herinna

herinna

Τετάρτη 23 Δεκεμβρίου 2009

Το κασκέτο της πεταλούδας

Σας είχα υποσχεθεί μία ανάρτηση σύντομα. Δεν έγινε και τόσο σύντομα συγνώμη. Όλον αυτό τον καιρό έτρεχα και μετρούσα τις ώρες που απομένουν να γυρίσω στο σπίτι. Να δω το παιδί μου που αναρωτιόμουν τι κάνει, να του δώσω πίσω τη μαμά του. Έτρεχα αλλά ήμουν καλά γιατί κρατούσα μια πεταλούδα στη χούφτα μου. Μία ανήσυχη πεταλουδίτσα που φοβόταν τον άγριο κόσμο στον οποίο βρέθηκε, που πήρε τα χρωματά του μόνο και τα φόρεσε στα φτερά της, που πήρε τα σχηματά του μόνο και τα ζωγράφισε στην παλάμη μου. Και ήταν καλά και ασφαλής και χαρούμενη μέσα στη χούφτα μου. Κι εγώ λες και σ' αυτήν κράταγα όλη μου την ενέργεια και τη διοχεύτευα μέσα μου κι έφτανε στα ακροδαχτυλά μου, έτρεχα χωρίς κούραση και χωρίς βαρυγκομιά. Κι άφηνα το μπλογκ μου μόνο του σαν ορφανό, το σπίτι μου μόνο του χωρίς μαμά για να μπορέσω να είμαι μια καλή μαμά. Οξύμωρο ε; Κι αυτή η πεταλούδα με ρώταγε κάθε τόσο, πως το κάνεις; γιατί δεν ήξερε πως η ίδια με έκανε να αντέχω. Και μια μέρα μου είπε, "κοιμήσου, είσαι πολύ κουρασμένη. θα σε ξυπνήσω εγώ, αλλά μην ανοίξεις την παλάμη σου με τίποτα". Κι εγώ υπάκουσα και κοιμήθηκα αμέσως σαν μωρό που το βάζεις στην κούνια μετά από μια μέρα κουραστική όπου έπαιξε, έτρεξε, χτύπησε, έκλαψε και μετά αποκοιμήθηκε. Είχα βάλει το ξυπνητήρι της σκέψης μου, να χτυπήσει αν τυχόν η παλάμη μου άνοιγε. Και δεν το άκουσα. Στον ύπνο μου έβλεπα πως είμαι πάνω στα φτερά της πεταλούδας και πως αυτή με έπαιρνε μακριά. Και όταν ξύπνησα, η παλάμη μου ήταν ανοιχτή και η πεταλούδα μου φευγάτη. Σήμερα ξύπνησα μόλις. 23 Δεκεμβρίου του 2009. Αποκοιμήθηκα Τρίτη 15 Δεκεμβρίου και από τότε μέχρι σήμερα μόνο ονειρευόμουν, με μια πεταλούδα φευγάτη.
Τώρα είμαι στο σπίτι μου. Με το παιδί μου. Δεν μου έχει απομείνει τίποτε άλλο κι αυτό μου λέει ευχαριστώ που του αφιερώνω το χρόνο μου κι εγώ κλαίω γιατί ούτε καλή μάνα είμαι ούτε καλή φύλακας της πεταλούδας μου που έφυγε και πάει.
Μου είχε ζητήσει ένα κασκέτο να το φοράει όταν θα πετάει μόνη της κόντρα στα ρεύματα του αέρα. Χριστουγενιάτικο δώρο θα ήταν αυτό. Σήμερα σαν υπνωτισμένη πήγα με το παιδί για ψώνια. Την περίμενε αυτή τη μέρα. Δοκίμαζε πράγματα στους καθρέπτες των καταστημάτων κι εγώ μέσα τους έβλεπα την πεταλούδα μου να πετάει χωρίς κασκέτο. Χωρίς καν ένα αντίο.
Καλά Χριστούγεννα σε όλους.

Παρασκευή 27 Νοεμβρίου 2009

φίλοι μου συγνώμη για την αποχή, πασχίζω να επανέλθω

Κάτι τα βραδινά μεροκάματα κάτι το τρέξιμο από Νήαρ Ιστ σε παναθηναικό (να δούμε που θα σταθεροποιηθεί αυτό το παιδί μελλοντικό καμάρι της χώρας μας και ξυπνήστε μας), κάτι η προετοιμασία για την παρουσίαση ενός διηγήματος με μουσική συνοδεία (Παναγία μου δεν ήξερα ότι είναι τόσο δύσκολο), κάτι τα συγγραφικά, όλο έρχομαι κι όλο στο δρόμο είμαι. Αλλά σύντομα ελπίζω ναι, θα καταφέρω να ξεβουλώσω τ' αυτιά μου και να ακούσω τι παίζει ο φίλος μου ο Άγγελος στην κιθάρα όταν εγώ απαγγέλω ότι μου καπνίσει, (αν δεν μου φέρει την κιθάρα του κολλάρο στο μεταξύ), και να τελειώσει αυτή η οδυνηρή προετοιμασία χωρίς να φάμε λεμονόκουπες στο τέλος, Πες ρε Νίκο κι εσύ γιατί δεν μου κάθεται το κολοκείμενο με την κιθάρα κι όπου θέλει με πετάει; Κι όπου να είναι τελειώνουν και τα τρεχάματα με τα άλλα, να κάτσω επιτέλους μια δυο ώρες με την ησυχία μου να ρεμβάσω ή να θυμηθώ τι μου την έδωσε όλον αυτό τον καιρό που έτρεχα και με τα πόδια, γιατί μας φάγανε το μηχανάκι κάτι ζήτουλες που τους έβρισαν στον απο κάτω όροφο, και νόμιζαν πως το μηχανάκι ήταν των υβριστών και το αρπάξανε για εκδίκηση το κερατό μου, που θα πάει λέω θα ηρεμήσω και θα τα πούμε. Φιλιά σε όλους.

Παρασκευή 6 Νοεμβρίου 2009

Καλέ είμαι αναγνώστρια του εαυτού μου; Έλα Χριστός κι Απόστολος...και δεν ξέρω και να το βγάλω το ρημάδι...

