Θέρος 2015
Ημέρα 8η 8ου μήνα
Αθήνα.
Τα μοιραία
γεγονότα της εποχής με κρατούν φυλακισμένη. Όχι μονάχα η αδιανόητη πολιτική
ξένων και δικών, αλλά και οι 40 βαθμοί θερμοκρασίας στην πόλη.
Ακόμη και η
παράνοια των πολιτών, αλλά και η κατ’ οίκον όμοια…
Επίσης φυλακισμένη
με κρατούν και οι κατσαρίδες που σαν τις παλιές πουτάνες, αφήνουν τις νύχτες
τις γνωστές κατοικίες τους κι ανασαίνουν το μαύρο σκοτάδι.
Μάλιστα
ψιθυρίζουν πως είναι εκπρόσωποι του ζωικού βασιλείου αυτό το κατσαριδομάνι,
φαντάσου!
Πρόκειται λοιπόν
γι’ αυτήν την αήττητη φυλή μεγέθους μισού ποντικού-βρέφος. Χρώματος γυαλιστερού
καφετί και με φτερά απομίμησης. Τόσο άτιμες. Έχουν δε το θράσος, σαν εκείνο του
κοντού ανθρώπου που με αυτό κοιτάζει να καλύψει το 1.5- μέτρο ύψους.
Εξορμούν, όπως δεν ανέφερα απ’ το ακίνητο υδάτινο λύμα, πάντα νύχτα. Διασχίζουν τους δρόμους
κι αρχίζουν να σκαρφαλώνουν τα τείχη των πολυκατοικιών, με συγκεκριμένη βιάση
και προορισμό, να εισχωρήσουν στα κλινοδώματα των φιλύπνων πολιτών, τα οποία
διατηρούν μια κάποια δροσερή λιπαρότητα. Κάνουν δε, ένα θόρυβο σερνάμενες, λες
και φορούν χάρτινη ενδυμασία. Θυμίζουν χαρτιά που παίζουν, νύχτα η ώρα στους
δρόμους με το κουτσό αεράκι. Οι απελπισμένοι νυχτερινοί περιπατητές, γνωρίζουν
καλά αυτό τον χάρτινο ήχο.
Ακόμη ακόμη με
κρατά άγρυπνη στη φυλακή μου και αυτή η αχνίζουσα ησυχία της νύχτας. Την οποία,
αν με προσοχή την ακούσεις, μπορεί να νομίσεις πως αυτή ετοιμάζει μυστικά, την
εξολόθρευση του καλού από τον κόσμο του ανθρώπινου γένους (καλόν = αγαθή πράξη,
αγαθό. Φιλοσοφικά, το αισθητικά ωραίο)…
Όπως και νά’ ναι,
έχει σχηματιστεί μια παράξενη και ποικίλη στρατιά. Άφαντη, αλλά εγώ τη βλέπω…
Είμαι λοιπόν
φυλακισμένη αλλά όχι στα σίδερα, αυτά που είναι
«για τους λεβέντες». Απλά εσώκλειστη, χωρίς τη θέλησή μου. Ή μπορεί και
με τη θέλησή μου, τι σημασία έχει;
Κι έτσι κυλούν οι
μαύρες νύχτες. Άστρα, Σελήνη; Καμιά σχέση. Νομίζω (διατηρώ αυτό το χάρισμα) πως
αυτή η επουράνια φυλάκιση αφορά και σε άλλους οικισμούς μακρινών χωρών.
Και…νομίζω ακόμη πως είναι σάμπως οι νεκροί των πολέμων ανθρωποφαγίας διανέμουν
δικαιοσύνη ή τιμωρία, αόριστα μεν, γενικά όμως. Αυτή η κίνηση γίνεται επίσης
και από τους νεκρούς της αμέτοχης ικανότητας των θρησκειών, κρυμμένη στα ράσα
και στις Τιάρες.
Νεκροί ακόμη από
τη βίαιη φάση της φύσης: Βροχάρες, χιόνι, καύσωνες. Παραπονεμένα επίσης
θραύσματα ανθρώπινων σωμάτων διάσπαρτα στους αιθέρες, καθώς ο ουρανός αφήνει
να λυμαίνονται το διάστημά του τα
τερατώδη καμώματα της Ατομικής Επιστήμης.
