herinna

herinna

Δευτέρα 4 Μαρτίου 2019

lady Beth.

Στην πρεσβεία που δούλευε, τη Βρετανική πρεσβεία, την αποκαλούσαν Μπεθ. Μιλούσε πέντε γλώσσες και δούλευε στο τμήμα συνεντεύξεων. Τότε ήταν νέα, όμορφη, ποθητή. Είχε ταξιδέψει και πολύ, στο πλευρό πολιτικών προσώπων ως μεταφράστρια. Και ύστερα ήταν εκείνος ο σφοδρός έρωτας με τον παντρεμένο πρόξενο. Οι ψίθυροι έγιναν φωνές ώσπου ξέσπασε το σκάνδαλο. Έχασε τη δουλειά στην πρεσβεία, δεν ξέρω αν παραιτήθηκε ή την απέπεμψαν, έχασε και τον έρωτα, δεν ξέρω αν τον άφησε ή την άφησε. Και σιχάθηκε και τις πρεσβείες και τις καριέρες και όσο για τον έρωτα, τον διέγραψε από τη ζωή της. Άρχισε να ταξιδεύει με τα λεφτά που είχε μαζέψει, να τα ξοδεύει σαν να μην υπήρχε αύριο, να γνωρίζει χώρες και ανθρώπους. Για ένα μεγάλο διάστημα εντάχτηκε σε μια μη κυβερνητική οργάνωση ως εθελόντρια μεταφράστρια και την περίοδο αυτή δεν είχε πια χρήματα, αλλά δεν την ένοιαζε. Το lady, της το κόλλησαν δίπλα στο όνομα, αυτή ακριβώς την εποχή. Επειδή ήταν πάντα καλοντυμένη και με προσεγμένη μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια εμφάνιση. Κάποια πράγματα που ήταν υποχρεωτικά τα χρόνια της πρεσβείας, της έγιναν συνήθεια και τρόπος ζωής. Αυτή τα έλεγε κουσούρια, που ήταν αργά για να αλλάξει. Χαρακτήρας αξιαγάπητος με απαράμιλλο χιούμορ και αυτοσαρκασμό. Ήταν αυτό που λέμε, η ψυχή της παρέας. Και αυτό, δεν αφορούσε μόνο τις ευφρόσυνες ώρες. Ήταν αυτή που εμψύχωνε την ομάδα σε κάθε δύσκολη, τρομακτική στιγμή. Γιατί ήταν μια ομάδα που πήγαινε στα δύσκολα. Προσπαθούσε να δημιουργήσει κάποιες ανθρώπινες συνθήκες διαβίωσης για τους πληθυσμούς των χτυπημένων από πόλεμο ή επιδημίες, χωρών. Συχνά μαινόταν ο πόλεμος στα μέρη που βρίσκονταν. Η lady Beth δεν προσδοκούσε για τον εαυτό της καλύτερες μέρες. Τι να ζηλέψει άλλωστε; Ήταν ευτυχισμένη εκεί που βρισκόταν, χρήσιμη για τους άλλους και αγαπητή. Μέχρι την άτυχη εκείνη μέρα που τη βρήκε το βλήμα στο μηρό σε μια επίθεση στους κατοίκους ενός χωριού του Αφγανιστάν, που βρισκόταν η ομάδα αποστολής, από μια φανατική παραστρατιωτική οργάνωση. Γιατί λέει το χωριό δεχόταν την ελεημοσύνη των δυτικών οργανώσεων. Έτσι μας τα εξήγησε η Μπεθ.
Καθόμασταν στο φτωχό της δωμάτιο και προσπαθούσαμε να την πείσουμε να πάει στο νοσοκομείο. Η κυρία Αντιγόνη, μια υπερήλικας της γειτονιάς μου είχε λίγο πριν χτυπήσει την πόρτα. "Με συγχωρείς που θα στο ζητήσω, αλλά δεν έχω κουβέντες με καμιά άλλη εδώ γύρω. Έχω μια φίλη και είναι σε άσχημη κατάσταση. Ζει μόνη της και δεν μπορεί πια να περπατήσει. Δηλαδή περπατούσε μέχρι πρόσφατα, αλλά τώρα έχει αράξει στο κρεβάτι και αρνείται να σηκωθεί, να φάει, ακόμα και το τσάι που της φτιάχνω δεν μπορεί να καταπιεί. Νομίζω πως πρέπει να την πάω στο νοσοκομείο, αλλά εγώ δεν ξέρω γράμματα. Δεν ξέρω τι να τους πω, μπορείς να με βοηθήσεις;"
Πήγα μαζί της πρώτα στο σπίτι να δούμε τη γυναίκα. Είδα ένα ανθρώπινο απολειφάδι πάνω στο κρεβάτι με τα κάγκελα. Η κυρία Αντιγόνη μου ψιθύρισε. "-Μη τη βλέπεις έτσι. Ξέρεις τι μεγαλεία έχει ζήσει αυτή εδώ; Σε τι σπιταρώνα ζούσε τι ρούχα, τι κοσμήματα...τα χάρισε όλα. Και το σπίτι της το πούλησε για να ταξιδεύει. Και κατάντησε έτσι όπως τη βλέπεις".
