Το κοριτσάκι με τα σπίρτα που πέθανε στο δρόμο ήταν ένα θλιμμένο σκληρό παραμύθι. Όχι πως θα έβρισκε στην πραγματικότητα ανθρώπους ν' αγοράσουν τα σπίρτα του, ή κάποιον για το πάρει από το χιόνι, και να το βάλει να κοιμηθεί μπροστά σ' ένα ζεστό τζάκι. Δεν θα γινόταν ούτε αυτό. Γι αυτό σηκώθηκε από το κρύο πεζοδρόμιο που καθόταν καθώς η φωνή του αγγέλου του, ίσως κι αυτής της πεθαμένης γιαγιάς το ταρακούνησε. -Δεν είναι η ώρα για να έρθεις κοντά μου! Σήκω και πήγαινε να βρεις μια γωνιά για να γίνεις γυναίκα! του είπε.
Κι αυτό σηκώθηκε από κάτω, αψηφώντας τη θέληση και την πέννα του Άντερσεν. Και περπατούσε χρόνια ψάχνοντας μια γωνιά για να μεγαλώσει. Κουτσαίνοντας αφού υπέφερε από τα κρυοπαγήματα, τα πόδια του όλο και περισσότερο το εμπόδιζαν, έκαναν τις κινήσεις του αργές, στο προσωπό του ήταν απλωμένη μόνιμα η έκφραση του πόνου, κι ένιωθε πως όσα χρόνια και να περπατήσει δεν θα τη βρει τη γωνιά των ενηλίκων. Εκεί που οι άνθρωποι ξαποσταίνουν, για ν απολαύσουν τους καρπούς των έργων τους. -Και ποιο έργο; τι έχω ν' αφηγηθώ εγώ ανάμεσά τους; αφού το μόνο που κάνω είναι να περπατώ κουτσαίνοντας χωρίς να ξέρω αν θα καταφέρω ποτέ να φτάσω κάπου. Αχ γιαγιάκα! Γιατί δεν με άφησες να έρθω μαζί σου! Καλά το πήγαινε ο Άντερσεν με τη συναντησή μας. Μέσα στην αγκαλιά σου τη ζεστή να αφήσω τον σκληρό ετούτο κόσμο.
Κι αμέσως μόλις απόσωσε τον μονολογό του, εμφανίστησαν μπροστά του δυο πατερίτσες. Κοίταξε δίπλα της και βρισκόταν ένας άνθρωπος που της τις πρόσφερε. -Δεν έχω παπούτσια να σου δώσω, δεν είμαστε κοντά σε πόλη ή χωριό ακόμα, όμως αυτά θα σε βοηθήσουν να συνεχίσεις. Κι όταν με το καλό φτάσουμε, θα κοιτάξουμε τα πόδια σου. -Κι εσύ; πως θα περπατήσεις μέχρι το πρώτο χωριό ή την πόλη; Οι πατερίτσες αυτές είναι δικές σου! πως θα τα καταφέρεις; Γέλασε ο άνθρωπος. -Δικές μου είναι ναι. Αλλά έχουν μαγικές ιδιότητες. Αρκεί να κρατώ ελαφρά τον ώμο σου και θα αναλάβουν αυτές να μας πάνε.
Ξεκίνησαν οι δυο τους να προχωρούν αργά κουβεντιάζοντας και κάθε μισή φράση του ενός τη συμπλήρωνε ο άλλος. Ήξερε ο ένας τι θα πει ο άλλος, με την πρώτη λέξη. Κι από το πουθενά τους βρήκαν μουσικές ουράνιες. -Είναι η γιαγιά μου! Άκου! Μας παίζει μουσική! Του είπε το κορίτσι. -Ναι αλλά την κιθάρα, και το πιάνο, τα παίζει ο παππούς μου, της απάντησε γελώντας εκείνος. -Φαίνεται πως εκεί πάνω συναντήθηκαν οι άγγελοί μας και μας συνοδεύουν ευχάριστα στο ταξίδι μας.
Στο μακρύ ταξίδι τους. Που ήταν γεμάτο μουσικές και ευχάριστες εκπλήξεις τόσες, που είχαν ξεχάσει τους αργούς ρυθμούς του βαδισματός τους. Και η φυσική τους ανημπόρια δεν στάθηκε εμπόδιο ούτε καν στο χορό τους. Ένας χορός που ξεκίνησε από τη γη και τους πήγε στα πιο απάτητα βουνά του πλανήτη, και πάνω απ' αυτά. Ένα τραγούδι που μαλακά σβήνοντας τους προσγείωσε στη γη.
-Φτάσαμε κοριτσάκι, της είπε. Κοίτα γύρω σου, είναι γεμάτο όμορφα σπίτια, φιλόξενα, θ' ανοίξουν τις πόρτες να σε αγκαλιάσουν, θα σε γιατρέψουν.
-Και γιατί να το κάνουν τώρα αυτό ενώ πρώτα ήταν τόσο σκληροί οι άνθρωποι μαζί μου;
-Μα γιατί μας είδαν να χορεύουμε. Κάναμε κάτι που ούτε στα όνειρά τους δεν θα μπορούσαν. Πετάξαμε παρέα και κάναμε ορατά στα μάτια τους τα κρυφά τους όνειρα, αυτά που μια ζωή κουβαλούν μέσα τους. -Και ήταν αυτά να πετάξουν, ή να χορέψουν; Ρώτησε το κορίτσι.
