herinna

herinna

Tuesday, January 30, 2024

Ασύληπτη ταινία

Ευτυχισμένη μέρα σήμερα.

Τράβηξα το συρτάρι προσεκτικά.

Είχε μέσα τρία κουτάκια φυλαγμένα.

Δεμένο με κόκκινη κορδέλα ήταν το ένα,

γαλάζια το δεύτερο,

και ροδαλί γλυκό το τρίτο.

Έλυσα το πρώτο, το άνοιξα,

και ξεπετάχτηκαν από μέσα του

όλα τα λατρεμένα "σ' αγαπώ".

Έπεσαν κάτω αθόρυβα, ξερά,

εκτός από ένα

που  ολοζώντανο

 πέταγε γύρω μου σαν πεταλούδα 

και μου χάιδευε τη μύτη

για να μυρίσω την ευτυχία 

που ακόμα κουβαλούσε.

Το δεύτερο το άνοιξα πιο προσεκτικά

αλλά δεν κατάφερα να σταματήσω τη θάλασσα.

Και βρέθηκα μέσα στο μαγικό της βυθό

χωρίς φιάλη οξυγόνου ν' αναπνέω,

 μια αγκαλιά ήταν τα νερά της που μ' άφηνε

να παίζω μέσα της, να στριφογυρίζω

 μ' οδηγούσε στα πολύχρωμα κοράλλια

και μού' δειχνε τα μυστικά των βυθών.

Και μέσα από το τρίτο, ροδαλί κουτί,

βελούδινα χείλη καυτά φίλησαν τα δικά μου

ψιθυριστά με χάιδευαν οι λέξεις.

Τι χρώματα, βυθούς κι αρώματα 

μέσα σε μουσικές αιώνια ταγμένες

απλόχερα μου χάρισες ζωή μου!

Μεγάλο το απόθεμα της ευτυχίας.

Ασύληπτη ταινία κι αξεπέραστη

στη μικρή της καρδιάς μου οθόνη.






Monday, January 29, 2024

Συγνώμη

 Ζητώ συγνώμη από τους αναγνώστες μου, στο τελευταίο Post φλόγα αγάπης, είχαν μείνει μέσα και τα πρόχειρα. Μάθατε και πως δουλεύω τα ποιήματα, τι πετάω τι αφήνω. Για καλό όλα στο τέλος. 

Σπουργιτάκι 2

 Ήρθες ξανά σπουργιτάκι μου

Τι να σου δώσω τώρα;

Ψάχνεις χοροπηδώντας γλυκά

τα σπόρια και τα ψίχουλα

της δυναμής σου.

Δεν έχω μικρούλη πολλά

Να!

πάρε μια χούφτα νεράκι από τα μάτια μου

πάρε κι ένα κομματάκι ψύχας

για το δρόμο

μη την κοιτάς περίεργο

από τι είναι καμωμμένη

κοίτα πόσο τρυφερή για σένα τη ζύμωσα

για να μπορείς να χώνεις το ράμφος σου μέσα της

και να την κόβεις. 

Πήγαινε τώρα πήγαινε...

Αν δεν μπορείς να μείνεις για πάντα εδώ

καλύτερα να μην αργήσεις. 

Monday, January 22, 2024

Το σπουργιτάκι


Αχ ψυχούλα μου εσύ

πως να σε κάνω να μ' εμπιστευτείς

να μην τρομάζεις...

Κάθε μέρα το ίδιο βιολί

ρίχνω φαγητό στην αυλή

για ένα σπουργιτάκι με σπασμένο φτερό

που με φοβάται

όταν δεν είμαι εκεί έρχεται και τρώει

κι όλη η αγωνία μου είναι να έρχεται

κι όταν θα γίνει καλά

γιατί θα γίνει.

Αχ ψυχουλάκι μου εσύ,

πως να σε κάνω να μ' εμπιστευτείς

να μ' αγαπήσεις...


Αγάπη


 Ένα θεσπέσιο τριαντάφυλλο γεμάτο αγκάθια

είναι η αγάπη

που άμα πεις να τ' αφαιρέσεις

να καθαρίσεις το βλαστό, να το κρατήσεις,

θα χάσει τη ζωντανιά του

θα μαραθεί

και στα χέρια σου πια θα κρατάς

ένα νεκρό λουλούδι.

