herinna

herinna

Thursday, March 7, 2019

Χώμα.

Ένα χρήσιμο υλικό της φύσης. Εμείς, εγώ. Αλλά κι εκείνος ο τρόπος που καλύπτονται αυτά που δεν πρέπει να φαίνονται. Χώμα χάρτινο, χώμα λεκτικό, σφραγίδες χώμα και αποφάσεις χώμα. Στην πραγματικότητα το χώμα, από τότε που ο άνθρωπος κατάλαβε την πολλαπλή χρησιμοτητά του, το μεταχειρίστηκε σαν σκέπαστρο υποθέσεων βρόμικων και ενταφιασμένων στη λήθη. Εγώ λέει η Μαρίτσα, δεν θέλω να με θάψετε όταν τα τινάξω. Θέλω να με κάψετε. Να μη με σκεπάσει το χώμα και σκουληκιάσω κάτω εκεί. Μέσα στο χώμα σκουληκιάζει οτιδήποτε θάβεται. Βρωμάει άσχημα. Δίκιο έχει.
Το χώμα, κάνει μια υπέροχη προπαγανδιστική δουλειά, όχι από μόνο του βέβαια, ως υλικό εννοώ. Όταν είναι λεκτικό, παίρνει το σχήμα λέξεων ευάρεστων. Αλληλεγγύη, φροντίδα, ενδιαφέρον, πχ. Βγαίνει και σε σύνθημα από διάφορες κοινωνικές ή πολιτικές ομάδες. Όλοι μαζί για τους αδύναμους, όλοι μαζί ενάντια στον ρατσισμό, όλοι μαζί ενάντια στο φασισμό, κανένα μόνος του στην κρίση, όλοι μαζί ενάντια στη φτώχεια.
Όλα αυτά είναι χώμα που σκεπάζει την πραγματικότητα. Κανείς δεν δίνει ένα σκατό για τον άλλο. Σε προσωπικό επίπεδο, δεν υπάρχει ο άλλος. Σε κοινωνικό, το αντάλλαγμα κοστίζει περισσότερο από την προσφορά και σε πολιτικό, η επιλογή του άλλου γίνεται μηχανογραφικά. Χώμα όλα.

Γι' αυτό κι εκείνος ο χωρικός, ο κυρ Μπάμπης, που άφησε την τελευταία του πνοή στο χωραφάκι του, δεν δεχόταν να πάει στο γιατρό. Μέχρι την τελευταία στιγμή κρατούσε την αξίνα του και έσκαβε το παρθένο, μοσχομυριστό και άδολο χώμα της γης του. Στάθηκε αδύνατο για τα παιδιά του, τη γυναίκα και τ' αδέλφια του να τον πείσουν να πάει σε έναν γιατρό έστω. "Γιατρό; τι γιατρό; εκτός νησιού γιατρό; Δεν το κουνάω ρούπι. Γιατί ένας γιατρός εδώ θα μου δώσει να κάνω εξετάσεις. Που πρέπει να κάνω στη Σύρα. Και εκεί θα μου πουν πως οι απαντήσεις, είναι άσχημες και πρέπει να πάω στην Αθήνα. Και στην Αθήνα, θα τραβολογιέμαι χωρίς δεκάρα σε κανένα νοσοκομείο και θα ξενυχτάει η καημένη η γυναίκα μου στο διάδρομο, χωρίς να μπορεί να πάει κάπου να ξεκουραστεί, να κοιμηθεί, να φάει, να πιει έναν καφέ. Και θα πάω σκαστός και ρεζιλεμένος. Αν τα πράγματα δεν είναι τόσο άσχημα πάλι, θα κουβαληθώ τζάμπα εδώ κι εκεί. Θ' αφήσω τα φασολάκια μου και τις μελιτζάνες μου να ξεραθούν, τα κοτόπουλα να ψοφήσουν στην πείνα, ή να μου τα ξεπαστρέψετε εσείς για να μην έρχεστε να τα ταϊζετε;
-Μαζί μας τα βάζεις τώρα βρε πατέρα;
-Όχι, αλλά θα το κάνετε. Αφού έχετε τις δουλειές σας, τα παιδιά σας, δεν μπορείτε να έρχεστε εδώ, να ποτίζετε και να ταΐζετε.
-Ρε πατέρα αυτό είναι το θέμα τώρα ή να κοιτάξεις την υγεία σου;
-Ποια υγεία; Αυτά μου δίνουν και τρώω. Χωρίς αυτά, τι θα κάνουμε; ζητιάνοι θα γίνουμε;
-Θα σε φροντίσουμε εμείς, δεν έχεις παιδιά; γιατί μιλάς έτσι;
-Εγώ ξεγραμμένος δεν πάω, τελεία και παύλα".
Τελεία και παύλα και συνέχισε να καμαρώνει τη φασολιά του που ψήλωνε, μόνο που αυτή δεν θα τον πήγαινε στη χώρα των γιγάντων, και τα κολοκύθια του να μεγαλώνουν. "Κράτα γερά κυρά Βασιλική, γιατί αν πάθεις κάτι εσύ, τότε είναι που θα με πάρει ο διάβολος εμένα", έλεγε στη γυναίκα του.
"Πάψε πια, αφού δεν ακούς κανένα τι περιμένεις; Και που μ' έχεις με σκέπτεσαι; που κάθομαι εδώ μέσα στην αγωνία να σε προσέχω μην απομείνεις στο χωράφι ξερός, από την κούραση και την ανημπόρια;
-Μια χαρά είμαι δεν με βλέπεις; Μη σε ξεσηκώνουν τα παιδιά σου, τίποτα δεν έχω. Ταύρος είμαι σου λέω! Και να μην κάθεσαι εδώ να με φυλάς. Πήγαινε να φροντίσεις το σπίτι στο χωριό μέσα, άντε να ιδεις τα εγγόνια σου, να ψωνίσεις, κι έλα το απόγευμα να φύγουμε μαζί".

