Η άσκηση είναι, γράψε χωρίς να καπνίσεις. Η αποχή σε ένα μεγάλο βαθμό από το γράψιμο οφείλεται στο τσιγάρο. Όταν γράφω καπνίζω. Όταν καπνίζω καπνίζομαι. Μετά κόβω βόλτες στο δωμάτιο. Νερό, χάπι, βαθιές ανάσες. Δεν γίνεται. Λες και το τσιγάρο είναι στυλό που χωρίς αυτό δεν σταυρώνεις λέξη στο καντράν. Στην οθόνη τέλος πάντων. Γιατί όπως σου έχω ξαναπεί, γράφω απευθείας εδώ. Δεν επεξεργάζομαι αυτό που θέλω να πω. Όταν αυτό που θέλεις να πεις το επεξεργάζεσαι, δεν μιλάς από ανάγκη να μιλήσεις. Μιλάς από ανάγκη να καθιερωθείς. Τα έχουμε ξεπεράσει αυτά εμείς; όχι δα. Όμως η περίπτωση εδώ μέσα μοιάζει με αυτοματική γραφή. Είναι αυτοματική γραφή τι λέω...Είναι μια καλή άσκηση ετοιμότητας. Που δεν μπορεί να κρατήσει πολύ σαν τέτοια επειδή εκεί, στο σημείο που βρίσκεις τις συντεταγμένες σου, σκάει η ανάγκη για το τσιγάρο. Και ύστερα οι λέξεις βγαίνουν μέσα από ένα σύννεφο που χάνεται στα ύψη και τις τραβά μαζί του. Και δεν τις εξαϋλώνει για να μείνουν εκεί αιωρούμενες, να τις διαβάζουν από κάτω οι άνθρωποι. Όχι. Τις αφήνει από το στόμα του, το σύννεφο, σαν αετός την τροφή του. Σκάνε στη γη με πάταγο, διαλύονται, σκορπίζουν, κι αυτός, ούτε που καταδέχεται μετά να τσιμπολογήσει τις συλλαβές τους. Πάει ο ένας από δω, οι μεν από κει, και εγώ στη μέση, με μια γόπα στα χέρια, ψάχνω να βρω που το πήγαινα και γιατί το έχασα. Άπειρες φορές έχει συμβεί αυτό. Γι' αυτό και άρχισα τις ασκήσεις γραφής χωρίς τσιγάρο.
Αν δηλαδή τ' αφεντικά καταφέρνουν να σου επιβάλουν ωράριο άνευ καπνίσματος και το βγάζεις πέρα, με κλεφτές ρουφηξιές εδώ κι εκεί εντάξει, γιατί να είναι τόσο δύσκολη αυτή η χάρη στη γραφή;
Γιατί θα μου πεις είσαι κολλημένος, εξαρτημένος, ανελεύθερος.
Δεν το αρνούμαι. Αλλά δεν γίνεται εξαιτίας αυτού να επικρατήσει η αποχή. Θυμάσαι τον έρωτα; Εγώ τον θυμάμαι. Αμέσως μετά την ερωτική συνεύρεση, αναζητούσαμε και οι δυο το τσιγάρο. Λες και το αίσθημα της απόλαυσης δεν γινόταν να είναι ολοκληρωμένο χωρίς αυτό. Ή λες και μόνο τότε υπήρχε η πραγματική απόλαυση. Θυμάμαι περιπτώσεις που ήταν έτσι ακριβώς. Έρωτας είναι το τσιγάρο παναθεμά το, έρωτας φαρμακερός. Σε κάνει να νιώθεις πως ζεις ενώ σε σκοτώνει. Έρωτας πλάνος.