Άστο εκεί που βρίσκεται

να υπάρχει, 

να γεμίζουν τα μάτια σου

φως και χρώμα

η ψυχή σου πεθυμιά, 

οι αισθήσεις σου άρωμα

το σώμα σου έξαρση αναμονής

άφησέ το να υπάρχει

κόντρα στους ανέμους

και αν αντέχεις, άγγιξέ το 

ίσα μέχρι της καρδιάς σου το αίμα

να χυθεί πάνω του

για να γίνει ακόμα πιο κόκκινο

και πιο σπαρακτικά επιθυμητό. 

Είναι ζωή και ομορφιά 

η αγάπη 

πονάει σαν τριαντάφυλλο 

αν πας να την κόψεις

μα σ' ανασταίνει σαν άνοιξη

όταν ανθίζει.

Μάθε επιτέλους να περιμένεις την άνοιξη.




Sunday, January 21, 2024

Δύο αποσπάσματα από το Α' Και Β' μέρος του βιβλίου


 Ενημερώνω τους αναγνώστες μου ότι το βιβλίο που έρχεται, έφυγε από εμένα με τον τίτλο, "Ιστορίες πολέμου και ειρήνης" Και κατά πάσα πιθανότητα έτσι θα βγει στην αγορά. 

Παραθέτω ένα απόσπασμα από το πρώτο μέρος του βιβλίου "ταραγμένες ζωές σε καιρό πολέμου"

Από το διήγημα "ΟΙ ΠΡΙΜΟΥΛΕΣ ΤΗΣ ΑΝΝΑΣ"

"Κάτω από τα μάτια μου, ένα προκλητικό γαλάζιο άρχισε να λικνίζεται στον αέρα, πήγαινε κι ερχόταν σκορπίζοντας στις διαδρομές του μνήμες από αλλοτινές εποχές, εικόνες και συμβάντα που εγώ ήμουν ανίκανη να μεταφράσω.

Αποφάσισα να γεμίσω όλη την αυλή μου με αυτές. Ξερίζωσα τις μαραμένες προσπάθειες και στη θέση τους φύτεψα μασχάλες από το λουλούδι, το οποίο ήλπιζα, να καταλάβει όλη την αυλή με τα δυο υπέροχα χρώματά του. Όταν τέλειωσα τη δουλειά αυτή, έφτιαξα έναν καφέ και βγήκα να τον απολαύσω στο τραπέζι της αυλής. Το τραπέζι μου αποτελείται από μια παλιά πλάκα λευκού μαρμάρου που βρήκα πεταμένη μετά την κατεδάφιση ενός γειτονικού προσφυγικού και μια βάση από σίδερο που έφτιαξα μόνη μου. Όταν δεν βρέχει, τις περισσότερες ώρες της μέρας μου τις βγάζω σε αυτό, ακόμα και το χειμώνα. Έχω την ευκαιρία να εργάζομαι πάνω του ακούγοντας τους παλμούς του δρόμου και τους ανθρώπους στις καθημερινές τους ασχολίες. Συχνά πυκνά σταματάει το φορτηγάκι του ο ψαράς μπροστά στην αυλή, και καθώς περιμένει να πουλήσει τα ψάρια του, πιάνω μαζί του κουβεντούλα.

Εκείνη τη μέρα, ο ψαράς με ρώτησε. «Την ξέρεις την ιστορία αυτού εδώ του λουλουδιού;

Του είπα πως ξέρω ότι το έφερε μια οικογένεια προσφύγων και τίποτα περισσότερο».

-Άκου λοιπόν τι ξέρω εγώ για το σπίτι σου.

Η οικογένεια που έμενε εδώ, απέκτησε κάποτε περιουσία, αλλά το σπίτι αυτό, δεν το άφησε για να πάει σε άλλο, καλύτερο. Αντίθετα ο άντρας, ήταν μερακλής και κάθε τόσο το έβαφε, το ανακαίνιζε και κλάδευε την πρίμουλα. Της είχε μεγάλη αδυναμία.

