herinna

herinna

Saturday, June 21, 2025

ΗΛΙΑΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ: ΟΜΙΛΙΑ/ ΚΡΙΤΙΚΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ "Τα κόκκινα Φεγγάρια" της Ελένης Μπάλιου Κλεμμ

 Ο Ηλίας Παπακωνσταντίνου ειναι ποιητής, και Αντιπρόεδρος της Παννελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών.


 



Ηλίας Παπακωνσταντίνου

 

Κόκκινα Φεγγάρια

 

" Η Ελένη Μπάλιου από το πρώτο ποίημα του βιβλίου μας δείχνει που κινείται η γραφή της. Βαθιά κοινωνική πολιτική θα έλεγα. ευαίσθητη με αρχές και αξίες. Ξεκινάει με τα 24 νυχτερινά, που μέσα από τη νύχτα τους θέτουν το φως που δημιουργεί η ψυχή της Ελένης, ο εσωτερικός της κόσμος. Πιστεύω πως είναι σε διαρκή πάλη με την απέναντι όχθη των πραγμάτων που σήμερα ειδικά έχουν πιάσει δωμάτιο μέσα στα σπίτια μας και συνδιοικούν κατά κάποιο τρόπο το μέλλον μας. Εκεί ξεπετάγεται η Ελένη κάθε τόσο με ευρηματικότητα και ρίχνει κροτίδες αντίστασης, σαν ένα ξυπνητήρι ήθους, σαν ευγενής στόχος και υποχρέωση προς την ανθρωπότητα. Στο 18 νυχτερινό της απόσπασμα και πέρασμα, σαν μια φωταλίδα διαρκείας μας γράφει και στην αγγλική γλώσσα, σαν άλλος Jim Morrison η Ελένη στο εκπληκτικό του τραγούδι Spanish Caravan μας γράφει “take me away”  ρίχνοντας βέβαια και δικαιωματικά κάποια γαλλικά ενδιάμεσα, για την ποίηση και τη γλώσσα, εφόσον το μόνο που ξέρουν είναι να στενεύουν τα κελιά της φυλακής, όπως μας γράφει. Και στο τέλος για να δανειστώ πάλι ακόμα ένα εμβληματικό τραγούδι των Scorpions το «still loving you» αυτή τη φορά μας γράφει η Ελένη “ because I know you still love mebecause you know I still do too

 Kι έτσι κλείνει ουσιαστικά και σφραγιστικά το ποίημα μιλώντας και δείχνοντας την μεγαλύτερη επανάσταση, αυτήν της αγάπης. Είναι αυτές οι δυο λέξεις που χαρακτηρίζουν την ποιήτρια. Αγάπη και επανάσταση. Νοιάξιμο για τα κοινά, για το που μας πάνε, που πάει, και από που τρέφεται η ζωή μας. Η Ελένη τα γνωρίζει όλ’ αυτά και δεν σιωπά. Κι όταν το κάνει, είναι μόνο για το κοινό καλό.

Η ποιήτρια αθέατα ίσως, να ρωτάει τον εαυτό της, ποια είμαι, που πάμε, και μέσα από την εσωτερική της αναζήτηση, να βρίσκει διέξοδο στις λέξει,ς στα ποιήματα που έχουν τις απαντήσεις, αλλά και τα ερωτήματα που τίθεται από την ποιήτρια, ώστε ο αναγνώστης να ψάξει μέσα τους, να κάνει μια διεργασία ψυχής, ώστε να βγάλει κάποια συμπεράσματα που θα του δώσουν ένα καλύτερο και πιο ελεύθερο μέλλον.

Στο πρώτο της νυχτερινό, πόσο έξυπνα και αλληγορικά μ’ έναν ωραίο υπερρεαλισμό μας δείχνει την εικόνα του σήμερα σε μόλις δέκα μικρούς στίχους, ένα μικρό ποίημα με τεράστιο συμβολισμό, εικόνες τραγικές που θα μπορούσε να είναι ένα παιδί από τη Γάζα, ένα παιδί σε όλους τους πολέμους που μαίνονται στη γη, με ηθοποιούς στο παγκόσμιο εγκληματικό σύστημα που όλα τα δέχεται και τα οργανώνει. Μας λέει στο ποίημα

« Η σκηνή ήταν γεμάτη

και ηθοποιοί απ’ όλο τον κόσμο

έπαιζαν ένα έργο γνωστό σε όλο τον κόσμο  

Και η πλατεία κάτω

είχε για μόνο θεατή

ένα παιδί κουρελιασμένο

που είχε σκορπίσει τις σάρκες του

στα καθίσματα

Για να φαίνονται πολλοί».

Η ποιήτρια δεν ονειροβατεί ούτε μας δίνει αναβολικά ποίησης αλλά μας πιάνει από το χέρι στίχο -στίχο, και προτείνει, έχει να προτείνει, οργανώνει τις λύσεις μέσα από τις φράσεις της. Περιοδεύει τον κόσμο ανοίγοντας τον κύκλο μέσα της και ελευθερώνει την καρδιά της, με ποιήματα ικανά να μας κάνουν να σκεφτούμε παραπάνω, να απαντήσομε στα δικά μας πως, τα τι, τα γιατί του άλλου και άλλα ερωτήματα που μας παιδεύουν πολλές φορές.

Στο νυχτερινό β, μας λέει. «Και θα ήταν αστείο αν δεν ήταν τόσο τραγικό, το πως οι άνθρωποι εύχονται και προσεύχονται να μην τους εύρη το κακό, την ίδια στιγμή που το προκαλούν, ή το αφήνουν να συμβαίνει».

Εδώ τα λέει όλα. Φωτογραφίζει τους μεγάλους σταυρούς των ανθρώπων που την ίδια ώρα εγκληματούν, κάτι σαν τους πολιτικούς μας ή όλους εμάς που αφήνουμε πολλές φορές να συμβαίνει όλο αυτό, χωρίς μια ριπή αντίστασης. Μιλάει για τα κροκοδείλια δάκρυα της πέννας και για την κραυγή που αναλόγως πώς βολεύονται κάποιοι, την τοποθετούν στο πλάι του δικού τους μικροσυμφέροντος, γιατί πιστεύω οτιδήποτε πέραν από το οικουμενικό καλό, είναι εφήμερο μικροσυμφέρον, όσα πλούτη και δόξα και να αποκτήσει κάποιος.

Η Ελένη Μπάλιου δεν στέκεται σε ποιητικές δάφνες βραβείων, αν κι έχει πάρει βραβεία, λόγων και συντεχνιών, αλλά έχει δεθεί από χρόνια στο άρμα της δημιουργίας και μόνο, και μας την παραθέτει τόσο απλά και ουσιαστικά χωρίς κραυγές και επαναστάσεις του φαίνεσθαι. Γιατί ξέρει που λείπει ο άνθρωπος, ξέρει την εγκυμονούσα ανάσταση, όπως μας λέει, ξέρει τι συμβαίνει στους πολέμους των παγκόσμιων εταιριών και των θρησκειών, γνωρίζει τι γράφει, πολύ βασικό αυτό για έναν γραφιά, γνωρίζει τι συμβαίνει σε κάποιες ποιητικές βραδιές, όπως μας τα φωτογραφίζει τόσο όμορφα και ομοιοκατάληκτα στο νυχτερινό ποίημα 10, γνωρίζει τη μεγάλη θλίψη που κουβαλάει η ευτυχία όπως μας λέει στο νυχτερινό 13, πιστεύω γνωρίζει ακόμα πολλά κι αυτό είναι ένας λόγος που είναι ποιήτρια με αυτή τη γραφή.

Όμως πάνω απ’ όλα η ουσία είναι ότι νιώθει. Νιώθει και εκεί είναι το ζητούμενο. Νιώθει τη σήψη, το άδικο, το σκελετωμένο παιδί. Εδώ να πω πως αναφέρεται πολλές φορές στα παιδιά, δείχνει τη μεγάλη της ευαισθησία. Νιώθει την ανομία και του νόμου το παραμύθι και δεν χαρίζεται, βγαίνει μπροστά γράφοντας και μιλώντας.

Η Ελένη έχει διανύσει δρόμο ως συγγραφέας εδώ και πολλά χρόνια. Την έχει ανακαλύψει και αποκαλύψει η ποίηση και ποτέ δεν ήταν η γραφή της ανέραστη, δεν σύρθηκε. Και για συμμάχους της είχε και έχει τη φαντασία πάνω απ’ όλα, τα βιώματα, την χωρίς φόβο καταγγελία, την τόλμη και το ψυχικό σθένος για να βγάλει εις πέρας αυτό το ιερό έργο. Δεν είναι εύκολο να πηγαίνει κανείς αντίθετα στο ρεύμα και η Ελένη, το κάνει και στην ποίηση και στη ζωή της που αυτό πιστεύω, ότι είναι το πιο σημαντικό.