"Κυρία Μπεθ;" Μίλησα στη γυναίκα. Με κοίταξε με τα σβησμένα μάτια της. "-Να καλέσουμε ένα ασθενοφόρο να πάτε στο νοσοκομείο; θα σας φροντίσουν εκεί, θα σας συνεφέρουν". Κούνησε το κεφάλι της αρνητικά.
"-Μπορείτε να μου μιλήσετε; Γιατί δεν θέλετε;
-Τι να με κάνουν εμένα εκεί χωρίς ασφάλιση; Τζάμπα θα ταλαιπωρηθώ.
-Δεν ισχύει αυτό που λέτε, θα σας βγάλουμε χαρτί απορίας και θα σας φροντίσουν. Μην ανησυχείτε, θα είμαστε μαζί σας".
Σήκωσε τους ώμους. Τότε υπήρχαν τα βιβλιάρια απορίας με τα οποία μπορούσες να έχεις ιατροφαρμακευτική και νοσοκομειακή περίθαλψη δωρεάν. Σκόπευα να κάνω τις ενέργειες για να βγει ένα τέτοιο στο ονομά της, αλλά για την ώρα προείχε η μεταφορά της στο νοσοκομείο.
Καλέσαμε το ασθενοφόρο από το σπίτι της κυρίας Αντιγόνης και γυρίσαμε πίσω να ετοιμάσουμε τη Μπεθ. Μερικά εσώρουχα, καμιά πετσέτα, νυχτικό, τα άλλα θα τα φροντίζαμε κατά περίσταση.
Μπήκα μαζί της στο ασθενοφόρο, η κυρία Αντιγόνη σιγά σιγά με το μπαστούνι της πήρε το δρόμο για το σπίτι της παρακαλώντας με να της τηλεφωνώ συχνά για να την ενημερώνω για την πορεία της υγείας της Μπεθ.
Στον ευαγγελισμό που πήγαμε με το ασθενοφόρο, περιμέναμε πολλές ώρες για να ασχοληθούν μαζί μας. Η Μπεθ ήταν πάνω σε ένα φορείο και μου ζητούσε συνέχεια νερό. Πήρα και αγόρασα ένα μπουκάλι νερό, αλλά όταν πήγα να της το βάλω στο στόμα, μου άρπαξε το χέρι μια νοσοκόμα. "Όχι νερό τώρα, να τη δουν πρώτα οι γιατροί. -Και γιατί αυτό; -Γιατί όπως την βλέπω έχει πάθει αφυδάτωση και θα χρειαστεί ορό. Αν της δώσεις τώρα νερό θα της κάνει κακό". Απομάκρυνα το μπουκάλι από πάνω της. Εκείνη με τα χέρια της απλωμένα και με το ύφος ικετευτικό το ζητούσε. -Μια γουλιά; Ρώτησα τη νοσοκόμα. -Μια γουλιά μόνο. Είπε εκείνη. Της έδωσα να πιεί μια γουλιά και της το τράβηξα.
Ύστερα την πήραν στο εξεταστήριο. Περίμενα πάλι ώρες μέχρι που έχασα την υπομονή μου κι έσπρωξα ελαφρά την πόρτα για να τη δω. Με είδε αμέσως και μου έκανε πάλι νόημα για να της πάω νερό. Με είδαν και οι γιατροί. "-Για ποιον είστε εδώ; -Για την κυρία Ελισσάβετ, εκεί πέρα" Απάντησα. -Είστε συγγενής; -Όχι γειτόνισσα, ήρθα μαζί της με το ασθενοφόρο. Δεν έχει συγγενείς. Τι έχει γιατρέ; Είναι σοβαρά; -Η γυναίκα έχει ασιτία και αφυδάτωση. Δεν είχατε πάρει είδηση ότι δεν τρώει; -Δεν γνώριζα καν την ύπαρξής της, μια φίλη της με ειδοποίησε σήμερα. -Έχει λοιπόν ασιτία και χρειάζεται φαγάκι. Αλλά τώρα έκλεισε το στομάχι της και δεν δέχεται τίποτα. Θα την κρατήσουμε δυο μέρες με τον ορό και μετά πρέπει σιγά σιγά να αρχίσει να τρώει, ελαφριά στην αρχή. Και λίγο λίγο να ξεκινήσει να πίνει κανένα χυμό και νερό. Είναι ασφλισμένη; -Όχι, θα της βγάλω χαρτί απορίας. -Καλώς, κάντε τα όμως γρήγορα αυτά γιατί μάλλον θα χρειαστεί να την ξαναφέρετε, αν δεν βελτιωθεί".