Βλέπεις μετά τον πόλεμο του σαράντα, ο γιος του είχε προσχωρήσει στον Ελληνικό Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό και ζούσε με τους άλλους αντάρτες πάνω στα βουνά. Κάθε φορά που κρυφά επισκεπτόταν την οικογένειά του, έκοβε ένα κλαδί με δυο τρία λουλούδια από την πρίμουλα και το έπαιρνε μαζί του φεύγοντας. Έβαζε το ένα λουλούδι στο αυτί του και τα άλλα στην τσέπη του. Είχε ένα κορίτσι πάνω στο βουνό που τον περίμενε να γυρίσει και κάθε φορά, της έδινε ένα τέτοιο ανθάκι.

Μετά τη συνθηκολόγηση στη Βάρκιζα, όπου ο ΕΛΑΣ κατάθεσε τα όπλα του και οι άντρες του κυνηγήθηκαν ως τα σύνορα, πολύς ήταν ο κόσμος, ο περισσότερος, που δεν πρόλαβε να περάσει σε γειτονική χώρα. Όπου τους έβρισκαν τους θέριζαν επιτόπου. Ο Μάρκος, μοναχοπαίδι του μερακλή νοικοκύρη εδώ, δεν είχε δώσει σημεία ζωής. Την τελευταία φορά που έφυγε με το λουλούδι στην τσέπη του, είχε φιλήσει τους γονείς του, με τα λόγια «καλή αντάμωση» μα ήξεραν και οι δυο πλευρές, πως αυτό ήταν το αντίο τους.

Πέρασαν μήνες. Όσοι γλύτωσαν από το κυνηγητό επέστρεψαν στα σπίτια τους και μερικοί μπόρεσαν να πείσουν τις αρχές, ότι καμιά σχέση δεν είχαν με το αντάρτικο. Ο Μάρκος όμως πουθενά. Μάταια οι γονείς περίμεναν την επιστροφή του ή κάποιο νέο γι’ αυτόν.

 

Μια μέρα ξαφνικά, έκανε την εμφάνισή της στο σπίτι μια κοπέλα που η οικογένεια δεν είχε ξαναδεί. Τους είπε ότι την έλεγαν Άννα, πως ήταν η κοπέλα του Μάρκου .Την αγκάλιασαν σαν παιδί τους, κι εκείνη τους είπε όσα ήξερε.

Πάνω στην κορφή του Υμηττού, είχε φυτρώσει μία μοναδική πρίμουλα, δίχρωμη, με βυσσινιά και γαλάζια άνθη. Αυτό δεν το θεωρούσε καθόλου τυχαίο και οι γονείς που το άκουσαν, ταράχθηκαν Πήγαν λοιπόν περπατώντας μέχρι το σημείο που η Άννα είδε το λουλούδι κι ο πατέρας του Μάρκου έσκαψε προσεχτικά, μέχρι που το φτυάρι του χτύπησε πάνω σε μια μπότα. Αποκαλύφθηκε το σώμα του Μάρκου, με όλη τη φρίκη που φέρνει στους ζωντανούς η διαδικασία του θανάτου και η αποσύνθεση και αφού μάζεψαν όλο το κουράγιο τους οι αγαπημένοι του, άρχισαν να προσέχουν τις λεπτομέρειες. Ο Μάρκος είχε σκοτωθεί σε μια μάχη κατά την υποχώρηση, θα πρέπει να πέθανε γρήγορα, είχε ωστόσο προλάβει να βγάλει από την τσέπη του την πρίμουλα, που την κρατούσαν τώρα τα σκελετωμένα χέρια του πάνω στο στήθος κι έτσι τον έθαψαν οι σύντροφοί του.

Η πρίμουλα έβγαλε κλωνάρια στα χέρια του, φύτρωσε και πέρασε πάνω από τη γη και τη γέμισε με τα δίχρωμα λουλουδάκια. Πήραν το Μάρκο και τον κατέβασαν στο νεκροταφείο, προσέχοντας να μην καταστρέψουν το φυτό κι έκτοτε αυτό παραμένει πάνω εκεί και πολλαπλασιάζεται, να πας κάποια μέρα να το δεις."