Πείστηκε με τα πολλά η κυρά Βασιλική ότι είναι καλά ο άντρας της και αφού του έφτιαξε μεσημεριανό, πήρε το δρόμο για το χωριό. Εκείνος έκανε πως δεν την βλέπει απασχολημένος με το πότισμα, κι όταν του φώναξε, "Φεύγω τώρα Μπάμπη, κοίτα να φας όσο είναι ζεστό!", σήκωσε πάνω το χέρι του χωρίς να γυρίσει το κεφάλι του στο μέρος της. Μόνο όταν εκείνη βρισκόταν αρκετά μέτρα πιο πέρα, σταμάτησε ό,τι έκανε και την κοιτούσε.
"-Αντίο Βασιλική μου, στο καλό να πας, ψιθύρισε"
Και ύστερα στην κορφή του απέναντι λόφου, είδε τρία παλικάρια να σκάβουν την ξερή γη. Ήταν αυτός και τα αδέλφια του, τα πρώτα χρόνια της άκαρπης προσπάθειας να ημερέψουν το έδαφος. Και στο βάθος της θάλασσας, είδε μια βάρκα να παλεύει με τα κύματα. Και βόγκηξε γιατί μέσα σ' αυτήν, ήταν το ένα του αδέρφι που χάθηκε μέσα τους. Μια συστάδα από ψηλά κυπαρίσσια σε απόσταση ενός χιλιομέτρου, έκρυβε την εκκλησία που παντρεύτηκε την Βασιλική, όμως έβλεπε το σταυρό που ανάμεσά στα δέντρα ξεπρόβαλε, λευκό να σκορπάει την ηρεμία του, και το βιρβίρισμα των περιστεριών, άπλωνε αυτή την ηρεμία μέχρι την ψυχή του, που έψαχνε τρόπο να δραπετεύσει από το σώμα.
"-Για να σωθώ εγώ, θα ξέκανα τη γυναίκα μου. Ούτε λεφτά για φακελάκια, ούτε για ειδικές εξετάσεις. Αφού δεν είχα να πληρώσω το ποσό για τα δενδρύλια, έχασα και τον ΟΓΑ. Τα παιδιά δουλεύουν ίσα για ταΐζουν τα δικά τους παιδιά, που να τα αφήσουν όλα και να τρέχουν; Εδώ καλύτερα. Εδώ κι ότι γίνει. Να πάω σαν νοικοκύρης στο χώρο μου. Όχι απελπισμένος κι ανήμπορος στην Αθήνα! Να βλέπω τη Βασιλική μου να κλαίει και να μαραζώνει εκεί επειδή δεν μπορούμε το ένα και το άλλο. Ρε Άστους να λένε, δεν έχεις λεφτά, πας στο διάολο".

Τον έπιασε εκείνη η ενόχληση στο στήθος κι άφησε κάτω το λάστιχο. Έκλεισε τη βρύση, περπάτησε αργά μέχρι το κουζινάκι. Κάθισε βαριά στην καρέκλα του, μπροστά από το φαγητό. Ήταν ακόμα ζεστό και μοσχομύριζε το ιμάμ. Έκοψε μια μπουκιά ψωμί και έκανε το σταυρό του. "Αξίωσε με κύριε κι αυτό το πιάτο!" Μονολόγησε και βούτηξε το ψωμί στην σάλτσα. "-Μπράβο ρε Βασιλική μου, το πιο ωραίο ιμάμ που έφτιαξες ποτέ σου είναι τούτο εδώ", είπε μασουλώντας ευτυχισμένος. Έβγαλε το φελλό από το μπουκάλι με το κρασί, το κρασί από το αμπέλι του και γέμισε το ποτηράκι του. Το κατέβασε με ένα μεγάλο στεναγμό ευχαρίστησης. "Αυτό είναι κρασί. Όχι σαν τα πειραγμένα, που βρωμάνε φαρμακίλα! Όλα φαρμακίλα βρωμάνε στην Αθήνα. Ακόμα και το χώμα της γης. Φαρμακίλα!"
Απόσωσε με το φαγητό. Μια γλυκιά ζάλη του έφερε το κρασί που τον έκανε να ακούει εκτός από το περιστερίσιο βιρβίρισμα και τιτιβίσματα πουλιών, και φτερουγίσματα, και μουσικές χαρουμένες του γάμου, και το γέλιο της Βασιλικής νύφης, και το κλάμα του πρώτου του παιδιού που γεννήθηκε στο χωραφάκι αυτό εδώ, και τον κόσμο όλο σαν ορχήστρα, που έπαιζε τη ζωή του. Και έκλεισε τα μάτια του συγκεντρωμένος στον ήχο, ευγνώμων για τούτη εδώ τη μοναδική στιγμή, όπου ένιωσε και ο ίδιος μοναδικός κι ευλογημένος. Μ' ένα δάκρυ ευγνωμοσύνης και πόνου, βυθίστηκε απαλά στον αιώνιο ύπνο, κι ούτε γιατροί, ταλαιπωρίες, Αθήνα, τα κλαμένα μάτια της Βασιλικής και οι οικονομικοί όροι της ίασής του, ούτε πεινασμένα κοτόπουλα και διψασμένα φυτά, ούτε τίποτα. Μόνο ύπνος, μετά από ένα υπέροχο, νοστιμότατο ιμάμ μπαϊλντί, από τα χεράκια της γυναίκας του.

No comments:

Post a Comment

Εδώ σχολιάζουμε;