Η ποιήτρια νοσταλγεί. Μας πηγαίνει σε χρόνους της απλότητας με τη λιτή νότα της ζωής και το όνειρο που πάλευε  να γίνει πραγματικότητα. Μας λέει για τον ποιητή που χορεύει απαλά ένα ποίημα για να τον νανουρίσει. Κάντε το εικόνα αυτό να δείτε την τρυφερότητα που μας δίνει στο 16 της νυχτερινό μέσα από μια εικόνα ευαίσθητου υπερρεαλισμού. Γράφει για τον σκοτωμό και την φαγωμάρα, για το ποιος είναι στ’ αλήθεια ποιητής και για κάτι ψυχές που μένουν ξάγρυπνες, για τον κόσμο που καίγεται και εδώ μόνο καμπάνες χαρμόσυνες χτυπούν, για τη σφυρίχτρα μέσα στο κεφάλι της που την συνοδεύουν κρωξίματα κι ένα κύμα αλαλαγμού ανθρώπινης απελπισίας, για τα αδέσποτα σκυλιά που κλαίνε, για τα παιδιά της σελήνης. Εδώ μας παραθέτει νότες αισιοδοξίας για το μέλλον, μας λέει, «της αδικίας όταν βαρύνει το δάκρυ θα υπάρξει κάτι καινούργιο να δεις». Φαίνεται η φωτεινή πλευρά της Ελένης.

Περνώντας στα κόκκινα φεγγάρια, βλέπουμε σε πιο μεγάλη έκταση την υπαρξιακή αίσθηση των πραγμάτων στους στίχους, κάνει διατυπώσεις μέσα από μια σκληρή πραγματικότητα και προτείνει. Υπάρχει και απογοήτευση αλλά μας δίνει και φράσεις αισιοδοξίας. Ενδοσκοπεί και μας λέει για την επέτειο, για κάθε επέτειο, θα έλεγα, εδώ γίνεται μια εσωτερική διαδικασία στο ποίημα επέτειος, έκρηξης και σιωπής μαζί. Νοσταλγίας και μικρών ελευθεριών, αποφάσεων και στιγμών ακριβών, κάτω από την αγκαλιά της μητέρας, ψυχικών αναγκών, τραυμάτων και χαράς, ανάσας και στέρησης, και με μια υπέροχη εικόνα  του ποιήματος στο τέλος μας λέει «με τα ψαρά της τα μαλλιά στον άνεμο λυμένα, να λιώνει το λουλάκι στου ουρανού στη στέρνα».

 

Μας δίνει με υπέροχο τρόπο την άλλη ματιά της πρωτομαγιάς. Βλέπουμε την αποφασιστικότητα στα ποιήματα «πάρε τα κάστρα» και «mea coulpa», την ένωση και τη συντροφικότητα και στις ιδέες. Την ερωτοαγάπη στο ποίημα «σαν λαγωνικό» και μας δίνει με τον  δικό της ιδιαίτερο  τρόπο το «μαζί» των ανθρώπων, των ανθρώπινων στιγμών, στο ποίημα «μαζί».

Θα μπορούσε να πει κάποιος με τόσα κοινωνικοπολιτικά και υπαρξιακά ποιήματα, που θα χωρέσει ο έρωτας Η Ελένη τον χώρεσε κι ας κάνει την εμφάνισή του σε λιγότερα ποιήματα. Θα μπορούσε να πει  και κάποιος  άλλος, με αυτά που συμβαίνουν στην κοινωνία είναι καιρός για έρωτες; Όλα τα γραφόμενα της ποιήτριας είναι ένας έρωτας για τη ζωή, επομένως τον έρωτα δεν μπορεί να τον αποφύγει ο ποιητής με τον ένα ή τον άλλο τρόπο και πορεύεται η Ελένη με αλήθεια κι όχι με ψέματα. Ψέματα που έκαναν να φαίνονται σπουδαίοι πολλοί συνάνθρωποί μας, ακόμα και ποιητές με τα γλυκερά τους ποιήματα που ζαχαρώνουν καρέκλες, με λεκτικό ύφος υποπολιτικής και βαλσαμωμένα χαμόγελα.

Η Ελένη Μπάλιου με ειλικρίνεια, θυμό καμιά φορά, ποιητική ειρωνεία, αυτοσαρκασμό με μία έκταση μέσα της, βαδίζει σε ένα χωμάτινο μονοπάτι, μοναχικό θα έλεγα. Και είτε έχει θέα είτε όχι, είναι αποφασισμένη να φτιάχνει η ίδια τη θέαση στα μάτια μας, με οδηγό τα γραψίματα της και έτσι ζει καθημερινά μαζί τους μικρές λυτρώσεις. Την λυτρώνει η στιγμή, οι στιγμές πάνω στη γέννα των λέξεων. Όλο αυτό θα έχει την όψη του θαύματος όταν θα μπορέσει να περάσει στους αναγνώστες, του, ή των βιβλίων της. Τώρα  που εξακολουθούν να είναι ασυμμόρφωτοι οι καιροί και η τεχνητή νοημοσύνη έχει κάνει την παρουσία της αισθητή, για καλό ίσως σε κάποιες περιπτώσεις και για κακό σε πολλές άλλες,  αυτό θα το δείξει το μέλλον, εμείς πρέπει να αναρωτηθούμε ποιος έχει τα κλειδιά. Και η ποίηση σίγουρα τα έχει. Θα τα βρούμε μέσα στα ποιήματα της Ελένης να ξεκλειδώνουν αθόρυβα τις υποταγές μας στο χρόνο.

Ελένη μου εύχομαι να έχεις υγεία, να διαβαστεί και να αγαπηθεί το βιβλίο σου και συνέχεια στην πάντα αγωνιστική και γεμάτη ουσία γραφή σου!"


Friday, June 20, 2025

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΙΑΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑΣ




Η Βάλερι και η Βάντα, ήταν δυο νεαρές τουρίστριες που έκαναν διακοπές στην Πάρο το 1982. Εγώ είχα πάει όπως κάθε χρόνο να δουλέψω στο νησί, και τη χρονιά αυτή ως προς αυτό δεν μου πήγαν καλά τα πράγματα. Την δουλειά στο μαγαζί αυτό που δούλευα την περίοδο που βγήκε η φωτογραφία την έπιασα αργά, προς το τέλος του καλοκαιριού ενώ είχα φάει το χρόνο μου σε άλλες, με κακοπληρωτές και ψυχοβγάλτες. Είχα μια στενοχώρια γιατί θα γύριζα στην Αθήνα με ελάχιστα χρήματα. Είχα μια δεύτερη στενοχώρια που θα έπρεπε όταν θα ήμουν έτοιμη γι' αυτό να φύγω κρυφά καθώς ο πατέρας μου, μου είχε δηλώσει παρά τα τρία χρόνια που ήδη ζούσα μόνη μου στην Αθήνα, ότι δεν θα με αφήσει να φύγω αυτή τη φορά. Μια μεγαλύτερη στενοχώρια γιατί θα ήταν η τρίτη χρονιά μακριά από το σχολείο μου το νυχτερινό από το οποίο είχα αποβληθεί δια παντός, και απ' όλα τα σχολεία της Ελλάδας. Μου έκανε εντύπωση που ο Στέφανος ο μουσικονθέτης φίλος μου, θύμισε σε μένα και πληροφόρησε τους επισκέπτες μας αυτό το γεγονός. Η πορτοκαλιά μας, είπε, που πήρε στην πλάτη της την ευθύνη για την αποχή και γλύτωσε από τις αποβολές όλους εμάς τους υπόλοιπους. Στην πραγματικότητα δεν πήρα στην πλάτη μου την ευθύνη για την αποχή αν και με συγκίνησε βαθιά ο λόγος του. Πράγματι όμως, όταν η τάξη μου έσβησε τα φώτα καθώς πλησίασε για να μπει μέσα η αντιπαθέστερη καθηγήτρια του νυχτερινού που κάθε τόσο πήγαινε κάποιο παιδί στο διευθυντή για να αποβληθεί, αυτή πήγε πάλι στον λυκειάρχη, λέγοντάς του πως η τάξη αποχώρησε. Αυτός ήρθε εκεί μας βρήκε όλους μέσα, και ρώτησε ποιος έσβησε το φως. "Αν δεν ομολογήσει αυτός που έσβησε το φως θα φάει όλη η τάξη αποβολή" Και δεν αστειευόταν. Βρισκόμασταν λίγα χρόνια μόλις μετά τη χούντα και η τρομοκρατία και σκληρές τιμωρίες δεν είχαν σταματήσει στα σχολεία, Άλλωστε υπήρχαν και αρκετοί όπως του λόγου τους, χουντικοί καθηγητές ακόμα. Δεν ομολογούσε κανείς και τότε είπε ο σιχαμένος, "αποβάλλονται άπαντες για μια εβδομάδα" Πολλά παιδιά ήταν στο όριο να μείνουν από απουσίες. Κι έτσι πήγα στο γραφείο και του είπα ότι ήμουν εγώ. Αρχικά αυτός άρχισε να με επαινεί και να μου λέει διάφορες παπαριές για το ήθος μου και όλα αυτά τα κονσερβαρισμένα που ακούγαμε τόσα χρόνια. Αμέσως μετά όμως μου ζητησε να του πω ποιος άλλος είχε συμπράξει σε αυτή την κίνηση, ποιός το πρότεινε, ποιος και πόσοι είπαν ναι, πόσοι διαφώνησαν. Τότε του είπα, να πας να ψάξεις για καρφιά στον κύκλο σου, εδώ χτύπησες λάθος πόρτα. Κι εκεί ήρθε η αποβολή. Έτος 1979
Αποβλημένη ακόμα τρία χρόνια μετά, από σχολείο αλλά και από έρωτα, και σ' ένα βαθμό η ντροπή της οικογένειας, αφού έκανα παρέα με "αναρχικούς" και προτιμούσα να μένω μόνη μου στην Αθήνα ανεξέλεγκτη, αφού πλακώθηκα με κάτι φασίστες που μου σφύριζαν στ' αυτιά με μια σφυρίχτρα για να τρέχω πιο πολύ στη δουλειά, κατέληξα στο εστιατόριο του Φυσιλάνη. Ήταν η πρώτη φορά που είδα να εκτιμούν τη δουλειά μου κι έδινα το διπλάσιο της αντοχής μου. Τις νύχτες οι Άγγλοι και οι Γερμανοί τουρίστες που είχαν τις σκηνές τους κάτω από τα αρμυρίκια δίπλα στο εστιατόριο άναβαν μια μεγάλη φωτιά στην άμμο, μαγείρευαν στου, έπαιζαν κιθάρες, φλάουτα, μπόγκος, και ήταν απόλαυση να τους ακούς. Μαγεμένη μετά τη δουλειά πλησίασα μια νύχτα κοντά τους, με ήξεραν με τ' ονομά μου γιατί όλη μέρα πηγαινοεργόντουσαν στο εστιατόριο, με υποδέχτηκαν θερμά, κάθισα δίπλα τους κι από κείνο το βράδυ μετά το σχόλασμα πήγαινα και τους Έβρισκα. Εκεί αναμεσά τους ήταν η Βάλερι και η Βάντα οι δυο Αγγλιδούλες, που ήταν ντυμένες με ινδικά ρούχα και ήθελαν να μάθουν τα πάντα για μένα. Τους είπα την ιστορία με το σχολείο, τον χαμένο μου έρωτα, τον καταπιεστικό μου πατέρα, και το πόσο ελεύθερη ένιωθα κάθε βράδυ εκεί αναμεσά τους. -Τι θα κάνεις τότε όταν τελειώσεις με τη δουλειά εδώ; πως θα φύγεις; Με ρώτησαν. -Κάτω από τη μύτη του, δεν υπάρχει περίπτωση να με κρατήσει. Θα περιμένω να κοιμηθούν όλοι και θα το σκάσω. Έχω σπίτι που νοικιάζω στην Αθήνα. -Και με το σχολείο σου τι θα γίνει; -Δεν ξέρω, δεν βλέπω να γίνεται τίποτα, θα πρέπει να μαζέψω λεφτά και να πάω να σπουδάσω στο εξωτερικό. Στη Σουηδία σίγουρα. Άκουσα ότι έχουν ένα ανοιχτό πανεπιστήμιο εκεί. -Είσαι γενναία, είσαι καταπληκτική, είσαι ένα ελεύθερο πνεύμα, είσαι αυτό είσαι εκείνο, όλο μ' αγκάλιαζαν τα κορίτσια και με φιλούσαν. Με ενθάρρυναν να τραγουδήσω μαζί τους το έκανα. Με ενθάρρυναν να παίξω κιθάρα γιατί με είδαν που τη ζαχάρωνα. Τι να παίξω η άσχετη μπροστά σε αυτές τις μουσικάρες. Τέλος πάντων έπαιξα το αστέρι του βοριά.
Έφυγαν η Βάλερι και η Βάντα και μαζί τους όλη η μουσική κομπανία.
Συνέχισα τη δουλειά και κάθε βράδυ πήγαινα στην άδεια από φίλους παραλία και καθόμουν και αναπολούσα και κάπνιζα, και σχεδίαζα μάλλον πάντα μελαγχολική.
Ένα μεσημέρι βλέπω δυο καινούργιους να κάθονται στο μαγαζί. Δυο άντρες. Παρακολουθούσαν κάθε μου κίνηση και άρχισα να νιώθω άβολα, να ενοχλούμαι. Τι στο διάβολο κοιτάνε. Για την ομορφιά μου αποκλείεται. Η θεία Μέγαιρα μου το είχε πετάξει κατάμουτρα με πολλή αγάπη. -Τρώγονται μαζί σου τρώγονται κοριτσάκι μου, τι τους έκανες; Εγώ τους τα έψαλλα προχτές. -Ακούστε να ασς πω, που όλα στραβά της τα βρίσκετε, η Ελένη μπορεί να είναι άσκημη, (όχι άσχημη, άσκημη), αλλά έχει ψυχή μάλαμα. Και μου το είπε τώρα αυτό να χαρώ. Τέλος πάντων, άρα τι σκατα κοίταζαν τόσο έντονα πάνω μου οι δυο καινούργιοι Έλληνες;
-Πως σε λένε; με ρώτησε ο ένας. -Ελένη. -Ζεις μόνιμα εδώ; Με ρώτησε ο άλλος. -Όχι μετά τη δουλειά επιστρέφω στην Αθήνα. -Και τι κάνεις στην Αθήνα Ελένη; -Μύγες βαράω, ω ρε φίλε τι ψάχνεις να βρεις κι εσύ. -Συγνώμη δεν ήθελα να γίνω αδιάκριτος. -Όχι μωρέ εντάξει, εμένα με συγχωρείς σε πήρα από τα μούτρα.
-Γιατί τόση οργή όμως; -Έλα και δεν τα πάω καλά με τον Φρόιντ, μια χαρά είμαι που την είδες την οργή; Βάλανε τα γέλια τα έβαλα κι εγώ. -Εσάς πως σας λένε; -Ο Νίκος και ο Λουκάς. Ήρθαμε από τη Σουηδία για διακοπές, εκεί μένουμε.
Σιωπή εγώ. -Γιατί δεν μιλάς είπαμε κάτι που δεν σου άρεσε;
-Αντίθετα, είπατε κάτι που πολύ μου άρεσε. Την ονειρεύομαι τη Σουηδία, θέλω να πάω εκεί να σπουδάσω.
-Για έλα εδώ να κάτσεις να τα πούμε λίγο. Αυτό που είπες έχει πολύ ενδιαφέρον. Γιατί δεν μπορείς να σπουδάσεις εδώ; -Έχω αποβληθεί από όλα τα σχολεία της Ελλάδας.
Το πράγμα γι' αυτούς γινόταν όλο και πιο ενδιαφέρον αλλά εγώ έπρεπε να δουλέψω. Τους άφησαν και μπήκα μέσα για να πλύνουμε το μαγαζί και να κλείσουμε. Αυτοί οι δυο ερχόντουασν κάθε μέρα για φαγητό, και κάθε φορά όλο και κάτι περισσότερο μάθαιαν από μένα στα βιαστικά. Έμαθα κι εγώ όμως. Πως ήταν πολτικοί εξόριστοι από τον καιρό της δικτατορίας αλλά με την κατάλυσή της δεν επέστρεψαν στην Ελλάδα γιατί είχαν καλές δουλειές. Μου είπαν ότι κι αυτοί κάπως έτσι έφυγαν από την Ελλάδα με μισές σπουδές που όμως είχαν την ευκαιρία να ολοκληρώσουν εκεί. Και ο Νίκος αυτός, είχε πάει εκεί σε νυχτερινό σχολείο που το τέλειωσε και μετά πήγε και στο πανεπιστήμιο. Ουάου! Μου άναψαν τα αίματα. -Αν το θέλεις πολύ θα το καταφέρεις μου είπαν. Φυσικά και το ήθελα πολύ. Άρχισα να λογαριάζω πόσον καιρό πρέπει να δουλεύω ασταμάτησα και στην Αθήνα για μαζέψω πενήτνα χιλιάδες δραχμές που ήταν ο όρος για να μου επιτρέψουν την είσοδο στη χώρα. Το σπίτι το είχα ήδη εξασφαλίσει με αυτούς.