Απόσπασμα από το β' μέρος "Ταραγμένες ψυχές σε καιρό ειρήνης" 

ΤΟ ΝΥΧΤΟΠΟΥΛΙ ΚΑΙ Η ΓΥΝΑΙΚΑ

"............Το πουλί που ονόμαζαν αηδόνι έχασε τη δυναμή του. Τροφή δεν έβρισκε σωστή, νερό να δροσιστεί και να υγράνει το λαρύγγι, έπρεπε να δεχτεί το θάνατο για λύση, η να προσαρμοστεί στον κόσμο των «απέξω» και περίμενε το δειλινό για ν’ αποφασίσει που θα πλαγιάσει.

Αλλά το δειλινό κάθε μέρα αργούσε. Κι όταν τελικά απλωνόταν στους γυμνούς λόφους, λίγο κρατούσε, ενώ η φωνή του δεν ήταν πια αηδονίσια καθώς στριγκός έβγαινε ο ήχος, στην αγωνιώδη αναμονή της σελήνης με το γλυκό της φως, γιατί μόνη αυτή φρόντιζε να του δείχνει τις λιγοστές πηγές του νερού και τις γωνιές της ανάπαυλας. Χωρίς κήπο δεν το αγαπούσε ο ήλιος,  παράφορος εχθρός της φωνής του είχε αποδειχτεί και το πουλί που ονόμαζαν αηδόνι αποφάσισε να ζήσει σαν ένα πουλί που όλοι έμαθαν πια ν’ αποκαλούν «νυχτοπούλι». Δεν κατάφερνε κανέναν να παρηγορήσει πια η φωνή του, και όλα τα ζωντανά πλάσματα έκλειναν τ’ αυτιά τους στο τραγικό τσιριχτό του, ξέχασαν τη θλίψη του χαμένου κήπου, κι έστησαν μόνο ένα μνημείο για τις πεταλίδες του ονείρου, που και σ’ αυτές άλλαξαν όνομα, τις είπαν ουτοπίες.

Μια νύχτα πάνω στη βεράντα ενός σπιτιού όπου καθόταν μια γυναίκα μόνη, το νυχτοπούλι προσγειώθηκε και την κοίταξε στα μάτια. Καθώς μέσα τους καθρεφτίζονταν σκοτεινές λίμνες, το πουλί μαγνητίστηκε από αυτές, ήρθε πιο κοντά  της και άρχισε να λούζεται στα ρυάκια του προσώπου της, να ξεδιψά στη θλίψη του ανεκπλήρωτου και όταν δυνάμωσε από αυτά, της είπε.

«Κάποια μέρα, θα επανέλθουν οι μνήμες. Η θλίψη είναι μια παρεξηγημένη ευτυχία, θα θυμηθούν οι άνθρωποι να το ξέρεις.  Όταν θα γίνει αυτό θ’ αναζητήσουν την αλήθεια. Όταν δεν θά χει απομείνει τίποτε να καταστρέψουν, θα στραφούν στους εαυτούς τους. Και μόνο τότε θα καταλάβουν πως οι κήποι της ευτυχίας δεν φυτρώνουν από μόνοι τους. Και για να συνεχίσουν να ζουν πρέπει να μάθουν να καλλιεργούν, να ξεχορταριάζουν, να φυτεύουν…»

Ύστερα το νυχτοπούλι απότομα τίναξε τα φτερά του, πέταξε κάτω από το φως της σελήνης και τόσο θεόρατο φαινόταν, που η γυναίκα τρόμαξε πως θα καταπιεί το φεγγάρι. Δεν έγινε έτσι. Το είδε μετά να μικραίνει ξανά και λίγο πριν χαθεί, άφησε τον πιο γλυκό ήχο στη φωτισμένη νύχτα, ολόιδιο με τον ήχο του πουλιού που ονόμαζαν αηδόνι.

Η γυναίκα που στη βεράντα καθόταν μόνη, έκλεισε την καρέκλα της και με τη συνοδεία της μακρινής λαλιάς, προχώρησε στο εσωτερικό του σπιτιού της με τις άδειες από παραστάσεις βελούδινες μπάντες στους τοίχους.