Αυτά με τα συρταράκια, τα παραθυράκια, τα κλειδάκια, όπου μέσα τους
αιωρούνται ανθρώπινα ανθρωπάκια, σαν μαγεμένοι παραμυθένιοι νάνοι που
διασκεδάζουν μέσα σε μια μικρούλα σιδερένια οικία…
Με αυτά και άλλα
η Στρατιά γοργοπατεί στα δρομάκια της νύχτας κι αχολογά στα αυτιά της κωφάλαλης
πολιτείας μας. Τις τρομπέτες της Στρατιάς τις φυσούν οι κατσαρίδες. Τα τύμπανα
της μπάντας τα χτυπούν αόρατα χέρια που πάνω τους βυσσοδομούν οι «μυρμηγκιές»
(εκείνα τα παιδικά εξογκωματάκια, τα οποία ποιος ξέρει πώς τα ονομάζει η
επιστήμη). Ακολουθούν οι στρατιωτίνες με όπλα την εθνική απερισκεψία. Δίπλα οι
άντρες ακολουθούν με βήμα ταχύ μονάχα…Πίσω όρθιοι με σκούφιες στα κρανία, οι
ζωντανοί νεκροί της πείνας, της αρρώστιας, της αστεργίας, της αναδουλειάς, τα
θύματα του έρωτα και της απιστίας, γενικά…έπεται ένα μέρος της φονικής Ευρώπης
πάνω σε αναπηρικό καροτσάκι που το σπρώχνουν οι υποκριτές παρατρεχάμενοι.
Και τσουλάει η
Στρατιά στη σκοτεινιά της νύχτας. Και οι νυχτερίδες με τις νευρωτικές τους
τσιρίδες γοργοπετούν γύρω. Οι σάλπιγγες ηχούν ηχηρά. Οι αφιονισμένες κατσαρίδες
με τις καφετιές στολές και τα φτεράκια, ίσα ίσα για πηδήματα στους κόρφους της
νοικοκυράς καθώς τις κυνηγάει με το ζωϊφιοκτόνο «Τερέζα».
Και φυσούν λοιπόν
τις σάλπιγγες με αυθάδη νυχτερινό ενθουσιασμό, αυτές οι απόβλητες της κοινωνίας
κατσαρίδες γένους αρσενικού…
Είναι όμως κι
αυτό το ντάπα ντούπα της χοντροκοπιάς,
όπως επίσης και τα άσματα τα οποία οι ακατονόμαστοι τα ονομάζουν «μουσική». Ενώ
η κλασική μουσική λεγόμενη, ηχεί στις αρένες αλλά και αλλού, τα μάρμαρα δηλαδή,
θρηνούν με αγανάκτηση: «Σβήστε τις βεντάλιες σας κυρίες και τα κινητά στις
τσέπες κύριοι…εμείς προτιμάμε τα αρχαία μας φαντάσματα». Να όμως που πίσω από το ασκέρι της Στρατιάς ακολουθεί η
συμμορία των βιβλίων με ανάλαφρο βήμα με επικεφαλής την κουκουβάγια. Η οποία
αυτή πάλι, ξέχασε τους νυχτερινούς θριάμβους της και λαλεί ελαφρολαϊκά για τις
κυρίες…λένε οι κύριοι ζηλόφθονοι λιγάκι…
Όλα, όλα εν
τέλει, καλύπτουν το θρόισμα της ομορφιάς και της καλαισθησίας.
Και η νύχτα
θάλλει σκοτεινή, άοσμη, μια μάγισσα που καθρεπτίζεται στο σεληνόφωτο πηγάδι…
και οι λόφοι στις φλόγες. Δε νομίζω πως το πράσινο της ελπίδας, που λέει ο
λόγος, θα γίνει σταχτί.
9η Αυγούστου του
Καύσωνος.
Στο νοσοκομείο
όπου βρέθηκα σαν επισκέπτρια ασθενούς, βρήκα επίσης το κουράγιο να συνεχίσω το
μικρόπνοο ετούτο γραφτό. Το χάρισμα βλέπεις, το εξασκείς παντού…προς το παρόν!
