Πίσω από την πόρτα...
Υπήρξε εποχή που Χριστούγεννα
χωρίς Παπαδιαμάντη δεν τα ένιωθα. Ήταν που φρόντιζα τότε να κατεβάσω κάποια από
τις ιστορίες του από το ράφι, ένα βιβλίο με φθαρμένο εξώφυλλο, που είχε
ιστορίες Χριστουγεννιάτικες τόσο δικές του όσο και άλλων συγγραφέων. Εμένα μ’ ενδιέφερε περισσότερο αυτή στο νησί
με τις οικογένειες των φτωχών ψαράδων και τις μανάδες που ζήμωναν το ψωμί και
υπόσχονταν τα δώρα όχι από τον Άγιο Βασίλη, αλλά από την Κουρούνα που θα έφερνε
το κρέας. Και ήμουν πιτσιρίκι δεν θυμάμαι πια τόσο, πάντως ήξερα να διαβάζω και
να χάνομαι στις ιστορίες ακόμα και με τη δύσκολη γλώσσα του Παπαδιαμάντη, ίσως
λοιπόν προς το τέλος του δημοτικού. Κι έλεγα στη μάνα μου, -ξέρεις ο Άγιος
Βασίλης φέρνει τα παιχνίδια, αλλά η κουρούνα φέρνει το κρέας μαμά. Από αυτήν
πρέπει να το ζητήσουμε φέτος.
Και η φουκαριάρα η μάνα μου κούναγε το κεφάλι
της κι έλεγε. -Από τους κακοπληρωτές του πατέρα σου πρέπει να το ζητήσουμε
κορούλα μου, χρονιάρες μέρες τον άφησαν απλήρωτο και μην περιμένετε πολλά.
-Γι’ αυτό σου λέω, πρέπει να βγούμε έξω να
βρούμε μια κουρούνα και να της πούμε να μας φέρει αυτή το κρέας φέτος. Κι όταν
θα πάμε στα κάλαντα θα μαζέψουμε λεφτά για να πάρουμε τα δώρα μας εμείς και δεν
θα έχεις να σκας και γι’ αυτά.
Ξανακούναγε το κεφάλι της η
μάνα μου και δεν απαντούσε μόνο ξεφύσαγε. Μα ήταν απλό. Κάθε χρόνο έβγαινε μόνο
ο αδελφός μου για τα κάλαντα, εμένα δεν μου τα έμαθε κανείς και δεν έβγαινα για
αρκετά χρόνια. Τη χρονιά αυτή, ήμουν αποφασισμένη να τα μάθω εγκαίρως και να
βγω να τα πω. Ο αδελφός μου δεν είχε την υπομονή να μου τα μάθει, τα άλλα
παιδιά στη γειτονιά έλεγε το καθένα τα δικά του, τα άκουγα μα δεν μπορούσα να
συγκρατήσω τα λόγια, και έπειτα ήταν μερικές λέξεις που δεν καταλάβαινα, άρα
δεν ήμουν σίγουρη και ότι τις ακούω σωστά. «Καλήν ημέρα άρχοντες κι αν είναι
ορισμός σας Χριστού τη θεία γέννηση». Τι στο καλό ήθελε να πει αυτό; Θα έβαζα
μπροστά κάποια μεγαλύτερα παιδιά λοιπόν να λένε αυτά, να χτυπάω εγώ το
τριγωνάκι να μουρμουράω κάτι εκεί πέρα και στο τέλος θα μοιραζόμασταν τα
χρήματα, μια χαρά τα είχα σκεφτεί.
Αλλά οι παρέες των
μεγαλύτερων παιδιών δεν ήθελαν ένα τόσο άσχετο κορίτσι μαζί τους, άλλωστε ήταν
όλοι αγόρια, έμπαιναν παντού, είχαν θράσος, έβγαζαν τόσα χρήματα γιατί να
μοιραστούν και με την άσχετη; Μάλιστα ένας εξ’ αυτών ο Δημήτρης, που ήταν και ο
μεγαλύτερος με πρόγκιξε. -Άντε πήγαινε στο σπίτι σου που θέλεις και κάλαντα ενώ
δεν σταυρώνεις λέξη, τζάμπα ξυλιάζεις εδώ έξω.
Είχε χιόνι. Έφτιαξα έναν
κακοφορμισμένο χιονάνθρωπο, του έβαλα ένα ξύλο για μύτη και του φόρεσα το σκούφο
μου. Μετά έπιασα να του λέω τα κάλαντα
με το τριγωνάκι μου. Αυτά που δεν ήξερα. Ότι μου ερχόταν στο μυαλό δηλαδή. «Καλήν
ημέρα άρχοντα. Κι αν εί, κι αν είναι ο σκοπός σου ζεστό σπιτάκι με τσιτσί,
ξύπνα, ξύπνα από τ’ όνειρό σου».