Και κοιτάζοντάς τες μονολόγησε με περίσκεψη. -Δεν υπάρχουν βελούδινοι κήποι.  Ας υπάρξει ένας αληθινός, με αγκάθια και μυτερά φύλλα, πόνο και ηδονή, μυρωδιές ζωής και θανάτου.- Σαν πουλί τραγούδησε, σαν αηδόνι φτιάχνοντας τον κήπο της κι όταν αυτός ήταν έτοιμος, ξάπλωσε μέσα του ευτυχισμένη.

Η γυναίκα που πάντα καθόταν στη βεράντα της τις νύχτες, δεν εμφανίστηκε ξανά σ’ αυτήν. Και από τα διπλανά διαμερίσματα υπέθεσαν πως θα είχε μετακομίσει. Οι υποθέσεις και οι εικασίες δεν είναι δέντρα που φυτρώνουν στους κήπους, φυτρώνουν σαν αγριόχορτα όμως μέσα στο μυαλό, καταλαμβάνοντας τους χώρους της γνώσης, της λογικής, και της έγνοιας. 




έρχεται

 




Thursday, January 18, 2024

φωτογραφία Χ

 Φοράς ένα χαμόγελο ασάλευτο στο χρόνο.

Μια κουρτίνα λεμονίτα μπροστά απ' τη θυμησή μου,

τι να κινείται πίσω της...

Ίσως εκείνη η στιγμή που σου εξιστορούσα

για το κορίτσι που έγραφε μέσα στο καφέ 

πηγμένο από καπνό και τεστοστερόνη.

Μια εναλλακτιή της μοναξιάς της στο τραπέζι, 

σταυρόλεξο κάτι άλλο; δεν θυμάμαι...

Έχει χαθεί κι ο ήχος, λέγανε κάτι μέσα εκεί 

που προφανώς  ήθελαν ν' ακούσει

γιατί ο ένας από αυτούς τράβηξε την καρέκλα του 

μπροστά της.

Κι αυτή μες στο  τετράδιο έγραφε

"κοίτα που φτάσαμε, 

προκειμένου να μη χάσω το περασμά σου

βρέθηκα στα δόντια των λύκων"

Θυμάμαι την περιγραφή του μέρους, 

το κορίτσι...

Πάλι μπορεί να σ' έπιασε ο φακός 

την ώρα που την έβλεπες να κοιμάται 

έχοντας ακουμπισμένο στο μαξιλάρι της

έναν αστερία.

Σίγουρα είχες ακούσει ή δει κάτι που σ' έκανε να 

φυλακίσεις τον ήλιο στα μάτια σου.

Που να θυμάμαι...

Και ύστερα για τον παραλήπτη της περιγραφής, 

το παρελθόν μετατρέπεται σε μήνυμα

και κάθε μέσα του συμβάν σε έναν καλό οιωνό,

για φαντάσου όμως!

να πρέπει να φτάσεις μέχρι την κόλαση

για να τον φέρεις από εκεί, μέσα στο μέλλον...


Νά' μαι λοιπόν πάλι εδώ

μετέωρη, ανάμεσα στον Άδη και στον Όλυμπο

γιατί έχουν πεθάνει οι θεοί

και η μάνα της Άνοιξης μαζί τους.

Πως θα τελειώσει αλήθεια ετούτος ο χειμώνας;

Ακόμα και οι αμυγδαλιές αρνούνται ν' ανθίσουν.

Αν μπορούσα τουλάχιστον να θυμηθώ

τους ήχους

ή τις εκφράσεις ενός ανθρώπου ευτυχισμένου

πριν από το κλικ της κάμερας, πριν απ' το κλικ...

Δε βαριέσαι, 

εδώ οι ώρες συνεχίζουν να ρέουν, να φεύγουν,

με την ταχύτητα ενός πουλιού που βιάζεται να φτάσει

στην άλλη μεριά του πλανήτη. 

Και οι καλημέρες ολοένα λιγοστεύουν σε τούτο το μικρό 

μέρος της γης,

όχι γιατί οι άνθρωποι αρνούνται να τις ξεστομίσουν

αλλά γιατί δεν είναι πια εδώ για να το κάνουν.