Και κάπνιζε και περπατούσε, και οι μουσικές μπερδεμένες ήταν στο κεφάλι του, γιατί δεν του ερχόταν καμιά που να ταιριάζει με το συναισθημά του εκείνη την ώρα. Μόνο οι λέξεις έβγαιναν με ευκολία κάθε φορά που φύσαγε έξω τον καπνό. "Ολοκλήρωση. Σύννεφα. Αετός. Πλάνη". Κι έφτασε μουρμουρίζοντας και ξεφυσώντας έξω από το καφέ και την είδε από το τζάμι που ήδη καθόταν μέσα και τον περίμενε. Δεν είχε βγάλει το παλτό της. Ούτε το σκούφο της. Κρατούσε μια κούπα με τα γυμνά δάχτυλα, στο υπόλοιπο χέρι της φορούσε γάντι. Σαν να καθόταν στα καρφιά, με το ένα πόδι έξω.
"-Άργησες" Του είπε μόλις την πλησίασε. Δεν είχε αργήσει. Η αγωνία της θα πρέπει να ήταν μεγάλη. Ίσως να βρισκόταν εκεί, για πάνω από μισή ώρα. Πρόσεξε πως η κούπα με τον καφέ της ήταν ήδη άδεια. Στο τασάκι, υπήρχαν τρεις γόπες. Μετά τον έρωτα, της έπαιρνε το τσιγάρο από τα χέρια. "Έλα! γιατί το κάνεις;" διαμαρτυρόταν έντονα. "-Γιατί δεν δέχομαι πως αμέσως μετά από μένα, αναζητάς τον επόμενο εραστή σου. -Εραστής το τσιγάρο; -Το τσιγάρο. -Ζηλεύεις το τσιγάρο; -Όχι. Τσαντίζομαι που δεν σου έφτασα. -Μα αυτό είναι άλλο πράγμα, μου έφτασες και μου περίσσεψες.
-Σου περίσσεψα;
-Έλα τώρα, ξέρεις τι εννοώ". Και γέλια, τσιμπήματα, γαργαλήματα, μάχη για το τσιγάρο που έστελνε τον καπνό στο ταβάνι, ανάμεσα σε δυο δάχτυλα διπλωμένα, ανάμεσα σε χείλη αντρικά και γυναικεία. Το ένα τσιγάρο.
Και ο δρόμος γλιστράει από τη βροχή τώρα και πέφτουν οι σταγόνες πάνω στο καπνισμένο χέρι του. Κάθε τόσο σταματά το περπάτημα για να το ανάψει, ξανά. Κάθε τόσο μια κόρνα του θυμίζει πως είναι κοντά στο νερό. Τ' αμάξια που περνούν το στέλνουν με δύναμη επάνω του. Κι αυτός σα να μην νιώθει.
"Μπορώ να θυμηθώ έντονα τις ιστορίες μου". Μονολόγησε. Μήπως ο καθένας μας είναι μέρος της ιστορίας ενός άλλου; Είμαστε όλοι πρόσωπα με ρόλο σε μια ιστορία που γράφεται. Όταν ο συγγραφέας μας γνωρίζει, μας αλλάζει όνομα. Όταν δεν μας γνωρίζει, μας αποκαλεί κοινωνία. Κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει από αυτό το δίχτυ. Εκτός κι αν γράψει κανείς για ανύπαρκτα όντα. Εξωγήινους πχ. Αλλά και γι' αυτούς θα έχει μια εικόνα δοσμένη από τα έργα επιστημονικής φαντασίας, ταινίες, βιβλία, κόμικ. Όλα αναπαράγονται, αναμασιούνται, ξαναστήνονται. Κι εμείς. Και ο έρωτας. Και οι αφορμές για χαρά και για λύπη. Είμαι ο τύπος με το τσιγάρο και η γυναίκα ταυτόχρονα. Είμαι ο κλέφτης και το θύμα. Ο βιαστής και ο βιασμένος. Κουβαλάω μέσα μου τραπέζια, καρέκλες, ντουλάπες, καναπέδες. Τα στήνω όπου βρεθώ, φτιάχνω σπίτι και αράζω σ' αυτό. Αράζω μέσα σε αυτό που είμαι. Κι αν δεν θέλω να είμαι ούτε βιαστής ούτε βιασμένος, τότε είμαι ανερμάτιστος. Δεν υπάρχω. Γιατί στον κόσμο αυτό υπάρχουν μόνο τα αντίθετα. Το συν και το πλην. Και ο κόσμος αυτός υπάρχει εξαιτίας των αντιθέτων. Τι σχέση μπορεί να έχει αυτή η λέξη, εντροπία, με τις σκέψεις αυτές; Και γιατί να με απασχολούν ακριβώς τώρα, που το μόνο που θέλω είναι ένα μεγάλο ποτήρι μπύρα, να το τσουγκρίσω με τον κολλητό μου, να πούμε δυο μαλακίες, να γελάσουμε; Κι αν κλάψουμε; ας κλάψουμε. Δεν χάλασε και κανέναν το κλάμα. Που πάω; στη άκρη του δρόμου προσπαθώντας να φανταστώ το πεζοδρόμιο, ανάμεσα σε κράσπεδα παγίδες και τρύπες, χωρίς ομπρέλα, χωρίς κολλητό, χωρίς τσιγάρο;
Η άσκηση είναι γράψε χωρίς να καπνίσεις. Η άσκηση είναι "γράψε", άσκηση επιβίωσης, με όλα τα "χωρίς".
