Δεν το έβαλα πάνω
στην πόρτα ούτε πάνω στον τοίχο του σπιτιού. Για να αποφύγω τις σαχλές
ερωτήσεις των περαστικών. Το έβαλα στις εφημερίδες, στο ίντερνετ, και στις
κολόνες της γειτονιάς. Πουλάω το σπίτι μου. Μάλιστα.
Κι αφού το έβαλα το
ξέχασα, γιατί τι να περιμένεις τώρα στις μέρες μας, και καταπιάστηκα να το βάφω
το σπίτι και να σκαλίζω το κηπάκι του. Κι όσοι ξέρουν μου λένε, μα καλά, τι το
βάφεις και τι φροντίζεις τα λουλούδια σου αφού θα φύγεις, είτε έτσι είτε αλλιώς
θα φύγεις.
Κι εγώ απαντώ πως
επειδή περιμένω και ελπίζω να φύγω δεν θα αφήσω τη ζωή μου να ρημάξει και
σοβαρό κομμάτι της κατέχει το σπίτι μου. Το δωμάτιο του παιδιού μου παραμένει
στολισμένο όπως το άφησε πριν φύγει για το εξωτερικό. Όλα φροντίζω να είναι στη
θέση τους.
Και έτσι μέσα στο
όμορφο φρεσκοβαμμένο σπιτάκι μου ήρθαν οι ενδιαφερόμενοι να το αγοράσουν. Στην
αρχή πέρασαν μόνο μερικοί μεσίτες. Μέτρησαν πάνω μέτρησαν κάτω, έγραψαν στα
κιτάπια τους και κοίταξαν τα σχέδια και τα συμβόλαια κι ότι άλλο ήθελαν να
κοιτάξουν. Και φύγανε.
Ύστερα εμφανίστηκαν
οι διάφοροι γνωστοί. Δώσε μου δύο τοις εκατό ή πέντε τοις εκατό και θα σου βρω
αμέσως αγοραστή εγώ, μέχρι το Νοέμβρη θα έχεις φύγει για την Αμερική. Και
φύγανε κι αυτοί.
Ύστερα εμφανίστηκε
άλλος μεσίτης και είπε ότι ο νόμος άλλαξε και τα οικόπεδα για να είναι
οικοδομίσημα πρέπει να έχουν πάνω από εννιάμισι μέτρα φάτσα, οπότε το δικό μου
με τα εφτάμισι δεν χτίζει και δεν πρόκειται να πουληθεί πάνω από 60 χιλιάδες.
Κι αφού μου είπε τα καλά νέα έφυγε κι αυτός.
Συνέχισα να φτιάχνω
και να στολίζω το κονάκι και να ψάχνω για δουλειά πλεον στην Ελλάδα ή και τη
Γερμανία σε κανα εστιατόριο όταν με θυμήθηκαν ξανά οι μεσίτες και μου έφεραν
μια γυναίκα με την κόρη της να το δουν.
Η γυναίκα με
παραμέρισε στην πόρτα και πέρασε μέσα πρώτη. Περιφέρθηκε στα δωμάτια με ύφος
στρατηγού και με ρώτησε τι κρύβεται πίσω από την τελευταία πόρτα στην ευθεία
του σπιτιού. Η αυλή της απαντώ. Και της ανοίγω το τζάμι της πόρτας. Βάζει αυτή
το κεφάλι της εκεί να κοιτάξει αλλά δεν έβλεπε καλά τα δυο μέτρα φάρδος και τα
6 μέτρα μήκος της αυλής. –Άνοιξε την πόρτα κυρά μου να βγούμε έξω, τι φοβάσαι
μη σου φάμε την αυλή; Κι άνοιξα την πόρτα. Από την αυλή όρμησε στο σπίτι η
σκύλα μου, που από ώρα χτυπούσε τη μπετούγια της πόρτας να μπει μέσα. Έκανε μια
χαρά γεμάτη πήδους και χτύπησε τα πόδια της γυναίκας που στεκόταν μπροστά. –Στο
διάολο βρωμόσκυλο! Πήγε να με σκοτώσει το ψοφίμι, δεν ήξερες να μου πεις ότι
υπήρχε αυτό απέξω; -Μα στεκόταν στη μέση της αυλής όταν κοιτάξατε. –Εννοώ δεν
ήξερες να μου πεις ότι δεν ανοίγεις την πόρτα για να μην ορμήσει μέσα αυτός;
Η μεσίτρια που ήταν