I feel good i feel good! Άρχισα να τραγουδάω και να χορεύω μιμούμενη τις κινήσεις του Τσάρλυ του Αιγύπτιου, που έτρεχε την ντίσκο της παραλίας. -Όμως έχω ένα παράπονο από σένα είπε ο Νίκος. -Τι παράπονο; -Ε να, τόσες μέρες εδώ, ένα τραγούδι ελληνικό δεν σε ακούσαμε να λες, όλο ξένα. -Δεν γουστάρω τα ελληνικά. Κοιτάχτηκαν μεταξύ τους και μετά ο Νίκος άρχισε να τραγουδάει το άξιον εστί. Καθώς τραγουδούσε άνοιξε ένα τσαντάκι, έβγαλε ένα φλάουτο από μέσα και ενδιάμεσα έπαιζε και αυτό. Έμεινα άφωνη. Εγώ εννοούσα δεν ακούω ελληνικούρες, τους είπα, όχι αυτά. Γέλασαν.
Ένα μεσημέρι ήρθαν χαρούμενοι, πολύ πιο κεφάτοι από τις άλλες φορές και μου είπαν. -Έλα, σου έχουμε νέα. -Τι νέα; -Θυμάσαι την μεγάλη ομιλία του Παπανδρέου στην Πάτρα, πέρσι πριν τις εκλογές; -Δεν την άκουσα αλλά ξέρω πως είχε χαμός γιατί; -Εκεί ήταν κάτι φίλοι μας δημοσιογράφοι στη μεγαλύτερη εφημερίδα της Σουηδίας, την Καθημερινή. Τους είχαμε μιλήσει εμείς για την εποχή της αλλαγής στην Ελλάδα, κι αποφάσιναν να πάνε να κάνουν ρεπορτάζ εκεί στην ομιλία και να πάρουν εικόνες από την Ελλάδα. Τους ενθουσίασε η χώρα μας, πήγαν σε διάφορα μέρη και το έβαλαν προγραμμα να ξανάρθουν. Έρχονται αύριο! Θα τους γνωρίσεις! -Με το καλό να τους δεχτείτε ρε παιδιά, αλλά εγώ γιατί να θέλω να τους γνωρίσω;
-Γιατί τους έχουμε μιλήσει για σένα και θέλουν να σε γνωρίσουν.
-Τι τους είπατε για μένα; Τι να με κάνουν εμένα; Αν θέλουν να γράψουν αλήθειες για την Ελλάδα να πάνε να δουν τι γίνεται στα σχολεία και πως εμποδίζουν τα παιδιά να προχωρήσουν, να πάνε να δουν τι γίνεται στο στρατό και γιατί αυτοκτονούν τόσοι νέοι εκεί, να πάνε να ρωτήσουν τι έγινε στην Κύπρο και να μας πουν κι εμάς.
-Με όλα ασχολούνται, όλα τα ξέρουν και όλα τα γράφουν αφού είναι αριστεροί άνθρωποι βρε, γίνεται να μην έχουν ψάξει γι' αυτά; Η Ελλάδα και η Κύπρος εδώ και χρόνια είναι το μόνιμο θέμα τους. Τώρα όμως θα έρθουν για διακοπές και θέλουν να τους πεις εσύ τι γίνεται με τους νέους στην Ελλάδα. Ποιές είναι οι ευκαιρίες τους για σπουδές, τι ξέρουν από την σύγχρονη ιστορία, πως είναι να ζει στην Αθήνα και πως στην επαρχία ένας νέος, ποιοες είναι οι ευκαιρίες του για μια επαγγελματική αποκατάσταση μετά τις σπουδές, αυτά που έχεις πει και σε μας, δεν θα σε ρωτήσουν κάτι που δεν ξέρεις. Άνοιξέ τους την καρδιά σου.
Και ήρθαν οι φίλοι τους τρία άτομα και αναμεσά τους ήταν και φωτορεπόρτερ τους η Ούλα, τους άλλους δεν τους θυμάμαι, θυμάμαι όμως ότι μίλαγα, μίλαγα, χωρίς αυτοί να ρωτούν πολλά, με άκουγαν σιωπηλοί. Τους πήγα να δουν το άγαλμα του Νίκου Στέλλα που κρέμασαν οι Γερμανοί. Τους έδειξα από μακριά το χωριό που άρχισε να επεκτείνεται με κάτι μοντέρνα κτίρια που ήταν παραφωνία ανάμεσα στα παραδοσιακά, τους είπα πως βγάζουν τις άδειες γι' αυτά, για τα διεστραμμένα αφεντικά, τους είπα φυσικά για τα σχολεία και για την αποβολή μου, και για το ονειρό μου, αφού εδώ, οι πλούσιοι βάζουν τα παιδιά τους στο πανεπιστήμιο από την πίσω πόρτα. (πράγμα που ίσχυε). Τους είπα και για τη φυλακή των κοριτσιών, ήμουν η μόνη "ντόπια" που κυκλοφορούσε τη νύχτα έξω, για τις συμφωνίες με τα παντρολογήματα και τον στιγματισμό, Για την επαρχιώτικη νοοτροπία στην Αθήνα. Τέλος πάντων κάποτε σταμάτησα να μιλάω και έπεσα σε μια βαθιά περίσκεψη. Μελαγχόλησα. Κοίταζα τη θάλασσα αμίλητη, τους είχα ξεχάσει. Και τότε η Ούλα, είπε με χαμηλή φωνή. "Ελένη;" Γύρισα το κεφάλι, στην παραλία καθόμασταν εγώ με το μαγιό, δεν είχε έρθει η ώρα να πάω στη δουλειά ακόμα. Κι αυτή κρατούσε μια φωτογραφική μηχανή με έναν μεγάλο φακό μπροστά, κλικ! Και με φωτογράφησε.
Ύστερα έφυγαν όλοι, Και Νίκος και Λουκάς, και Ούλα και οι άλλοι, τους πήγα στο λιμάνι και τους αποχαιρέτησα έναν έναν, πολύ λυπημένη.
-Θα τα καταφέρεις! Μου είπε ο Νίκος. Μάζεψε τα λεφτά και θα σε περιμένουμε όλοι εκεί.
Είναι αλήθεια πως τα κατάφερα. Πρώτα κατάφερα να την κοπανήσω για την Αθήνα. Στην Αθήνα τα βρήκα σκούρα για μερικούς μήνες αλλά μετά έπιασα δουλειά σε ένα μηχανουργείο και άρχισα να μαζεύω λεφτά. Πούλησα το μηχανάκι μου, το πικαπ μου, τους δίσκους μου, μόνο το κρεβάτι με το στρώμα μου δεν πούλησα και ήθελα ακόμα δεκαπέντε χιλιάδες που θα μάζευα συνεχίζοντας να δουλεύω.
Και τότε μου ήρθε ο Χρόνης στο σπίτι. Αυτός της δεμένης παρέας μας που πήγε να σπουδάζει ζωγραφική και γύρισε χρηματιστής. Δεν είχε φύγει ακόμα. Ελένη, μου λέει γεμάτος ενθουσιασμό. Μην πας πουθενά. Γύρνα στο σχολείο και τέλειωσέ το μπορείς εδώ. Ότι απόφαση πήρε για παιδιά αυτός ο λυκειάρχης, γιατί έχει κάψει πολλά παιδιά, αναιρέθηκε. Τον πήγαν οι γονείς στο δικαστήριο και κέρδισαν τη δίκη. -Δεν μπορώ ρε Χρόνη, δεν μπορώ να κάνω πίσω τώρα, είμαι ξεσηκωμένη. -Ρε θα σε δέσουμε, δεν θα πας πουθενά! Θα σκίσεις στο σχολείο ρε, θα περάσεις και σε σχολή, που να σηκωθείς να τρέχεις στην ξενιτειά, αυτοί που σου λένε, τώρα μπορει να είναι, αύριο να μην είναι, δεν θά' χεις κανέναν απο μας κοντά σου, κάτσε εδώ ρε Ελένη...
Δεν με έπεισε ο Χρόνης, αλλά με έπεισε ο Νίκος με ένα γράμμα του. "Κοριτσάκι μου δεν βρίσκω τα λόγια για να στο πω, καθώς ξέρω τι αγώνα έκανες να μαζέψεις τα χρήματα για να έρθεις και πόσο πολύ το θέλεις. Κι εμείς το θέλαμε πολύ αλλά ξαφνικά το τοπίο άλλαξε Ελένη. Χάσαμε τη δουλειά μας στο Μάλμο και μεταφερθήκαμε στη Στοκχόλμη με τη συντροφό μου. Η Ούλα ταξιδεύει κάνοντας πια πολεμικά ρεπορτάζ και ο Λουκάς, αφότου χώρισε με την κοπέλα του έχει γίνει μονόχνωτος και καταθλιπτικός, δεν είναι καλή εποχή για σένα να έρθεις τώρα. Ίσως αργότερα, σε κανα δυο χρόνια....
Δεν είχα πια μηχανάκι, ούτε πικαπ. Είχα λιγα χρήματα μαζεμένα που αποφάσισα να ξοδέψω ένα μέρος τους για να πάρω εξωσχολικά βιβλία, και τα άλλα τα κράτησα για να τρώω το χειμώνα που θα πήγαινα στο σχολείο και να διαβάζω απερίσπαστη, χωρίς να με τρώει η έγνοια, πως θα φάω, και που θα δουλέψω.
Η φωγραφία μου που μου έβγαλε η Ούλα, πήρε μέρος σε διαγωνισμό φωτογραφίας στη Σουηδία, από έναν μεγάλο καλλιτεχνικό οργανισμό και βγήκε πρώτη. Υπήρξε εποχή που σκάγανε Σουηδοί στην Πάρο και έψαχναν την Ελένα. Η Φωτογραφία που μπήκε στην εφημερίδα Καθημερινή της Σουηδίας, είχε από κάτω την συνέντευξη που τους έδωσα για τη ζωή των νέων στην επαρχία και την Αθήνα, και είχε τον τίτλο "Θέλω να σπουδάσω"
Η Εφημερίδα και η φωτογραφία ξεχωριστά μου ήρθαν ταχυδρομικά. Την εφημερίδα μου την πήρε ο ένας από την παλιά παρέα για να τη δείξει στους άλλους και χάθηκε, "Τι την έκανες ρε Δημήτρη;"
Κάποτε ήρθε και η Μέγαιρα θεία στο σπίτι να μ' επισκεφτεί. Είδε τη φωτογραφία κρεμασμένη στον τοίχο και είπε, "Α πα πα! τι άσΚημη που είσαι σε αυτή τη φωτογραφίαααα! κατεβασέ την αμέσως, είπαμε, αλλά όχι κι έτσι!" Την πέταξα έξω από την πόρτα και έβαλα τη φωτογραφία σε πιο φωτεινό σημείο.
Όσο για τη ΒάλερΙ και τη Βάντα, τους έγραψα ένα ποίημα που δεν τους έστειλα ποτέ.