Τετάρτη 14 Οκτωβρίου 2009

Η μικρή κλέφτρα Κίσσα

Ενα παραμύθι δεν είναι παρά μια ιστορία φανταστική και θα πρέπει να διαβάζεται πάντα σαν τέτοιο, ακόμα κι αν περιέχει στοιχεία της επίσημης ιστορίας, που στόχος τους δεν είναι φυσικά η ιστορική πληροφόρηση αλλά η χωροχρονική τοποθέτηση των δρώμενων, ώστε να είναι σε θέση ο αναγνώστης να ορίσει το τοπίο της δράσης στη σκέψη του. Καμιά άλλη συγγένεια δεν μπορεί να έχει ένα πραγματικό ιστορικό γεγονός με αυτόν τον τύπο αφήγησης.
Αυτό σαν εισαγωγή προς αποφυγή παρεξηγήσεων αφού ετοιμάζομαι να δώσω τη συνέχεια του παραμυθιού "Μια βόλτα στο χρόνο ανηφορικά" που είχα εμπνευστεί από την ύπαρξη μιας γυναίκας της αρχαιότητας της Σεσάρας. Κατ' άλλους πόρνη, κατ' άλλους κόρη του Βασιλιά της Ελευσίνας Κελεού και κατ' εμέ γυναίκα ονειρική που αγάπησε πολύ τη φύση και τους ανθρώπους.
Κατεβαίνοντας λοιπόν την πλαγιά της Γκαλοπούλας μέχρι το νεκροταφείο, συναντάς πλήθος από Κίσσες, τα μικρά αυτά πουλιά που εδώ και δεκαετίες είχαν εξαφανιστεί και τα τελευταία χρόνια επανεμφανίστηκαν.
Η Κίσσα ήταν η αγαπημένη σύντροφος της Σεσάρας. Τις νύχτες μεταμορφωνόταν σε γυναίκα και υποδεχόταν με τις άλλες κοπέλες τους επισκέπτες άντρες. Τραγουδούσε υπέροχα όπως και οι άλλες της οκτώ αδελφές, μα ήταν η μόνη που η τιμωρία των μουσών την έπιασε μερικώς, αφού μόνο κατά τη διάρκεια της μέρας ήταν πουλί.
Η Κίσσα καθόταν πάνω σε μια κούνια στην αυλή του Σεζάρειου και με τη μαγευτική φωνή της προσέλκυε τους άντρες στο σημείο αυτό. Ύστερα αναλάμβαναν οι άλλες να τους ικανοποιήσουν τις επιθυμίες. Η κοπέλα πουλί ζήλευε που δεν μπορούσε και η ίδια να εκμεταλλευτεί τα κάλλη της και να εισπράξει τα δώρα που αυτές εισέπρατταν από τους πελάτες τους. Για να αναγκάσει λοιπόν την Σεσάρα να την εντάξει στην ομάδα υποδοχής των εντός, σταμάτησε να τραγουδάει κι έμεινε σιωπηλή για μία ολόκληρη εβδομάδα. Ήταν μια πολύ κακή εβδομάδα για τις γυναίκες του ναού της Αφροδίτης αφού κανείς δεν έβρισκε την είσοδο του πλέον και οι προμήθειες σε τρόφιμα , καλλυντικά και μυρωδικά είχαν αρχίσει να εξαντλούνται. Μία πίσω από την άλλη πήγαιναν στην Κίσσα και την παρακαλούσαν να αρχίσει το τραγούδι της ξανά, αλλά αυτή σώπαινε πεισματικά περιμένοντας να εμφανιστεί η Σεσάρα.
Αν η Σεσάρα όμως υποχωρούσε σε αυτό τον εκβιασμό θα έχανε το κύρος της σαν αρχιέρεια και θα αποκτούσαν και οι άλλες ιδέες πως με μια απεργία θα κατάφερναν να κερδίσουν περισσότερα πράγματα για τον εαυτό τους. Όπως για παράδειγμα να αλλάξουν το καθεστώς στις μέρες εξόδου τους που γίνονταν πάντα ομαδικά ώστε να μην είναι εύκολο για κάποια να δημιουργήσει το προσωπικό της πελατολόγιο, χωρίς την ανάμιξη του ναού.
Όλα αυτά ήταν θέματα που απασχολούσαν τη Σεσάρα η οποία πάρα πολύ είχε οργιστεί με την συμπεριφορά της μικρούλας Κίσσας που εκείνη μέχρι τότε, από σεβασμό στον πατέρα της είχε προστατέψει και διατηρήσει αμόλυντη, στην πιο σημαντικη μάλιστα θέση, αυτή του κράχτη, και τώρα η μικρή αποποιόταν.
Μια και δυο ξεκινάει η Σεσάρα και πάει να βρει τον πατέρα της Κίσσας στην Πιερία. Το και το, του λέει για τα καμώματα της κόρης του Κίσσας κι εκείνος αφού την άκουσε προσεκτικά της είπε.
"-Κάνε ότι θέλεις. Μία μου έχει απομείνει, όλες οι άλλες γίναν πουλιά και πετάξαν μακριά. Τις καταράστηκαν οι μούσες μετά την ήττα τους στο διαγωνισμό τραγουδιού και μόνο με έναν καινούργιο διαγωνισμό εφόσον αυτές κερδίσουν, θα ξαναπάρουν πίσω τη μορφή τους. Αλλά ο διαγωνισμός αυτός θα γίνει με την ενηλικιώση της Κίσσας, που ειναι η πιο μικρή και δεν είχε πάρει μέρος στον πρώτο. Γι' αυτό είναι σημαντικό να συνεχίσει την εξάσκηση στο τραγούδι, ανεπηρέαστη και αμόλυντη από κάθε άλλη γήινη απόλαυση. Είχα ελπίδες ότι κάποια μέρα θα απελευθερώσει από την κατάρα των μουσών και τις αδελφές της. Αν έχει επηρεαστεί τόσο πολύ από τη ζωή των άλλων γυναικών εκεί πέρα, πρέπει οπωσδήποτε να αλλάξει περιβάλλον. Είσαι όμως ελεύθερη να το χειριστείς κατά βούληση, σου έχω εμπιστοσύνη".
Και μετά από αυτά, ο φίλος της ο Πίερος αποσύρθηκε θλιμμένος στα δωματά του.
Η Σεσάρα γύρισε στον Υμηττό, άρπαξε τη μικρή από το χέρι και την έσυρε μέχρι έξω από το Ναό. Εκεί τη φόρτωσε επάνω σε μια άμαξα και έδωσε εντολή στον Αμαξά να την πάει στην Πεντέλη και να την παραδώσει στην ιέρεια της Αρτέμιδος, ώστε να φύγει από πάνω της η ευθύνη.
Η Κίσσα πάνω στην άμαξα θυμήθηκε ότι δεν πήρε μαζί της το αγαπημένο της καπέλο, και είπε στον αμαξά να την περιμένει. Μπήκε μέσα στον ναό πάλι την ώρα που η Σεσάρα και οι αδελφές της έτρωγαν όλες μαζί στην τραπεζαρία και αφού πήγε κρυφά σε όλων τα δωμάτια, έκλεψε από την κάθε μία τους, το πιο προσφιλές της αντικείμενο. Αυτό το έκανε σαν εκδίκηση προς όλες, που καμιά δεν μπήκε στον κόπο να την υπερασπιστεί και έφευγε από το μέρος εκείνο χωρίς αγκαλιές και αποχαιρετισμούς με καμία. Δεν ήξερε πως οι αδελφές της είχαν παντελή άγνοια των γεγονότων και νόμιζαν ότι κρύβεται θυμωμένη σε κάποιο θάμνο της γύρω περιοχής επειδή δεν κατάφερε να πείσει τη Σεσάρα να της αναθέσει σοβαρότερο ρόλο από αυτόν της τροβαδούρου.
Κι έτσι, δεν έφυγε μόνο σαν ανεπιθύμητη από το Σεζάρειο ναό αλλά και σαν κλέφτρα, χαρακτηρισμός ο οποίος την ακολούθησε στους αιώνες που ακολούθησαν μέχρι και σήμερα.
Εκεί στην Πεντέλη την ανέλαβε η ίδια η Άρτεμη η οποία αφού φρόντισε να επιστραφούν τα τιμαλφή στις ιέρειες της Αφροδίτης μετά από διαμεσολάβηση της τελευταίας, τιμώρησε την Κίσσα στην δια παντός τιμωρία της παρθενίας κι αυτή από τον καημό της δεν δέχτηκε να ξαναγίνει γυναίκα τις νύχτες. Με τα χρόνια ξέχασε την ιστορία της, την Σεσάρα, τις αδελφές και τον πατέρα της και ευτύχησε επιτέλους στα βουνά της Πεντέλης σαν ωδικό πτηνό, προσφέροντας ακουστική τέρψη και οπτική χαρά σε ανθρώπους και ζώα.
Μέχρι την αποφράδα εκείνη ημέρα που η Πεντέλη κάηκε, τα ζώα και τα πτηνά όσα δεν πρόλαβαν να απομακρυνθούν κάηκαν κι αυτά και η Κίσσα, μέσα στον κλονισμό από το τραγικό γεγονός, ανέκτησε τμηματικά τη μνήμη της και πέταξε με μια απόφαση πίσω στον Υμηττό. Πέταξε στην κορφή και στις παρυφές του. Πέταξε ένα γύρω σε όλη τη Γκαλοπούλα. Τραγούδησε καλώντας τις θετές αδελφές της να εμφανιστούν, αναζήτησε το Σεζάρειο, αλλά όλα εδώ και αιώνες έχουνε πάψει να υπάρχουν. Η μικρή κλέφτρα Κίσσα, αποφάσισε να εγκατασταθεί οριστικά στη Γκαλοπούλα και να ευχαριστεί τα πνεύματα, της απογοητευμένης Σεσάρας και των άλλων κοριτσιών και την ακοή όσων ζώων έχουν απομείνει στην περιοχή, με τα αιώνια παραπονιάρικα τραγούδια της. Γυναίκα όμως δεν ξανάγινε ποτέ.

Δευτέρα 12 Οκτωβρίου 2009

περιπλανώμενος

ο χιποπο-καμπους γυρνούσε
τα δυο μάτια του πάνω στη γη
και όλους μας έβλεπε απ' τη σχισμή
που ανοιγόκλεινε όταν μεθούσε

έχει ξεμείνει από κάμπους και ψάχνει
να ξεπροβάλει να αναδυθεί
από έναν κήπο ή μια αυλή
μα ούτε ένας κήπος ή έστω μια πάχνη.

ο χιποπο καμπους δεν έχει πατρίδα
δεν έχει σκεπή δεν έχει μια γη
κοιμάται γυμνός σε μια τρύπα υγρή
πρωί, γιατί νύχτα παίζει άλλη παρτίδα.

ο χιποπο κάμπους δεν ανήκει σε είδος
αφού κανείς δεν μπορεί να τον δει
ασχέτως αν είναι αιωνίως πιο κει
θ' αρκούσε μονάχα ένας τόσος δα πήδος.

Έχει ξεμείνει κι από θάλασσες, λίμνες
έχει ξεμείνει κι από οίνο να πιεί
έχει ξεμείνει και απ΄ότι ποθεί
και τρέφεται μόνο με αέρα και...ρίμες.

