Ήταν τρία στη σειρά. Διάλεξε το τρίτο. Πάτησε πάνω στη νοτερή άμμο και έφτασε μέχρι τη βεράντα με τις καρέκλες. Δίπλα από τη βεράντα βρισκόταν μια λακκούβα γεμάτη νερό που δεν ήξερε σε τι χρησιμεύει. Μπήκε μέσα στο εστιατόριο και προχώρησε προς την κουζίνα. Πίσω από τα ψυγεία χτυπούσαν κατσαρόλες, πιάτα και φωνές. Μια βαριά μυρωδιά λαδιού την έπνιξε.
“-Παρακαλώ..” της λέει ένας τύπος που είχε δεμένο στο κεφάλι του ένα μαντίλι. Σκέφτηκε πως θα είχε κανένα ατύχημα γιατί μόνο τους οικοδόμους είχε δει να δουλεύουν με μαντίλι στο κεφάλι.
“Περαστικά σας” Του είπε. Ο άνθρωπος την κοίταξε αγριεμένος.
“Τι θέλετε κυρία μου;
-Ήρθα για την αγγελία. Ζητάτε γυναίκα στην κουζίνα.
-Λάθος διαβάσατε, ζητάμε γυναίκα και για την κουζίνα. Θα καθαρίζει όλο το μαγαζί, τους καμπινέδες και θα βοηθάει μετά στην κουζίνα.
-Τέλος πάντων αυτό.
-Αυτό ή το άλλο;
-Ακούστε, ήρθα εδώ για να πιάσω δουλειά. Δεν με νοιάζει που θα δουλέψω.
-Τώρα τα λες καλά, περίμενε”.
Ο άνθρωπος βγήκε από μια πλαϊνή πόρτα και σε λίγο μπήκε με τη συνοδεία μιας κομψής γυναίκας.
“Παρακαλώ” Είπε και αυτή. Της είπε τα ίδια. Η γυναίκα την κοίταξε από την κορφή μέχρι τα νύχια.
“Μάλιστα. Που έχεις ξαναδουλέψει;” Της έκανε εντύπωση ο ενικός αλλά δεν έμεινε σ' αυτό.
“-Στο τάδε, τάδε και τάδε μαγαζί” Το “Τάδε” τρία, ήταν γνωστού της, φίλου της πιο πολύ.
“Περίμενε δυο λεπτά” Σηκώνει το τηλέφωνο και χτυπάει τα νούμερα.
“Έλα Μάκη. Εδώ έχω μία κυρία, Αντωνία τη λένε και λέει ότι έχει εργαστεί στην κουζίνα σου. Να την πάρω; Αχα! Ναι. Οκ. Κατάλαβα. Εντάξει. Πέρνα κανένα βράδυ από το μπαρ να τα πούμε. Τώρα έχω δουλειά δεν μπορώ να στα πω. Οκ εντάξει. Φιλιά”
Κλείνει το τηλέφωνο. Στρέφεται σε κείνη. “-Ο Μάκης λέει ότι είσαι καλή, αλλά γλωσσού. Εγώ γλωσσούδες εδώ δεν θέλω. Θέλω η δουλειά να τρέχει χωρίς σχόλια, καυγάδες, διαφωνίες, κόντρες. Τι λες θα καταφέρεις να συγχρονιστείς με τους άλλους;
-Δεν ξέρω τι θα πει γλωσσού. Θα καταφέρω να συγχρονιστώ σίγουρα.
-Γλωσσού θα πει να μην προβάλεις αντίρρηση σε ότι σου ζητούν και να μην αντιμιλάς σε όλα.
-Δεν προβάλω ποτέ αντίρρηση σε ότι μου ζητούν.
-Αντιμιλάς όμως.
-Όχι χωρίς λόγο και χωρίς να προκληθώ.
-Δεν θα σε προκαλέσει κανείς εδώ.
-Δεν θα αντιμιλήσω ως εκ τούτου σε κανένα.
-Ως εκ τούτου! Είσαι και μορφωμένη...
-Συγνώμη, κατά λάθος το είπα”
Η γυναίκα με τα σαράντα βραχιόλια γέλασε. “Κάτι έχεις εσύ, μου αρέσεις. Λοιπόν θα σε πάρω και θα δούμε. Εγώ είμαι η Ντίνα. Εσύ το είπες, Αντωνία. Θα δουλεύεις οκτάωρο, ρεπό δεν υπάρχει. Τι λες;
-Ευχαριστώ πολύ. Πότε ξεκινάω;
-Αμέσως τώρα, μπορείς;
-Όχι, εκτός κι αν βρίσκεσαι σε μεγάλη ανάγκη.
-Δεν βρίσκομαι, έλα το πρωί
-Εντάξει λοιπόν. Αντίο κι ευχαριστώ”
Στρίβει να φύγει. Η γυναίκα τη συνοδεύει μέχρι την είσοδο. “Θέλω να σου πω, Αντωνία, εδώ πέρα μόνο εγώ μιλάω στο προσωπικό στον ενικό. Εσύ θα πρέπει να χρησιμοποιείς τον πληθυντικό.