Άκουσα δυνατά γέλια πίσω μου
και γυρίζοντας, είδα μια οικογένεια, οι δυο γονείς και το κορίτσι τους με
τρίγωνο στα χέρια επίσης, που με κοιτούσαν και γελούσαν. Τότε το κορίτσι ήρθε κοντά κι άρχισε να λέει τα κανονικά
κάλαντα στον χιονανθρωπό μου, επαναλαμβάντοντας τις φράσεις, ώστε τη δεύτερη
φορά να το λέω κι εγώ. Και είπαμε τα κάλαντα στον χιονάνθρωπο με την ξύλινη
μύτη και τα πέτρινα μάτια, και του άρεσε τόσο πολύ, που από τη χαρά του έσκυψε
να μας ευχαριστήσει κι έσπασε. Έτσι τους είπα. Και πάλι γέλασαν οι γονείς του
κοριτσιού και με ρώτησαν πως με λένε και που στο καλό είναι το σπίτι μου,
ποιανού παιδί είμαι; Και απάντησα, του Αντώνη και της Μαρίας τάδε, το γένος
τάδε, και μένω σ’ αυτό το σπίτι εκεί πέρα. Κοίταξαν οι γονείς προς τη μεριά που
τους έδειχνα, δεν έβλεπαν το σπίτι. -Που εκεί πέρα; -Ολόκληρο σπίτι δεν το
βλέπετε; μπροστά σας είναι. Αυτό με το χιόνι στην οροφή. Έχουμε και μέσα χιόνι
αν θέλετε να ξέρετε και κάνει κάτι ωραίους σταλακτίτες, χριστουγεννιάτικο, πολύ
μ’ αρέσει. -Μιλάς για την παράγκα αυτήν εκεί πέρα; Μένουν άνθρωποι μέσα εκεί;
-Και τι θέλατε να μένουν; γάιδαροι;
Ξαναγέλασαν οι γονείς του
κοριτσιού. -Πως και δεν ήξερες τα κάλαντα; Δεν στα έμαθε η μαμά σου; -Δεν τα
ξέρει η μαμά, μισά τα ξέρει. Και στο σχολείο όταν τα έκαναν, δεν είχα πάει,
είχα πυρετό κι έχασα το μάθημα, αλλά δεν με ένοιαξε καθόλου.
Οι άνθρωποι δεν σταματούσαν
να γελούν και πιο πολύ το κοριτσάκι αλλά όταν σταμάτησα να μιλώ σταμάτησαν κι
αυτοί να γελούν και με κοίταζαν, με κοίταζαν, σιωπηλοί και κοιτάζονταν και
μεταξύ τους, τι σκατά βλέπουν. αναρωτιόμουν εγώ, και τότε ο πατέρας του
κοριτσιού μου είπε. –Τι προτιμάς, να σου δώσω πενήντα δραχμές και να πας στο
σπίτι, ή να πας να πεις τα κάλαντα στα σπίτια τώρα που τα ξέρεις; -Θα πάω να πω
τα κάλαντα για να μη μου κολλάνε πως είμαι άσχετη να τους δείξω εγώ, αλλά αν
μου έδινες και τις πενήντα δραχμές θα τους έδειχνα πιο πολύ. Οι άνθρωποι
κρατήθηκαν μεταξύ τους για να μην πέσουν και τελικά έβγαλε ο πατέρας και μου
έδωσε τις πενήντα δραχμές. -Πάρ’τα για ένα καλό σεφτέ, μου είπε.
Φύγανε και το κοριτσάκι
γύριζε κάθε τόσο και μου έγνεφε αντίο με το χέρι του, -Να τα θυμάσαι! μου
φώναξε κι εγώ τη διαβεβαίωσα πως ναι, πλέον τα θυμόμουν καλά. Πάω, χτυπάω την
πρώτη πόρτα, βγαίνει ένας άγριος με τα μαλλιά όρθια, -Να τα πούμε; ρωτάω. -
όλοι μαζί; Με δουλεύει αυτός. –Εμείς που βλέπετε.
