες. Συχνά πυκνά σταματάει το φορτηγάκι
του ο ψαράς μπροστά στην αυλή, και καθώς περιμένει να πουλήσει τα ψάρια του,
πιάνω μαζί του κουβεντούλα.
Εκείνη τη μέρα, ο ψαράς με ρώτησε. «Την
ξέρεις την ιστορία αυτού εδώ του λουλουδιού;
Του είπα πως ξέρω ότι το έφερε μια
οικογένεια προσφύγων και τίποτα περισσότερο».
-Άκου λοιπόν τι ξέρω εγώ για το σπίτι σου.
Η οικογένεια που έμενε εδώ, απέκτησε
κάποτε περιουσία, αλλά το σπίτι αυτό, δεν το άφησε για να πάει σε άλλο,
καλύτερο. Αντίθετα ο άντρας, ήταν μερακλής και κάθε τόσο το έβαφε, το
ανακαίνιζε και κλάδευε την πρίμουλα. Της είχε μεγάλη αδυναμία.
Βλέπεις μετά τον πόλεμο του σαράντα, ο
γιος του είχε προσχωρήσει στον Ελληνικό Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό και ζούσε
με τους άλλους αντάρτες πάνω στα βουνά. Κάθε φορά που κρυφά επισκεπτόταν την
οικογένειά του, έκοβε ένα κλαδί με δυο τρία λουλούδια από την πρίμουλα και το
έπαιρνε μαζί του φεύγοντας. Έβαζε το ένα λουλούδι στο αυτί του και τα άλλα στην
τσέπη του. Είχε ένα κορίτσι πάνω στο βουνό που τον περίμενε να γυρίσει και κάθε
φορά, της έδινε ένα τέτοιο ανθάκι.
Μετά τη συνθηκολόγηση στη Βάρκιζα, όπου ο
ΕΛΑΣ κατάθεσε τα όπλα του και οι άντρες του κυνηγήθηκαν ως τα σύνορα, πολύς
ήταν ο κόσμος, ο περισσότερος, που δεν πρόλαβε να περάσει σε γειτονική χώρα.
Όπου τους έβρισκαν τους θέριζαν επιτόπου. Ο Μάρκος, μοναχοπαίδι του μερακλή
νοικοκύρη εδώ, δεν είχε δώσει σημεία ζωής. Την τελευταία φορά που έφυγε με το
λουλούδι στην τσέπη του, είχε φιλήσει τους γονείς του, με τα λόγια «καλή
αντάμωση» μα ήξεραν και οι δυο πλευρές, πως αυτό ήταν το αντίο τους.
Πέρασαν μήνες. Όσοι γλύτωσαν από το
κυνηγητό επέστρεψαν στα σπίτια τους και μερικοί μπόρεσαν να πείσουν τις αρχές,
ότι καμιά σχέση δεν είχαν με το αντάρτικο. Ο Μάρκος όμως πουθενά. Μάταια οι
γονείς περίμεναν την επιστροφή του ή κάποιο νέο γι’ αυτόν.
Μια μέρα ξαφνικά, έκανε την εμφάνισή της
στο σπίτι μια κοπέλα που η οικογένεια δεν είχε ξαναδεί. Τους είπε ότι την
έλεγαν Άννα, πως ήταν η κοπέλα του Μάρκου .Την αγκάλιασαν σαν παιδί τους, κι
εκείνη τους είπε όσα ήξερε.
Πάνω στην κορφή του Υμηττού, είχε φυτρώσει
μία μοναδική πρίμουλα, δίχρωμη, με βυσσινιά και γαλάζια άνθη. Αυτό δεν το
θεωρούσε καθόλου τυχαίο και οι γονείς που το άκουσαν, ταράχθηκαν Πήγαν λοιπόν
περπατώντας μέχρι το σημείο που η Άννα είδε το λουλούδι κι ο πατέρας του Μάρκου
έσκαψε προσεχτικά, μέχρι που το φτυάρι του χτύπησε πάνω σε μια μπότα.
Αποκαλύφθηκε το σώμα του Μάρκου, με όλη τη φρίκη που φέρνει στους ζωντανούς η
διαδικασία του θανάτου και η αποσύνθεση και αφού μάζεψαν όλο το κουράγιο τους
οι αγαπημένοι του, άρχισαν να προσέχουν τις λεπτομέρειες. Ο Μάρκος είχε σκοτωθεί
σε μια μάχη κατά την υποχώρηση, θα πρέπει να πέθανε γρήγορα, είχε ωστόσο
προλάβει να βγάλει από την τσέπη του την πρίμουλα, που την κρατούσαν τώρα τα
σκελετωμένα χέρια του πάνω στο στήθος κι έτσι τον έθαψαν οι σύντροφοί του.
Η πρίμουλα έβγαλε κλωνάρια στα χέρια του,
φύτρωσε και πέρασε πάνω από τη γη και τη γέμισε με τα δίχρωμα λουλουδάκια.
Πήραν το Μάρκο και τον κατέβασαν στο νεκροταφείο, προσέχοντας να μην
καταστρέψουν το φυτό κι έκτοτε αυτό παραμένει πάνω εκεί και πολλαπλασιάζεται,
να πας κάποια μέρα να το δεις."