-Εντάξει, από αύριο
-Τι σημαίνει αυτό;
-Ότι σέβομαι τις απαιτήσεις του εργοδότη.
-Αλλά δεν θεωρείς ότι έτσι πρέπει να είναι;
-Θεωρώ πως πρέπει να φέρεται κανείς όπως του φέρονται. Χαίρετε”.
Η Αντωνία προχώρησε στη βεράντα, προσπέρασε τη λακκούβα με το νερό, το δεύτερο στη σειρά μαγαζί, το πρώτο και έφτασε μέχρι το δρόμο κάτω, όπου ήταν σταματημένο το αμάξι με τον άντρα της και το παιδί της μέσα να την περιμένουν.
Από πάνω η Ντίνα την παρακολουθούσε.
“-Λοιπόν πως πήγε;” Τη ρώτησαν με ένα στόμα σύζυγος και παιδί. “Καλά νομίζω, ξεκινάω από αύριο.
-Ζήτω, η μαμά έπιασε δουλειά, θα βγάλει λεφτά, ζήτω!” Φώναξε το παιδί.
“-Συγχαρητήρια μωρό μου. Είπε κι ο Μπίλυ”. Χαμογέλασε και στους δύο συγκρατημένα.
“-Κάτι δεν σου άρεσε, έλα πέστο μου” Της λέει εκείνος.
“Όλα καλά. Δουλειά είναι. Τι περίμενες;”
Της χάιδεψε το κεφάλι και έβαλε μπροστά το αμάξι.
“-Δεν είναι καλό να δουλεύει κανείς μαμά; Γιατί το είπες έτσι;” Τη ρώτησε η Ανθούλα.
“-Πως το είπα Ανθούλα μου; Μια χαρά είναι να δουλεύει κανείς. Αν δεν δουλέψουμε πως θα φάμε;
-Θα τρώμε από τη γιαγιά αλλά δεν θα έχουμε δικά μας τίποτα. Ούτε θα μπορείς να με πηγαίνεις στον παιδότοπο. Ούτε να μου παίρνεις παγωτά.
-Ακριβώς.
-Αλλά μαμά, γιατί είσαι στενοχωρημένη;
-Εγώ; πως σου ήρθε; Χαρούμενη είμαι. Να τώρα θα πάμε για σουβλάκια να το γλεντήσουμε. Τι λες Μπίλυ;
-Φύγαμε για σουβλάκια”. Απαντάει εκείνος και βάζει μπροστά το αμάξι.
Η Αντωνία κοίταξε πάνω από τα δυο πρώτα μαγαζιά, στο σημείο που βρισκόταν. Η Ντίνα, είχε μπει μέσα. Είδε έναν με μαγιό να κάνει βουτιά μέσα στη λακκούβα με το νερό.
Κοίταξε τη θάλασσα. Καταγάλανη και αστραφτερή, με τον ορίζοντα να φτιάχνει τα λευκά αστέρια του στο βάθος. Σταυροκοπήθηκε χαμογελώντας. Ο Μπίλυ ακολούθησε το βλέμμα της.
“-Τι έχουν πισίνα εκεί πάνω;
-Όχι, μια λακκούβα. Πάμε να φύγουμε”.
Τα σουβλάκια ήταν πολύ νόστιμα, η Ανθούλα ζήτησε και δεύτερο. Έβαλαν τα ψιλά τους μαζί και της πήραν. Το παιδί έτρωγε ευτυχισμένο το ζευγάρι το κοίταζε σκεπτικό.
“θ' αντέξεις μωρό μου;
-Δεν με παίρνει αλλιώς, θ' αντέξω, μην ανησυχείς”
Αυτή η στιχομυθία είχε γίνει κι άλλες φορές στο παρελθόν. Ω ναι, ήξερε πως θ' αντέξει.
“-Όταν πιάσω εγώ δουλειά θα σταματήσεις αμέσως από κει. Θα κάνεις αυτό που αγαπάς. Θα δουλεύεις μόνο για το κέφι σου”
Κι αυτή η δήλωση είχε ξαναγίνει πολλές φορές. Τον φίλησε. Του χάιδεψε το μέτωπο.
“-Ναι, έτσι θα γίνει”.
Το μεσημέρι είχε περάσει με τους δυο να κάθονται στο τραπέζι του μαγαζιού, δίπλα στο κύμα και το παιδί να παίζει με την άμμο. Έπιασε να σουρουπώνει. Ο ήλιος πήρε την κατηφοριά προς τον ορίζοντα και το πλοίο των επτά που ερχόταν από τα νησιά κατέφθασε σφυρίζοντας στο λιμάνι. Πέρασε από μπροστά τους ένα βαν με το λογότυπο του εστιατόριου της Ντίνας.