Σάββατο 3 Οκτωβρίου 2009

το σημείο

Μπήκα στον ποταμό που ήρεμα κυλάει ως τον καταρράκτη
δεν έχω σκεφτεί τι θα κάνω όταν φτάσω εκεί
έχω ελπίσει όμως ότι η ζωή μου θα τελειώσει νωρίτερα
κι έχω μετρήσει τις ώρες που μέσα του έχω ευχηθεί
να περάσουν
κι έχω μετρήσει μιας ζωής τα δάκρυα
που έχουν χρειαστεί για να φουσκώσει.
Στον ποταμό τον ήρεμο
που έχει το μένος του ξεσπάσει στις όχθες
που τα πράσινα χόρτα ήταν πλαγιασμένα στη γη
από ανθρώπους που πάσχισαν να ψηλώσουν τα ονειρά τους
κοιτάζοντας ανάσκελοι ένα μήνυμα στο ράμφος της νύχτας.
έχω μετρήσει πόσες σκιές είναι σκαρφαλωμένες
στους κομμένους κορμούς
κι έχω υπολογίσει στο διπλό της αντοχής μου
την απόσταση ως το στέρεο έδαφος
κι ωστόσο ετούτο εδώ το σημείο που βρίσκομαι
είναι ότι ζήτησα ποτέ χωρίς να το ξέρω
κι ότι στο μέλλον θα ευχηθώ χωρίς ποτέ μου να το πω.
κι ας πάει ο ποταμός όσο αργά ή όσο γρήγορα θέλει

Πέμπτη 24 Σεπτεμβρίου 2009

Το γράμμα της Κατίνας

Αγαπημένε μου

Σου γράφω αυτό το γράμμα γιατί το κινητό σου έχει μάλλον χαλάσει αφού δεν φαίνεται να λαμβάνει τα μηνύματα που σου στέλνω. Στο τηλέφωνο όταν σε παίρνω, απαντάει μονίμως είτε ο αυτόματος, είτε η καθαριστριά σου και στη δουλειά σου οι συνάδελφοί σου επιμένουν ότι δεν υπάρχει κανείς με το όνομα Μίλτος στο χώρο τους. Εγώ όμως ξέρω πως υπάρχεις γιατί παντρευόμαστε. Ξέρω πως σε λένε Μίλτο γιατί όταν κάναμε έρωτα και σε είπα κατά λάθος Κώστα, παρεξηγήθηκες. Αφού είχε τόση σημασία για σένα να ξέρω ότι σε λένε Μίλτο δεν μπορεί παρα να σε λένε Μίλτο.
Το γράμμα αυτό σκεπτόμουν να το ρίξω κάτω από την πόρτα που δεν μπορεί παρά να είναι η πόρτα του σπιτιού σου. Ύστερα όμως αποφάσισα πως θα ήταν καλύτερα να στο παραδώσει κάποιος κοινός μας γνωστός για να έχω μάρτυρα ότι σε έχω ενημερώσει. Γιατί δεν θυμήθηκα αμέσως πως δεν έχεις προλάβει ακόμα να μου γνωρίσεις κανέναν. Τέλος πάντων κάπως θα βρω τον τρόπο.

Διάβασε λοιπόν τι συμβαίνει αγαπημένε μου. Υπάρχει μια συνομωσία από τους ανθρώπους του περιβαλλοντός σου που θέλουν να μας χωρίσουν. Η καθαριστριά σου μου είπε επίσης ότι δεν ζει κανένας Μίλτος στο σπίτι σου κι επέμενε ότι είναι η οικοδέσποινα και σύζυγος ενός Κώστα. Την ρώτησα αν τη λένε Μοσχούλα όπως μου είχες πει ότι την λένε όταν μου περιέγραφες εκείνες τις απίστευτες ιστορίες με τα κατορθωματά της. Αυτό το παραδέχτηκε και με ρώτησε επίμονα πως το ξέρω και τι άλλο ξέρω γι’ αυτήν. Τι να της πω τώρα ότι την κουτσομπολεύαμε παρέα και ότι την θεωρείς υπεύθυνη για την καταστροφή του κομπιούτερ σου; Της είπα πως ξέρω μόνο το ονομά της και τη συμβούλεψα να μη χρησιμοποιήσει ξανά κανένα απορρυπαντικό στα ηλεκτρονικά σου αντικείμενα. Δεν έκανα καλά; Ωστόσο εκείνη έδειχνε εκνευρισμένη και μου μίλησε με τρόπο ανάρμοστο για καθαρίστρια. «Δεν θα μου πεις εσύ κυρά μου τι θα κάνω μέσα στο σπίτι μου και ποια στο διάολο είσαι που παίρνεις και με ταράζεις; Βαλτή είσαι; Ή παριστάνεις το μέντιουμ για να μου πασάρεις κανένα απορρυπαντικό;» Είπε και μου έκλεισε το τηλέφωνο κατάμουτρα πριν να προλάβω να της εξηγήσω πως είμαι η μελλοντική σου σύζυγος και θα πρέπει να μου μιλάει καλύτερα.
Να της κάνεις παρατήρηση σε παρακαλώ. Επίσης φρόντισε να πάρεις ένα καινούργιο κινητό για να μπορέσουμε κάποια στιγμή να μιλήσουμε, εγώ έχω προχωρήσει την έρευνα αγοράς για τα καινούργια πράγματα που θα στήσουμε στο σπίτι μας. Στο ΙΚΕΑ υπάρχουν θαυμάσιες ευκαιρίες για καναπέδες και ντουλάπες κι όσο για το κρεβάτι μας πάλι από κει θα το πάρουμε, σε μέγεθος βασιλικό για να με κάνεις βαρελάκι πάνω του. Θα ήθελα όμως κάποια στιγμή να έρθεις μαζί μου να τα δούμε παρέα και να αποφασίσουμε από κοινού για την αγορά, πρώτον γιατί με κοιτάζουν σαν χάνοι όταν τους λέω ότι παντρεύομαι μάλλον επειδή με βλέπουν μόνη μου και δεν με πιστεύουν, έτσι όμως δεν θα μου κάνουν και την έκπτωση λόγω γάμου και έπειτα άλλη είναι η χαρά του να τα βλέπουμε και να διαλέγουμε παρέα αφού θα διαμορφώσουμε το σπίτι για να ζούμε άνετα και οι δυο σ’ αυτό.
Μα μέρες που τους έπιασε όλους να μου παριστάνουν τον τρελό και να με δουλεύουν, είμαι τόσο θυμωμένη που δεν πρόκειται να καλέσω κανέναν από όλους αυτούς στο γάμο μας. Όσο για την Μοσχούλα καλά θα κάνει να καταλάβει ότι αυτό δεν είναι το σπίτι της και δεν μπορεί να κάνει ότι θέλει εκεί μέσα. Πολύ αέρα της έχεις δώσει αλήθεια.
Πρέπει να προλάβω ανοιχτά τα μαγαζιά με τα υφάσματα. Δεν θα σου γράψω πολλά. Τι θα έλεγες να ζωγραφίζαμε στο ταβάνι του δωματίου μας αστέρια; Για να μας θυμίζουν την πρώτη μας νύχτα που περάσαμε ξαπλωμένοι στην αμμουδιά κάτω από τ’ αστέρια; Τώρα να μου πεις με τέτοιο μεθύσι που το είχες εσύ σιγά μη θυμάσαι τίποτα, εγώ όμως καθόμουν όλη τη νύχτα ξύπνια δίπλα σου κι ευχαριστούσα την καλή μου τύχη που σ’ έφερε στο δρόμο μου. Δεν μου είχε ξανατύχει να ερωτευτώ τόσο παθιασμένα. Και πόσο γέλασα το πρωί όταν σου είπα ότι όντως κάναμε έρωτα και δεν με πίστευες! Ποιος ξέρει πόσες χιλόπιτες θα είχες φάει καημενούλη μου πριν από αυτό που στο τέλος δεν το πίστευες ούτε ο ίδιος αυτό που έγινε.

Απορώ όμως αγαπημένε μου, μία εβδομάδα ολόκληρη και δεν κατάφερες να περάσεις από εδώ αλλά γιατί δεν μου κάνεις ένα τηλεφώνημα από το σπίτι εσύ; Μήπως δεν πρόσεξες, μου αρρώστησες και για να μη σε μαλώσω το κρύβεις; Μήπως έπαθες κάποιο ατύχημα με τη μηχανή σου; Αν έχεις πάθει κάτι σοβαρό δεν είναι ωραίο να με αφήνεις στα σκοτάδια μου και να τρέχω σαν την καλή χαρά για τις ετοιμασίες. Όταν θα ζούμε μαζί πως θα εξαφανίζεσαι αμα αρρωσταίνεις; Δεν είναι καλύτερα να το συνηθίσεις κι αυτό από τώρα; Ή νομίζεις πως σε θέλω και σε αγαπώ μόνο γιατί είσαι καλός στο κρεβάτι;
Σε παρακαλώ πολύ λοιπόν να επικοινωνήσεις μαζί μου το συντομότερο και να σταματήσεις τα κρυφτούλια. Κι αυτοί οι ηλίθιοι στη δουλειά σου να κοιτάξουν να σοβαρευτούν και να μη λένε άλλα αντ’ άλλων.