-Ήταν να βρουν κάποιον που να μπορέσουν μαζί να αποτελέσουν το μαγικό δίδυμο. Έλα τώρα προχώρησε προς τα εκεί, και δώσε μου πίσω τις πατερίτσες. -Μη μου το κάνεις αυτό, δεν θα μπορέσω να φτάσω μέχρι τις πόρτες τους, κι άλλωστε τι έχω να κάνω και να πω μαζί τους; Μαζί πρέπει να είμαστε και να χορεύοuμε πετώντας.
-Το κάναμε κοριτσούλι μου. Το κάναμε γιατί έπρεπε να βρούμε έναν τρόπο να φτάσουμε μέχρι εδώ. Γνωρίσαμε τόσους κόσμους παρέα, τώρα θα έχεις κι εσύ ν' αφηγηθείς κάτι σημαντικό. Το ίδιο κι εγώ όταν γυρίσω στον τόπο μου.
-Και ποιος είναι ο δικός σου τόπος; ποτέ δεν μου μίλησες γι' αυτόν.
-Λίγο πιο πέρα από εδώ, ανάμεσα σε ανθρώπους που βοήθησαν εμένα, πριν το κάνω εγώ μαζί σου.
-Γιατί πρέπει να βρίσκεσαι ανάμεσα σε αυτούς που σε βοήθησαν κι όχι εγώ μαζί σου που μαζί αντέξαμε, μαζί χορέψαμε, περπατήσαμε, πετάξαμε;
-Και μάθαμε. Εσύ πρέπει να βρεις τη ζεστή γωνιά των ενηλίκων και να επεξεργαστείς το υλικό σου. Κι εγώ να γυρίσω εκεί που με περιμένουν. Προχώρα να δω πως πηγαίνεις, θα σε κοιτάζω μέχρι να φτάσεις στην πρώτη πόρτα.
-Δεν μπορώ. Δεν υπακούν τα πόδια μου.
-Βάλε τη σκέψη σου να τα διατάξει. Αυτή δεν υπακούει. Το ίδιο θα κάνω κι εγώ. Πρέπει να της επιβληθούμε τώρα αγάπη μου. Ο χορός τελείωσε.
Το κορίτσι έκανε ένα βήμα μπροστά μόνο του και παραπάτησε. -Συνέχισε, μη σταματάς, άκουσε τη φωνή του πίσω της. Πήγε να γυρίσει, να του ζητήσει βοήθεια. -Μη γυρίσεις πίσω, συνέχισε, σε βλέπω.
Το κορίτσι περπάτησε κι έφτασε με πολύ κόπο μπροστά στην πρώτη πόρτα που άνοιξε αμέσως. Γύρισε να τον δει, να τον χαιρετίσει, να του στείλει μια αγκαλιά από αυτές που δεν λογαριάζουν αποστάσεις, τυλίγονται γύρω σου και γίνονται πάπλωμα για όλη σου τη ζωή. Δεν ήταν εκεί. Είχε χαθεί. Η αδελφή ψυχή της χάθηκε. Μια άβυσσος ανοίχτηκε μπροστά στα μάτια της, κάτω από τα πόδια της. -Συνέχισε, μη σταματάς! Άκουσε πάλι τη φωνή του. Κι ένα χέρι ζεστό, την τράβηξε μέσα στο σπίτι των ενηλικων. Με το τζάκι, τον μοσχομυριστό καφέ, και τα ζεστά στρωσίδια. Έπιασε μια θέση και άκουγε τις αναγνώσεις των παρευρισκομένων. Σε λίγο θα ερχόταν η σειρά της. Στα πόδια της φορούσε ζεστές γούνινες παντόφλες και στα χέρια της κρατούσε ένα βιβλίο.
Είχε τον τίτλο "ο άγγελος με τις πατερίτσες"
Πυκνό το χιόνι έπεφτε έξω από το παράθυρο. Κι αυτή από μέσα ασφαλής, αναρωτιόταν ακόμα αν ήταν καλύτερα να είχε ακολουθήσει τη γιαγιά, ή ν' αρνιόταν να μπει στη φωλιά της ασφαλειάς της. Τι θα έκανε τότε; Θα την άφηνε εκεί, σύξυλη με αδοκίμαστες τις δυνάμεις της και θα έφευγε; ή θα ξεκινούσαν πάλι μαζί έναν άλλο ουράνιο χορό;
Κι άκουσε πάλι τη φωνή του μέσα στο κεφάλι της. "Δεν θα τελειώνε αυτό το ταξίδι πριν να είσαι σε θέση να προχωρήσεις μόνη σου".
Αχ Άντερσεν! Δεν έπρεπε να της στερήσεις τη χαρά αυτού του χορού. Σκέπτεται τώρα μέσα στην ασφάλεια του σιωπηλού σπιτιού, αφότου οι επισκέπτες έφυγαν. Ένα σπίτι ζεστό κι αυτή θεραπευμένη, ενήλικας ω ναι, αλλά χωρίς τον ήχο από βιολιά, πιάνο και κιθάρες. Είναι τόσο εύθραυστες οι μνήμες στο άκουσμά τους! Μπορούν να τη διαλύσουν. Στη γη ο χρόνος μετράει διαφορετικά. Ο πόνος της απώλειας κρατάει πολύ, δεν σε αφήνει να δεις το πόσο τυχερή και ευλογημένη υπήρξες.