“-Πάνε και τα εστιατόρια να μαζέψουν πελάτες τώρα;” Τη ρώτησε ο Μπίλυ.
“Έχει δωμάτια ενοικιαζόμενα από πίσω, δεν φαίνονται από κει που περιμένατε”
Μέσα στο βαν ήταν ο άνθρωπος με το κόκκινο μαντίλι στο κεφάλι. Τους είδε καθώς περνούσε από δίπλα τους και γύρισε το κεφάλι του απότομα μπροστά.
“Τι μαλάκας!” Σχολίασε ο Μπίλυ.
“Του είπα “περαστικά” και θύμωσε”
Γέλασαν και οι δύο. Το πρώτο κύμα αφιχθέντων τους προσπέρασε με βαλίτσες και σακβουαγιάζ. Ένας ντόπιος προπορευόταν κρατώντας μία βαλίτσα. Μια μεγάλη γυναίκα τον ακολουθούσε κατά πόδας και το υπόλοιπο τσούρμο αργοπορώντας. Ένας άλλος ντόπιος έψηνε τον τελευταίο στην ουρά να ακολουθήσει αυτόν. Μιλούσε άθλια αγγλικά και επαναλάμβανε την ίδια φράση συνέχεια. "Very cheap very clean". Ο ίδιος, έπλεε μέσα στον ιδρώτα που έτρεχε πάνω στο στήθος από το ανοιχτό του πουκάμισο και πάνω στο μεγάλο τριχωτό στομάχι του”
Κι άλλο κύμα τους έφτασε και πέρασε. Τα λεωφορειάκια φορτωμένα κόσμο κορνάριζαν για να περάσουν. Κάποιοι τράβηξαν τις καρέκλες δίπλα τους και έσκασαν πάνω τους βαριανασαίνοντας αφήνοντας τις βαλίτσες στα πόδια τους. Παρήγγειλαν σουβλάκια, πατάτες σαλάτες, μπύρες, και νερά, πολλά νερά.
Το ζευγάρι κάλεσε την Ανθούλα και σηκώθηκε. Άφησαν τα χρήματα στο τραπέζι κι απομακρύνθηκαν προς το αμάξι.
“Θα σας πάω μια βόλτα στο βουνό, έχει φορτωμένες καπαριές και ρίγανη αυτό τον καιρό”. Είπε ο Μπίλυ.
“Όχι! Θέλω να πάω σπίτι να ζωγραφίσω, δεν θέλω να τρέχω πάλι στο βουνό, μαμά, πέστου σε παρακαλώ.
-Ας πάμε σπίτι καλύτερα, είναι κουρασμένη και άλλωστε, πρέπει να κάνεις οικονομία στη βενζίνη. Πως θα με πηγαίνεις εκεί πέρα μέχρι να πληρωθώ; Συγκοινωνία δεν φτάνει εκεί πάνω”.
Χωρίς να σχολιάσει τίποτα ο Μπίλυ άρχισε να οδηγεί προς το σπίτι το οποίο έτσι κι αλλιώς βρισκόταν στους πρόποδες του βουνού. Είδαν από κει πάνω το ροδοκόκκινο χρώμα της θάλασσας και τον κατακόκκινο ήλιο να πέφτει μέσα της.
“Σπίτι μου σπιτάκι μου” Είπε εκείνη. Συμφώνησαν και οι άλλοι δύο. Κάθισαν εκεί απολαμβάνοντας τον βραδινό καφέ με την Ανθούλα να καθαρίζει με μαχαίρι ένα καλάμι.
“-Θα το κάνω δόρυ μυτερό. Κι όποιος πειράξει τη μαμά και τον μπαμπά μου, φρουτς θα του το αμολήσω κατακέφαλα.
-Καλύτερα να το κάνεις μπαστούνι για τις πεζοπορίες. Θα είναι χρήσιμο” Τη συμβούλεψε η Αντωνία. Η μικρή δεν της απάντησε. Συνέχισε να σκαλίζει το καλάμι μουρμουρίζοντας ένα παιδικό τραγούδι. Μετά από λίγο ένα τριζόνι άρχισε να γεμίζει τα κενά του ήχου της.
"-Καμιά ειδοποίηση από τον τύπο για τις κεραίες; Ρώτησε τον Μπίλυ.
-Τίποτα ακόμα. Μου είπε πως είμαι πρώτος στη λίστα υποψηφίων για πρόσληψη αλλά θα πρέπει να περιμένω.
-Δεν μπορούμε να στηριχτούμε σε αυτό, πρέπει να κοιτάξουμε και για κάτι άλλο.
-Αν όλα πάνε καλά εκεί που πας και θέλουν άλλο ένα σερβιτόρο ή κάποιον καπετάνιο για το καϊκι τους που πάει τους τουρίστες, θα έρθω να παρουσιαστώ. Ρώτα τους γιατί το καϊκι είναι αραγμένο συνέχεια.