Βγάλαμε τη νύχτα στο νοσοκομείο. Η Μπεθ μου έλεγε κάθε τόσο να φύγω για το σπίτι μου, αφού ήταν στα χέρια των γιατρών, δεν χρειαζόταν να ταλαιπωρούμαι εκεί μαζί της. Κατά τις 4 το πρωί, ρώτησα μια νοσοκόμα, μετά από ποια ώρα δίνουν τα εξιτήρια το πρωί. "-Μετά τις δώδεκα θα βγει σίγουρα. Γιατί πριν οι γιατροί κάνουν τις επισκέψεις στους θαλάμους". Υπολόγισα ότι είχα μερικές ώρες να εκμεταλλευτώ για να κοιμηθώ και πήγα και της το είπα. -Θα είμαι εδώ το πρωί στις εννιά της λέω, μην ανησυχήσεις. -Πήγαινε πήγαινε, να ξεκουραστείς.
Στη γειτονιά όταν έφτασα, πέρασα πρώτα από το σπίτι της Κυρ' Αντιγόνης. Της είπα όλα όσα έγιναν και μου είπαν και μετά πήγα να κοιμηθώ. Δεν μπόρεσα να κλείσω μάτι. Στα μάτια μου είχα τη Μπεθ να μου δείχνει το στόμα της ξερό, ζητώντας μου νερό.
Οκτώμισι ήμουν πίσω στο νοσοκομείο. Η Μπεθ ξύπνια, με περίμενε. Είχε ζωηρέψει το βλέμμα της κι έμοιαζε κάπως καλύτερα. Πρόσεξα τότε πως ήταν μια πολύ όμορφη γυναίκα. "Φέρανε μια ξεγραμμένη δίπλα μου". Μου λέει. "-Τι εννοείς; ετοιμοθάνατη; -Ναι ντε, δεν με άφησε να κοιμηθώ όλη τη νύχτα. Πρώτα βόγγαγε μετά την έπιασε ο ρόγχος. -Και τι έγινε; -Τι ήθελες να γίνει; Τα τίναξε βέβαια. Και βάλανε εκείνο το παραβάν γύρω της για να μη βλέπουμε. Τι να μη βλέπουμε; Αφού τη βλέπαμε όλη την ώρα που πέθαινε, μετά τι ήθελαν να κρύψουν; -Δεν ξέρω κυρία Μπεθ, μη το σκέπτεσαι όμως. Εσύ θα φύγεις σήμερα, θα φύγουμε μαζί. -Έτσι σου είπαν; να με ξεφορτωθούν θέλουν. -Όχι βρε, είσαι καλύτερα δεν το βλέπεις κι εσύ; Μπορείς και μιλάς, ζωντάνεψαν τα ματάκια σου, όταν θα αρχίσεις να τρως θα γίνεις περδίκι πάλι. -Τι να φάω βρε; τα πόδια μου; καλύτερα να φύγω, να μη κοστίζω σε κανέναν.
-Ένα ένα τα θέματα Μπεθ, σε κανέναν δεν κοστίζει ένα πιάτο φαγητό.
-Λάθος κάνεις. Κοστίζει σ' αυτόν που το δέχεται".
Μ' άφησε με το στόμα ανοιχτό η Μπεθ. Δεν ήξερα τι να της πω από κει και πέρα. Βγήκε το εξιτήριο, φύγαμε. Η κυρία Αντιγόνη μας περίμενε από το πρωί στο προαύλιο της κάμαρης της ασθενούς, έτρεξε μόλις είδε το ταξί να μας προϋπαντήσει. Τη ξαπλώσαμε στο κρεβάτι και πήγε να της φτιάξει ένα φιδέ. -Κοίτα μην τεμπελιάσεις πάλι στο κρεβάτι και δεν σηκώνεσαι να περπατάς ε;" Της λέει η κυρ' Αντιγόνη.
