herinna

herinna

Τετάρτη 9 Δεκεμβρίου 2020

 Αναπάντεχη λύτρωση

 

Κάθε φράση που γράφει κανείς και δημοσιεύει σε πραγματικούς αναγνώστες έχει σαν πρωταρχικό του στόχο τον φανταστικό του αναγνώστη. Ελένης αξίωμα που δεν ξέρω κατά πόσο αφορά την πλειοψηφία των συγγραφέων, θα έπρεπε κατά την ταπεινή ή καβαλημένη γνώμη μου.

Δεν θυμάμαι από ποια ηλικία και μετά έγραφα έχοντας απεναντί μου τον άνθρωπο αυτό. Να σας πω κι ότι δεν ερχόταν πάντα. Ήταν στιγμές που εκλιπαρούσα την παρουσία του και κώφευε, ή δεν ήταν εκεί ή δεν υπήρχε καν, ή μου έλεγε με τον τρόπο του πως δεν έχω κάτι ουσιαστικό να του πω. Υπήρξαν φορές που του υποσχέθηκα ιστορίες συγκλονιστικές και τον ξεγέλασα. Άλλες που έχοντας αποφασίσει να γράψω εν απουσία του, δεν πήρα είδηση πως καθόταν δίπλα μου και παρακολουθούσε την κάθε μου λέξη, χωρίς να αναπνέει.

Σε κάθε περίπτωση η σκέψη μου ήταν πάντα στραμμένη σε αυτόν κι επειδή δεν ήταν πάντα διαθέσιμος, διάλεγα τη μορφή μιας προσωπικότητας που εκτιμούσα ιδιαίτερα, έναν δυνατό και συναισθηματικό κατά προτίμηση συγγραφέα, όχι υποχρεωτικά λυρικό, ή που να εκδηλώνεται φανερά ή που η θεματολογία του να εφάπτεται της δικής μου θεματολογίας, ή που από την πρώτη ανάγνωση μπορούσα να θεωρήσω αδελφό πνεύμα. Ακριβώς ποιο ήταν το κριτήριο δεν μπορώ να πω πια. Ένας συνδυασμός από πράγματα που μου έλεγαν πως η γραφή αυτή δεν πάει να σε ξεγελάσει.

Μέχρι την αποφράδα εκείνη ημέρα που το κόλπο δεν έπιανε πια. Μαζί με τον φανταστικό μου αναγνώστη είχε χαθεί και κάθε πραγματική μορφή που άνετα μπορούσε να πάρει τη θέση του. Αρκεί να χάσεις την πίστη σου σε ένα μόνο πρόσωπο, για να νιώσεις ψεύτικα τα μέχρι τούδε σημεία αναφοράς σου.

 

Τα πράγματα δυσκόλεψαν πολύ. Ο μόνος ιδανικός αναγνώστης ήταν ο εαυτός μου και παρά το γεγονός ότι μου άρεσαν τα σχόλια του, δεν μπορούσα να του έχω καμιά εμπιστοσύνη. Η πείρα, η αυτοπεποίθηση, η γενικότερη αποδοχή από τον περιορισμένο έστω κύκλο των αναγνωστών μου, δεν βοήθησαν στο κομμάτι αυτό.

Έλειπε εκείνος που καρφωμένος στη γωνία της οροφής μου θα μου έκλεινε το μάτι με το πέρας της κάθε ιστορίας. Θα μου έλεγε, «κουλ, ρίχτο έξω». Και λέω «εκείνος» κι όχι εκείνη, γιατί ήταν πάντα εκείνος.  Ποιο το νόημα να φανταστώ τη δυνατή προσωπικότητα μιας «εκείνης» όταν δεν προσφέρεται για έρωτα;

Ποιος ο λόγος να έχω έναν φανταστικό αναγνώστη αν δεν μπορώ να νιώθω το δέος της ερωτευμένης  που κατακτά το μυαλό με το μυαλό και την ψυχή με την ψυχή;

Θα μου πεις, δεν θαύμασες την Ντόρις Λέσσινγκ, τη Σιμόν ντε Μποβουάρ, την Ιζαμπέλ Αλιέντε, Την Τζέιν Όστεν, τη Σάρλοτ Μπροντε, τη Βιρτζίνια Γουλφ;

ή την Άλκη Ζέη, Την Μέλπω Αξιώτη, την Πινελόπη Δέλτα ακόμα; Ναι οπωσδήποτε και πολύ. Αλλά δεν μου προκάλεσαν το πάθος που μου προκάλεσε ο Τολστόι, ο Ντοστογιέφσκι, ο Τομ Ρόμπινς, ο Παπαδιαμάντης, ο Καζαντζάκης, ο Άρης Αλεξάνδρου, ο Τσίρκας, ο Κώστας Ταχτσής. Τι να κάνουμε τώρα. Δεν μπορώ να μιλήσω για πρότυπα συγγραφείς που σημάδεψαν τα νεανικά μου χρόνια και δούλεψαν υπόγεια μέσα μου όταν έπιασα να γράφω, δεν θυμάμαι ακριβώς πόσοι και ποιοι ήταν, πολλοί, και σε καμία περίπτωση γυναίκα, πέραν της Πολυδούρης κι αυτή ποιήτρια, ξανά, τι να κάνουμε τώρα.