-Εντάξει. Κι εσύ να πας αύριο να κάνεις την αίτηση στο δήμο για την καθαριότητα. Μήπως γίνει τίποτα από κει.
-Κάτι θα βρεθεί και για μένα, μη στενοχωριέσαι. Η Κλώντια είπε, αν πιάσω κι εγώ δουλειά, μπορούμε να της αφήνουμε την Ανθούλα εκεί, να παίζει με τα παιδιά.
-Αυτό είναι πολύ καλό και σημαίνει πως μπορείς κι εσύ να ασχοληθείς πιο συστηματικά για να βρεις κάπου, τώρα που ξεκινάει η καλοκαιρινή σαιζόν.
-Άμα δουλέψετε και οι δύο να με πάτε στις νεροτσουλήθρες, μου το έχετε υποσχεθεί!" Πέταξε η Ανθούλα από τη θέση της.
Η Αντωνία σηκώθηκε. Κάλεσε την Ανθούλα να ετοιμαστεί για ύπνο κι εκείνη διαμαρτυρήθηκε με τα ματάκια της κόκκινα από τη νύστα. Ο Μπίλυ την πήρε στην αγκαλιά του και την πήγε στο κρεβάτι. Ύστερα η μαμά, είπε ένα παραμύθι για μικρούς και μεγάλους. Αποκοιμήθηκαν οι τρεις αγκαλιά πάνω στο μεγάλο κρεβάτι. Το δυτικό παράθυρο ήταν ανοιχτό διάπλατα στη νύχτα. Εκεί πήγε και στάθηκε το φεγγάρι ολόγιομο παρατηρώντας τα τρία άτομα να κοιμούνται σφιχταγκαλιασμένα. Συνέχισε το ταξίδι του ευχαριστημένο στις παραλίες και τα αντίσκηνα. Πολλά από τα καλοκαιρινά του έργα καταστράφηκαν και άλλοι το ξέχασαν. Μα αυτοί οι δύο πάντα έβρισκαν τον τρόπο να του πουν ένα “ευχαριστώ” για την μαγική στιγμή της συναντησής τους. Δεν μπορούσε να ξέρει πως τα κατάφερναν να αγαπιούνται κατά τη διάρκεια της απουσίας του, αλλά ούτε και το ενδιέφερε.
Το πρωί στο εστιατόριο δεν ήταν κανείς. Οι πόρτες κλειδωμένες από μέσα και το αγιάζι με τις ψιχάλες από τα ψηλά κύματα να σκάνε πάνω στη βεράντα με τις αναποδογυρισμένες καρέκλες την έκανε να μην ξέρει που να σταθεί. Μαζεύτηκε κάτω από την καμάρα και περίμενε. Ο Μπίλυ έφυγε αμέσως μόλις την άφησε και άλλη ψυχή ζώσα δεν υπήρχε τριγύρω. Περίμενε έτσι ξυλιασμένη για κανένα μισάωρο μέχρι που η κεντρική πόρτα του εστιατόριου άνοιξε κι εμφανίστηκε ο αγουροξυπνημένος μάγειρας. ¨-Έλα μέσα και πήγαινε κατευθείαν στην κουζίνα να πλύνεις τα πιάτα που έχουν μαζευτεί από το βράδυ". Της είπε.
Προχώρησε προς την κουζίνα. Δεν είχε ιδέα για τίποτα. Ο μάγειρας έπινε τον καφέ του καθισμένος σε ένα τραπέζι και κοίταζε από την τζαμαρία τη θάλασσα. Δεν ήξερε τι βάζουν στο πλυντήριο και τι πλένουν στα χέρια έτσι βούλιαξε τα πιάτα σε μια ζεστή σαπουνάδα και άρχισε να πλένει τα ποτήρια ξεχωριστά. Ο μάγειρας μπήκε να φτιάξει δεύτερο καφέ και την είδε. "Έτσι τα πλένεις τα πιάτα εσύ; ξημέρωσες! πλυντήριο δεν ξέρεις να βάζεις;¨ Δεν έβρισκε πως είχε κάτι να του πει.
Τέλειωσε τη δουλειά της πριν να φτάσει εκείνος ξανά στο τραπέζι του και σκούπισε τα χέρια της. Καθόταν αναποφάσιστη ακόμα στην κουζίνα και αναρωτιόταν για τη συνέχεια. "-Ίσως οι καμπινέδες..." Σκέφτηκε. Πήγε μέχρι εκεί κι έψαξε τα σύνεργα για το καθάρισμα. Βρήκε μόνο μία σκούπα κι ένα απορρυπαντικό. Αυτά για την ώρα ήταν αρκετά. Έβαλε το σαπούνι πάνω στη σκούπα και καθάρισε τις λεκάνες, ένα μέρος του τοίχου και το πάτωμα. Ύστερα τα ξέπλυνε με ένα λάστιχο. Πέταξε τη σακούλα με τα χαρτιά σε ένα κάδο που βρισκόταν απέξω και γύρισε στην κουζίνα. Ο μάγειρας είχε βάλει μπροστά το μαγείρεμα. Μόλις την είδε της έβαλε τις φωνές. " Εδώ σε φέραμε για να βοηθάς εμένα, όχι να εξαφανίζεσαι χωρίς να σου δώσουν άδεια".