Ταυτότητα.

Τα παράπονα που έλαβα με σφραγίδα στο φάκελο
με αναγκάζουν να σου πω την αλήθεια για μένα
δεν είμαι αυτή που πιστεύεις φίλη μου ΒάλερΙ
μην ρωτάς τι συμβαίνει, κι εγώ τά' χω χαμένα.

Με λένε Ελένη
Στη σκέψη Μαρίνα
Στην πατρίδα μου Ξένη
Στη χαρά μου Λαϊδα
Με λένε Κυκλάδες
στους χάρτες κουκίδα
με λένε παγίδα
με λένε ντροπή.
Ξένη στη χώρα μου έζησα πάντοτε
την ιθαγενειά μου τ' αφεντικά καταργήσαν
Ελληνίδα μονάχα οι τουρίστες με φώναξαν
τ' αφεντικά ούτε σαν άνθρωπο δεν με είδαν.
Μια χαρωπή Ελλάδα γνώρισαν στη φτιάξη μου
τα βήματά μου τα ονόμασαν συρτάκι
την μοναξιά μου την κουβάλουσαν στα σπίτια τους
και τις σιωπές μου τις είπανε Ιθάκη.
Αγάπησαν τα τραγούδια που τους γνώρισα
τους ποιητές μου αγάπησαν, τον ξυπόλητο μπάλο
χρόνια σερβίριζα το γαλάζιο μου στα μάτια τους
κι έμαθα γεωγραφία από τις κάρτες που λαμβάνω.
Σε θυμάμαι μου λένε Ελληνίδα περήφανη
και ακούω Χατζιδάκη τώρα που σου γράφω
όταν έρθω ξανά θα με πας στ' ακρογιάλια σου
αν βεβαίως μ' εγκρίνει και η Μαρίνα των βράχων.
Με λένε Ελένη
Στη σκέψη Μαρίνα
Στην πατρίδα μου Ξένη
Στη χαρά μου Λαϊδα
Με λένε Κυκλάδες
Στους χάρτες Κουκίδα
Με λένε παγίδα
με λένε ντροπή.
Ευρωλάβαρα κυματίζουν πάνω στα ερείπιαl
μι' Αφροδίτη κουλή κόκα κόλα πουλάει
η αλαφρόπετρα κάνει τη φτέρνα αχχίλεια
στη σαϊτα της "Άρπας" που ένας γύφτος κρατάει.
Νοσταλγία είναι γεμάτες οι κάρτες σου Βάλερι
όχι, δεν μ' έκανε διάσημη το συρτάκι μου Βάντα,
μα δεν έμαθε ακόμα η αρκούδα το μάθημα
που τη θέλει ο γύφτος, να χορεύει la banda.

Thursday, June 12, 2025

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΜΠΑΜΠΟΥΛΕΣ, ΣΤΟΙΧΕΙΩΜΕΝΑ ΣΠΙΤΙΑ, ΠΗΓΑΔΙΑ, ΧΕΙΜΑΡΡΟΥΣ ΚΑΙ ΕΞΩΓΗΙΝΟΥΣ.


 

Πολλά τα χρόνια που ζήσαμε στα ενοίκια με την οικογενειά μου. Πολλά τα σπίτια. Όλα στην περιοχή του Μπραχαμίου στο μήκος της οδού Σουλίου, που ξεκινούσε από τη λεωφόρο Βουλιαγμένης και κατέληγε στον Άγιο Κωνσταντίνο λίγο πριν το Καλαμάκι. Τον είχα περπατήσει άπειρες φορές αυτό το δρόμο γιατί εκεί ψηλά στον Άγιο Κωνσταντίνο, τα σπίτια λιγόστευαν και είχες μια αίσθηση ότι λίγο ακόμα και θα φτάσεις στη θάλασσα, λίγο ακόμα και θα πέρναγες έξω από τα σύρματα της φυλακής σου.

Μεγάλες άδεις εκτάσεις ολόγυρα και τα σπίτια ανάσαιναν οξυγόνο. Πρόλαβα την περιοχή αυτή όταν τσοπάνηδες πήγαιναν εκεί για να βοσκήσουν τα πρόβατα.

Πολλά γεννάει η φαντασία ενός παιδιού στην ηλικία που βρισκόμουν. Εκεί γύρω στα δέκα, έντεκα χρόνια μου, είχα ξεκινήσει αυτές τις μικρές δραπετεύσεις. Μια μέρα πήρα μαζί μου και την ξαδέλφη μου, επειδή έβλεπα ότι άρχισε να σουρουπώνει και δεν ήθελα να με πιάσει η νύχτα μόνη στο δρόμο. Φοβόμουν μην με αρπάξει κάποιος από εκείνους τους μπαμπούλες που ο αδελφός μου σκλήριζε όταν ήμασταν οι δυο μας έξω, ότι είναι από πίσω μου και απλώνουν το χέρι τους επάνω μου ήδη. Φυσικά του άρεσε να με τρομάζει, παιδί ήταν κι αυτός, αλλά δεν ήξερε για πόσα χρόνια μετά θα κουβαλούσα το φόβο με το μπαμπούλα που βρίσκεται μισό βήμα μακριά μου,  έτοιμος να με αρπάξει. Ακόμα κι όταν πήγα να μείνω μόνη μου, κοιμόμουν με τα φώτα ανοιχτά.

Εκείνη τη μέρα που πήρα μαζί στον περίπατο την ξαδέλφη μου, είδαμε κάτι περίεργο στον ουρανό. Είχε μόλις σκοτεινιάσει, μπορούσες να δεις τις τελευταίες αποχρώσεις του ήλιου πάνω από τις στέγες και να διακρίνεις λίγο από το πράσινο που άρχισε να γίνεται γκρίζο, στις όχθες της Πικροδάφνης. Και ξαφνικά, εκεί που περπατούσαμε αμέριμνες κουβεντιάζοντας, βλέπουμε ένα περίεργο μπλε πράσινο φως στον ουρανό, όχι πολύ ψηλά όσο μακριά βλέπεις ένα αστέρι, αλλά αρκετά χαμηλότερα. Το φως ήταν μεγάλο και έντονο. Δεν ήταν αεροπλάνο σε μια ευθεία πορεία. Το φως κινήθηκε πρώτα αριστερά για μερικά μέτρα, ίσως διένυσε  απόσταση ενός γηπέδου και μετά, πάνω στην ίδια νοερή γραμμή κινήθηκε δεξιά, διανύοντας  απόσταση δυο γηπέδων, έτσι που νομίζαμε πως έρχεται κατά πάνω μας. Το φως σταμάτησε πάνω από τα κεφάλια μας, χωρίς να κινείται κι εμείς είχαμε σταματήσει να μιλάμε και το κοιτάζαμε έντρομες. Ύστερα αυτό, έκανε μια βουτιά μέσα στο μαύρο του ουρανού και χάθηκε. Έντρομες, αποφασίσαμε να γυρίσουμε στα σπίτια μας αμέσως, ενώ τα μάτια μας σε όλη την επιστροφή ήταν στραμμένα ακόμα στον ουρανό. Συμφωνήσαμε να μην πούμε τίποτα σε κανέναν γιατί ήδη εγώ είχα τη φήμη της φαντασιόπληκτης και θα τους έδινα άλλη μια ευκαιρία για να γελάσουν μαζί μου. Είπαμε μάλιστα ότι κάποιο αερόστατο θα ήταν, που εμείς με τη φαντασία μας είδαμε σαν εξωγήινους, για να καθησυχάσει η μία την άλλη, αλλά στα χρόνια που ακολούθησαν είδα αερόστατα τη νύχτα, και με αερόστατο εκείνο το πράγμα δεν έμοιαζε.

Στην περιοχή του Αγίου Κωνσταντίνου στο σημείο του λόφου, η Πικροδάφνη το ποτάμι μόλις  φαινόταν από μακριά, έπρεπε μάλιστα να περπατήσεις μέχρι την άκρη του λόφου για να τη δεις, αλλά στο σπίτι που έμενα, ένας από τους χειμάρρους της ήταν δίπλα μας. Έβγαινες από την πόρτα και όταν είχε φουσκώσει όχι μόνο το έβλεπες αλλά άκουγες και το νερό που κάλυπτε ακόμα και τις όχθες να κυλάει ορμητικά. Θεωρούσα τον εαυτό μου τυχερό που τόσο κοντά στο ποτάμι έμενα, τόσο που τις νύχτες δεν μπορούσες να κοιμηθείς από το τραγούδι των βατράχων. Εμένα δεν με ενοχλούσε το τραγούδι αυτό, το απολάμβανα, όχι και ο πατέρας μου όμως που κάθε τόσο ξεσπούσε. «Αναθεματισμένα βατράχια! Λυσσάξατε πάλι απόψε! Θα έρθω κάτω εκεί βρε σιχαμένα και θα σας πνίξω ένα ένα με τα χέρια μου!» Γέλαγα μόνη μου στο δωμάτιό μου γιατί δεν πίστευα πως εννοούσε τα λόγια του, αλλά έπαιρνα την ικανοποίηση πως υπήρχε κάποιος ή κάτι μέσα στη φύση, που εκείνος δεν μπορούσε να κοντρολάρει, να ελέγξει.