Συνέχεια λοιπόν
του χτεσινοβραδινού ορυμαγδού, με άλλο θέμα. Εδώ στο Κ.Α.Τ, οίκο ασθενών με
σπασμένα μέλη του σώματος, σε μια αίθουσα, 44 την ονομάζουν, γιατροπορεύονται
υπερήλικες γυναίκες 6 στον αριθμό. Όλες σπασμένα χέρια, πόδια, ισχία, καμία στο
κεφάλι. Η μία είναι μεγαλύτερη της άλλης. Με επικεφαλής την κυρία Μυρσίνη. «99
και κάτι» ομολόγησε χλευάζοντας ο εγγονός. Κι ενώ πονάει ήσυχη και λυπημένη,
αναμένει. Μοιάζει μ’ εκείνο το κριάρι του τσοπάνη που το έχει φέρει στο παζάρι
για σφαγή. Όρθιο ανάμεσα στα πόδια του βοσκού, μουγκό κι ακίνητο, μ’ ανθρώπινη
λύπη στα μάτια, περίμενε. Λες και ήξερε πως σε λίγο θα του πάρουν το κεφάλι…
Όλες εδώ μέσα
έχουν αυτή τη γιγάντια δύναμη της αυτοσυντήρησης. Τρώνε σιωπηλές το γιαούρτι
τους και με τρεμάμενο χέρι, σκουπίζουν το στόμα με τη λινή πετσέτα από την
προίκα τους. Οι συγγενείς φρουρούν τον ασθενή τους με ανεξιχνίαστες επιθυμίες…Η
ασθενής γνωρίζει, αυτή μόνο, τι επιθυμεί ο καθένας τους.
Αυτά τα αποκαΐδια
μιας χτεσινής φλόγας, οι υπερήλικες συνεχίζουν με ακατάλυτη ζέση να προχωρούν
μονάχες στο μονοπάτι του χρόνου. Το γύρισμά του, το γνωρίζουν καλά, το
περιμένουν, όπως περίμεναν το σύζυγο, τις ατέλειωτες νύχτες να επιστρέψει από
το κυνήγι, στα καρτέρια για «πέρδικες»
Από τις ανοιχτές
μπαλκονόθυρες του θαλάμου, εισβάλλει κάθε πρωινό ένα περιστέρι από τα πολλά που
πετούν έξω στους κήπους. Τριγυρίζει κάτω από τις κλίνες των γεροντισσών σαν
ένας κυριακάτικός παπάς που κι αυτός αποζητά τα ψίχουλά τους…Ακόμη θαρρείς πως
είναι το περιστέρι της Κιβωτού που αναζητά στη Γη απάνω να εξασφαλίσει την
Ειρήνη στον Παράδεισο όπου θα καταλύσουν οι θνήσκες αυτές ψυχές… Θαρρείς επίσης
πως αυτό το πεινασμένο φτερωτό είναι η ψυχή αυτής της μοιραίας ζωντάνιας: ένα
χρέος και σεβασμός στη θεϊκή φωνή της τάδε Εντολής Του: «Μην αφαιρέσεις μονάχος
τη ζωή σου, περίμενε, θα στείλω εγώ τον Άγγελό μου κι αυτός θα σου την
πάρει»...
Έχουν τώρα κι ένα
παράπονο οι τραυματισμένες αυτές κυρίες, ψιθυρίζουν με αυτή τη φωνούλα που έχει
απομείνει. « Καλή η μοναξιά της αναμονής Κύριε, αλλά αυτή η αργοπορία της
ύστατης ώρας, κοστίζει, καθώς εδώ ξαπλωμένες νύχτα-μέρα αναθυμόμαστε τα παλαιά.
Πονεμένη ιστορία αυτά Ιησού Χριστέ, γνωρίζεις Εσύ από χαρές και από Γολγοθάδες.
Αυτή η πορεία Γιε μας προς τα ιερά νερά του Αχέροντα μας φέρνει μια έγνοια: Τι
νόμισμα θα θελήσει άραγε ο Άγιος βαρκάρης για να μας πετάξει απέναντι. Θα
προτιμήσει: Τάλαντο, Μνα, Δραχμή ή το ξένο νόμισμα Ευρώ; Μας απασχολεί κι αυτό
τις άσπρες νύχτες της σιωπής εδώ χάμω…»
Στο μεταξύ αυτές
οι γλυκές γυναίκες, δεν ακούνε τις σάλπιγγες που ηχούν συνέχεια έξω, στους
δρόμους όπου η Στρατιά προχωρεί κατάκοπη και αιχμαλωτισμένη. Η νύχτα τελειώνει.
Οι
κατσαριδοσαλπιγκτές φυσούν ξέψυχες τα μουσικά τους όργανα οι αμαρτωλές, σαν
τους βρικόλακες κι αυτές φοβούνται τη μέρα που ξημερώνει αργά. Οι στρατευμένες
αυτές αρσενικές κυράτσες, σαν τους πολιτικάντηδες βιάζονται να χωθούν στους
οχετούς τους, πριν η Ηώς ρίξει τις τριανταφυλλιές ακτίνες της επί της Γης.
Καθήκον της θεάς που έχει μια λυτρωτική γλύκα, εν τέλει…
Ναύπλιο, Κίος
Νέα, 25-8-2015
Αθήνα,
Κατερίνα Γλυκοφρύδη