Καταλάβαινε πως ο τύπος έχει κάποιο πρόβλημα με την παρουσία της αλλά δεν μπορούσε να εξηγήσει το γιατί. Όταν τον είχε καλημερίσει δεν της είχε καν αποκριθεί. Όταν τον ρώτησε που βρίσκονται τα σύνεργα την κοίταξε με νεύρα. Δεν του απάντησε. Της έδωσε μια λεκάνη και της είπε να καθαρίσει πατάτες. Το έκανε και μόλις τελείωσε της πέταξε καμιά δεκαριά ψάρια μέσα στο νεροχύτη να καθαρίσει αυτά. Σιχαινόταν αυτή τη δουλειά. Δεν είχε ποτέ καθαρίσει εκείνη τα ψάρια στο σπίτι τους. Ήταν δουλειά του Μπίλυ. Το έκανε όσο καλύτερα μπορούσε. Ο μάγειρας δεν έδειξε δυσαρεστημένος. Πήρε τα ψάρια και τα έριξε μέσα σε ένα ταψί. Ύστερα της έβγαλε μια μεγάλη σακούλα με χόρτα από το ψυγείο. Σκέφτηκε πως με το να περνάει τη μισή μέρα της καθαρίζοντας πράγματα για το μάγειρα δεν θα ήταν τόσο εξοντωτική η μέρα. Αλλά τότε άρχισαν να καταφθάνουν οι πρώτοι πελάτες για τα πρωινά. Οι εντολές ήταν από την αρχή κοφτές, τώρα έγιναν κι ανυπόμονες. Ακόμα τ' αυγά; Τέλειωνε με τις πορτοκαλάδες, τα βούτυρα, οι μαρμελάδες, χωρίς χαρτοπετσέτα από κάτω; Πρόσεχε την ομελέτα σου καίγεται...Ο μάγειρας ετοίμαζε το μεσημεριανό. Τα γκαρσόνια έμπαιναν μέσα και φώναζαν. Ένα της πέταξε ένα πιάτο πάνω στον πάγκο. "Να πλένεις καλύτερα τα πιάτα". Το κοίταξε. Το πιάτο είχε ένα σημάδι σαν γραντζουνιά μαύρη. Το χτύπησε με το νύχι της, δεν ήταν πορσελάνη. Πήρε το πιάτο και έβαλε ένα καθαρό πάνω στον πάγκο. Ο δεύτερος σερβιτόρος της πέταξε ένα πιάτο με σαλάτα. "λίγη έκοψες, βάλε κι άλλη. Βάλε και περισσότερο λάδι, greek salad greek λέμε! ". Κατα τις δέκα, εμφανίστηκε ένας τρίτος στην κουζίνα. Ήταν ο μπουφετζής. Ο άνθρωπος που ετοίμαζε τα πρωινά. Πήρε τη θέση της στον πάγκο με το σερβίρισμα και στους καφέδες. Εκείνη άρχισε να πλένει τα πιάτα που κατέφθασαν. Ο Μπουφετζής δεν την ρώτησε το ονομά της ούτε της είπε το δικό του. Άρχισε κι αυτός να της δίνει κοφτές εντολές σε σπασμένα ελληνικά. "Δεν σε βλέπω να μένεις για πολύ εδώ πέρα". Της πέταξε άγρια ξαφνικά και την παραμέρισε για να πάρει μια ντάνα από καθαρά πιάτα. Της ήρθε να του δώσει κλωτσιά αλλά συγκρατήθηκε. Δεύτερη φορά πήγε δίπλα της και της άρπαξε από το χέρι τα μαχαίρια που ετοιμαζόταν να σκουπίσει. "-Ασκούπιστα μαχαίρια μου έδωσε, τρέχει το νερό από πάνω τους!" Φώναξε στο μάγειρα. "Γελοίος ήσουν πάντα μα τώρα το παράκανες!". Του απάντησε αυτός. Λες κι έπεσε το σύνθημα, οι τόνοι έπεσαν. Τα γκαρσόνια σταμάτησαν για λίγο να της φωνάζουν και ο μπουφετζής αντί να της τα αρπάζει από τα χέρια της ζητούσε μονολεκτικά ότι ήθελε. Κάπως καλύτερα. Ξαφνικά ένιωσε μια έντονη επιθυμία να καπνίσει. Έβγαλε μια τσίχλα από την τσάντα της και την έβαλε στο στόμα. "Δεν έχεις φάει πρωινό, πρέπει να φας" Της φώναξε ο μάγειρας. "Τώρα που θα φύγουν αυτοί να πάνε για μπάνιο, κάτσε φάε κάτι, αλλιώς δεν θα αντέξεις". Δεύτερη