Αν δηλαδή τ' αφεντικά καταφέρνουν να σου επιβάλουν ωράριο άνευ καπνίσματος και το βγάζεις πέρα, με κλεφτές ρουφηξιές εδώ κι εκεί εντάξει, γιατί να είναι τόσο δύσκολη αυτή η χάρη στη γραφή;
Γιατί θα μου πεις είσαι κολλημένος, εξαρτημένος, ανελεύθερος.
Δεν το αρνούμαι. Αλλά δεν γίνεται εξαιτίας αυτού να επικρατήσει η αποχή. Θυμάσαι τον έρωτα; Εγώ τον θυμάμαι. Αμέσως μετά την ερωτική συνεύρεση, αναζητούσαμε και οι δυο το τσιγάρο. Λες και το αίσθημα της απόλαυσης δεν γινόταν να είναι ολοκληρωμένο χωρίς αυτό. Ή λες και μόνο τότε υπήρχε η πραγματική απόλαυση. Θυμάμαι περιπτώσεις που ήταν έτσι ακριβώς. Έρωτας είναι το τσιγάρο παναθεμά το, έρωτας φαρμακερός. Σε κάνει να νιώθεις πως ζεις ενώ σε σκοτώνει. Έρωτας πλάνος.
Και κάπνιζε και περπατούσε, και οι μουσικές μπερδεμένες ήταν στο κεφάλι του, γιατί δεν του ερχόταν καμιά που να ταιριάζει με το συναισθημά του εκείνη την ώρα. Μόνο οι λέξεις έβγαιναν με ευκολία κάθε φορά που φύσαγε έξω τον καπνό. "Ολοκλήρωση. Σύννεφα. Αετός. Πλάνη". Κι έφτασε μουρμουρίζοντας και ξεφυσώντας έξω από το καφέ και την είδε από το τζάμι που ήδη καθόταν μέσα και τον περίμενε. Δεν είχε βγάλει το παλτό της. Ούτε το σκούφο της. Κρατούσε μια κούπα με τα γυμνά δάχτυλα, στο υπόλοιπο χέρι της φορούσε γάντι. Σαν να καθόταν στα καρφιά, με το ένα πόδι έξω.
"-Άργησες" Του είπε μόλις την πλησίασε. Δεν είχε αργήσει. Η αγωνία της θα πρέπει να ήταν μεγάλη. Ίσως να βρισκόταν εκεί, για πάνω από μισή ώρα. Πρόσεξε πως η κούπα με τον καφέ της ήταν ήδη άδεια. Στο τασάκι, υπήρχαν τρεις γόπες. Μετά τον έρωτα, της έπαιρνε το τσιγάρο από τα χέρια. "Έλα! γιατί το κάνεις;" διαμαρτυρόταν έντονα. "-Γιατί δεν δέχομαι πως αμέσως μετά από μένα, αναζητάς τον επόμενο εραστή σου. -Εραστής το τσιγάρο; -Το τσιγάρο. -Ζηλεύεις το τσιγάρο; -Όχι. Τσαντίζομαι που δεν σου έφτασα. -Μα αυτό είναι άλλο πράγμα, μου έφτασες και μου περίσσεψες.