Το σπίτι αυτό πάνω από το ποτάμι, μας το νοίκιαζε μια μεγάλη γυναίκα που την έλεγαν Κλειώ. Έτσι την ήξερα και πέρα από τη μορφή της που για πολλά χρόνια έβλεπα να τριγυρνά στη Σουλίου πριν πάμε να μείνουμε στο σπίτι της, και την κηδεία του άντρα της, που τον είχαν πάνω σε ένα τραπέζι όλη τη νύχτα, δεν θυμάμαι κάτι άλλο από αυτήν. Θυμάμαι όμως ότι το πρόσωπο αυτού του νεκρού, μου έμεινε για μήνες χαραγμένο στη σκέψη καθώς δεν είχα ξαναδεί και νεκρό μέχρι τότε.

Πήγα εκεί για να φωνάξω τη μάνα μου που μαζί με άλλους γείτονες είχαν πάει να συντροφεύσουν την κυρά Κλειώ στην αγρύπνια του νεκρού συζύγου της. Προχώρησα μέσα στο δωμάτιο και πριν με αρπάξει η μάνα μου για να με σύρει έξω, τον είδα. Ήθελα τη μαμά μου. Φοβόμουν να πάω στο σπίτι με τον αδελφό μου μόνη μου, που θα μου ούρλιαζε στο δρόμο ότι ο πεθαμένος είναι από πίσω μου μισό μέτρο, και ετοιμάζεται να με αρπάξει.

Και πως τα έφεραν οι καταστάσεις λίγα χρόνια αργότερα να κατοικήσω με τους γονείς μου στο σπίτι αυτό. Ο αδελφός μου μικροπαντρεμένος, ήταν στο στρατό, εγώ στα 16 και στο ένα δωμάτιο έμεναν μαζί μας η γυναίκα του και τα δυο του παιδιά.

Είχε μια πίσω μικρή αυλή που βγαίναμε και πίναμε καφέ και δεν είχε τίποτα ιδιαίτερο αυτή η αυλή από μόνη της, εκτός από τις γλάστρες με τα λουλούδια που της είχαμε βάλει ολόγυρα και το φράκτη. Το συρματόπλεγμα. Αυτό που τη χώριζε από ένα μεγάλο κτήμα που βρισκόταν αμέσως μετά. Το προκλητικό κτήμα, το μυστήριο, που έφτανε μέχρι τις όχθες του χειμάρρου. Με το πηγάδι του στη μέση, το πηγάδι με το φρέσκο νερό που πήγαιναν οι γυναίκες εκεί να πλύνουν τα χόρτα τους. Αλλά για μας τα παιδιά ήταν το απαγορευμένο μέρος, αφού κάθε που κάποιος από μας πλησίαζε κοντά με όλες τις προφυλάξεις, έφευγε τρομοκρατημένος αλαλάζοντας από εκεί, γιατί το πηγάδι, είχε φύλακα. Έναν άνθρωπο με όπλο που εκτόξευε αλατόσφαιρες. Κάποια παιδιά τις είχαν φάει στα πισινά κι όλοι οι υπόλοιποι έρποντας πλησιάζαμε σαν τους κομάντο, για να μη μας πάρει είδηση ο φύλακας. Ήταν το χωράφι με το πηγάδι πειρασμός. Και να που λίγα χρόνια αργότερα, από την αυλή μου μέσα, μπορούσα να το χαζεύω όσο ήθελα.

Σε μια άδειά του ο αδελφός μου κάθισε μαζί μου στην αυλή. «-Το ξέρεις πως έχουμε κι εμείς πηγάδι εδώ;  -Τι λες ρε; Τρελάθηκες; Που το είδες το πηγάδι μέσα εδώ; -Το τσιμεντώσανε γι’ αυτό δεν το βλέπεις. Είναι κάτω ακριβώς από τα πόδια μας. -Μπα! Και ποιος στο είπε εσένα αυτό; -Ο θείος ο Νίκος που μένει απέναντι και το θυμάται. -Και γιατί το τσιμεντώσανε; Γιατί δεν το άφησαν να υπάρχει; Δεν ενοχλούσε κανέναν εδώ, χρήσιμο ήταν. -Δεν μου είπε ο θείος. Κάτι μεγαλύτερα παιδιά όμως μου είχαν πει,  ότι μέσα σε αυτό το πηγάδι πέταγαν στοίβες τους νεκρούς που σκότωναν οι Γερμανοί. Δηλαδή γι’ αυτό το έκλεισαν μετά. Είναι γεμάτο από πτώματα Ελλήνων σκοτωμένων από τους Γερμανούς. Κι αυτούς όλους τους Έλληνες, τους είχε καταδώσει ο γέρος που είδες πεθαμένο, που είχε το σπίτι αυτό».

Είχα μείνει άφωνη. Κάτω από τα πόδια μας υπήρχαν τα πτώματα δεκάδων νεκρών από την κατοχή. Έτρεξα έντρομη στη μάνα μου. -Μαμά! Αυτός πάλι με τρομάζει! Τώρα μου λέει ότι κάτω από τα πόδια μας είναι πεθαμένοι, πολλοί πεθαμένοι από τον πόλεμο!

«-Γιατί λες στο κορίτσι μας τέτοιες αηδίες Ζαχαρία; -Δεν είναι αηδίες ρε μαμά! Ο Ζώης μου το είπε που του το είπε ο πατέρας του που θυμάται. -Παραμύθια! Φαντασίες και μύθοι!

-Δεν είναι φαντασίες μάνα! Πως νομίζεις έκανε τη σπιταρόνα αυτή ο γέρος; Είδες κανένα άλλο σπίτι μεγάλο και περιποιημένο σαν αυτό εδώ σε όλο το δρόμο; Γιατί η Ελένη βλέπει δράκουλες στον ύπνο της και φάτσες με κόκκινα μάτια στο παράθυρό της και ουρλιάζει τη νύχτα; Το ξέρεις ότι είδαμε και εμείς στο δικό μου το δωμάτιο;

-Ποιοι εσείς; Τα παιδιά; Θα έχουν επηρεαστεί από την Ελένη που την έχεις τρομάξει εσύ από μικρή και τώρα έχει πρόβλημα.

-Ποια παιδιά ρε μάνα! Η γυναίκα μου τον είδε! Κάθε βράδυ έρχεται ένας γέρος και κολλάει τη μούρη του στο τζάμι του παραθύρου μας κι έχει κόκκινα μάτια!»

Αναστατώθηκα τελείως. Άρχισα να κλαίω και να παρακαλώ τη μάνα μου να ψάξει για άλλο σπίτι, να φύγουμε από κει μέσα, το σπίτι ήταν στοιχειωμένο! Ο γέρος δεν μας ήθελε σε αυτό γιατί ήμασταν αριστεροί κι αυτός καταδότης. Να φύγουμε, να φύγουμε! Είχε κολλήσει η βελόνα του πικάπ σε μένα και δεν μπορούσαν να με συνεφέρουν.

Η μάνα μου βρήκε τη λύση. Έφερε έναν παπά στο σπίτι να διώξει τα κακά πνεύματα, να κάνει ευχέλαιο, να μας ραντίσει με νερό στη μούρη, και όλοι ηρέμησαν. Αλλά εγώ δεν έπαψα να βλέπω εφιάλτες και τις νύχτες τα μάτια μου ήταν καρφωμένα στο παράθυρο μέχρι να με πάρει ο ύπνος. Όταν τα βατράχια σταματούσαν να κοάζουν, έκλεινα τα μάτια μου κάπως πιο ήρεμη γιατί ήξερα ότι ξημερώνει. Και μετά από λίγο η μάνα μου με ξυπνούσε να πάω στο σχολείο και κουτουλούσα και έπεφτα πάνω στις πόρτες από τη νύστα. Μια μέρα την άκουσα που έλεγε στον πατέρα μου. «-Της έχουν μείνει φοβίες από τότε που ο Ζαχαρίας την τρόμαζε.

-Όχι… δεν μπορεί να συνηθίσει στην ιδέα πως κάτω από τα πόδια της βρίσκονται τόσοι σκοτωμένοι. Έχει δίκιο, ούτε κι εγώ, πρέπει να φύγουμε από δω.»

Δεν φύγαμε αμέσως γιατί ο πατέρας μου βρήκε δουλειά στην Πάρο και θα ήταν για πολύ καιρό. Ειδοποίησε τη μάνα μου να πάει να τον βρει και να πάρει και μένα μαζί. Εγώ ανένδοτη, δεν θα πήγαινα να γίνω χωριατοπούλα στα 17 μου ξαφνικά, να μου βρουν ένα καλό παιδί στο χωριό να με παντρέψουν, να ησυχάσουν από μένα. Είχα δημιουργήσει ήδη τις παρέες μου στο νυχτερινό που πια βρισκόμουν. Βρήκα σαν πρόφαση το σχολείο και δεν την ακολούθησα. Τάχα πως θα πήγαινα να τους βρω όταν θα τέλειωνε η σχολική χρονιά, η μάνα μου πείστηκε να φύγει μόνη της.  Ο αδελφός μου ήδη, είχε πάρει την οικογένεια του από το σπίτι αυτό, μόλις απολύθηκε και νοίκιασαν σε άλλη συνοικία.