Θέλω επίσης να σε πληροφορήσω ότι πήγα για εξέταση σε έναν γιατρό επειδή τελευταία δεν αισθάνομαι πολύ καλά, ζαλίζομαι και κουράζομαι εύκολα.
Με ρώτησε για την ερωτική μου ζωή, τι αδιάκριτοι που έχουν γίνει οι γιατροί στις μέρες μας και μου πήρε άκουσον άκουσον! Αίμα για εξέταση Aids.
-Χριστιανέ μου παντρεύομαι, του λέω, τι σχέση έχω εγώ με αυτά; -Εσύ ειδικά ενδέχεται να έχεις μεγάλη σχέση με αυτά, μου απάντησε.
Μπα; Κι από πού το έβγαλε το συμπέρασμα; Μήπως εννοούσε πως όλες οι μελλόνυμφες πρέπει να κάνουν την εξέταση επειδή πρόκειται να φέρουν στον κόσμο παιδιά; Για να βαδίσουν στα σίγουρα;
Ανάθεμα κι αν καταλαβαίνω γρι από την επιστήμη. Είπε επίσης ότι καλά θα κάνω να σε βρω και να σε ειδοποιήσω για το αποτέλεσμα όταν βγει. Ηλίθιος γιατρός. Τώρα θα τον βρω γιατρέ μου; Τον έχω βρει εδώ και μήνες του απάντησα. Ο σιχαμένος άρχισε να γελάει. Τι το αστείο βρήκε δεν καταλαβαίνω. -Καλά, άρχισε να ψάχνεις λέει. Τι εννοούσε Μίλτο μου; Τι ξέρουν οι γιατροί παραπάνω από μένα για σένα; Μήπως είσαι ασθενής του ίδιου και σε παρακολουθεί για κάποια σοβαρή πάθηση; Με ανησύχησε πολύ ο βλάκας. Μήπως δεν ήθελε να μου το πει ο ίδιος και περιμένει από σένα;
Αγάπη μου αν έχεις κάποιο σοβαρό πρόβλημα έπρεπε να μου το πεις από την αρχή. Μήπως δεν κάνεις παιδιά; Αν ισχύει κάτι τέτοιο έπρεπε να μου το πεις καλέ μου, εγώ όλα κι όλα, δεν μπορώ να εννοήσω διαφορετικά την οικογένεια. Και τώρα ακόμα αν μου το πεις δεν είναι αργά, θα σταματήσουμε κάθε διαδικασία και θα παραμείνουμε δυο καλοί φίλοι, καμιά παρεξήγηση.

Όσο περισσότερο το σκέπτομαι τόσο πιο κοντά σε αυτό το συμπέρασμα έρχομαι. Ματάκια μου ξέρω ότι σου είναι δύσκολο να το ομολογήσεις αλλά αν όντως είσαι στείρος, μη στενοχωριέσαι. Μπορεί να μας χαρίσουν ένα αν πάρουμε εγκαίρως τηλέφωνο σε κάποια από αυτές τις εκπομπές που βοηθάνε τα νέα ζευγάρια να στήσουν το σπίτι τους. Αν όχι, υπάρχουν ένα σωρό τρόποι να το ψάξουμε και ένα σωρό θεραπείες για να το παλέψουμε, πριν καταλήξουμε στην απόφαση πως δεν μπορούμε να κάνουμε οικογένεια μαζί. Εγώ θα θεωρήσω πως αφού δεν μου είπες τίποτα πάνε όλα καλά και θα συνεχίσω τις ετοιμασίες περιμένοντας κι εσένα να με βοηθήσεις μ’ αυτές σε πρώτη ευκαιρία.

Αγαπημένε μου Μίλτο, το ξανασκέφτηκα.
Θέλω να είμαι ειλικρινής μαζί σου και να μη σε φέρω μπροστά σε μια ξαφνική απόφαση που μπορεί να σου φέρει τα πάνω κάτω. Σταματώ τις διαδικασίες εδώ και τώρα, μέχρι να μου βεβαιώσεις ότι το προβλημά σου δεν είναι αυτό κι ότι ο γιατρός έλεγε μπούρδες. Δεν μπορώ να κάνω τίποτε άλλο. Το έψαξα και βρήκα πως ο νόμος απαγορεύει να χαρίζονται τα παιδιά, μόνο να τα πουλάνε επιτρέπεται. Και ξέρω πως ποτέ δεν μπορέσουμε να αγοράσουμε ένα.
Αν δεν απαντήσεις και σε αυτό το γράμμα θα ζητήσω συγνώμη από το γιατρό που πήγε να μου ανοίξει τα μάτια και τον έβρισα. Και δυστυχώς θα φας την Μοσχούλα στη μάπα να σου καταστρέφει όλα τα ηλεκτρονικά για το υπόλοιπο της ζωής σου. Αυτό θέλεις; Μια Μοσχούλα κακότροπη στη θέση μου; Γιατί δεν μου τηλεφωνείς να ξεκαθαρίσει το θέμα;

Λοιπόν κοίτα. Αν μέσα σε δυο μέρες από την παράδοση αυτού του γράμματος εξακολουθήσεις να σιωπάς, θα θεωρήσω άκυρη την πρόταση γάμου που μου έκανες τελειώνοντας μέσα μου πριν από δυο εβδομάδες. Κι ας ήσουν εσύ που απάντησες με τη λέξη «τώρα!» όταν σε ρώτησα, πότε εννοείς ότι θέλεις να παντρευτούμε Μίλτο μου; Και μάρτυς μου ο Θεός το είπες τουλάχιστον τρεις φορές, τώρα, τώρα, τώρα!
Πριν το κάνω αυτό όμως, θα μπουκάρω μέσα στην τράπεζα που δουλεύεις και θα ραντίσω με βιτριόλι όλους τους ψεύτες συναδέλφους σου που σε κρύβουν. Ακούς εκεί δεν δουλεύει κανένας Μίλτος εδώ!
Βρε παλιοπούστηδες ποιανής τα πουλάτε αυτά; Κι εσύ βρε ανίκανε και άγονε άντρα βρήκες εμένα να βολέψεις την ανικανοτητά σου επειδή με είδες βολική και σέξι, με σκέφτηκες εμένα ρε πως θα ζήσω παντρεμένη μέσα σε μια άδεια φωλιά, να τρώω στη μάπα έναν προβληματικό σαν εσένα;
Κι αν έχεις aids; Αποκλείεται ο γιατρός να εννοούσε πως εξαιτίας αυτού δεν μπορείς να κάνεις παιδιά; Τι να σε κάνω έναν άντρα αχρηστεμένο επειδή κατέβασε το κεφάλι στα πόδια του και την πάτησε;
Αχ, πρέπει στ’ αλήθεια να κοιταχτώ!
να τρέξω να πάρω τα αποτελέσματα της εξέτασης. Μπορεί να μην κάνω ούτε εγώ παιδιά τώρα!
Αρχίζω και υποψιάζομαι ότι δεν σε λένε καν Μίλτο. Αρχίζω και υποψιάζομαι πως και η Μοσχούλα η καθαριστριά σου στο κόλπο ήτανε. Είναι όντως δικό της το σπίτι και το τηλέφωνο. Φίλη σου είναι και της είπες να κάνει την καθαρίστρια για να μη καταλάβω ότι το σπίτι δεν είναι δικό σου. Παλιοκανάγια! Και που σκόπευες να με στεγάσεις εμένα ρε, που; Σε κανένα νοικιασμένο διαμέρισμα να δουλεύω σαν το σκυλί για τα βγάζουμε πέρα; Πως τόλμησες να μου κάνεις πρόταση γάμου με τέτοια ανικανότητα; Για φαντάσου! Δυο άνθρωποι, σε ένα νοικιασμένο δυάρι, χωρίς παιδιά, να ασχολούνται όλη μέρα με δοσομετρικά κουταλάκια και φάρμακα.
Δεν ονειρεύτηκα κάτι τέτοιο για οικογένεια.
Αγαπημένε μου Μίλτο. Βρίσκομαι στη δυσάρεστη θέση να σου ανακοινώσω ότι άλλαξα γνώμη και προτιμώ να μείνω ελεύθερη. Σου εύχομαι καλή τύχη ματάκια μου και καλή ανάρρωση. Η παραλίγο γυναίκα σου, Κατίνα.
(Όχι που θα την έφερνες εσύ σε μένα!)
Και πως στο διάολο θα του παραδώσω τώρα αυτό το γράμμα;

Τρίτη 16 Ιουνίου 2009

στην πρίζα

 
Posted by Picasa

χαλάρωση

 
Posted by Picasa

κυνηγώντας την κατσαρίδα

 
Posted by Picasa

μια γιαγιά

 
Posted by Picasa

επιστροφή στο σπίτι

 
Posted by Picasa

τσίφτης ακμάζων

 
Posted by Picasa

γιοφύρι του τρόμου συνέχεια

 
Posted by Picasa

το γιοφύρι του τρόμου

 
Posted by Picasa

ψάρια

 
Posted by Picasa

κατεύθυνση

 
Posted by Picasa

ο τσίφτης

 
Posted by Picasa

αγάπες

 
Posted by Picasa

εκσυγχρονισμός

 
Posted by Picasa

υπόλοιπα Καισαριανής

 
Posted by Picasa

οπλοστάσιο

 
Posted by Picasa

θολές σκέψεις

 
Posted by Picasa

εφήμερη χαρά

 
Posted by Picasa

ελπίδα

 
Posted by Picasa

Νυχτερινό

 
Posted by Picasa

Δευτέρα 26 Ιανουαρίου 2009

www.katergly.blogspot.com

Από τη σελίδα αυτή εδώ θέλω να καλωσορίσω στην blogo-κοινωνία, μια σπουδαία ελληνίδα συγγραφέα που μας κάνει την τιμή να βρίσκεται από σήμερα αναμεσά μας, την Κατερίνα Γλυκοφρύδη. θα συμβούλευα όχι μόνο τους νέους επίδοξους συγγραφείς, αλλά κι εκείνους που με αναγνώριση συνοπτικών διαδικασιών φέρουν αυτό τον τίτλο, καθώς και κάθε άλλο επαρμένο και μη γραφιά του ελληνικού διαδικτύου, να επισκέπτεται το blog αυτό της Κατερίνας αν θέλουν πάρουν μια ξεκάθαρη εικόνα περί συγγραφικού ταλέντου και διαχρονικής αξίας, μακριά από κλίκες, ελιτίστικες ομάδες, κυκλώματα, μαϊντανισμούς και μεγαλοστομίες κενές περιεχομένου. Σας αφήνω να την απολαύσετε. Παλιότερες δουλειές της θα βρείτε στο www.refene.com