Κι έδωσαν πριν να φύγουν εντολή στα χαμόσπιτα 

να κρατήσουν τις πόρτες ανοιχτές

μη σε περίπτωση περάσει κάποιος φίλος

να μπει και να φωνάξει, "-είναι κανείς εδώ;"

Έτσι σκέπτομαι πως σε λίγο καιρό

θα μοιάζει κι αυτό με την πόρτα

ενός τέτοιου σπιτιού.

Νομίζω πως ήδη ξεχωρίζω έναν απ' αυτούς τους μεντεσέδες

που την κρατάνε όρθια στη θέση της,

πεσμένο στη γη.

Κι όλ' αυτά επειδή ο χρόνος εδώ

 δεν έχει σταματήσει να κυλάει.

Το κατάλαβα τον πρώτο καιρό που έφυγε η κυρία Σταματία.

Φώναζα κάθε μεσημέρι,

γιατί δεν μου άρεσε που δεν την έβλεπα μπροστά στην πόρτα

-είναι κανείς εδώ;

Μέχρι που κάποια μέρα ήταν περιττό

αφού και η πόρτα της είχε καταρρεύσει. 

Έτσι που λες καρδιά μου συμβαίνει με τις θύμησες

και τα παιχνίδια που παίζει ο χρόνος με το νου μας.

Εμείς το λέγαμε ψυχή αλλά, 

από τότε που οι θεοί πέθαναν στον Όλυμπο,

ασάλευτα χαράζουν τα χαμόγελα 

οι λεπτοδείχτες. 








Wednesday, January 17, 2024

Ελεγεία στα πρωινά της αγάπης

Παραδεισένια πρωινά που κέρδισες

αν θυμάσαι πως η αγάπη

σ' έχει ευλογήσει με την εύνοια της.

Κι αυτό που για πάντα πλέον  θα υπάρχει

δεν είναι τα ανεκπλήρωτα όνειρα

που θυμήθηκες μαζί της

αλλά η ίδια η ουσία της οξυγόνο στις φλέβες 

και η μετατροπή σου

από ένα ακόρεστο γεμάτο ανάγκες σώμα, 

σε μια ψυχή ικανή να μοιραστεί 

τα δώρα της με τους ανθρώπους.

Είναι η ευλογία της που θέλει να χαμογελάς

και  να' ναι το "ευχαριστώ" σου η καλημέρα,

που κάτι περισσότερο σου γνώρισε 

απ' τον μικρό εαυτό σου.

Γιατί  αυτή μόνο κατάφερε 

το θάνατο να νικήσει

το μαγικό ραβδί της διέλυσε τα σκοτάδια σου,

σε πήρε από τη δύση.


  



Tuesday, January 16, 2024

ταινία βουβή

 Θάλασσα οι λέξεις και μ' έπνιξαν

Τώρα μιλάω μέσα από το νερό

Δεν ακούγομαι 

πρέπει να επινοήσω κάτι άλλο

ίσως μια ταινία βουβή

σίγουρα μια ταινία βουβή

Κάποιες σκηνές όπως με κείνη τη γριά

καταμεσής του δρόμου που θρηνούσε

γέρνοντας τον κορμό της μπρος πίσω

κι έτρεξες γεμάτος αγωνία να την σηκώσεις

-Άστην, δεν θέλει, σου είπα


Ωραίο θέμα δεν συμφωνείς;

Συνέχισες να την τραβάς

κι ας ήξερες πως μόνη της λύτρωση ήταν ο θάνατος. 

Και πόσος καιρός πέρασε 

από τότε που είδαμε αυτή τη γυναίκα

στη μέση του δρόμου

έρημη να θρηνεί τα παιδιά της

Και πόσα χρόνια θεατές εμείς

ετούτης της γριάς αγάπης

που μας κλαίει

απλά και μόνο επειδή

την ήθελες να ζήσει...

