herinna

herinna

Tuesday, July 8, 2014

Η Κρυφή μου Πάρος

Τρίτη 8 Ιουλίου




Από την πρώτη του μήνα δουλεύω σε ένα ξενοδοχείο στην περιοχή μου, περί τα δυόμισι χιλιόμετρα από το σπίτι. Πηγαίνω με το μηχανάκι και ευχαριστώ την τύχη που μου επέτρεψε να το αποκτήσω και να το φέρω στην Πάρο. Η ζωή είναι πολύ πιο εύκολη με αυτό.
Ο μισθός κατά πως μου τα είπαν είναι καλός, η περίοδος της απασχόλησης όμως μικρή. Δεν πειράζει.
Το ξενοδοχείο ακολουθεί όλους τους κανόνες ενός πάνω από τρία αστέρια ξενοδοχείου και έχει επίσης αυστηρούς κανονισμούς για το προσωπικό. Κάπου μέσα σε αυτό τον κανονισμό υπάρχει μια παράγραφος που λέει ότι στο τρεις φορές επαναλαμβανόμενο λάθος, σου γίνεται μείωση του μισθού. Κατά παράφραση της αναφοράς στη συλλογική σύμβαση για την περίπτωση της ζημιάς.
Το ξενοδοχείο το έχει ένα ζευγάρι, κυρίως η γυναίκα, της οποίας το πατρικό σπίτι, είναι απέναντι από τη πόρτα της μάνας μου, εκεί που μένω κι εγώ τώρα. Μόνο που το πατρικό σπίτι έχει ρημάξει και το νοικιάζουν φθηνά το καλοκαίρι σε κανένα εργάτη.
Τα παιδιά αυτά είναι πέντε αδέλφια, όλα μικρότερα από  μένα το τελευταίο μπορεί και καμιά δεκαετία. Υπολογίζω πως αυτή που είναι σήμερα αφεντικίνα μου, θα είναι γύρω στα σαρανταπέντε.
Ας την πούμε Ανδρομάχη. Ας πούμε τα άλλα της αδέλφια, Κατερίνα, η μεγαλύτερη, Μαρία η μικρότερη, Ανέστης ο μεγάλος αδελφός και Αποστόλης ο βενιαμίν.
Τα τρία κορίτσια, τον καιρό που ερχόμουν να δω τους γονείς μου και καθόμουν ένα δυο μήνες στο χωριό, ερχόντουσαν στο σπίτι να με δουν και μου ζητούσαν να τους μάθω κιθάρα. Το ταλέντο το είχε η μεσαία, αυτή τα έπιανε αμέσως ότι τους έδειχνα κι  ήταν η πιο χαρωπή και η πιο όμορφη από τις άλλες.
Έξυπνη όμορφη η Ανδρομάχη, δεν άργησε να βρει τον κατάλληλο γαμπρό, έναν μεγαλοεργολάβο που είχε χτίσει όλες τις μεγάλες επιχειρήσεις στο νησί. Τον παντρεύτηκε μικρή μικρή και έκτοτε δεν την ξανάδα στο πατρικό. Άκουγα κατά καιρούς τους ανθρώπους του χωριού να μιλούν για την καλή της τύχη και για το πόσο μεγάλη και τρανή έχει γίνει δίπλα στον άνθρωπο αυτό που γνωρίζουν οι πάντες. Στο χωριό εξακολουθεί να μην εμφανίζεται ποτέ, μάλλον το έχει αποκηρύξει.
Ο μεγαλύτερος αδελφός όλων, ο Ανέστης, ήταν μικρό παιδί ακόμα όταν ανέλαβε το ρόλο του προστάτη στην οικογένεια. Η μάνα τους άρρωστη για χρόνια, πρώτα με ψυχολογικά μετά και σωματικά, ο πατέρας ένας αγρότης χαμένος ολημερίς στα χωράφια του, τα παιδιά μεγάλωσαν με τη φροντίδα μιας θείας τους και με το που ενηλικιώθηκε ο Ανέστης, άνοιξε μια μικρή επιχείρηση, σουβλάκια και πήρε σιγά σιγά τ' αδέλφια του κοντά τους, πλην της Ανδρομάχης, αυτή τα βόλεψε μόνη της.
Τους άνοιξε με τον καιρό από μια επιχείρηση, ξεκινώντας την αυτός πρώτα, και καθώς αποτραβιόταν την άφηνε σε ένα μικρότερο αδέλφι του. Κι έτσι έγιναν όλοι επιχειρηματίες.
Τη μια μοναδική μέρα που πήγα σε δικό του μαγαζί να δουλέψω στη λάντζα, δεν άντεξα τη γυναίκα του και δεν συνέχισα για δεύτερη μέρα.
Εκείνος ο Ανέστης, έχει κάποιο σεβασμό στην οικογενειά μου εξαιτίας του πατέρα μου, που τον είχε μαζί του για κάμποσα χρόνια στην οικοδομή όταν ξεκίνησε να δουλεύει και του είχε μάθει και τη δουλειά καλά.
Ίσως και γι' αυτό όταν παρουσιάστηκα να ζητήσω δουλειά από τον ίδιο, είχε καταπιεί τη γλώσσα του, δεν ήξερε πως να με αντιμετωπίσει και δεν με αντιμετώπισε, δεν έβγαλε άχνα. Είπε μόνο όταν τον ρώτησα ποιος είναι ο μισθός, 750 ευρώ, και τίποτε άλλο δεν ξανάπε. Ούτε κι όταν την άλλη μέρα του τηλεφώνησα για να του πω ότι δεν θα συνεχίσω επειδή έχω πρόβλημα με το πόδι μου, δεν μου έκανε την παραμικρή παρατήρηση, πράγμα που με εντυπωσίασε, αφού εκείνη ήταν η μέρα που το μαγαζί του είχε εγκαίνια και ουσιαστικά τον κρέμασα.
Η αλήθεια είναι ότι δεν ένιωθα καθόλου καλά με αυτό, ήθελα να πάω τουλάχιστον για κείνη τη μέρα, αλλά αν το έκανα δεν θα μπορούσα να σηκωθώ από το κρεβάτι για μια εβδομάδα τουλάχιστον. Γιατί ο πόνος στη μέση μου κι όχι στο πόδι μου όπως του είπα, είχε γίνει αφόρητος. Το σκύψιμο επί οκτώ ώρες μέσα σε μια γούρνα που αποκαλούν νεροχύτη, είναι καταστροφικό για μια γυναίκα της ηλικίας μου. Δεν το ήξερα. Το έμαθα τότε.