Δευτέρα 19 Ιανουαρίου 2009

Ξενοφώντας ο σκράπας

Πριν από καμιά τριανταριά χρόνια, χώρισα τα τσανάκια με την οικογενειά μου. Θα μου πεις, μα καλά τώρα το θυμήθηκες; Το θέμα είναι ότι εγώ ποτέ δεν το ξέχασα αυτό, δεν μ’ άφηναν οι άλλοι να το ξεχάσω, αλλά όσο για να μιλήσω, ούτε λόγος. Όμως τελευταία, πέρασα κάτι άγριες φάσεις και πρέπει να κάνω μια μικρή αναδρομή, αλλιώς δεν θα καταλάβεις τι με σκάει σήμερα. Πως είναι εκείνες οι ριάλιτι εκπομπές που φωνάζουν κάτι δύσμοιρους να πουν τον πόνο και τα παραπονά τους από τη ζωή, μαζεύονται οι συγγενείς και σκυλοβρίζονται; Και αρχίζει ο πρωταγωνιστής, ο αρχικός καλεσμένος δηλαδή να ξεδιπλώνει τη ζωή του και ο παρουσιαστής τρεις και μια του θυμίζει να συντομεύει γιατί έρχονται οι διαφημίσεις; Εγώ ευτυχώς δεν έχω κανέναν παρουσιαστή εδώ πέρα μα ούτε και σκοπεύω να το τραβήξω τόσο μακριά γιατί γενικά είμαι τύπος συνοπτικός.


Ο βασικός λόγος λοιπόν που εγώ την έκανα από το σπίτι, ήταν ότι δεν γούσταρα να δουλέψω στην οικοδομή. Ο γέρος μου έλεγε πως τέτοιος σκράπας που είμαι σε όλα, δεν υπάρχει περίπτωση να σταυρώσω άλλο επάγγελμα. Στην πραγματικότητα ήθελε να ρίξει εμένα στην οικοδομή γιατί δεν μπορούσε να πληρώσει σπουδές για δυο παιδιά και ο άλλος, ο μεγάλος, είχε δηλώσει από χρόνια πως θέλει να γίνει αρχιτέκτονας. Σου λέει λοιπόν ο γέρος, εντάξει. Θα βάλω τον μικρό να δουλέψει μαζί μου, να του αφήσω και την ξυλεία, ως τότε θα έχει γίνει μάστορας και στο μεταξύ θα μπορούμε να πληρώνουμε οι δύο τις σπουδές του μεγάλου.


Αλλά εγώ δεν είχα αυτά στο νου μου. Εγώ ήξερα πως με λίγη βοήθεια μπορούσα να γίνω καλός στα γράμματα, το ήξερα όμως μόνος μου. Ο μεγάλος ήταν ο έξυπνος της οικογένειας, ο ταλαντούχος, ο γόης, ο μάγκας, εγώ ο σκατάς. Άχρηστο με ανέβαζε ο μπαγάσας ο γέρος μου, μαλακανδρέα με κατέβαζε και δεν με λένε καν Ανδρέα. Ξενοφώντα με λένε, αλλά το όνομά μου δεν το άκουσα ποτέ μέσα σ’ αυτό το σπίτι.
Φώνη με φώναζε η μάνα μου και μ’ έκανε ρεζίλι σε όλη τη γειτονιά, που το είχανε πάρει σχοινί κορδόνι και μ’ έλεγαν σιφόνι και με πλησίαζαν μυρίζοντας δυνατά στον αέρα, για να καταλήξουν στο συμπέρασμα πως η βρώμα ερχόταν από μένα.
-Μη με λες ρε μάνα Φώνη! Ξενοφώντα λέγε με, έτσι με βαπτίσατε!
-Μα είσαι το μωρό μου, το Φωνάκι μου, το χαϊδεμένο μου, από μωρό σε λέω έτσι, δεν μπορώ να το αλλάξω τώρα. Διαμαρτυρόταν εκείνη.
Αφού για τον πατέρα μου άχρηστος ήμουν σε όλα κι ούτε ένα ποτήρι νερό δεν μπορούσα να του πάω χωρίς να το χύσω όπως έλεγε, αποφάσισα να μην προκόψω στην οικοδομή και να πάω να βρω τον ανεπρόκοπο μακριά από το σπίτι. Γλίτωσα έτσι και τη φασαρία και τις βρισιές της τελευταίας στιγμής, «Που πας βρε σκατό, που νομίζεις ότι έγινες άντρας και θα τα βγάλεις πέρα, που δεν έχεις μάθει ούτε τα παπούτσια σου να βρίσκεις μόνος σου, που θα σ’ αρπάξουν τα τσακάλια στην Αθήνα και θα σε κάνουν χασικλή, που θα καταλήξεις σε καμιά φυλακή στο τέλος, αχαΐρευτος, κάτσε δω σου λέω να μάθεις τη δουλειά, να’ χεις κάτι στα χέρια σου να προκόψεις κι εσύ. Κάτσε δω μη σου αστράψω καμιά βαρβάτη και σ΄ αφήσω ξερό κωλόπαιδο, που πήραν αέρα τα μυαλά σου και ξεσηκώθηκες. Στο κάτω κάτω, γίνε εικοσιενός πρώτα και κάνε μετά ότι θέλεις».
Πίσσα ήταν το σκοτάδι όταν την κοπάνησα, χαμπάρι δεν με πήρε κανείς. Με το που έφτασα στην Αθήνα, έμπλεξα αμέσως με κάτι Κνίτες που τα λέγανε ωραία για την ισότητα των ανθρώπων και κόλλαγα μαζί τους αφίσες για ψήφο στα 18 και άλλα παρόμοια. Αλλά ήμουνα πολύ χαζός και γι’ αυτούς, δεν καταλάβαινα την καθοδήγηση, όταν άρχιζαν να τα λένε επιστημονικά μ’ έπιανε νύστα εμένα, πολλοί –ισμοί ρε παιδάκι μου και που να τους θυμάσαι όλους κι ο γέρος μου μια φορά που ένας τον έβρισε κομουνιστή, του έφερε μια καρέκλα στο κεφάλι και τον έστειλε στο νοσοκομείο, κι εγώ ήμουν ένας σπόρος τόσος δα που τα έβλεπα αυτά, και ήξερα από τότε πως δεν πρέπει να επιτρέψω σε κανένα να με βρίσει κομμουνιστή, αλλά τώρα αυτοί εδώ με αποκαλούσαν σύντροφο και μίλαγαν για το ήθος του σωστού κομμουνιστή, κι άλλοι έλεγαν τι θα πει σωστός και λάθος κομμουνιστής, είτε θα είναι κάποιος είτε δεν θα είναι κι εμείς είμαστε γιατί έτσι το επιλέξαμε, κι εγώ καθόμανε σαν τον χάνο και τους άκουγα κι αναρωτιόμουν εγώ τι είμαι, μέχρι που ήρθαν και τα άλλα.