Ξύπνησα μια Κυριακή και ήμουν μόνη στο σπίτι. Αποφάσισα να κατέβω μια βόλτα στο χείμαρρο με τον καφέ στα χέρια. Κάθισα σε μια πέτρα για να καπνίσω ένα τσιγάρο ελεύθερα επιτέλους για πρώτη φορά κι όχι κρυμμένη στο μπάνιο ή στην ταράτσα. Έβλεπα το νερό να τρέχει ορμητικά παρασέρνοντας ξύλα, μικρούς κορμούς, και διάφορα αντικείμενα που πέταγαν οι άνθρωποι περνώντας από εκεί. Στο φούσκωμα δεν έβλεπες τους γυρίνους που συνήθως ήταν κατά χιλιάδες εκεί, ούτε τα βατράχια.

 Ένα συρματόπλεγμα χώριζε το σπίτι μου από το μεγάλο κτήμα με το ζωντανό πηγάδι, που έφτανε μέχρι τον ποταμό. Ένα κτήμα γεμάτο λεύκες, πεύκα και άλλα δέντρα, ιδανικό για να κρυφτεί ένας φυγάς σε καιρούς πολέμου. Σκεπτόμουν.  Ή να περπατήσει κρυφά ανάμεσα στα δέντρα μέχρι τις όχθες του χειμάρρου, κι από εκεί να περάσει απέναντι, και να τον παραλάβει ένα αμάξι ή ένα άλογο που θα περίμενε απέναντι. Οργίαζε η φαντασία μου. Κοίταξα μέσα βαθιά στα νερά και τα είδα κόκκινα. Κι αυτό το κόκκινο από το βάθος, ήρθε στην επιφάνεια και έτρεχε τώρα ασταμάτητα ένα ποτάμι αίμα.

Πέταξα το τσιγάρο μέσα του και έφυγα ανατριχιασμένη. Μάλλον το είχα παρατραβήξει αυτή τη φορά. Όμως όταν μπήκα στο σπίτι, ετοίμασα μια μικρή βαλίτσα, πήρα παραμάσχαλα και τον αρκούδο μου, κλείδωσα, κι ανέβηκα στη Σουλίου προς λεωφόρο Βουλιαγμένης, χωρίς να κοιτάξω πίσω μου ούτε μια φορά. Ήμουν 18 χρονών. Δεν ξαναπήγα  στο Μπραχάμι έκτοτε, δεν ξαναείδα  τον χείμαρρο της Πικροδάφνης και δεν ξέρω τι απέγινε εκείνο το σπίτι με το τσιμεντωμένο πηγάδι της αυλής του  και τα φαντάσματα που κυκλοφορούσαν μέσα του. Πληροφορήθηκα τηλεφωνικά από τη μάνα μου μόνο, πως είχαν στείλει ένα φορτηγό με την επίβλεψη ενός θείου, να το αδειάσουν από τα πράγματά μας και να τα στείλουν σε μια αποθήκη.

Ούτε κράτησα την υπόσχεση στη μάνα μου πως θα πάω να μείνω μαζί τους στο νησί μετά τη σχολική χρονιά. Νοίκιασα ένα σπίτι μικρό κοντά στη δουλειά μου, αφού με διαβεβαίωσε η σπιτονοικοκυρά πως δεν είχε πεθάνει κανείς σε αυτό κατά τη διάρκεια της κατοχής ή του εμφυλίου. Και σιγουρεύτηκα γι’ αυτό, όταν για πρώτη φορά ξύπνησα ανάλαφρη μετά την πρώτη νύχτα εκεί, χωρίς εφιάλτες. 

Thursday, June 5, 2025

Ομιλία/κριτική της διανοήτριας-συγγραφέα Παναγιώτας Μπλέτα στην Πανελλήνια Ένωση Λογοτεχνών, για την ποιητική συλλογή "Τα κόκκινα φεγγάρια" της Ελένης Μπάλιου.