Και πέρασαν οι μέρες και συνέχισα να ψάχνω για δουλειά και βρήκα εκείνο το ξενοδοχείο στην Παροικιά που συμφώνησα να πάω αφού πέρασα και το απαραίτητο δοκιμαστικό. Και ναι μεν σκεπτόμουν πως θα τα βγάλω πέρα να οδηγώ τα εικοσιπέντε χιλιόμετρα δυο φορές στην ίδια μέρα, αλλά ήμουν κάπως ευχαριστημένη που κατάφερα να βρω κι αυτό και είχα ψιλοηρεμήσει. Ώσπου μετά την πρώτη μέρα της δουλειάς μου εκεί, με ενημερώνει μια γνωστή μου ότι ζητάνε καμαριέρα σε ξενοδοχείο της περιοχής μου και με προτρέπει να πάω να το κοιτάξω. Και πάω και σταματώ το μηχανάκι μπροστά σε αυτό το ανισόπεδο προς το βουνό κτίριο. (Συνήθιζα να γράφω το κτίριο έτσι, με γιώτα, ύστερα κάποιος που είχε κόλλημα με την οθρογραφία επέμενε πως γράφεται η ήτα, και άρχισα να το γράφω με ήτα. Και πριν από λίγες μέρες διαβάζω κατά τύχη ότι τελικά δεν γράφεται ήτα, είναι η λάθος εκδοχή αυτή, γράφεται με γιώτα. Και ξαναγύρισα στο γιώτα)