 


Τι εννοεί ο ποιητής;

 Βαρέθηκα τις εξηγήσεις  που δεν οδηγούν πουθενά

Δεν θα εξηγώ  πια σε κανέναν

Γιατί γράφει έτσι κι όχι αλλιώς;

Τι θέλει να πει ο ποιητής;

Που χτυπάνε τα βέλη του;

Μήπως πρέπει να φυλαχτούμε;

Καλού κακού δεν του λέμε να σκάσει;

Να σκάσει αν υπονοεί την κυβέρνηση

τους πολιτικούς

Να σκάσει αν υπονοεί την οικογένεια

και τους σκελετούς της

Να σκάσει αν υπονοεί τον έρωτα

με τις... αμαρτίες του

Να σκάσει αν υπονοεί τους φίλους

με τις αφασίες τους

Να σκάσει γενικώς 

μόνο ζημιά κάνουν οι ποιητές

μέσα στη σιωπή των αμνών

να Σκάσουν λοιπόν.

Κι εγώ απαντώ

Σκάστε όλοι εσείς

γιατί εμποδίζετε τα πουλιά

ν ακούσουν το τραγούδι

που θα μεταφέρουν

για να ομορφύνουν τον κόσμο

Απλά

Σκάστε!

Monday, January 15, 2024

Με πήρε κι έφυγα

 Με πήρε κι έφυγα

με τα κουπιά του έσκισα τα σύννεφα

κι όταν εκείνα διαλύθηκαν

αποκοιμήθηκα στην πλώρη του

χωρίς να με νοιάζει πια 

 που με πηγαίνει

άκουγα ή ακούω ακόμα;

τα ξύλινα πλευρά του να τρίζουν

ένιωθα το ψηλό του κατάρτι να χορεύει

κι εγώ νανουριζόμουν με αυτή τη μουσική

ή νανουρίζομαι;

κρατς, κλίνγκ, κράτς, κλίνγκ

Τώρα πια ούτε καν κρυώνω

ούτε που ξέρω αν σώθηκα

ή αν έχω πεθάνει. 

Και στο καράβι αυτό 

τα όνειρα τραγουδάνε

και στο καράβι αυτό 

καπετάνισσα 

η θαλπωρή της αγάπης 

κι αφέθηκα...

Ποιος νοιάζεται αν σώθηκα

ή αν έχω πεθάνει...



Sunday, January 14, 2024

Σιωπή

 Είμαστε και οι δυο σιωπηλές.

Γεμάτο οίκτο το ύφος σου

είναι καρφωμένο επάνω μου.

-Τον εαυτό σου να λυπάσαι, σου λέω.

Σκεβρώνεις.

-Σε περνάω 30 χρόνια

αλλά εσύ φαίνεσαι μεγαλύτερη από μένα.

Σου ξαναλέω.

Σκεβρώνεις κι άλλο.

-Αυτός δεν είναι λόγος να κάθεσαι μες στη βρωμιά

να πας να πλυθείς.

Φυσικά ξέρω πως δεν μπορείς από μόνη σου

να το κάνεις

αλλά κάποιον πρέπει να πληγώσω 

κι εγώ.

Λένε πως πληγώνουμε εκείνους

που αγαπάμε περισσότερο.

Πάρτο αυτό κιθάρα μου

πάρτο και κράτα το.

Ίσως μια μέρα αν το θυμάσαι,

αποφασίσεις να μου μιλήσεις ξανά. 

Ίσως μια μέρα αν το θυμάσαι

αποφασίσεις να μου μιλήσεις ξανά.



Saturday, January 13, 2024

Χάινριχ Χάινε/ μετάφραση Κώστας Καρυωτάκης








Ο θαυμαστός κόσμος της ποίησης και της λογοτεχνίας έχει δώσει τα ομορφότερα αριστουργήματα στην ανθρωπότητα. Κείμενα, πεζά και ποιήματα που εκφράζουν κάθε είδους συναίσθημα του ανθρώπου. Μια από τις αγαπημένες κατηγορίες αυτών, είναι ο έρωτας. Όταν, δε, αναφέρεται στον ανεκπλήρωτο έρωτα και στα απωθημένα, ένα από τα ποιήματα που μπορούν να τον περιγράψουν καλύτερα, είναι αυτό του Χάινριχ Χάινε, “Sie liebten sich beide” ή αλλιώς «Αγάπαγαν ο ένας τον άλλον». Για να γίνει ακόμα πιο συγκινητικό, είναι μεταφρασμένο στα ελληνικά από τον Κώστα Καρυωτάκη.