Αντίθετα από όλους αυτούς τους εν ζωή που κυκλοφορούν στο διαδίκτυο δεν με ενθουσιάζει σχεδόν κανείς, ενώ με έκπληξη θα πω, ότι έχω ενθουσιαστεί από τη δουλειά ορισμένων γυναικών. Ακόμα κι αυτές όμως τις τοποθετώ δίπλα από τις διαχρονικές μου συμπάθειες να μου προκαλούν ανάλογα με κείνες συναισθήματα. Μέχρι εκεί.

Άρα που το πάω;

Στον ιδανικό μου αναγνώστη φυσικά. Αυτόν τον μεγάλο απόντα που με άφησε όρθια, πάνω σε μια σανίδα στον ωκεανό να φτάσω, που ρε μαλάκα; Μ’ αυτό το κουρασμένο σώμα, τη θύμηση που εξασθενεί, τη δύναμη της πεθυμιάς μία ξεφούσκωτη καπότα που δεν γουστάρεις να παίξεις μαζί της, τα σπλάχνα γεμάτα τσιγαροκαπνό, τα μάτια ξεπλυμένα και το στομάχι κόμπο; Ε; δεν κατάλαβα τι περίμενες ότι θα συμβεί όταν άρπαξες το φαντασμαγορικό σου ταχύπλοο και την κοπάνησες.

Τα κύματα μουντζούρες σε λευκές κόλλες, οι λέξεις κοράκια της μήτρας που  καταπίνουν τη μάνα τους και η φαντασία μια πατάτα νερόβραστη χωρίς λαδόξυδο και ρίγανη, χωρίς αλάτι, χωρίς γεύση, χωρίς άρωμα.

Που πάω και γιατί πάω; Τι με κρατάει όρθια πάνω σε αυτό το σαπιόξυλο και πάω;

Γιατί μιλάω αφού δεν βγαίνουν λέξεις, γιατί κραυγάζω αφού δεν βγαίνει φωνή;

Πως διάολο ξανοίχτηκα τόσο στα κύματα και δεν γουστάρω και το μαύρο νερό;

τα ερπετά και τα μαλάκια και τα ψάρια με τα γουρλωμένα μάτια και τα παράξενα χρώματα που αλλάζουν στην αναμονή της λείας; Εγώ θέλω το χώμα της γης, να γίνω ένα μαζί του να μ’ απορροφήσει, να βγάλω κλαδάκια και φύλλα αναρριχώμενα, να συνεχίσω να παραμυθιάζομαι σε άλλη βέρσιον. Όχι να περιμένω να με καταπιούν οι καρχαρίες και οι φάλαινες.

Και κλείνω τα μάτια και ονειρεύομαι στεριά, να βηματίζω, να πηδώ, να βλέπω φίλους κι αγαπημένους, ποδήλατο να κάνω και με το μηχανάκι μου να φτάνω στο βουνό, και από τη σκηνή μου απέξω να μαγειρεύω ακούγοντας τα πουλιά και τα θροϊσματα, κι όταν κρυώνω να φορώ το παλτό μου, να ανάβω φωτιά και να ζεσταίνομαι, να κοιμάμαι, να διαβάζω, να κάνω έρωτα. Γιατί όταν κλείνω τα μάτια μου, έρχονται αυτά που μου έλειψαν κι αυτά που φοβάμαι ότι δεν θα ξαναζήσω ποτέ, σαν εικόνες που σου καρφώνονται στο μυαλό ενώ πρέπει να συγκεντρωθείς για να επιβιώσεις πάνω στην κολοσανίδα στη μέση του ωκεανού, τι χάσιμο, τι χάος, τι χαμός.

Και μέσα σε όλο αυτό το κακό, δεν φαντάστηκα τι θα γινόταν αν ανακάλυπτα πως ζω έναν εφιάλτη. Αν ανακάλυπτα ανοίγοντας τα μάτια μου πως είμαι στο δωματιό μου, πάνω από το κομπιούτερ μου, με μια σόμπα δίπλα μου, τον καπνό να αιωρείται γύρω μου κι αυτόν που εδώ και χρόνια παραμένει αθέατος, κολλημένο ιπτάμενο, στη γωνία του ταβανιού μου με τα μάτια του χυμένα μέσα στο κείμενο. Αυτόν, τον ιδανικό μου αναγνώστη που νόμιζα πως ποτέ δεν θα ξανασυναντήσω.

Κι έτσι χωρίς τη φαντασία όλων αυτών, άνοιξα τα μάτια μου μέσα στο δωμάτιο, με όλα αυτά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εδώ σχολιάζουμε;