Που είχα μείνει; Στο ψηλό ανισόπεδο προς το βουνό κτίριο. Μπαίνω μέσα, βλέπω έναν τύπο στη ρεσεψιόν, λέω, ήμουν στο τάδε μέρος και μου είπαν ότι ψάχνετε για καμαριέρα εδώ. Ναι μου λέει αυτός, έχετε δουλέψει ξανά; Μάλιστα αρκετά χρόνια. Ωραία δώστε μου ένα τηλεφωνό σας και θα το δώσω στην κυρία Υψηλάντη να σας τηλεφωνήσει. Η κυρία Υψηλάντη δεν είναι πραγματικά Υψηλάντη αν και ψηλά ιστάμενη στο συγκεκριμένο ξενοδοχείο, αλλά τέλος πάντων. Το μικρό της κυρίας Υψηλάντη ποιο είναι; τον ρωτάω. Ανδρομάχη μου απαντά. Μάλιστα. Σιγουρεύτηκα ότι έπεσα πάνω στην παλιά μου θαυμάστρια.
Δίνω το τηλέφωνο και φεύγω. Μου τηλεφωνεί η Ανδρομάχη την άλλη μέρα. Ελένη εσύ είσαι βρε; Ναι εγώ βρε Ανδρομάχη, μου είπαν ότι ζητάς καμαριέρα.
-Και πως θα δουλέψεις καμαριέρα, το έχεις ξανακάνει; Εγώ σε ξέρω για συγγραφέα.
-Έχεις χάσει πολλές συνέχειες. Πριν από συγγραφέας ήμουν καμαριέρα και δεν σταμάτησα στην ουσία να είμαι, εκτός για μερικά χρόνια που είχα πάρει απόσπαση;
-Απόσπαση; χαχαχα τι είδους απόσπαση; Πήγες να δουλέψεις για κανένα υπουργό;
-Όχι για ένα τρελό καλλιτέχνη τάχαμου, αλλά τώρα είμαι πίσω στο επάγγελμα.
-Και πως εγώ δεν έχω ακούσει για σένα τίποτα; Και που δούλεψες; για ποιον; και γιατί δεν είσαι εκεί και φέτος; Και πως με βρήκες; και τι θέλεις.
-Ζητάς ή όχι καμαριέρα;
-Ζητάω, αλλά η δουλειά αυτή είναι σκληρή να ξέρεις, θα τα βγάλεις πέρα;

Όταν κάποιος σου κάνει μια τέτοια ερώτηση, με πρώτη την αμφισβήτηση στον τόνο και το χρώμα της φωνής του, δεν έχεις παρά να του πεις, μια δοκιμή θα σας πείσει.

Και μου έδωσε το ραντεβού και πήγα και με είδε και άρχισα. Ο μισθός καλός, καλύτερος από όσο περίμενα. Και τα ένσημα όλα κανονικά.

Τρίτη μέρα στη δουλειά και δεν έχω δεκάρα και το μηχανάκι μου ανάβει γλομπάκια για βενζίνη κι ετοιμάζεται να με αφήσει. Τσιγάρα ακόμα έχω να καπνίσω, μου τα είχε στείλει η Μαριτσού από την Αθήνα.
Πιάνω την Ανδρομάχη μόλις τη βλέπω το πρωί και της ζητάω μια μικρή προκαταβολή για να βάλω βενζίνη να μπορώ να έρχομαι στη δουλειά.
-Από τώρα προκαταβολή; δεν έχεις ούτε τρεις μέρες. Μου λέει με το δίκιο της.
-Κάτι λίγα θέλω ως διευκόλυνση, για να βάλω βενζίνη της ξαναλέω.
-Καλά δεν είπες ότι ήσουν στο Πόρτο Πάρος πριν από εδώ; Τι τον έκανες ολόκληρο μισθό που πήρες από κει; Και καλά, ούτε πέντε ευρώ δεν έχεις; Είναι δυνατόν να μην έχεις πέντε ευρώ να βάλεις βενζίνη;
-Τα έστειλα στο παιδί μου Ανδρομάχη, αλλά δεν είναι εκεί το θέμα. Μπορείς να μου τα δώσεις; καλώς. Δεν μπορείς, δεν πειράζει.
-Καλά, θα μιλήσω στο λογιστή να σου δώσει. Μου λέει και φεύγει με φανερή την περιφρόνηση στο προσωπό της.
Τέτοια περιφρόνηση που δεν έχω πέντε ευρώ η ψωμόλυσσα, που πήρα ανάποδες. Και με φωνάζει την άλλη μέρα ο λογιστής στο γραφείο να με ρωτήσει πόσα θέλω.
-Τίποτα δεν θέλω. Δεν ήξερα ότι είναι τόσο δύσκολο να πάρω μια προκαταβολή, αν το ήξερα δεν θα τα ζήταγα.
-Δύσκολο είναι αλλά αφού την ενέκρινε η Ανδρομάχη θα τα πάρεις. Ελα πες μου τώρα πόσα θέλεις.
-Δεν θα τα πάρω, ευχαριστώ πολύ. Μου έδωσε η μάνα μου και δεν τα χρειάζομαι πια.
-Γιατί όμως δεν τα παίρνεις;
-Γιατί διαπίστωσα ότι θα μου κοστίσει περισσοτερο να τα πάρω από το να μην.