παρεμβολή του μάγειρα υπερ της. Πάλι καλά. Του χαμογέλασε με ευγνωμοσύνη αλλά εκείνος δεν έβλεπε, ήταν σκυμμένος στις κατσαρόλες του. Μόλις έφυγαν και οι τελευταίοι πελάτες για τη θάλασσα, πήρε ένα κομμάτι ψωμί με λίγο τυρί και βγήκε στη βεράντα. Δεν την ενδιέφερε το φαγητό αλλά δεν ήθελε να δείξει πως βγήκε έξω για να καπνίσει. Άναψε τσιγάρο με το φαγητό άθικτο μπροστά της. "Δεν κάνουμε διάλειμμα εδώ πέρα! τρώμα στα όρθια κάτι και συνεχίζουμε τη δουλειά!" Της είπε ο μπουφετζής που βγήκε έξω για να δει τι κάνει. Τον αγνόησε. Συνέχισε να καπνίζει κοιτάζοντας το δρόμο από όπου θα ερχόταν ο Μπίλυ να την πάρει. Στη στιγμή εμφανίστηκε μπροστά της η Ντίνα. "Διάλειμμα κάνεις;" Τη ρώτησε κι εκείνη. "Ναι, μου είπε ο μάγειρας να φάω κάτι. -Εσύ όμως δεν τρως, καπνίζεις. -Ναι επέλεξα το τσιγάρο. Αν δεν προλάβω να φάω θα το πάρω μαζί μου στην κουζίνα και θα το φάω δουλεύοντας. -Καλώς. Τι πρόβλημα έχεις με τον μπουφετζή; -Κανένα. -Εκείνος όμως λέει ότι του δείχνεις αντιπάθεια και δεν τον ακούς. -Έκανα ότι μου ζήτησε. Δεν του μίλησα εγώ, ο μάγειρας το έκανε. -Γιατί βάζεις όλο το μάγειρα μπροστά; -Γιατί με στήριξε όταν έπρεπε να το κάνει"
Η Ντίνα την κοίταξε σκεφτική. Εκείνη σηκώθηκε. Πήρε το πιάτο της και πέρασε από μπροστά της με ένα αμήχανο χαμόγελο. Ξαφνικά γύρισε πάλι προς το μέρος της.
"Ντίνα, τι πρόβλημα έχει ο μπουφετζής μαζί μου; -Χα, πήρες τη θέση της κοπέλας του στην κουζίνα. Ήταν εδώ και δούλευε μαζί μας για δύο χρόνια, αλλά έπρεπε να γυρίσει στην Αλβανία για μερικούς μήνες και δεν μπορούσα να αφήσω τη θέση κενή. Εμείς ανοίξαμε πριν μια εβδομάδα αλλά αυτή δεν είχε επιστρέψει. Έτσι πήρα εσένα. Τώρα αυτή γύρισε και θέλει πίσω τη θέση της.
-Κατάλαβα. Θα με βγάλει άχρηστη σε όλα αυτός λοιπόν. -Μην ανησυχείς, δεν θα του περάσει. Έχω ήδη εικόνα από τη δουλειά σου. Αν είσαι αυτή που είδα δεν θα σε κουνήσει κανείς από εδώ".
Κάπως ανήσυχη, κάπως εφησυχασμένη γύρισε πίσω στην κουζίνα. "-Αντωνίτσα, πλύνε μου την κατσαρόλα αυτή να φτιάξω μπεσαμέλ" Της ζήτησε ο μάγειρας. Όταν την πλησίασε για να πάρει την κατσαρόλα την χτύπησε στην πλάτη. " Εγώ είμαι εδώ, μη φοβάσαι τίποτα" Της ψιθύρισε.
Ο Μπουφετζής έγινε ακόμα πιο εχθρικός και τα γκαρσόνια του μιλούσαν για εκείνην παρουσία της. "Πες στην βοηθό σου να μη βάζει τις πορσελάνες με τα πλαστικά. Αυτά τα έχουμε για τους ξένους" Ή "Πες στη βοηθό σου να κουνήσει τα χέρια της". Τα γκαρσόνια ήταν Έλληνες, ίσως και δέκα χρόνια νεότερα από την ίδια. Έλληνες και τραγουδούσαν όταν έμπαιναν στην κουζίνα το "Υπάρχω" οι μισοί και το "Υποφέρω" οι άλλοι μισοί. Κανένας νησιώτικο. Κανένας από τα μέρη. Κανένας σοβαρός ή ευγενικός αναμεσά τους.
Το είχε ξαναδεί το έργο. Ήτανε θέμα δυο τριών ημερών να περάσει στην αντεπίθεση και να επιβάλει τον σεβασμό που της άξιζε. Αλλά ένιωθε πως δεν τις έχει.