Η Μπεθ, δεν άνοιγε το στόμα της για να φάει τον φιδέ. Με παρακάλια, με απειλές και υποσχέσεις, της χώσαμε τρεις κουταλιές φαγητό στο στόμα.
Το μεσημέρι έφαγε μόνο δύο και το βράδυ τίποτα. Είχε σταματήσει πάλι να μιλάει. Δεν ζητούσε καν νερό. Κάλεσα ξανά τις πρώτες βοήθειες, η Αντιγόνη μου λέει, "Άσε θα πάω εγώ μαζί της τώρα και έλα αύριο εσύ το πρωί να με αντικαταστήσεις -Δεν θ' αντέξεις κυρ' Αντιγόνη, είναι πολλές οι ώρες. -Είναι το ελάχιστο που μπορώ να κάνω για τη φίλη μου. Θ' αντέξω, να, έχω μαζί μου τα χάπια μου και σάντουιτς και νερό. Έλα το πρωί εσύ".
Το πρωί είδα από μακριά στο διάδρομο την Αντιγόνη να κλαίει. Έτρεξα κοντά της. Τι έγινε; Πως είναι η Μπεθ; χειροτέρεψε;  -Έφυγε, πάει, μας άφησε χρόνους η Μπεθ. Χωρίς λόγο, χωρίς αρρώστια, για μια βλακεία, για ένα της πείσμα. Θεος σχωρέστην. Μου είπε, "-Αν με είχε φέρει η κοπέλα στην αρχή, τότε που άρχισα να μην έχω όρεξη, θα είχα γίνει καλά. Τώρα είναι αργά".
-Σώπα ρε κυρ' Αντιγόνη, μίλησε κι όλας και σου είπε αυτό;
-Ναι και μετά από λίγο πέθανε".
Η γλυκιά Αντιγόνη, ετών 82, έγειρε το κορμί της πάνω στο μπαστούνι της κι άρχισε να κλαίει βουβά. Αγκάλιασα τους κυρτούς ώμους την έσφιξα πάνω μου. -Έκανες ότι μπορούσες, έλα, τουλάχιστον δεν έφυγε μόνη της. -Έπρεπε να σου είχα μιλήσει από μέρες πριν, βλακεία μου να πιστεύω ότι θα συνέλθει.
-Άστο κυρ' Αντιγόνη, μη βασανίζεσαι. Ή Μπεθ είχε αποφασίσει να φύγει.
-Ναι. Το είχε αποφασίσει.
Στο νεκροταφείο της Καισαριανής πήγαιναν μπροστά οι τέσσερις με την κάσα και τον παπά, κι από πίσω το πλήθος. Μια γριά γυναίκα που με κόπο βάδιζε, η κυρ' Αντιγόνη, και η αφεντιά μου που την στήριζε στα βηματά της. Πίσω από μας, ο δρόμος, ο διάδρομος, άδειος από ανθρώπους.
Ύστερα ήρθε το υγειονομικό με πρόσκληση από τον ιδιοκτήτη του σπιτιού να απολυμάνει. Και οι άνθρωποι της γειτονιάς, από τα μπαλκόνια και τις εισόδους τους, παρακολουθούσαν τα πράγματα που έβγαιναν στο δρόμο, τη "σαβούρα" της Μπεθ, κουνούσαν το κεφάλι τους με αποστροφή; αηδία; και έκαναν το σταυρό τους.
Η Αντιγόνη πέθανε κι αυτή, δυο χρόνια αργότερα. Έμαθα πως τη συνόδευσαν τα παιδιά της και πολλοί γείτονες στην τελευταία της κατοικία. Εγώ είχα αλλάξει γειτονιά και πόλη.
Τώρα έχω μεγαλώσει κι εγώ. Δεν είμαι πια κοπέλα. Ζω μόνη μου. Κι όσο τα χρόνια περνάνε, τόσο πιο συχνά μου έρχεται στη σκέψη η lady Beth. Όμως κάποιος ηλίθιος ψυχαναγκασμός, με υποχρεώνει να κρατώ το σπίτι μου καθαρό. Ακόμα κι όταν δεν μπορώ να φάω. Μάταιος κόπος βέβαια. Τα πράγματα ενός σπιτιού έχουν αξία μόνο γι' αυτόν που τα έζησε.



2 σχόλια:

Εδώ σχολιάζουμε;