Και δεν είπε άλλη κουβέντα αυτός. Κι έκτοτε η τέως μικρή Ανδρομάχη δεν μου μιλάει. Περνάει από μπροστά μου όταν έρχεται, κοιτάζει αλλού, εγώ της λέω “Καλημέρα Ανδρομάχη”, αυτή κάτι μουγκρίζει εκεί πέρα και προσπερνάει.

Στο μεταξύ οι μέρες περνούν, πέρασα τη δοκιμασία με τις πολλές αναχωρήσεις, με τις πιο πολλές, τη ρεσεψιόν τους καμπινέδες, τους άλλους κοινόχρηστους χώρους και ότι άλλο χρειάστηκε. Οι πληροφορίες που φτάνουν στ' αυτιά της για μένα θα πρέπει να είναι μάλλον καλές, εκτός κι αν κάποιος θέλει να με θάψει, οπότε θα είναι κακές.

Έχω δυο συναδέλφους, την Άλφα Ελληνίδα και τη βήτα, Από την Αλβανία. Η Άλφα είναι μόλις από πέρσι εκεί, ενώ η βήτα, δώδεκα χρόνια, τα μάτια και τα αυτιά της Ανδρομάχης. Εξουσιαστική και απότομη, της είπα προχτές να μη μου την πέφτει γιατί θα της πέσω κι εγώ κι όταν εγώ το κάνω τα πράγματα αγριεύουν πολύ. Έκανε πίσω. Η Ανδρομάχη μούγκριζε χειρότερα σήμερα. Είναι Ιούλιος, κάνω τη δουλειά μου αρκετά καλά και ευσυνείδητα, στραβοί δεν είναι και με ανέχονται. Αλλά μάλλον τα κατάφερα να μη με πηγαίνει κανείς εκεί μέσα, επειδή τους γυρίζω την πλάτη στις εντολές και φεύγω.
Ακούω μόνο στον υπεύθυνο για τη δουλειά, τις επιδόσεις και τη συμπεριφορά μου και σε μια φαντασμένη που έχει καβαλήσει το καλάμι Μαρπησσαία στη θέση  της τηλεφωνικής ενημέρωσης πελατών και booking και στον έλεγχο των δωματίων. Φτάνουν δύο λέω εγώ. Δεν θα γίνουν τρεις και τέσσερις και πέντε Έλληνες ή Αλβανοί.

Αυτοί δεν το νομίζουν. Ήρθα τελευταία αρα είμαι η τελευταία στην ιεραρχία πρέπει να υπακούω σε όλους. Τους έκανα γνωστό ότι δεν σκοπεύω. Χωρίς κουβέντα φεύγω και με ψάχνουν. Έκλεισα και τον ηλεκτρονικό μπάτσο που μου έβαλαν στην τσέπη. Ένα μπιπ που δεν σταματάει όλη τη μέρα να μιλάει, λες και είμαι ταξιτζής. Άι γαμίδια.
Με πήρε η καβαλημένη Μαρπησσαία από τη ρεσεψιόν και μου έκανε παρατήρηση γιατί έκλεισα το μπιπ και δεν μπορούν να με βρουν. Το άνοιξα πάλι. Ακόμα λέει κι αν νομίζει ότι καλώ άλλον, αν δεν άκουσες καθαρά, καλύτερα να με πάρεις να με ενοχλήσεις και να σου πω μια και δυο φορές οτι δεν ήταν για σένα.
Άρχισα να της τηλεφωνώ κάθε είκοσι λεπτά. Με κάλεσες μήπως; Όχι Ελένη, δεν ήταν για σένα. Οκ.
Ξανά. Με κάλεσες μήπως; Όχι κυρία Ελένη, δεν ήταν για σας.
Ξαφνικά και δεν ξέρω πως, εγώ τους μιλώ στον ενικό και αυτοί στον πληθυντικό. Ωραίο ε;
Δεν ευελπιστώ να με πάρουν ξανά του χρόνου στο ίδιο ξενοδοχείο αλλά για την ώρα είμαι εκεί και δουλεύω σκυλίσια και το βλέπουν αλλά δε με γουστάρουν,  ούτε με σφαίρες δεν με πάνε.