-Καλά πείτε τα. Όμως με κοίταζε αυστηρά και
εξεταστικά αυτός σαν να μου την είχε στημένη μην κάνω κανένα λάθος και πατήσει
σ’ αυτό, για να μη μου δώσει το μπουρπουάρ. Τα είπα με κάποιο τρέμουλο. -Έκανες
ένα λάθος όμως, λέει. Αυτό ήταν, σκέφτηκα, τζάμπα ο κόπος. Αλλά έβγαλε και μου έδωσε
μια δραχμή. Αυτή ήταν μια κερδισμένη δραχμή και με φόρο. Στο επόμενο σπίτι
προσπάθησα πολύ να μη κάνω ξανά λάθος και μου βάλουν κι αυτοί φόρο, αγχώθηκα
όμως και ξέχασα τα λόγια τελείως. Τότε κι εγώ άρχισα να τραγουδώ πάλι τα δικά
μου κάλαντα. «-Πίσω από την πόρτα ήτανε μια κότα κι έκανε ένα αυγό, πήγα να το
πιάσω και μου τσίμπησε το λαιμό». Μεγάλο ρίσκο. Μπορούσαν να με πετάξουν έξω
σαν απατεώνα οι άρχοντες, αλλά μου έδωσαν δέκα ολόκληρες δραχμές σκασμένοι στα
γέλια. Τέλος πάντων εκείνη τη μέρα μάζεψα κάπου 200 δραχμές, ποσό εκπληκτικό
για δικά μου δεδομένα, και όταν τα χέρια μου δεν μπορούσαν πια να κρατήσουν το
τριγωνάκι από το κρύο και η μύτη μου έτρεχε ακατάπαυστα, αποφάσισα να γυρίσω
στο σπίτι.
Έδωσα χαρούμενη τα χρήματα
στη μαμά για να μου πάρει μια κούκλα ελπίζοντας πως θα φτάνουν, αλλά η μαμά μου
παρουσίασε αμέσως μια κατάξανθη καλλονή που ήταν για μένα. Όταν λίγο μετά βγήκε
το κρέας στο τραπέζι, ρώτησα τη μάνα μου. -Πήγες και μίλησες στην κουρούνα ή
ήρθε ο Άγιος Βασίλης; πως βρέθηκε το κρέας; -Ήρθε από μόνη της και μου το
έφερε, μου απάντησε εκείνη. -Αλήθεια; πως; και τι σου είπε; -Ότι σε βρήκε στο
δρόμο έξω και την έκανες και γέλασε πολύ. -Δεν είδα καμιά κουρούνα ρε μαμά,
κάτι ανθρώπους είδα με το παιδί τους.
-Πράγματι, ανθρώπους είδες
αγαπούλα μου. Οι κουρούνες δεν γελάνε. Ήρθαν και σε έψαχναν, αλλά δεν είχες
γυρίσει ακόμα και μου ζήτησαν να δουν τους σταλακτίτες. Τι βλακείες κάθισες και
τους έλεγες;
-Γιατί ψέματα έλεγα; δεν
έχουμε; Τους άρεσαν οι σταλακτίτες μας;
-Τους άρεσαν και για να σε
ευχαριστήσουν, άφησαν εδώ την κούκλα και μια τσάντα με κρέατα.
Το ίδιο βράδυ ο πατέρας ήρθε
φορτωμένος τσάντες με φρούτα, κρέατα, γλυκά και χρήματα που έδωσε στη μαμά. Μας
είπε ότι πήγε και βρήκε εκείνους τους ανθρώπους τους κακοπληρωτές οργισμένος τόσο
που όταν τον είδαν τρόμαξαν και του έδωσαν τα λεφτά του. Κι εγώ από εκείνη τη
στιγμή και μετά σκεπτόμουν συνέχεια πως κάποιον ξεγελάσαμε. Κάποιος έπρεπε να
πάρει τα κρέατα και την κούκλα που μας έφερε πίσω, δεν άξιζε δα η θέα από τους
σταλακτίτες τόσα πράγματα! Στο κάτω κάτω, ήταν βρώμικοι σταλακτίτες, καθώς
έφερναν μέσα το γκρίζο της χαρτονένιας οροφής, δεν μπορούσες καν να τους
σπάσεις και να τους γλείψεις σαν γλειφιτζούρι, άσε που άμα έσπαγαν κι έπεφταν κάτω
μπορεί να μας άνοιγαν καμιά τρύπα στο κεφάλι. -Μαμά, πρέπει να πάμε πίσω το
κρέας τώρα σ’ εκείνους τους ανθρώπους και την κούκλα μου, δεν πρέπει; Έχασε το χρώμα της η μάνα μου, σταμάτησε να
τρώει ο πατέρας, -Τι έκανες πάλι βρε σκατόπαιδο; Μας έκανες ρεζίλι; με ρώτησε
αγριεμένος.
-Όχι καλέ μπαμπά! Εγώ είπα
μόνο ότι έχουμε σταλακτίτες στο σπίτι μας. Τίποτε άλλο, στ’ ορκίζομαι.
Και έκανα τα χέρια μου σταυρό
γύρω από τα μαγουλά μου. Τότε άρχισε να γελάει κι εκείνος πολύ. Και ποτέ δεν κατάλαβα γιατί γέλαγαν με κάθε τι
που έλεγα λες και ήμουν κλόουν, ενώ μιλούσα πάρα πολύ σοβαρά.