Friday, January 12, 2024

Να σώζεις την αγάπη


Να σώζεις την αγάπη μέσα σου

ακόμη και γι' αυτούς

 που από φόβο την εξόρισαν

και περιφέρουν σκοτεινοί τη μοναξιά τους

Και να καλπάζεις στη ράχη της σελίδας σου

σαν αστραπή 

που θα σε πάει σε κόσμους ανονείρευτους

γιατί οι ονειρεμένοι

εμποδίζουν το αναπάντεχο να σε πλησιάσει. 

Να σώζεις την αγάπη μέσα σου

με το σπινθίρισμα της καρδιάς στα μάτια 

 του χαμογέλιου σου το φλοίσβο

 για τους διψασμένους. 

Ψάχνει και ο ήλιος τα σημάδια του τα πρωινά.

Να σώζεις την αγάπη μέσα σου. 












Tuesday, January 9, 2024

Σαν τα φύλλα της λεύκας

 Στη σφαίρα του μυαλού.

 στους λαβύρινθους της σκέψης 

στις άπειρες πολιτείες που περπάτησα

 στα μαγικά βράδια,

 στα αναρίθμητα χελιδόνια που κουβάλησαν το μήνυμα

στα αναρίθμητα φιλιά που ξεψυχάνε

τραβηγμένα με τους κόκκους της άμμου από το κύμα

και ύστερα πάλι που ξεβράζονται από αυτό

για να τα βρουν τα διψασμένα στόματα

Εκεί έζησα. 

Εκεί το για πάντα, 

παρέα με τους  παραδεισοθήρες

 ελεύθερα μόρια στ' ανεμοδαρμένα ύψη

χτυπημένα από τα κανόνια της τάξης

αυτοεξόριστα στους ουρανούς της εκπλήρωσης

στους γαλαξίες της αθανασίας

 υπήρξα

κι ο χρόνος ένας τρομοκράτης

που του βγάζω τη γλώσσα μου

και οι κτήσεις σας χαρισμά σας

δικιά μου η κτίση με τα ξωτικά της πλάσματα

ο αδιάστατος έρωτας

χωρίς κοντάρια επικράτειας. 


Πάνω στα βρύα βηματίζεις

και στο κεφάλι σου πέφτουν μαύρες οι νιφάδες

της στάχτης

δεν έχεις  σχέση με έναν τέτοιο κόσμο

αλλού είναι οι χαμένες σου ακτίνες

κι ούτε είναι χώρος για τους θησαυρούς σου.

Όποιο τεκμήριο αφήνω εσκεμμένα

δεν πουλιέται.

Μόνο για κείνους που κάποτε μ' αγάπησαν

ένα μικρό νεύμα, 

σαν τα φύλλα της λεύκας 

όταν μιλούν στον ονειροβάτη, 

κάτι σαν ψίθυρος αποχαιρετισμού

πριν τα φτερά της αγάπης μου

με σπρώξουν πάλι στον αέρα

για κείνους  ναι 

 ίσως έχει κάποια αξία.

Και δεν υπάρχει μέτρο ανθρώπινο

γι' αυτά τα μποφόρ. 

Φύγε. 

Όσο και τα σπαθιά σου να κόψουν το νερό

δεν θα βρουν  τίποτα φτιαγμένο από σάρκα.

Θα ζωγραφίζουν μόνο με την κόψη τους

σχήματα άγνωστα που μόνο η λίμνη

που με γέννησε γνωρίζει.

Ούτε ένα κόκκο πηλού δεν θα βρουν

κι ούτε μια υποψία από φως.

Αυτό που θα έπρεπε να βρίσκεται μέσα σου.

Κανείς δεν έχει βγει ζωντανός από εδώ.

Μια υγρή μια σπηλιά ανασκόπησης είναι,

των αγγέλων του έρωτα που κάποτε ήταν άνθρωποι.

Μια παλιοσπηλιά 

που ίσα μπροστά στην εισοδό της στάθηκες

κουρασμένε διαβάτη,

Φύγε.