Ξανά εγώ. Με κάλεσες  Αναστασία;
Όχι κυρία Ελένη μείνετε ήσυχη, όταν σας καλέσω θα ακούσετε Ελένη.
Μα Ελένη ακούω εδώ και τρεις μέρες συνέχεια.
Τι πλάκα που έχετε κυρία Ελένη, σας έγινε έμμονη ιδέα.
Όχι κορίτσι μου, σε σας έχει γίνει και προσπαθώ να το παρακολουθήσω.
Έχετε δίκιο κυρία Ελένη, καινούργια συστήματα αυτά για την Πάρο, σε άλλες δουλειές υπάρχουν από χρόνια όμως.
Δεν έπεσα πάνω τους ευτυχώς μέχρι τώρα.
Για όλα υπάρχει μια αρχή.
Έχεις δίκιο. Για όλα υπάρχει μια αρχή. Και στα ογδόντα του μπορεί να μάθει κανείς άχρηστα πράγματα.
Χαχαχαχα κυρία Ελένη πως τα λέτε....
Πως τα λέω η άτιμη ναι. Άντε γεια.

Αναρωτιέμαι εκείνο το άγριο ΕΛΕΝΗ! Από τη ρεσεψιόν και από κάθε κατεύθυνση, πως έγινε ξαφνικά κυρία Ελένη. Δεν έχω καταλάβει αλήθεια. Μόνο υποψιάζομαι πως άρχισαν να υποψιάζονται ότι τα πράγματα εδώ δεν θα είναι εύκολα για κανένα. Και καλύτερα έτσι. Καλύτερα.

Η Ανδρομάχη μουγκρίζει. Η Άλφα τρέχει. Όλη τη μέρα τρέχει και μου λέει όλη τη μέρα, μην ξεχάσεις αυτό, εκείνο και το άλλο. Εγώ δουλεύω χωρίς να τρέχω. Με κανονικούς ρυθμούς, είμαστε και σε κάποια ηλικία. Ωστόσο τα δωμάτια βγαίνουν σφαίρα και η άλφα ξύνει το κεφάλι της. Μα εγώ τρέχω, εσύ τα βγάζεις λέει. Δεν θέλει κόπο, τρόπο θέλει της λέω αλλά με γράφει. Και συνεχίζει να τρέχει.
Διότι όταν σε βλέπουν να τρέχεις θεωρούν ότι δουλεύεις ενώ όταν περπατάς σαν άνθρωπος, θεωρούν ότι χαζεύεις. Εγώ περπατώ σαν άνθρωπος. Όχι σαν να πηγαίνω βόλτα το σκύλο μου, αλλά σα να προλαβαίνω δεν προλαβαίνω το λεωφορείο στη στάση.

Βαρέθηκα. Τα ίδια και τα ίδια. Ραγιάδες του κερατά είμαστε οι Έλληνες. Βλέπω το τρομαγμένο ύφος της Άλφα. Μη μη μη αυτό και μη μη εκείνο. Δεν θα τους αρέσει. Πρέπει να τα κάνουμε όλα τέλεια. Να διπλοτσεκάρουμε τα πάντα. Κι εσύ κοπέλα στο πλυντήριο να σιδερώνεις καλύτερα τα σεντόνια. Τηλεφωνάει στη ρεσεψιόν. -Μου δώσατε το τάδε δωμάτιο και δεν γράφετε να γίνει αλλαγή στα σεντόνια. Μα χρειάζονται αλλαγή, είναι βρώμικα, δεν έχουν αλλαχτεί από προχτές. Α εντάξει, δεν το ήξερα, εντάξει τότε.
-Τι σου είπαν;
-Θα φύγουν το βράδυ.
-Κι αφού δεν σου το δώσανε από πάνω για αλλαγή εσένα τι σε κόφτει;
-Το ξενοδοχείο είναι το προσωπικό Ελένη. Εμείς πρέπει να ενδιαφερόμαστε γι' αυτό πρώτοι απ' όλους.
-Συμφωνώ. Να κάνεις καλά τη δουλειά σου και να εκτελείς στην εντέλεια αυτά που σου αναθέτουν.
-Μας έχουν πει κι ότι παρατηρούμε να το αναφέρουμε.
Οπλίσατε, πυρ!
Τι είπες Ελένη;
-Τους ζυγούς λύσατε είπα. Πάμε για δουλειά.

