Εδώ η
κατάσταση μπορεί να σε τρελάνει αν ακούς και συνδιαλέγεσαι μόνο με τα κοράκια
και τις γάτες, τις προάλλες έπιασα τον εαυτό μου να κάνει Κρα, ενώ μια άλλη μέρα
προσπαθούσα να πείσω έναν μετεμψυχωμένο και εξαιτίας αυτού ψυχοπαθή γκρίζο
γάτο, ότι το φαγητό είναι μπροστά στη μύτη του, να σκύψει να φάει και να
σταματήσει να με απειλεί. Όπως το διαβάζετε, να με απειλεί. Χχχ και χχχ είτε
πας με την κατσαρόλα στο χέρι για να του βάλεις, είτε απλώς βγαίνεις από την
πόρτα, χχχχ αυτός. Έπιασα λοιπόν τον
εαυτό μου να του λέει. Νιάου; Νια νια νια μιαμ μιαμ. Καλά. Φταίει όμως που
είναι ψυχοπαθής οι άλλες γάτες με καταλαβαίνουν και μου απαντούν. Το μόνο ζώο
με το οποίο δεν έχω καταφέρει να
επικοινωνήσω ακόμα επειδή καθένα από το είδος του μιλάει μιαν άλλη γλώσσα,
είναι το «Άνω θρώσκω».
Σιγά και μη
θρώσκεις άνω ηλίθιε!
Έτσι λοιπόν
για μην τρελαθούμε ο συνάδελφος διπλανή πόρτα κι εγώ, συναντιόμαστε κάθε βράδυ
στο σπίτι μου για να δούμε ταινία. Όχι του στιλ «πάμε για καφέ κι άμα δεν σ’ αρέσει
ντύνεσαι και φεύγεις» ταινία κανονικά εντάξει;
Χθες βράδυ
λοιπόν ενώ εγώ κοιμόμουν γλυκά τάχαμου βλέποντας κι αυτός μου έλεγε τρεις και
μία «χάνεις», είπε ξαφνικά τη φράση που με έκανε να ανοίξω το μάτι γαρίδα.
«Χριστούγεννα
έξω Ελένη!
-Ε; Τι λες;
-βγες να
δεις.
-Ρε δεν με
παρατάς; Νυχτιάτικα;
-Βγες, έλα
πάμε». Και βγαίνει πρώτος έξω.
Τι στα
κέρατα θέλει τώρα; Βάζω τις παντόφλες,
το καταβρώμικο σακάκι μου (τι θα κάνω μ’ αυτό;) και τον ακολουθώ. Πέραν του ότι
δεν έχω ξαναδεί φεγγάρι με τόσα πολλά και έντονα φωτεινά άστρα τριγύρω, δεν έχω
ξαναδεί ούτε τόσα πολλά πρόβατα μέσα στο χωράφι μας, θα πρέπει να ήταν καμιά
πενηνταριά, μανάδες, έφηβοι, μωρά, ξαναμμένοι κριοί όλα εκεί. Κι ένα μικρούλι
νεογέννητο σκαρφαλωμένο στο βράχο φώναζε καλώντας βοήθεια, και η μαμά του από
κάτω το παρότρυνε να κατέβει, μια συνομιλία που κράτησε ώρα, «-φοβάμαι, έλα να
με πάρεις. –Βάλε τα ποδαράκια σου σε κείνη τη χαμηλή πετρούλα και κατέβα σιγά
σιγά. –Όχι θά γκρεμιστώ έλα να με πάρεις! –Δεν θα πάθεις τίποτα, κατέβα,
ολόκληρο παλικάρι! Εδώ κατεβαίνει η χαζή η Ελένη από κει!»
Πείστηκε το
αρνάκι και κατέβηκε.
Και να μην
κουνάει φύλλο τριγύρω. Βουκολικό τοπίο ζωγραφισμένο από χέρι πνιγμένου από
αγάπη και ρομαντισμό εξόριστου ζωγράφου. Να λες όπου να’ ναι θα σκάσουν οι μάγοι με τα δώρα. Και
γυρνάς το σώμα σου 360 μοίρες αναζητώντας τη φάτνη.