Ένα σωρό όμορφα κορίτσια εκεί μέσα, είχε και πολλά άχαρα δε λέω, αλλά μερικά με τα μακριά τους τα μαλλιά και τα μακριά τους τα φουστάνια και τ’ αθώα τους ονειροπόλα μάτια, ήταν να τα πίνεις στο ποτήρι. Και να μη τολμάς να πλησιάσεις καμία, τι σκατά σύντροφος ήμουν αν δεν μπορούσα καμιά να συντροφέψω στο κρεβάτι της αν μ’ εννοείς, έπηξα στη χυλόπιτα εκεί μέσα. Αααα σύντροφε, όλα κι όλα. Μεταξύ συντρόφων υπάρχει σεβασμός. Λες και είναι έλλειψη σεβασμού να υμνήσεις μαζί με το μυαλό και το σώμα της, και την ίδια στιγμή να έρχονται οι φωτισμένοι, κάτι του τομέα, του γραφείου, της γραμματείας και να μας παίρνουν τις καλύτερες, αϊ στο διάολο είπα από δω πέρα και την έκανα κι από κει να βρω την υγειά μου. Ωστόσο το σπόρο της η οργάνωση τον είχε ρίξει μέσα μου, και τώρα ήμουν αριστερός με βούλα, αριστερός κι αδέσμευτος σαν ελεύθερο πουλί έτοιμος να φέρω καρέκλα στο κεφάλι όποιου τολμούσε να μου πει ότι εγώ δεν είμαι κομμουνιστής, γιατί δεν είχα μάθει ακόμα ότι ούτε ήμουν ούτε θα γινόμουν ποτέ, αφού η ζωή αυτή δεν θα μ’ έφτανε για να καλυτερεύσω σαν άνθρωπος. Περίμενα που λες την ευκαιρία, όταν θα ήμουν σε καλύτερη θέση και θα είχα και μια δουλειά της προκοπής να πάω να τη βγω στον πατέρα μου που με έλεγε άχρηστο και να τον δουλέψω λίγο για τα αριστερά κατά τα άλλα φρονηματά του και να τον ρωτήσω πως την έβγαλε καθαρή αυτός όταν όλοι οι αριστεροί γειτονές του μπουζουριάστηκαν στις φυλακές και μάζευα και μάζευα πράγματα να του πω όταν θα ερχόταν η ώρα.
Αλλά η ώρα αυτή δεν ήρθε ποτέ και εγώ στο μεταξύ έγινα τσιράκι ενός μηχανουργού που με μάθαινε τη δουλειά και σε πέντε χρόνια μέσα είχα γίνει αρχιμηχανουργός κι επειδή είχα εξοικειωθεί με τα μηχανικά πολύ πήγα και τέλειωσα ένα νυχτερινό σχολείο και πέρασα ηλεκτρολόγος μηχανολόγος στα ΤΕΙ.


Η ζωή μου ήταν γεμάτη από πολύ τρέξιμο αλλά και πολύ ενθουσιασμό, να τα κάνω όλα και να τα προλάβω όλα, και στη δουλειά μου πολύ καλά τα πήγαινα, ήμουν τώρα συνέταιρος με τον μαστορά μου και είχα και το δίπλωμα κρεμασμένο στο κάδρο, ενώ στη σχολή μέσα κατάλαβα γιατί δεν γούσταρα ποτέ τα λαϊκά. Στο σπίτι μου το γονικό δεν άκουγες άλλο από λαϊκά και επειδή ελάχιστα ξεμύτιζα όσο βρισκόμουν εκεί δεν ήξερα τι άλλες μουσικές υπάρχουν, δηλαδή ήξερα, τα άκουγα στο ράδιο αλλά ο πατέρας μου έλεγε πως αυτά είναι τραγούδια για αλήτες και γιε γιέδες, το ίδιο έλεγαν και στο κόμμα μετά και φοβόμουν κάπως να πω ξεκάθαρα ποια μουσική μου αρέσει, αλλά στη σχολή γνώρισα πολλούς σαν κι εμένα και από κει και πέρα άκουγα ελεύθερα ότι μου άρεσε. Στα εργαστήρια ήμουν πρώτος και στη θεωρία με βοηθούσε μια κοπελιά που τα καταλάβαινε πολύ καλύτερα θεωρητικά και μου τα εξηγούσε, συνάδελφος, κι αυτή μηχανολόγος έγινε. Χαθήκαμε μετά την αποφοίτηση και καμιά πενταετία μετά την είδα μια μέρα να κάθεται έξω από μια καφετέρια και πήγα τ’ ανάσκελα. Αναρωτιόμουν πόσο μαλάκας ήμουν χωμένος μέσα στην προσπάθεια να φτιάξω τη ζωή μου και τι ζωή μπορείς να φτιάξεις όταν δεν έχεις ένα τέτοιο πλάσμα δίπλα σου κι εκεί επιτόπου χωρίς άλλη εισαγωγή στη δική της κραυγή, -Ξενοφώντα! Της είπα, -Με παντρεύεσαι;
Δεν με πήρε στα σοβαρά την πρώτη αυτή φορά που τη ρώτησα αλλά με την επιμονή μου, κατάφερα τελικά να της αποσπάσω το ναι και να’ μαστε μια μέρα ζευγάρι με την Αγγελικούλα μου και δυο πιτσιρίκια να τα πίνεις στο ποτήρι.
Και καλά μέχρι εδώ, σου έδωσα να καταλάβεις τη ζωή μου συνοπτικά και το χαρακτήρα μου, αλλά υπάρχουν και τα στο μεταξύ που αφορούν τους άλλους και τις επαφές τους μαζί μου. Ένας λοιπόν απ’ αυτούς τους στο μεταξύ, ήταν ο αδελφός μου, που τα σκάτωσε τελικά στη σχολή, την παράτησε μετά από χρόνια που ταλαιπωρούσε το γέρο μας και την τσέπη του χωρίς λόγο και κατέληξε στην οικοδομή μαζί τους, ταλαντούχος στο χτίσιμο. Είχε μάθει αυτός άλλη ζωή, του άρεσαν όλα τα φανταχτερά, αμάξια, γυναίκες, εστιατόρια, ξενοδοχεία, ότι λεφτά είχε λάβει από το γέρο μας τα είχε σπαταλήσει σε αυτά ενόσω ήταν ακόμα ελεύθερος κι όπως το χούι δεν βγαίνει πριν από την ψυχή, συνέχισε με παρόμοιους ρυθμούς και μετά το γάμο του. Η Καρμοίρα η γυναίκα του ήταν χειρότερη απ’ αυτόν , ένα αγόραζε αυτός, δέκα αυτή, να φτιάξουμε το σπίτι μας όμορφο έλεγε στην αρχή, ν’ ανανεώσουμε το σπίτι μας, έλεγε μετά, και δώστου τα χιλιάρικα να πετάνε στον αέρα για τους αστακούς και τα καβούρια και τα γυαλιά κατάλληλα γι’ αλλεργικά μάτια. Ήρθε ήρθε το πράγμα, απηύδησε ο φουκαράς ο γέρος μου, του είχε αφήσει όλη την ευθύνη της οικοδομής και λεφτά δεν είχανε ούτε τους εργάτες να πληρώσουν, τα παίρνει στο κρανίο στο τέλος και τον διώχνει συν γυναιξί και τέκνοις να δοκιμάσει την τύχη του στην Αθήνα.
Αυτός, για δική μου κακή τύχη, την τύχη του τη σύνδεσε στην Αθήνα με μένα και μια ανυποψίαστη ημέρα που μόλις είχα ξεσκίσει δυο πιάτα από τα φανταστικό παστίτσιο της Αγγελικούλας μου, χτυπάει το τηλέφωνο.
-Τι κάνεις αδελφέ; Χαθήκαμε. Είμαι στην Αθήνα τώρα. Έλα καμιά βόλτα από δω να σε δω και να τα πούμε.