Άλλη μια μέρα δοκιμασίας πέρασε. Ανέβηκα στο μηχανάκι μου το λατρεμένο, επιτέλους ελευθερία.
Σήμερα μας επισκέφτηκαν πολλοί γλάροι.  Τα κύματα ήταν μεγάλα και τα σέρφιν δεν σταμάτησαν όλο το πρωί να τρέχουν να πέφτουν να σηκώνονται και να ξανατρέχουν.  Η παραλία των πελατών είναι γεμάτη παιδάκια των πελατών. Του χωριού μου η παραλία να λέμε. Απαγορεύεται το προσωπικό να κολυμπήσει στην παραλία αυτή να πάει παραπέρα. Δεν ζηλεύω μια γεμάτη ξαπλώστρες και ομπρέλες παραλία. Οργίζομαι για το δέντρο που κατέλαβαν οι ξαπλώστρε και για την ταμπέλα, “Όχι για το προσωπικό”
 Άντε γαμηθείτε καθίκια.
Λίγο πιο πέρα σταματώ το μηχανάκι. Το απέραντο γαλάζιο με κυκλώνει και στο βάθος του ορίζοντα ένα καράβι έρχεται από τα νησιά. Φοράω το ρολόι του πατέρα μου και κοιτάζω την ώρα. Τέσσερις ακριβώς. Σήμερα σχόλασα νωρίς. Δηλαδή στην ώρα μου.  Σκέφτομαι να πάω σε κείνο τον έρημο βράχο και να στήσω μια ταμπέλα εκεί. “Όχι για πελάτ ξενοδοχείων.  Μόνο για σκηνίτες και ντόπιους” Η ταμπέλα από μόνη της όμως θα κάνει το βράχο περιζήτητο. Ακόμα κι αυτοί που αντιπαθούν τους βράχους θα θέλουν να ρίξουν τη βουτιά τους από κει. Άσε που κρύβει και μια μικρή αμμουδιά προς τη μεριά της θάλασσας. Καταλήγω κάτω από κείνη τη μικρή σπηλιά. Τηλεφωνώ στη μάνα. “Θ' αργήσω λίγο μην ανησυχήσεις” Βάζω κάτω την κουρελού μου και ξαπλώνω. Οι γλάροι εγκατέλειψαν τους πελάτες. Ένας πελεκάνος ήρθε και κάθισε απενταντί μου στα δυο μέτρα. Δεν ήξερα ότι έχουμε και μεις πελεκάνους. Ένας μονάχος του.
Κλείνω τα μάτια μου και σκέπτομαι το χθεσινό βράδυ.
Από το πουθενά μου ξεπετάχτηκαν οι πληροφορίες για τον πατέρα μου. Είπα χθες, μια μέρα θα γράψω γι' αυτή την ιστορία. Για το λόγο αυτό δεν θα την αναφέρω εδώ. Θ' αναφέρω όμως ένα μέρος της συζήτησης με τον μπάρμπα Βαγγέλη. Κολλητό φίλο του πατέρα μου για μια ολόκληρη ζωή. Έμεινε εδώ και τέσσερα χρόνια χωρίς τον κολλητό του, σκέτη θλίψη. Τον είδα στο σπίτι της φίλης μου που ήρθε για επίσκεψη.
Κουβέντα στην κουβέντα φτάσαμε και στη κατοχή. -Διάβασα ένα βιβλίο πρόσφατα ρε μπάρμπα του λέω για τον Λεωνίδα τον Κουμαριανό. Αυτόν που έμενε πιο κάτω από το σπίτι μας. Στην κατοχή είχε φύγει στην Αίγυπτο, και του είχαν δώσει ένα καϊκι για να κάνει σαμποτάζ στους Γερμάνους με ενέδρες και τορπιλισμούς και ερχόταν και στην Ελλάδα λέει. Πήγαινε στα ελληνικά νησιά με αποστολές και κάνανε ζημιές στους κατακτητές. Και είχαμε αναμεσά μας τόσα χρόνια έναν ήρωα που εμείς οι νεότεροι δεν είχαμε ιδέα. Και όταν λέει του έστειλε η Αγγλία το μετάλλειο, αυτός το γύρισε πίσω. Δεν το δέχτηκε. Και είπε ότι αρνείται να δεχτεί μετάλλειο από αυτούς που πούλησαν την πατρίδα του και την Κύπρο. Είναι αλήθεια αυτά; τα ξέρεις;
Κουνάει το κεφάλι του ο μπάρμα Βαγγέλης. -Αυτός ήρωας; Τον κάνανε ήρωα ναι. Αυτός που έγραψε το βιβλίο, αγγλόφιλος και μπουραντάς. Και ποιον εκάνανε ήρωα δα; Τα καίκια του πως τα έφτιαξε  τόσα πολλά ο Κουμαριανός ξέρεις; Πήρε να μεταφέρει έναν Άγγλο με ένα μπαούλο λίρες, με αποστολή αυτός να πάει τις λίρες στους Άγγλους που ήταν στην Αίγυπτο για να προμηθευτούν με αυτές υλικό για τον πόλεμο. Κι αυτοί εκεί στο καϊκι πνίξανε τον άνθρωπο, τσεπώσανε τις λίρες και ούτε τον είδε ούτε τον άκουσε κανείς. Με το που τέλειωσε ο πόλεμο βρέθηκε με ένα σωρό καϊκια ο Κουμαριανός. Τι να σου κάνω, δεν ζει ο πατέρας σου να στα πει καλύτερα. Εκείνος ήξερε και τα έλεγε συναρπαστικά. Αλλά η αλήθεια είναι αυτή. Κάνανε ήρωες τους πουλημένοι, τα τομάρια, και κρατήσανε στην σκιά και την περιφρόνηση τα πραγματικά παλικάρια που θυσιάστηκαν τότενες για την πατρίδα.

