Στη ζωή αυτό που έχει σημασία είναι να πάρεις είδηση πως τίποτα δεν έχει σημασία. Εμείς οι ίδιοι είμαστε ασήμαντα όντα σε έναν πλανήτη που καταστρέφεται και η μόνη σημαντικότητά μας είναι ότι είμαστε υπεύθυνοι γι' αυτό. Ο μικρόκοσμος του κάθε ανθρώπου είναι αυτός που τον κάνει να πιστεύει πως αποτελεί το κέντρο του κόσμου, αλλά η μεγαλύτερη εικόνα είναι αυτή των πολυάριθμων μυρμηγκιών που κατατρώνε ότι καλό υπάρχει σ' αυτόν τον κορμό. Τον κορμό της γης.
Αν είσαι επιστήμων και δεν διαθέτεις τον εαυτό σου στη σωτηρία του πλανήτη, όχι για να ζήσουν καλύτερα τα ανθρωποφάγα ανθρωποειδή αλλά για την επανόρθωση της ζημιάς στο φυσικό κόσμο, αν είσαι καλλιτέχνης και δεν σε απασχολεί στο ελάχιστο η ευθύνη σου, αν είσαι γκουρού και διδάσκεις τρόπους για να βρει κανείς την εσωτερική του γαλήνη αγνοώντας την οφειλή, αν είσαι επιχειρηματίας και θυσιάζεις το οξυγόνο και βρωμίζεις τα νερά και προκαλείς καρκίνους, αν είσαι αγρότης και χρησιμοποιείς δηλητήρια, φυτοφάρμακα για βγάλεις μεγάλα φρούτα να τα πουλήσεις ακριβότερα, σε όποιον τομέα κι αν δραστηριοποιείσαι οικονομικά, είσαι μια σκέτη καταστροφή, αν αυτό που πρέπει να είναι το πρώτο σου μέλημα, το αγνοείς.
Ποιος είναι αθώος λοιπόν σε αυτό τον πλανήτη; Ποιος δικαιούται να ακούει ακόμα τα μυστικά της γης, ν' απολαμβάνει τον έναστρο ουρανό, να κολυμπάει στα καθαρά νερά να τρώει αμόλυντα ψάρια;
Οι ινδιάνοι και οι ιθαγενείς του Αμαζόνιου, κάθε φυλή που ζει προστατεύοντας τη φύση, από Αφρική μέχρι ινδία, από το βόρειο έως το νότιο πόλο. Και μέσα στις μεγαλουπόλεις του δυτικού κόσμου, οι άνεργοι. Ακριβώς αυτοί.
Γιατί ούτε καταναλώνουν, ούτε παράγουν, ούτε καταστρέφουν. Τρώνε τα περισσεύματα, τα ψίχουλα που πέφτουν από το τραπέζι των υπολοίπων, ενώ ταυτόχρονα μπορούν να παράξουν τέχνη, να συμπαρασταθούν σε αρρώστους, να μοιραστούν το φαγητό τους με ένα αδέσποτο.
Ο υποχρεωτικός τους αποκλεισμός από την κοινωνία και τα δρώμενα, τους κάνει στοχαστές, είναι οι πρώτοι που παίρνουν είδηση τις αλλαγές, του καιρού, των πολιτικών ισορροπιών, των κερδοσκοπικών μεθόδων, κι έχουν αυτή την έκτη αίσθηση όταν βρίσκονται μπροστά σε αρπακτικά με μανδύα προβάτου. Μην υποτιμάς τους ανέργους του δυτικού κόσμου. Είναι αυτοί που θα καθορίσουν τη συνέχεια ή το τέλος του πολιτισμού. Και θα το κάνουν με τρόπους που δεν θα θυμίζουν δυτικό πολιτισμό, αφού αυτός είναι που τους έβγαλε στο περιθώριο. Θα το κάνουν με τρόπους που ορίζει και απαιτεί η επιβίωση του πλανήτη και κάθε καταπατημένου δικαιώματος πάνω σ' αυτόν, έμψυχων και άψυχων όντων.
Θα συνεχίσω...
Η οδός των ποιητών είναι ένας δρόμος στο κέντρο της Αθήνας. Τον λένε έτσι γιατί εκεί βρίσκεται το κτήριο που στεγάζεται ο συλλογός τους. Στο δρόμο κυκλοφορούν ή μένουν, άνθρωποι από κάθε μέρος της γης. Όλα τα χρώματα και όλες οι εθνικότητες, και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, πλην βορείων. Είναι ένας δρόμος που σφύζει από ζωές προδομένες, όνειρα τσαλαπατημένα, καταφυγές απελπισμένες. Και οι μυρωδιές των μπαχαρικών μπερδεύονται με τον ανθρώπινο ιδρώτα και οι μουσικές διαφορετικές δεν μπορούν να ταιριάξουν μεταξύ τους γιατί τους λείπει ένας μαέστρος, αν όμως ακούσεις την κάθε μια χωριστά, είναι μια εξιστόρηση της κάθε ανθρώπινης Οδύσσειας. Μια πονεμένη εξιστόρηση.