"Η ποίηση της Ελένης Μπάλιου δεν είναι απλώς ένα σύνολο λεκτικών κατασκευών. Είναι ψυχική αρχιτεκτονική, στηριγμένη στα ερείπια μιας εποχής που ζητά –με αγωνία και σιωπή– την αποκατάσταση της ευθύνης. «Τα Κόκκινα Φεγγάρια» δεν είναι απλώς ποιήματα. Είναι κραυγές στον νυχτερινό ουρανό, επιτύμβια επιγράμματα για την εγκαταλελειμμένη ανθρώπινη αξιοπρέπεια, και ταυτόχρονα νυχτερινά νανουρίσματα για την ψυχή του παιδιού που ακόμα ελπίζει.
Αναγνώστης του έργου δεν γίνεται όποιος διαβάζει˙ γίνεται όποιος αισθάνεται. Κι αν το βιβλίο ανοίγει με τοποθέτηση της θεατρικής σκηνής, δεν είναι τυχαίο: η Μπάλιου στήνει ένα παγκόσμιο δράμα με έναν μόνο, καθοριστικό θεατή – το «κουρελιασμένο παιδί» της συνείδησης.
Η προσωπικότητα της ποιήτριας αναδύεται μέσα από τα ποιήματα όπως αναδύεται ο καρπός μέσα από το αίμα της γης: δύσκολα, επίπονα, μα αληθινά. Η Μπάλιου δεν γράφει για να φανεί˙ γράφει για να μην ξεχάσει. Κι ακόμα περισσότερο: για να μην ξεχάσουμε εμείς. Δεν ποζάρει ως ποιήτρια – το απορρίπτει ρητά: «Κι αν θα σε πούνε ποιητή / ζήτα συγγνώμη…». Δεν εκφωνεί, εξομολογείται. Δεν κοσμεί τις λέξεις με στολίδια, αλλά τις σμιλεύει με μαχαίρι, όπως η μητέρα της που «έσφιγγε τη ζωή και το θάνατο στα χέρια της σαν μαχαίρι».
Η ποιήτρια κουβαλά το τραύμα όχι ως βάρος, αλλά ως ταυτότητα. Δεν προσπαθεί να το θεραπεύσει – το υμνεί, το τιμά, το συνδέει με τις σκιές του κόσμου, με τις γυναίκες που «σφάχτηκαν», με τους ανθρώπους που δεν πρόλαβαν να σωθούν. Και δεν γράφει ως «καλλιτέχνης» αλλά ως θυγατέρα, ως φίλη, ως άνθρωπος που είδε την αλήθεια να τρέμει στο χείλος του γκρεμού και την έπιασε με το χέρι της.
Η Ελένη Μπάλιου, όπως την αποκαλύπτει το έργο της, είναι άνθρωπος που γνωρίζει βαθιά τη θλίψη, αλλά δεν την αφήνει να την διαφθείρει. Είναι εκείνη που, μέσα στον θρήνο, συνεχίζει να αναζητά το δίκιο. Που υψώνει το ανάστημά της με τρυφερότητα.
Η μορφή της μητέρας διατρέχει το έργο σαν αρχέτυπο. Δεν είναι η εικόνα της ιδανικής μητέρας της ρομαντικής φαντασίας. Είναι εκείνη που παλεύει ανάμεσα σε εργασία και σιωπή, που πλένει τα σεντόνια με τα χέρια, που νανουρίζει με μοιρολόγια. Στα «Κόκκινα Φεγγάρια» δεν υπάρχει ίχνος συναισθηματικής εκμετάλλευσης· υπάρχει ωμή αλήθεια, μια τρυφερότητα που πονά. Η μητέρα της Μπάλιου είναι η γυναίκα του μόχθου, η σιωπηλή μάρτυρας, η σύντροφος που σώζει τη ζωή του παιδιού από την απόγνωση, δίνοντάς του το εισιτήριο της ελευθερίας.
Αυτή η μητέρα γίνεται σύμβολο του θηλυκού τραύματος και της ανθεκτικότητας. Είναι η μήτρα της μνήμης και η πηγή της υπαρξιακής πειθαρχίας. Είναι η Μήδεια χωρίς εκδίκηση, η Αντιγόνη χωρίς θεία δικαίωση.
Η Μπάλιου δεν καλλωπίζει το τραύμα – το εκθέτει, το ανοίγει, το τιμά. Το τραύμα δεν είναι αφορμή αλλά σύσταση. Είναι η ταυτότητα της ποιήτριας, ο αγωγός μέσα από τον οποίο διοχετεύεται η υπαρξιακή της αυθεντικότητα. Στον σπαραγμό της γυναίκας που σφάχτηκε, στην ποίηση που δεν σώζει αλλά φωνάζει, αναδύεται το διαχρονικό δίλημμα: γράφεις για να σωθείς ή γιατί δεν μπορείς να σωπάσεις;
Και η Μπάλιου έχει αποφασίσει: γράφει για να επιζήσει η αλήθεια. Όχι η δική της – η συλλογική.
Στην ποίηση της Μπάλιου, ο έρωτας δεν παρουσιάζεται εξιδανικευμένος, αλλά βαθιά ριζωμένος στη μνήμη. Είναι συχνά ένας απόντας, ένας φευγαλέος συνοδοιπόρος που χάνεται μέσα στον χρόνο, αφήνοντας πίσω του αποτυπώματα στο χώμα της ύπαρξης. Η μνήμη του έρωτα δεν είναι ρομαντική ανάμνηση αλλά σημείο αναφοράς της απουσίας, της στέρησης, της επιθυμίας που δεν εκπληρώθηκε ποτέ απόλυτα.
Η Μπάλιου αντιμετωπίζει τον έρωτα όπως αντιμετωπίζει τον θάνατο: όχι με μελοδραματισμό, αλλά με ειλικρίνεια και αξιοπρέπεια. Οι αγαπημένοι της ποιήτριας εμφανίζονται ως σκιές φωτεινές και φευγαλέες, σαν σπουργίτια που επιστρέφουν για λίγο, μόνο για να ξαναφύγουν. Είναι φαντάσματα που συνοδεύουν την ψυχή σε στιγμές ευαλωτότητας, που θυμίζουν ότι η αγάπη, όπως και η ποίηση, έχει την πικρή της διάρκεια μέσα στη σιωπή.
Ο έρωτας, όπως αναδύεται από τους στίχους της, είναι ταυτόχρονα αίνιγμα και καταφυγή – κάτι που συνέβη, κάτι που θα μπορούσε να έχει συμβεί, κάτι που ίσως ακόμη συμβαίνει σε έναν άχρονο, άυλο τόπο.
Ποίηση, λοιπόν, ως υπαρξιακή μαρτυρία. Ως φωνή των σιωπηλών. Ως πολιτική πράξη με τη ρίζα της στην ανθρώπινη ευθύνη.
Η σιωπή, στα «Κόκκινα Φεγγάρια», δεν παρουσιάζεται μονοδιάστατα. Άλλοτε είναι ιερή, γεμάτη μνήμη και απόηχους, και άλλοτε είναι ένοχη – σαν ηχώ συνενοχής που επιτρέπει την επανάληψη του κακού. Η Μπάλιου, με την οξύτατη ηθική της ευαισθησία, δεν συγχωρεί τη σιωπή όταν αυτή γίνεται υπεκφυγή. Την ξεσκεπάζει και τη φέρνει στο φως, με την ίδια ευθύτητα που φέρνει στο φως τον πόνο.
Ωστόσο, υπάρχει και η άλλη σιωπή. Η σιωπή της γυναίκας που δεν μιλά αλλά φροντίζει. Η σιωπή της μάνας που δεν απολογείται, αλλά θρηνεί. Η σιωπή του ανθρώπου που δεν έχει πια λέξεις – γιατί το τραύμα έχει γίνει εσωτερική προσευχή. Αυτή η σιωπή είναι αξιοπρέπεια. Είναι το άλλο όνομα της υπομονής και της αγάπης.
Η ποιήτρια, λοιπόν, δεν αρνείται τη σιωπή – την αξιολογεί. Την εξετάζει ως φαινόμενο, ως στάση, ως επιλογή. Μας καλεί να αναρωτηθούμε: πότε σιωπώ από φόβο και πότε από σοφία; Πότε από δειλία και πότε από αγάπη; Και τελικά, μας οδηγεί εκεί όπου η σιωπή δεν είναι πια απουσία, αλλά τρόπος να κρατηθεί ζωντανό το αόρατο.
Στο έργο της Ελένης Μπάλιου, η λύτρωση δεν έρχεται από υπερβατικές αποκαλύψεις ή λυτρωτικές εκρήξεις συναισθημάτων. Έρχεται μέσα από το βίωμα της ενσυναίσθησης – της βαθιάς και αυθεντικής σύνδεσης με τον άλλον άνθρωπο. Οι ήρωες των ποιημάτων της δεν σώζονται μόνοι τους. Σώζονται μέσα από τη μνήμη, την αποδοχή, την κοινή θλίψη.
Η ποιήτρια πιστεύει στην ανθρώπινη κοινότητα όχι ως σύνολο προσώπων αλλά ως κοινότητα ευθύνης. Η φωνή του ενός γίνεται ψίθυρος του άλλου· το δάκρυ του άλλου γίνεται καθρέφτης της δικής σου πληγής. Αυτή η εναλλαγή ρόλων –θύτη, θύματος, μάρτυρα, σιωπηλού– συνιστά την ουσία της ποιητικής της Μπάλιου.
Μέσα από αυτήν την αλληλεγγύη του τραύματος, γεννιέται η δυνατότητα της λύτρωσης. Όχι ως κάθαρση ή τιμωρία, αλλά ως βαθιά κατανόηση. Ως πράξη αγάπης απέναντι στην ανθρώπινη συνθήκη.
Κι έτσι, η ποίηση της Ελένης Μπάλιου καταλήγει να είναι κάτι περισσότερο από λογοτεχνία: γίνεται ανθρωπολογική πράξη. Μια ήσυχη, γενναία υπενθύμιση ότι ο κόσμος αλλάζει μόνο όταν οι άνθρωποι αποφασίσουν να νιώσουν ο ένας τον άλλον.
Ο τίτλος του έργου δεν είναι τυχαίος: «Τα Κόκκινα Φεγγάρια» συγκεντρώνουν πάνω τους μια ολόκληρη μεταφυσική, έναν συμβολισμό υπαρξιακό, ιστορικό και σχεδόν μυστηριακό. Το φεγγάρι στους στίχους της Μπάλιου δεν είναι ποτέ διακοσμητικό. Είναι φορέας συναισθήματος, παρηγοριάς, αλλά και μαρτυρίας. Συχνά αποκτά χρώμα – κόκκινο – υποδηλώνοντας το αίμα, την απώλεια, το γυναικείο τραύμα, την καταγωγή της θλίψης.
Το φεγγάρι συνομιλεί με τον χρόνο. Είναι το σύμβολο του παρελθόντος που επιστρέφει, του κύκλου που δεν κλείνει. Είναι μια μορφή θηλυκής παρουσίας στον ουρανό, που αντί να φωτίζει, υπενθυμίζει. Σε αρκετά ποιήματα, λειτουργεί ως παρατηρητής, ως σύντροφος της νύχτας, αλλά και ως τελευταίος μάρτυρας ενός εγκλήματος που δεν ξεχάστηκε ποτέ.
Το φεγγάρι δεν θεραπεύει, αλλά φωτίζει. Δεν προσφέρει λύσεις, αλλά φανερώνει τα ρήγματα. Είναι μια οντότητα σχεδόν θρησκευτική, που αποκαλύπτει χωρίς να μιλά. Κι έτσι, η Μπάλιου χτίζει μια κοσμοθεωρία όπου η ποίηση κοιτά τον ουρανό όχι για να ζητήσει εξηγήσεις, αλλά για να συνομιλήσει με την ύπαρξη – εκεί που η μοίρα δεν διατυπώνεται, αλλά απλώς φωτίζεται για λίγο.
Το έργο «Τα Κόκκινα Φεγγάρια» είναι κάτι περισσότερο από μια ποιητική συλλογή. Είναι ένας καθρέφτης της συνείδησης, μια μαρτυρία ζωής, και ταυτόχρονα ένα κάλεσμα προς όλους μας: να θυμηθούμε, να νιώσουμε, να σταθούμε ο ένας πλάι στον άλλον. Μέσα από τους στίχους της, η Ελένη Μπάλιου στέκεται με τόλμη απέναντι στον κόσμο, όχι για να τον καταγγείλει απλώς, αλλά για να τον ξαναπλάσει μέσα από την ηθική δύναμη της ποίησης.
Η θέση της στο σύγχρονο ποιητικό τοπίο είναι εκείνη της φωνής που επιμένει να σκάβει βαθιά· όχι για να αποδείξει, αλλά για να συναισθανθεί. Αντιπροσωπεύει μια ποίηση που δεν είναι προνόμιο των λίγων, αλλά ευθύνη όλων. Που δεν γράφεται για να ακουστεί, αλλά για να ακουμπήσει.
Η Μπάλιου, μέσα από το έργο της, αποκαθιστά το πρόσωπο του ποιητή ως διαμεσολαβητή της συλλογικής μας ψυχής. Και «Τα Κόκκινα Φεγγάρια», με τη δύναμη της απλότητάς τους και τη γνησιότητα της θλίψης τους, θα παραμείνουν ένα φως στα μάτια εκείνων που συνεχίζουν να πιστεύουν πως η ποίηση μπορεί να είναι πράξη αγάπης και αλλαγής."
Παναγιώτα Μπλέτα - Συγγραφέας/Διανοήτρια
Email: bletas.p1@gmail.com
Facebook/Instagram: Panagiota Bleta
TikTok: Panagiota Bletas

Friday, March 14, 2025

Κυκλοφόρησε!

 


Περιγραφή
Τα κόκκινα φεγγάρια ανεβαίνουν στον ουρανό σαν σιωπηλοί καθρέφτες. Ωστόσο, σιωπηλοί δεν είναι. Αντανακλούν όσα η γη θέλει να κρύψει: τη μελαγχολία, τις πληγές, το αίμα που γράφει ιστορία. Όταν εμφανίζονται, φέρνουν μαζί τους φωνές και άναρθρες κραυγές, που η ποίηση μετατρέπει σε λέξεις, μεταφέροντας την πραγματικότητα παντού.


Saturday, March 1, 2025

 Κείμενα που υπήρχαν εδώ και πια δεν υπάρχουν έχουν ενταχθεί στη νέα ποιητική μου συλλογή. Σε αυτά που έμειναν εδώ θα γίνει νέο ξεκαθάρισμα, καθώς αρκετά χρειάζονται ακόμα επιμέλεια.