Εδώ σε αυτό
το ξεχασμένο μέρος της Ελλάδας από την Ελλάδα, κατάλαβα πόσο ασήμαντα είναι τα
πάθη μας, τα πάχη μας, τα κάλλη μας, οι στόχοι μας, τα κέρδη που ζυγίζεις στη
φούχτα, τα πεζά μας όνειρα, οι πεζές μας καταξιώσεις, το κύρος μας, το βέτο μας, το ύφος μας, η θέση
μας, η μόστρα μας, η μούρη μας, κι όλα όσα επινοήσαμε για να πατήσουμε πάνω στο
κεφάλι του συνανθρώπου μας.
Ο Αίολος κοιμόταν.
Έτσι κι αλλιώς ο σάκος του έχει αδειάσει
για την ώρα. Μόνο το κουδουνάκι στο λαιμό των ζώων ακουγόταν και ένας ρυθμικός
χτύπος που έπαλε πάνω στη γη, δεν ήξερα αν ήταν η καρδιά μου ή του συναδέλφου ή
των προβάτων, ή αυτή η ίδια η καρδιά της γης.
Δεν θα
υπάρξουν άλλα κείμενα για κατασκόπους. Αφομοιώθηκαν όλοι από τη φύση, μαζί με
τα μυστικά και τα ντοκουμέντα, μη λες κουβέντα, γιατί μ’ αυτά και με κείνα
χάνεις την πιο μεγάλη αμοιβή που θα μπορούσες να πάρεις μαζί σου φεύγοντας. Ας κρατήσουν
τα λάβαρα της νίκης αυτοί που μόνο αυτά μπορούν να χαρούν, -χαιρετίσματα στην εξουσία-.
Άσχετα αν
καμιά φορά, συχνά, τα κρατάνε επειδή τους τα χαρίζουμε. Αντιλαβού ιδανικέ μου
αναγνώστη;
Για σένα είναι όλα αυτά. Για κείνο το κομμάτι μέσα σου που
λαχταράει να πιεί ένα κρασί μαζί μου κι ας μην πίνω, να γυρίσει πίσω το χρόνο
και να με θυμηθεί στον τόρνο, τη φρέζα, τις ταπετσαρίες, τα χλωμά φώτα ενός σχολείου,
στο δρόμο, τις συνελεύσεις, το ματωμένο φρύδι, το χαμένο παπούτσι, θυμήσου ρε μαλάκα ιδανικέ αναγνώστη, και μη
λες κουβέντα. Ότι και να πεις έτσι κι αλλιώς
δεν θα το δω. Δεν θα το ακούσω. Δεν θα βγεις ποτέ γυμνός βορά στα νύχια τόσων
κοράκων. Το κάνω εγώ για σένα. Εσύ μόνο διαβασέ με για να σου ξεκινήσει όμορφα,
ανθρώπινα, γλυκά η μέρα, με ένα χαμόγελο αποδοχής
μου το χρωστάς, ντυμένος μέχρι το λαιμό τους τίτλους σου, τα αλεξίσφαιρά σου,
να πας παρακάτω. Που παρακάτω έρημε…άστο. Απλώς θυμήσου!
Το αστέρι της Δήλου αστράφτει στο χέρι του Έλληνα Θεού. Δείχνει το δρόμο προς τη Φάτνη. Εκεί που θα γεννηθεί ξανά η ελπίδα για τη συναίσθηση της κοινής μας μοίρας. Ως εκ τούτου, της δικής μου και της δικής σου, μαλάκα ιδανικέ αναγνώστη...
φιλώ σας.
Τελειο, Τελεια περιγραφη !!!
ReplyDeleteG
Σ' ευχαριστώ G το δύσκολο για μένα είναι να προσπαθώ να σας μαντέψω αν υποθέσουμε ότι έχετε έρθει ξανά, από το ίδιο το σχόλιο. Μπα, δύσκολη υπόθεση. Ευχαριστώ που μπήκες στον κόπο να το ψάξεις με τα σχόλια. Έχω διαμαρτυρίες για τα μπλοκαρίσματα από τη google.
ReplyDeleteΚΡΑ ΚΡΑ ΚΡΑ.....αα,βρε Ελένη βάστα γερά!!!! Άσπα!
ReplyDeleteΓεια σου όμορφη ψυχή Βάστηξα όσο χρειαζόταν. Είμαι πίσω στον πολιτισμό. refene_gr@yahoo.com στείλε μου εδώ να σου στείλω τηλέφωνο. Φιλιά πολλά, καλά Χριστούγεννα!
ReplyDelete