Η μέρα πέρασε αναπάντεχα γρήγορα και ήρθε η ώρα της να σχολάσει. Κοίταξε στο δρόμο κάτω και είδε με ανακούφιση του αμάξι του Μπίλου να την περιμένει. Ακόμα καλύτερα, εμφανίστηκε αυτός μέσα στο εστιατόριο με την Ανθούλα δίπλα του. Έμειναν όλοι για μια στιγμή σαστισμένοι να κοιτάζουν τους δυο που κατέφθασαν κι αυτήν να τους φιλάει. Σαν να μην πίστευαν στα μάτια τους ότι μια λατζιέρα έχει οικογένεια και ανθρώπους που τη νοιάζονται. Σαν να μην ήξεραν ότι έχουν να κάνουν με άνθρωπο.
Είπε ένα βιαστικό "γεια σας" κι ακολούθησε τους δικούς της στην έξοδο. Πίσω της άκουσε να της ανταποδίδουν, "Γεια σου Αντωνία, καλό απόγευμα. Το πρωί μην έρθεις πολύ νωρίς και ξυλιάσεις έξω εδώ..."
Η φωνή ήταν του μάγειρα. Σε αυτόν μόνο συνέστησε την οικογενειά της. Φύγανε, φτάσανε στο αμάξι. Κι από κει μέσα, όταν δεν έβλεπε πια κανείς, έριξε δέκα φάσκελα κατά εστιατόριο μεριά. Ο Μπίλυ έριξε άλλα δέκα και η μικρή Ανθούλα τους φώναξε. "Εσείς μου λέτε ότι είναι κακό να μουτζώνεις και τώρα μουτζώνετε! -Ναι είναι κακό. Πρέπει να μας βάλεις τιμωρία που το κάναμε" Της είπαν αυτοί. Και η Ανθούλα τους επέβαλε να κρατήσουν τα χέρια τους μέσα σε κάλτσες για δυο ώρες. Η πιο γλυκιά τιμωρία του κόσμου.
Το επόμενο πρωί βρήκε στην κουζίνα μια γυναίκα που δεν είχε ξαναδεί. Ο μάγειρας της είπε να πιάσει δουλειά δίπλα του και η άλλη, παρέμενε στην περιοχή του μπουφετζή. Φορούσε ακουστικά στο κεφάλι της, είχε ένα γουώκμαν στη ζώνη και φόραγε παντελόνι βερμούδα με τιράντες. Ο μάγειρας της είπε πως ήταν η Ουάντα που είχαν εκεί και επέστρεψε. Χωρίς την άδεια της ιδιοκτήκτριας, επέστρεψε εκεί διεκδικώντας τη θέση της από την ίδια. Μία από τις δύο θα έφευγε όμως. Και ο μάγειρας, της γύρισε νευρικά την πλάτη προς το φούρνο του. "- Όμως θέλω να δω πως θα το κάνουν αυτό. Με ποιο τρόπο..." Του είπε. "Έχεις καμιά αμφιβολία πως θα είναι ο χειρότερος" Αποκρίθηκε αυτός. "-Και η Ντίνα; δεν έχει λόγο σε όλα αυτά; -Η Ντίνα, και η κάθε Ντίνα, κοιτάζει τη δουλειά της κορίτσι μου. Θα επιτρέψει αυτό που συμφέρει για την κουζίνα της. Δεν θέλει κόντρες και εκνευρισμούς από όπου κι αν προέρχονται".
Το παιχνίδι ήταν άνισο και ως εκ τούτου χαμένο. Τι έμενε; Να φύγει επιτόπου αφήνοντας τη θέση στην Ουάντα που ήταν έτοιμη να της βγάλει τα μαλλιά, ή να μείνει διασκεδάζοντας τη συνέχεια μέχρι την έκρηξη; Αποφάσισε το δεύτερο.
"-Εσύ άσε ψου ψου με μάγειρα κι έλα να πλύνεις πιάτα! χρειάζομαι για μπουφέ!" Της φώναξε. Κοίταξε το μάγειρα. "Από πότε θέλεις και του λόγου σου υπηρέτες Ουάντα; μέχρι τώρα τα έπλενες εσύ τα πιάτα". Της λέει ο μάγειρας. "Δεν προλαβαίνω, πιάτα, πρωινά, να έρθει να κάνει το δουλειά της. -Το δουλειά της κάνει! Κάνε κι εσύ τη δική σου και άσε μας ήσυχους!" Της λέει πάλι ο μάγειρας.