Απόσπασμα από το β' μέρος "Ταραγμένες ψυχές σε καιρό ειρήνης"
ΤΟ ΝΥΧΤΟΠΟΥΛΙ ΚΑΙ Η ΓΥΝΑΙΚΑ
"............Το πουλί που ονόμαζαν αηδόνι έχασε τη δυναμή του. Τροφή δεν έβρισκε σωστή, νερό να δροσιστεί και να υγράνει το λαρύγγι, έπρεπε να δεχτεί το θάνατο για λύση, η να προσαρμοστεί στον κόσμο των «απέξω» και περίμενε το δειλινό για ν’ αποφασίσει που θα πλαγιάσει.
Αλλά το δειλινό κάθε μέρα αργούσε. Κι όταν τελικά απλωνόταν στους γυμνούς
λόφους, λίγο κρατούσε, ενώ η φωνή του δεν ήταν πια αηδονίσια καθώς στριγκός
έβγαινε ο ήχος, στην αγωνιώδη αναμονή της σελήνης με το γλυκό της φως, γιατί
μόνη αυτή φρόντιζε να του δείχνει τις λιγοστές πηγές του νερού και τις γωνιές της
ανάπαυλας. Χωρίς κήπο δεν το αγαπούσε ο ήλιος, παράφορος εχθρός της φωνής του είχε αποδειχτεί
και το πουλί που ονόμαζαν αηδόνι αποφάσισε να ζήσει σαν ένα πουλί που όλοι
έμαθαν πια ν’ αποκαλούν «νυχτοπούλι». Δεν κατάφερνε κανέναν να
παρηγορήσει πια η φωνή του, και όλα τα ζωντανά πλάσματα έκλειναν τ’ αυτιά τους
στο τραγικό τσιριχτό του, ξέχασαν τη θλίψη του χαμένου κήπου, κι έστησαν μόνο
ένα μνημείο για τις πεταλίδες του ονείρου, που και σ’ αυτές άλλαξαν όνομα, τις
είπαν ουτοπίες.
Μια νύχτα πάνω στη βεράντα ενός σπιτιού όπου καθόταν μια γυναίκα μόνη, το
νυχτοπούλι προσγειώθηκε και την κοίταξε στα μάτια. Καθώς μέσα
τους καθρεφτίζονταν σκοτεινές λίμνες, το πουλί μαγνητίστηκε από αυτές, ήρθε
πιο κοντά της και άρχισε να λούζεται στα
ρυάκια του προσώπου της, να ξεδιψά στη θλίψη του ανεκπλήρωτου και όταν δυνάμωσε
από αυτά, της είπε.
«Κάποια μέρα, θα επανέλθουν οι μνήμες. Η θλίψη είναι μια παρεξηγημένη
ευτυχία, θα θυμηθούν οι άνθρωποι να το ξέρεις. Όταν θα γίνει αυτό θ’ αναζητήσουν την αλήθεια.
Όταν δεν θά χει απομείνει τίποτε να καταστρέψουν, θα στραφούν στους εαυτούς
τους. Και μόνο τότε θα καταλάβουν πως οι κήποι της ευτυχίας δεν φυτρώνουν από
μόνοι τους. Και για να συνεχίσουν να ζουν πρέπει να μάθουν να καλλιεργούν, να
ξεχορταριάζουν, να φυτεύουν…»
Ύστερα το νυχτοπούλι απότομα τίναξε τα φτερά του, πέταξε κάτω από το φως
της σελήνης και τόσο θεόρατο φαινόταν, που η γυναίκα τρόμαξε πως θα καταπιεί το
φεγγάρι. Δεν έγινε έτσι. Το είδε μετά να μικραίνει ξανά και λίγο πριν χαθεί,
άφησε τον πιο γλυκό ήχο στη φωτισμένη νύχτα, ολόιδιο με τον ήχο του πουλιού που
ονόμαζαν αηδόνι.
Η γυναίκα που στη βεράντα καθόταν μόνη, έκλεισε την καρέκλα της και με τη
συνοδεία της μακρινής λαλιάς, προχώρησε στο εσωτερικό του σπιτιού της με τις
άδειες από παραστάσεις βελούδινες μπάντες στους τοίχους.
Και κοιτάζοντάς τες μονολόγησε με περίσκεψη. -Δεν υπάρχουν βελούδινοι
κήποι. Ας υπάρξει ένας αληθινός, με αγκάθια
και μυτερά φύλλα, πόνο και ηδονή, μυρωδιές ζωής και θανάτου.- Σαν πουλί
τραγούδησε, σαν αηδόνι φτιάχνοντας τον κήπο της κι όταν αυτός ήταν έτοιμος, ξάπλωσε
μέσα του ευτυχισμένη.
Η γυναίκα που πάντα καθόταν στη βεράντα της τις νύχτες, δεν εμφανίστηκε
ξανά σ’ αυτήν. Και από τα διπλανά διαμερίσματα υπέθεσαν πως θα είχε μετακομίσει.
Οι υποθέσεις και οι εικασίες δεν είναι δέντρα που φυτρώνουν στους κήπους, φυτρώνουν
σαν αγριόχορτα όμως μέσα στο μυαλό, καταλαμβάνοντας τους χώρους της γνώσης, της
λογικής, και της έγνοιας.
No comments:
Post a Comment
Εδώ σχολιάζουμε;