Περνάει ένα καϊκι. Δεν θα είναι των κουμαριανών. Δεν έχει αγγλική σημαία πάνω, χεχε.
Ποιος ξέρει πόσοοι από αυτούς τους καπεταναίους  που οι γιοι τους κορδώνονται σήμερα με τις επιχειρήσεις τους, τις τουριστικές τους μονάδες, πόσο κόσμο είχανε φάει για να αποκτήσουν τα καράβια τους. Πόσες φορές πρόδωσαν την πατρίδα τους και σε ποιους.

Πείνασα. Ώρα για επιστροφή. Θα σβήσει και το λαπτοπ χωρίς ρεύμα. Το παίρνω μαζί μου κάθε μέρα κρυμμένο μέσα σε ένα σάκο. Να μη δώσω αφορμή για σχόλια ότι κυκλοφορώ με αυτό στη δουλειά.

Είναι τόσο μεγάλη η πείνα μου που ξεχνάω ότι πεινάω. Θα ήθελα να μάθω περισσότερα από το θείο το Βαγγέλη. Να είχα ένα μαγνητόφωνο...αυτές είναι μαρτυρίες που δεν υπάρχουν πουθενά γραμμένες. Μόνο οι παλιοί που θυμούνται και αναπολούν. Ας τον έχει ο θεός καλά.
Ας έχει και μένα. Ν' αντέξω να βγάλω το ψωμί μου για άλλη μια σαιζόν με αξιοπρέπεια. Οι γλάροι λένε κρα. Ο πελεκάνος κουνάει το κεφάλι του πάνω κάτω. Ο ορίζοντας λαμπυρίζει, μου κλείνει το μάτι. Η Θάλασσα λέει το τραγούδι της μόνο για μένα. Ο βράχος με κρύβει. Όλα είναι έτσι όπως πρέπει να είναι. Όπως οφείλουν να είναι παντού, στη μικρή αυτή κόχη της ανασυγκρότησης.
Χα χα. Ίσως κάποια μέρα έρθουν εδώ οι επισκέπτες, αναζητώντας τη θέση που κάθισα κάποτε.
Αν δεν είχα ένα τέτοιο ψώνιο βαθιά μέσα μου, δεν θα συνέχιζα ακόμα να κυνηγώ τους ανεμόμυλους σε αυτή την ηλικία. Έτσι δεν είναι;



No comments:

Post a Comment

Εδώ σχολιάζουμε;