-Σου περίσσεψα;
-Έλα τώρα, ξέρεις τι εννοώ". Και γέλια, τσιμπήματα, γαργαλήματα, μάχη για το τσιγάρο που έστελνε τον καπνό στο ταβάνι, ανάμεσα σε δυο δάχτυλα διπλωμένα, ανάμεσα σε χείλη αντρικά και γυναικεία. Το ένα τσιγάρο.
Και ο δρόμος γλιστράει από τη βροχή τώρα και πέφτουν οι σταγόνες πάνω στο καπνισμένο χέρι του. Κάθε τόσο σταματά το περπάτημα για να το ανάψει, ξανά. Κάθε τόσο μια κόρνα του θυμίζει πως είναι κοντά στο νερό. Τ' αμάξια που περνούν το στέλνουν με δύναμη επάνω του. Κι αυτός σα να μην νιώθει.
"Μπορώ να θυμηθώ έντονα τις ιστορίες μου". Μονολόγησε. Μήπως ο καθένας μας είναι μέρος της ιστορίας ενός άλλου; Είμαστε όλοι πρόσωπα με ρόλο σε μια ιστορία που γράφεται. Όταν ο συγγραφέας μας γνωρίζει, μας αλλάζει όνομα. Όταν δεν μας γνωρίζει, μας αποκαλεί κοινωνία. Κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει από αυτό το δίχτυ. Εκτός κι αν γράψει κανείς για ανύπαρκτα όντα. Εξωγήινους πχ. Αλλά και γι' αυτούς θα έχει μια εικόνα δοσμένη από τα έργα επιστημονικής φαντασίας, ταινίες, βιβλία, κόμικ. Όλα αναπαράγονται, αναμασιούνται, ξαναστήνονται. Κι εμείς. Και ο έρωτας. Και οι αφορμές για χαρά και για λύπη. Είμαι ο τύπος με το τσιγάρο και η γυναίκα ταυτόχρονα. Είμαι ο κλέφτης και το θύμα. Ο βιαστής και ο βιασμένος. Κουβαλάω μέσα μου τραπέζια, καρέκλες, ντουλάπες, καναπέδες. Τα στήνω όπου βρεθώ, φτιάχνω σπίτι και αράζω σ' αυτό. Αράζω μέσα σε αυτό που είμαι. Κι αν δεν θέλω να είμαι ούτε βιαστής ούτε βιασμένος, τότε είμαι ανερμάτιστος. Δεν υπάρχω. Γιατί στον κόσμο αυτό υπάρχουν μόνο τα αντίθετα. Το συν και το πλην. Και ο κόσμος αυτός υπάρχει εξαιτίας των αντιθέτων. Τι σχέση μπορεί να έχει αυτή η λέξη, εντροπία, με τις σκέψεις αυτές; Και γιατί να με απασχολούν ακριβώς τώρα, που το μόνο που θέλω είναι ένα μεγάλο ποτήρι μπύρα, να το τσουγκρίσω με τον κολλητό μου, να πούμε δυο μαλακίες, να γελάσουμε; Κι αν κλάψουμε; ας κλάψουμε. Δεν χάλασε και κανέναν το κλάμα. Που πάω; στη άκρη του δρόμου προσπαθώντας να φανταστώ το πεζοδρόμιο, ανάμεσα σε κράσπεδα παγίδες και τρύπες, χωρίς ομπρέλα, χωρίς κολλητό, χωρίς τσιγάρο;
Η άσκηση είναι γράψε χωρίς να καπνίσεις. Η άσκηση είναι "γράψε", άσκηση επιβίωσης, με όλα τα "χωρίς".
No comments:
Post a Comment
Εδώ σχολιάζουμε;