Εμένα για να πω την αλήθεια δεν μου καλοκάθισε αυτή η επαφή, αλλά η Αγγελικούλα, που ήταν το τέταρτο παιδί μιας αγαπημένης και ψυχοπονιάρας οικογένειας, επέμενε. «Αδέλφια είσαστε. Αρκετά κράτησε αυτή η απόσταση. Δεν σου έκανε και τίποτα. Να πας. Να τον δεις. Κι αν χρειάζεται οτιδήποτε, να τον βοηθήσεις. Έτσι κάνουν τ’ αδέλφια.
Εντάξει λοιπόν. Έτσι κάνουν τ’ αδέλφια, έτσι έκανα κι εγώ. Πήγα. Άκουσα τα παραπονά του για το γέρο, για τη ζωή, για την ατυχία του και μετά με ρώτησε αν ξέρω κανέναν να ψάχνει για εργολάβο. Τέτοιον εγώ δεν ήξερα, ήξερα μόνο ανθρώπους που ψάχναν για μηχανικούς ή εργάτες, αλλά δεν του άρεσε σαν ιδέα και περίμενε την ευκαιρία για να αναλάβει κάποια ανέγερση. Στο μεταξύ τα παιδιά του είχαν ρημάξει τις συκιές της γειτονιάς γιατί η γυναίκα του δεν είχε πια μούτρα να ψωνίζει βερεσέ από το μπακάλη κι κει επενέβη πάλι η Αγγελικούλα. –Έλα Νώντα μου, αφού ξέρω τι άνθρωπος είσαι εσύ. Το βαστάει η καρδιά σου να πεινάνε αυτά τα παιδάκια; Πήγαινε ψυχή μου αφησέ τους μερικά χρήματα και δεν πειράζει, ρίχ’το στο γιαλό.
Είναι αλήθεια, δεν το βάσταγε η ψυχή μου κι έτσι παρά τη φαινομενική μου γκρίνια μου άρεσε που η Αγγελικούλα μου κόλλησε πάλι. Σηκώνομαι μια και δυο να πάω στο σπίτι του Ηλία, έτσι λένε τον αδελφό μου, ν’ αφήσω στην κυρά του καμιά δραχμή για τα παιδιά. Νόμιζα πως αν πάω πρωί και λείπει να ψάχνει τις οικοδομές ο αδελφός όπως το συνήθιζε, θα απέφευγα να τον ντροπιάσω για τα χρήματα να ντροπιαστώ κι εγώ αν σε περίπτωση ένιωθε ότι τον προσβάλω. Μια γυναίκα όσο να’ ναι, μπροστά στον κίνδυνο να μείνουν νηστικά τα παιδιά της, θα το χειριζόταν διαφορετικά. Φτάνω έξω από το σπίτι τους λοιπόν, και τι να δω.
Δυο περιπολικά της αστυνομίας παρκαρισμένα απέξω, να έχουν βάλει το φορτηγάκι για τα ξύλα του Ηλία αναμεσά τους, μέσα του ο Ηλίας να προσπαθεί να τους ξεφύγει και στην πόρτα η γυναίκα του η Αντωνία να φωνάζει και να χτυπιέται. –Αφήστε τον καλέ, μη τον στριμώχνετε, είναι ήδη στριμωγμένος θα κάνει καμιά τρέλα.
Πλησιάζω σοκαρισμένος τους αστυνομικούς και τους ρωτάω τι συμβαίνει.
-Υπάρχει δικαστική απόφαση για κατάσχεση, μου λένε, μέσα στο σπίτι είναι ο δικαστικός κλητήρας και μαζεύει τα πράγματα, αλλά συμπεριλαμβάνεται και το φορτηγάκι σ’ αυτήν από το οποίο ο αδελφός σου δεν θέλει να βγει.
-Μια στιγμή, να πάω να βρω τον κλητήρα. Λέω στον αδελφό μου. Μπαίνω στο σπίτι λοιπόν και πετυχαίνω τον κλητήρα στο δωμάτιο των παιδιών να ξεχωρίζει ανάμεσα στα παιχνίδια τους τα πράγματα κι αυτά αγκαλιασμένα να κλαίνε.
-Τι κάνεις βρε παλιάνθρωπε στο δωμάτιο των παιδιών; Τον ρωτάω έξαλλος.
-Δεν είμαι παλιάνθρωπος κύριε! Δικαστικός κλητήρας είμαι, εντολές εκτελώ, τη δουλειά μου κάνω.
-Και τέτοιος ζήλος να εκτελέσεις τις εντολές μ’ αφήνει άφωνο. Πόσα θέλεις άμεσα να τους παρατήσεις ήσυχους και να γίνει διακανονισμός μετά;
-Τόσα. Λέει το τσουχτερό του ποσόν ο κλητήρας που βεβαίως ήταν το ένα τρίτο του συνολικού ποσού που όρισε το δικαστήριο και αφού του έδωσα τα χρήματα που κρατούσα για τα παιδιά μαζί μου, ξεκουμπίστηκε για την ώρα κι έφυγε. Πήρε μαζί του και το μπατσαριό, ήρθε ο Ηλίας μέσα κι κάτσαμε να πιούμε έναν καφέ να ηρεμήσουμε και να δούμε την κατάσταση με ψυχραιμία.


Κανονίσαμε να ζητήσει έναν διακανονισμό με το δικηγόρο του αντιδίκου του για να πληρώσει τα λεφτά λίγα λίγα με δόσεις, που ωστόσο δεν μπορούσαν να είναι κάτω από 600 ευρώ το μήνα και άρα έπρεπε άμεσα να βρει κάποια δουλειά. Του πρότεινα ξανά να έρθει να δουλέψει μαζί μου στο μηχανουργείο, στα όπα όπα θα τον είχα εκεί μέσα, αδελφός μου ήταν, θα μάθαινε σιγά σιγά και τη δουλειά, είπε, -Όχι αδελφέ, φχαριστώ, θα βγω να ψάξω για καμιά οικοδομή, κάτι θα κάνω. Και αμέσως μετά έστρεψε τη συζήτηση σε κάτι άσχετο, σαν να μην είχε γίνει τίποτα στο μεταξύ.
Γύρισα στο σπίτι μου πολύ προβληματισμένος και για το λόγο ότι είχα μπει εγγυητής για την εξόφληση του χρέους του και πλεον το έβλεπα καθαρά ότι εγώ θα τα πλήρωνα όλα. Στην Αγγελικούλα δεν είπα κουβέντα γιατί δεν ήθελα να την ανησυχήσω. Και αφού πέρασε ο πρώτος μήνας, μου ήρθε η ειδοποίηση από την τράπεζα, να περάσω αμέσως από κει να φροντίσω για την καταβολή της δόσης, αλλιώς το σπίτι μου κινδυνεύει. Μια και δυο πήγα και πλήρωσα τη δόση κι επανέλαβα το ίδιο άλλες εφτά οκτώ φορές από τότε και μετά μέχρι που εξοφλήθηκε το χρέος του Ηλία.


Είναι αλήθεια πως από κει και μετά δεν ξέρω τι έκαναν τι έτρωγαν αυτοί και τα παιδιά τους, αν έτρωγαν γιατί κι εγώ έτρεχα να πληρώσω όλα αυτά τα έξοδα και δούλευα ολημερίς, ωστόσο η Αγγελικούλα πήγαινε συχνά να τους δει και ήξερα πως όλο και κάτι τους κουβαλούσε. Ύστερα μου είπε πως δεν τους βλέπει πια τόσο συχνά, γιατί δεν έχουν και τόση ανάγκη πια, έχει αναλάβει την ανέγερση μιας μεγάλης οικοδομής ο Ηλίας, μπήκαν κάποια χρήματα στο σπίτι και είναι όλοι τους μια χαρά. Ηρέμησα κι εγώ από το άγχος αυτό κι αφοσιώθηκα στα δικά μου.
Ο Ηλίας για μια περίοδο είχε πάρει τ’ απάνω του. Περνούσα με το αμάξι μου από τις οικοδομές και σε πολλές απ’ αυτές έβλεπα αναρτημένες ταμπέλες με το ονομά του, χαιρόμουν όσο να πεις, είχε καταφέρει να χρησιμοποιήσει τα ταλέντα και το μυαλό του τελικά, μπορούσε τώρα να φροντίσει την οικογενειά του.

Δυστυχώς για όλους μας το σκηνικό μετά από δυο χρόνια επαναλήφθηκε.
Ένας συνεταιρός του στις επιχειρήσεις, πήρε όλα τα λεφτά των ιδιοκτητών και την κοπάνησε για Αφρική αφηνοντάς τον με τα χρέη.
-Α ρε αδελφέ, άτυχος είσαι. Κι ότι ετοιμαζόμουν να σου ξοφλήσω το χρέος. Μου είπε ο Ηλίας όταν πήγα να τον δω. Δεν ήταν φυσικά η ώρα για τέτοιες συζητήσεις, έγιναν οι ίδιες κινήσεις και το νερό μπήκε κατά κάποιο τρόπο στ’ αυλάκι του. Από κει και πέρα η οικογένεια επιβιωνε με κάτι μικρές δουλίτσες εδώ κι εκεί που έπαιρνε ο Ηλίας, ενώ κάποιες έπαιρνε και για τους δυο τους ο γιος του που στο μεταξύ μεγάλωσε και κάπως βόλευαν την κατάσταση.