"-Ποιο είναι το δουλειά της; να ψου ψου μαζί σου; κι εγώ εδώ να σκοτωθώ; Φοβάσαι μη λερώσει τα χέρια της τη κυρία; -Ας καθόσουνα σπίτι σου δεν σου ζήτησε κανείς να έρθεις να σκοτωθείς" Της απαντάει πάλι ο μάγειρας. "Να κάτσει αυτή σπίτι της!" Του φωνάζει οργισμένη η Ουάντα. Τότε η Αντωνία πήγε κοντά της. "Πέρασες καλά στην πατρίδα σου Ουάντα; -Δεν είναι δουλειά σου μη ρωτάς. -Μήπως θέλεις να πάω εγώ εκεί να δουλέψω για να μην κινδυνεύει η θέση σου εδώ πέρα; -Όχι δεν είπα αυτό. -Τι είπες Ουάντα; -Δεν είπα τίποτα, άσε με ήσυχη".
Τα γκαρσόνια στέκονται πίσω από τον πάγκο και δεν δίνουν εντολές. Κοιτάζουν ανήσυχα την Αντωνία. "-Ρε Αντωνία, εντάξει, δίκιο έχεις, μη της δίνεις σημασία -Όχι ρε Αντωνία παιδιά; Όχι δίκιο έχω! Μόλις χθες μου φερθήκατε σα να ήμουν σκουπίδι όλοι σας! φάτε το κώλο της Ουάντα τώρα για να περνάτε καλά, κι αφήστε τα δίκια. Δεν σας ενδιαφέρουν αυτά".
Πήρε την τσάντα της και βγήκε έξω στη βεράντα να τηλεφωνήσει στο Μπίλυ. Από το πουθενά εμφανίστηκε η Ντίνα και της είπε να απομακρυνθούν για να της μιλήσει. Ιδιαιτέρως της ομολόγησε πως δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά, έπρεπε να κρατήσει την Ουάντα στην επιχείρηση και να διώξει αυτήν, γιατί αλλιώς θα έφευγε και ο μπουφετζής που τον είχε πέντε χρόνια για λίγα σχετικά χρήματα κι έκανε τη δουλειά της. "-Στην Ουάντα βάζεις ένσημα;" Τη ρώτησε. "Δεν είναι εκεί το θέμα βρε Αντωνία, ο εκβιασμός του μπουφετζή είναι. ¨-Στην Ουάντα δίνεις τα ίδια με αυτά που συμφώνησες μαζί μου; -Όχι, λιγότερα"
Οι απαντήσεις είχαν δοθεί σε όλα. Έμενε να πάει στο ΙΚΑ την αστυνομία για τους αλλοδαπούς, όπου αλλού θα έβρισκε το δίκιο της.
Κοίταξε περίλυπη τους δυο που χαρούμενοι για τη νίκη τους πανηγύριζαν στην κουζίνα. Τον μάγειρα που περίλυπος κοίταζε αυτήν. Την Ντίνα με τα σαράντα βραχιόλια και τα ψηλά τακούνια. Από την τσέπη της έβγαλε ένα χαρτί. Μία προκήρυξη που έγραφε, "Όχι στο ρατσισμό. Όχι στην εκμετάλλευση των ξένων συναδέλφων μας. Όχι στην ασυδοσία των αφεντικών". Της το έδωσε. "Διάβασέ το αυτό στην Ουάντα, αν δεν ξέρει να διαβάζει και εξηγησέ της τι είναι. Πες της ότι είναι τυχερή, γιατί είχα ένα τέτοιο χαρτί στην τσέπη μου". Της γύρισε την πλάτη κι απομακρύνθηκε.
Προχωρούσε στην κατηφόρα προς το αμάξι κάτω, και φανταζόταν την Ουάντα να την κυνηγά, φωνάζοντάς την, "Αντωνία, Αντωνία περίμενε! Συγνώμη βρε Αντωνία, η παλιοανάγκη μας κάνει κακούς, έχω ένα, δυο, τρία, παιδιά στην Αλβανία που περιμένουν, μια μάνα, έναν κάποιον, δεν μου έφταιγες εσύ σε τίποτα" Έναν κάποιον που περίμενε από αυτήν το μεροκάματο, όπως η Ανθούλα της και ο αλλοδαπός της σύζυγος. Είδε με τη φαντασία της την Ουάντα να κλαίει γιατί αυτό θα έκανε εκείνη στη θέση της. Αλλά δεν την φώναξε κανείς. Κι όταν έφτασε στο αμάξι, δυνατή μουσική την έφτασε από το εστιατόριο, που βρήκε πάλι τους ρυθμούς του και το κέφι του. "Πάμε" Είπε στο Μπίλυ. Και το αμάξι ξεκίνησε. Έριξε από μέσα μια τελευταία ματιά στη βεράντα. Και είδε έξω έξω, στην άκρη της, το μάγειρα να κοιτάζει προς το μέρος της με το χέρι του σηκωμένο ψηλά. Αναστέναξε βαθιά και χαμογέλασε. "Ποιος θα το φανταζόταν, ο γρουσούζης μάγειρας" Είπε στον Μπίλυ, και γέλασαν ανακουφισμένοι ανεξήγητα.
No comments:
Post a Comment
Εδώ σχολιάζουμε;