μαζί της δαγκώθηκε κι εγώ της έριξα ένα βλέμμα. –Πόσο το πουλάς είπαμε; -Δεν
σας είπε η μεσίτρια; -Ναι αλλά τώρα μιλάω μαζί σου. –Δεν νομίζω. –Σου στοιχίζει
να μου πεις την τιμή; -130 χιλιάδες. –Πόσο φάρδος έχει εδώ πίσω; -Πέντε μέτρα. –Μήκος;
-Δεν ξέρω, μπροστά είναι εφτάμισι, το οικόπεδο όλο 105τ.μ
-Και ζητάς 130 γι’
αυτό; Τρελή θα είσαι. Εγώ πουλάω 165 τετραγωνικά εκατό χιλιάδες και θα πέσω κι
άλλο τώρα. Α πα πα και σιγά το αχούρι. Πάμε να φύγουμε. Λέει στη μεσίτρια.-Απα
πα λέει και η έφηβη δίπλα της. –Η έξοδος
ευθεία ντουγρού. Της απαντώ. Βγαίνοντας από το δωμάτιο της Βάσιας, κοίταξε την
τοιχογραφία πάνω από το κρεβάτι της. Αυτό εδώ τι είναι; Μουρμούρισε. Το έχεις
και άβαφτο. –Έχει κι άλλη βρώμα απέναντι, της λέω. Της έδειξα την άλλη
τοιχογραφία δίπλα στο γραφείο της Βάσιας. –Τη βλέπω. Και ζητάς και 130 τριάντα
χιλιάδες. Τι πουλάς, τις ζωγραφιές εδώ μέσα τόσο; -Σ’ αυτό δεν φτάσαμε ακόμα.
130 κάνει μόνο το οικόπεδο με το σπίτι. Οι ζωγραφιές χρεώνονται ξεχωριστά. –Θέλεις
να πεις ότι η τελική του τιμή μπορεί να είναι και μεγαλύτερη; -Βεβαίως. 600
χιλιάδες το πουλάω με τις ζωγραφιές, αν δεν τις θέλετε μπορώ να τις πάρω. –Μπα;
Πως θα τις πάρεις; -Θα ξηλώσω τον τοίχο φυσικά. –Πάμε να φύγουμε γρήγορα, λέει
αυτή στη μεσίτρια. – Που με έφερες στην τρελή; Η μεσίτρια σήκωσε τους ώμους και
με κοιταξε με χαμόγελο συμπάθειας. Απα πα και απαπα, αυτή, βγαίνει στην
μπροστινή αυλή. –Αυτή είναι ωραία αυλή λέει, όχι η άλλη πίσω. –Ναι περιμένω την
πισίνα της λέω. –Θα βάλεις πισίνα εδώ; -Όχι μωρέ, πλάκα κάνω. Μία λιμνούλα για
τις πάπιες θα βάλω. –Έχεις πάπιες; -Υπάρχουν κάτι αδέσποτες που περνάνε απέξω
και καμιά φορά μπαίνουν και μέσα. –Πάπιες; -Πάπιες. Που είναι, εδώ στο δρομο; Δεν
τις βλέπω. –Μισό λεπτό θα στις δείξω. Μπαίνω
μέσα και φέρνω τον καθρέφτη. –Κοίτα μέσα εδώ της λέω. –Κοιτάζει. Δεν βλέπω τίποτα.
–Είναι γιατί ξέχασες να βγάλεις τη μεταμφίεση. Βγάλε τα μαλλιά, τα σκουλαρίκια,
τη μπλούζα, τι βλέπεις;
-Α να χαθείς
θεόμουρλη, αγενέστατη που θέλεις και εκατόν τριάντα χιλιάδες.
-Να χαθώ. Αλλά πρώτα,
χάσου εσύ. Ανοίγω την αυλόπορτα.
-Σιγά μην πέσει πάνω
μου το σαραβαλό σου, λέει.
-Δεν θα προλάβει.
-Γιατί;
-Πάμε πάμε κυρία
Αραμπατζίδου, της λέει ανήσυχη η μεσίτρια και την σπρώχνει έξω από την αυλή.
-Γιατί δεν θα
προλάβει; Με ρωτά και η χαριτωμένη της έφηβος.
Κλείνω τη πόρτα και
μπαίνω μέσα. Διπλώνω τα πλυμμένα ρούχα, βάζω το φαγητό στο φούρνο, κάνω μπάνιο
τη σκύλα μου και κάθομαι στο κομπιούτερ μου. Διορθώνω την αγγελία μου στο
ίντερνετ. «Πωλείται οικία 105 τ.μ με τοιχογραφίες αξίας εκακοσίων χιλιάδων ευρώ».
Ύστερα πάω στις
αγγελίες με την αγορά εργασίας. Ζητούνται οι πάντες, εκτός από μένα.