Πως λένε η πολλή δουλειά τρώει τον αφέντη; Έτσι την πάτησα κι εγώ που αρρώστησα κι έπρεπε να κάνω εγχείριση καρδιάς ας όψεται το τσιγάρο και το καυσαέριο. Η Αγγελικούλα μέρα νύχτα δίπλα μου, τα παιδιά στο σχολείο, δεν τα αφήναμε να πολυέρχονται για να μην πάρουν είδηση τη σοβαρότητα της κατάστασης μέσα σε περίοδο διαγωνισμών για την μεγάλη μου και η Αγγελικούλα όταν αποκοιμιόμουν περπατούσε πάνω κάτω στο διάδρομο του νοσοκομείου περιμένοντας να φανεί κανένας γιατρός, να τον ρωτήσει για την κατάσταση της υγείας μου.
Η ασφάλεια μου κάλυψε το ένα τέταρτο της εγχείρισης, τα υπόλοιπα τα έβαλα από την τσέπη μου, αλλά δεν μπορούσα να διαθέσω ότι είχα και δεν είχα γιατί ένα ποσόν είχε υπολογιστεί για τις σπουδές των παιδιών μου κι αυτό είχα αποφασίσει να παραμείνει άθιχτο. Ευτυχώς και δεν χρειάστηκε να πάρω δάνειο για περαιτέρω νοσηλεία ή άλλη εγχείριση αφού από την πρώτη ο οργανισμός μου άρχισε να αποκαθίσταται και να δυναμώνει. Δεν θα μπορούσα όμως να δουλεύω πια όπως πριν, θα έπρεπε να προσέχω και με το σκύψιμο και με τα βάρη, που πάει να πει πως οι βοηθοί μου υπό την καθοδηγησή μου θα έκαναν τώρα την περισσότερη δουλειά κι αυτό μου κακοφαινόταν. Όλα τα συνηθίζει κανείς όμως. Έτσι λένε. Μόνο εγώ φαίνεται δεν μπορώ τίποτα να συνηθίσω.
Στο νοσοκομείο δεν ήρθε ο Ηλίας να με δει αλλά τον δικαιολόγησα γιατί είχε πάρει δουλειά εκτός Αθηνών κι εκτός αυτού μου είχε πει η Αγγελικούλα ότι δεν τους είχε ειδοποιήσει. Η μάνα μου και ο πατέρας μου ήρθαν στην Αθήνα τρεις μέρες μετά την εγχείριση αλλά να βλέπω τόση στενοχώρια και αγωνία στα μάτια τους δεν το μπορούσα και τους είπα να μην έρχονται κάθε μέρα, άλλωστε τώρα είμαι καλά, τους ξεπέρασα τους κινδύνους ενώ για κείνους δεν ήταν καλό να κυκλοφορούν μέσα στους δρόμους με τη ζέστη. Έμεναν στο σπίτι του Ηλεία όπου θα είχαν κάποιον να τους φροντίζει κι άκουγα καμιά φορά τη γυναίκα του που φώναζε εξ αποστάσεως –Περαστικά! Όταν μιλούσα στο τηλέφωνο με τη μάνα μου, αλλά το ακουστικό δεν το έπιασε ποτέ στα χέρια της. Ας είναι. Δεν έχω απαιτήσεις από ξένους ανθρώπους.
Για να μη μεμψιμοιρώ, όλα καλά μου πήγαν από κει και πέρα, η δοκιμασία ξεπεράστηκε και εγώ ξαναγύρισα στη δουλειά μου, κατά τι λιγότερος από πριν, αλλά ακόμα παραγωγικός πράγμα που μου έδινε ιδιαίτερη χαρά.
Η μεγάλη μου πέρασε στην ανωτάτη βιομηχανική Θεσσαλονίκης και με το φευγιό της τα έξοδα αυξήθηκαν, ενώ η μικρή τελειώνει κι αυτή το λύκειο φέτος, ποιος ξέρει σε ποιο μέρος θα περάσει κι αυτή, να είναι τουλάχιστον Θεσσαλονίκη κοντά στη μεγάλη, αλλά δεν τα κανονίζουμε εμείς αυτά. Η μεγάλη λείπει, η μικρή όλη μέρα τρέχει έξω στα φροντιστήρια και στις άλλες δραστηριότητές της, μείναμε δυο κούκοι στο σπίτι η Αγγελικούλα κι εγώ, η Αγγελικούλα μου, που μου ανέβασε πίεση κι ανησυχώ, γι’ αυτό κι αποφάσισα να την πάω διακοπές το περασμένο καλοκαίρι και την πήγα στο νησί να κάνει κανένα μπάνιο και να δω με την ευκαιρία αυτή και τα γερόντια μου που πια δεν καλοπερπατάνε, ούτε πολυακούνε τι τους λες.
Πέρασα να δω και τη θεία Μαρουσώ που μας φιλοξενούσε τα καλοκαίρια στο σπίτι της όταν πηγαίναμε για παραθερισμό με τον Ηλία, αδελφή του μπαμπά η θεία η Μαρουσώ, η μεγαλύτερη από τα τρία αδέλφια της οικογένειας. Δεύτερος ήταν ο πατέρας της Θεανώς, μοναδικό κορίτσι ανάμεσα στα παιδιά που τη λατρεύω σαν αδελφούλα μου και τρίτος ο πατέρας μου. Στο νησί λοιπόν, στη Σαντορίνη, συνάντησα και τη Θεανώ που είχα να τη δω απ’ τα πέρσι αλλά και τον αδελφό μου τον Ηλία, που είχε έρθει απροειδοποίητα για μερικές μέρες. Ήμουν χαρούμενος που βρισκόμασταν και οι τρεις εκεί πέρα, θα θυμόμασταν τις παλιές μας τρέλες κι ετοιμαζόμουν να τους κάνω πρόταση για βραδινή έξοδο, όταν με σταμάτησε η Θεανώ σοβαρή.
-Τώρα που οι άλλοι είναι μέσα, Ξενοφώντα, έχω κάτι σοβαρό να σου πω. Δεν ήρθα εδώ για διακοπές. Ήρθα γιατί με κάλεσε η θεία η Μαρουσώ για να μου γράψει το σπίτι της. Από τη θεία έμαθα πως ο πατέρας σου κάλεσε και τον Ηλία για τον ίδιο σκοπό. Να του γράψει το σπίτι σας και τα χωράφια. Νόμιζα πως είχαν καλέσει κι εσένα, αλλά κατάλαβα ότι δεν έχεις ιδέα.
-Όχι δεν έχω της είπα. Και πως έγινε αυτό; Ποιανού απόφαση ήταν αυτή έτσι ξαφνικά; Πότε πάρθηκε;
-Τους τηλεφωνούσε ο Ηλίας από την Αθήνα και τους πίεζε να το κάνουν. Τον κυνηγούν πάλι στην Αθήνα για χρέη, μένει όπως ξέρεις στο ενοίκιο και θέλει τώρα να μετακομίσει εδώ για να μη έχει κι αυτό να πληρώνει. Εμένα με ειδοποίηση η θεία να έρθω να τελειώνουμε με το θέμα αυτό. Κι έτσι αύριο θα πάμε στο συμβολαιογράφο όλοι μαζί για να κάνουμε τις μεταβιβάσεις. Στα λέω να τα ξέρεις γιατί δεν πρέπει να γίνει τίποτα ερήμην σου κι αφού δεν ανέλαβαν αυτοί που έπρεπε να σ’ ενημερώσουν, κάποιος έπρεπε να το κάνει.
-Σ’ ευχαριστώ ξαδέλφη. Εσύ ήσουν πάντα εντάξει με όλους. Κι άλλωστε το τι και σε ποιον θα αφήσει η θεία είναι δικό της θέμα και καλά κάνει άλλωστε, την έχεις φροντίσει.
-Τι θα κάνεις εσύ με τους άλλους;
-Ότι έκανα πάντα. Τον ανήξερο. Αλλά σε παρακαλώ μη μάθει τίποτε η Αγγελικούλα και ταραχτεί. Την έφερα εδώ για να ηρεμήσει…
-Μην ανησυχείς.
Είπε η ξαδέλφη μου η Θεανώ και αφού με φίλησε σηκώθηκε για να πάει στη θεία.
Εγώ, για να μην ακούσει η Αγγελικούλα τα σχέδια των άλλων, της πρότεινα να κατέβουμε μια βόλτα στην παραλία, να φάμε και κάτι έξω και το κορίτσι μου δέχτηκε με χαρά. Κρατήθηκε από πάνω μου στον κατηφορικό δρόμο καθώς βαδίζαμε προς το αμάξι μας. Στα μισά της διαδρομής συναντήσαμε τον Ηλία με την Αντωνία. –Τι έγινε αδελφέ; Για πού το έβαλες;
-Α, μια βόλτα μέχρι την παραλία. Του απάντησα, έρχεσαι;
-Να προσέχετε τον κακό λάκκο, έχει πολλά κουνούπια εκεί ακόμα και τη μέρα γιατί ο λάκκος είναι δίπλα από τη θάλασσα. Πηγαίνετε από την άλλη μεριά καλύτερα. Δεν μπορώ γαμώτο να έρθω γιατί θέλει ο μπαμπάς να πάμε να δούμε έναν φίλο του που θέλει να χτίσει σπίτι. Και με θέλει μαζί για να του κλείσω τις τιμές. Μπορεί να σας προλάβουμε μετά. Αν όχι, καλά να περάσετε.
Είπε ο αδελφός μου ο Ηλίας και προχώρησε βιαστικά προς την ανηφόρα.
Το ειρωνικό μου χαμόγελο δεν ξέφυγε της Αγγελικής.
-Κάτι σου συμβαίνει εσένα. Μου είπε. Είσαι σίγουρος ότι όλα είναι καλά;
-Δεν είσαι εδώ; Δεν είσαι καλά; Δεν είσαι μαζί μου; Δεν είναι τα παιδάκια μας καλά; Όλα καλά μωρό μου. Καλύτερα δεν γίνεται.
Κι αγκαλιάζοντας την από τους ώμους, τη βοήθησα να καθίσει στη θέση της μέσα στο αμάξι. Εκείνη μ’ έναν τρόπο που πάντα με ξεσήκωνε, τρίφτηκε ναζιάρικα στο χέρι μου.
-Πόσο χαίρομαι Ξενοφώντα μου που τα βρήκες πάλι με την οικογενειά σου! Πόσο χαίρομαι που σας βλέπω όλους μαζί για πρώτη φορά ύστερα από τόσα χρόνια! Είναι οι καλύτερες διακοπές που έχουμε πάει αυτές. Σ’ ευχαριστώ αγάπη μου.
Έτσι κλείσανε τα θέματα αυτό το καλοκαίρι στο νησί μου στη Σαντορίνη. Με την αφελή αυτή δήλωση της Αγγελικούλας μου, κλείσανε τα θέματα μιας ζωής και μιας υπόστασης, που έξω απ’ αυτήν, πριν από αυτήν και μετά από αυτήν, δεν υπήρξε και δεν θα υπάρξει ποτέ για κανέναν. Κι ας λέει πως είμαι γαλίφης και της τα λέω για να τη ρίχνω, να τη φέρνω στο φιλότιμο όταν κάτι θέλω από κείνη.
Κατάλαβες φίλη μου;