Σύριγγες σκόρπιες στο δρόμο, κουρέλια που δεν μπορείς να καταλάβεις αν έχουν άνθρωπο μέσα τους, μύξες, περιττώματα και βρώμα. Και πάνω, στον δεύτερο όροφο της παλιάς πολυκατοικίας, ο σύλλογος των ποιητών. Για να φτάσεις εκεί, περνάς υποχρεωτικά από τον κόσμο της κολάσεως, ακούς κάθε φορά τα βογγητά, τα παρακάλια, τις προτροπές να πάρεις να αγοράσεις οτιδήποτε μπορεί να πουληθεί, βλέπεις, μυρίζεις. Κρατάς το βιβλίο σου σφιχτά κάτω από τη μασχάλη, το άλλο σου χέρι σφιχτά πάνω στην τσέπη σου, υπερπηδάς τα εμπόδια και μπαίνεις στο σύλλογο. Και μπαίνουν όλοι στο σύλλογο. Οι ποιητές, οι συγγραφείς, οι καταγραφείς των σκοτεινών ημερών που ζούνε, οι οραματιστές αυτών που θα έρθουν.
Τι δεν κατάλαβες; Εκεί πάνω στον β' όροφο θα ακούσεις την παρουσίαση από το τελευταίο βιβλίο του άλφα ή του δείνα. Χειροκροτήματα, συγχαρητήρια, ευχές και εκείνα τα λόγια, οι λέξεις, οι λόγιες λέξεις, ειπωμένες από έναν δημιουργό με ανάστημα, όπως ταιριάζουν σε έναν δημιουργό υπό ανύψωση. Το έργο του θα μιλάει ίσως, για τα δύσκολα χρόνια της μετανάστευσης πριν από 80 χρόνια, των Ελλήνων. Ήρωας θα είναι ένας άνθρωπος που άφησε το χωριό του παιδί και κατάφερε να επιβιώσει και να πετύχει σε ένα ξένο κράτος, μετά από βάσανα και περιπλάνηση ετών. Είναι το γονίδιο του Έλληνα βλέπεις αυτό, που όπου και να βρεθεί θα καταφέρει λέει να επιβιώσει. Εγώ ξέρω βέβαια και Έλληνες που θάφτηκαν κάτω από τα ορυχεία του Λουξεμβούργου, που έσβησαν σε κάποιο δρόμο του Σικάγου με μια σύριγγα καρφωμένη στο χέρι, παιδιά επίσης, που έμπλεξαν με τη μαφία και έγιναν βαποράκια, χρήστες, δολοφόνοι, νονοί. Αλλά γι' αυτούς δεν μιλάει κανείς. Γιατί οι Έλληνες όπου και να πάνε διαπρέπουν, σε αντίθεση με αυτούς τους φτωχοδιαβόλους του "τρίτου" κόσμου, έξω από το κτήριο των ποιητών στο δρόμο τους. Ακριβώς εκεί που θα περάσει και ο άνεργος, ακολουθώντας μια αγγελία εργασίας, στις παρακείμενες ελληνικές επιχειρήσεις. Που θα σταματήσει όταν τον σταματήσουν, και θα ψάξει να βρει το μοναδικό του πενηντάλεπτο για να το βάλει μέσα στο χέρι που του απλώθηκε. Που θα σηκώσει τα χέρια ψηλά με χαμόγελο, πάρτε ρε παιδιά, ότι βρείτε δικό σας. Που θα τον χτυπήσουν στην πλάτη τ' αδέλφια, γιατί κατάλαβαν πως είναι αδέλφια. Άνεργα αδέλφια. Απανταχού της γης.
Και μπαίνει στο κτήριο των ποιητών ο άνεργος Έλληνας. Καλωσήλθες συνάδελφε. Καλως σας βρήκα. Θα σου βγάλουμε την ταυτότητα σήμερα; Την ταυτότητα που λέει ότι είσαι συνάδελφος, ποιητής, ανήκεις και δικαιούσαι; -Να τη βγάλουμε. 35 ευρώ. -Αλλιώς δεν ανήκω και δεν δικαιούμαι; Έτσι πάει. -Δεν έχω. -Δεν έχεις δεν έχει. Φέρε και θα έχει. -Ναι αλλά το έργο μου...-Ποιος χέστηκε για το έργο σου. 35 ευρώ συνάδελφε.
Και βγαίνεις. Ο δρόμος, η βρώμα, οι σύριγγες, το κάρυ, η λαλιά της γης, το δάκρυ, το χτύπημα στον ώμο.
-Μην κλαίει κοπέλα. Εδώ, όχι κλαίει. Γελάει. Εμείς εδώ, όλα, σπίτι, πόλεμο. war. Δεν κλαίει. Fight. Φάιτ. Πάλεψε.
Και ούτε "τα λεφτά σου", ούτε " την τσάντα σου". -Έχεις ένα τσιγάρο;
-Τσιγάρο εδώ πολλά. Πολλά κούτες.
-Όχι ένα τσιγάρο. Καλά άστο.
-Όχι να. Πάρε ένα κούτα. Πάρε, νο μάνι, μπάι.
Αν είσαι επιστήμων και δεν διαθέτεις τον εαυτό σου στη σωτηρία του πλανήτη, όχι για να ζήσουν καλύτερα τα ανθρωποφάγα ανθρωποειδή αλλά για την επανόρθωση της ζημιάς στο φυσικό κόσμο, αν είσαι καλλιτέχνης και δεν σε απασχολεί στο ελάχιστο η ευθύνη σου, αν είσαι γκουρού και διδάσκεις τρόπους για να βρει κανείς την εσωτερική του γαλήνη αγνοώντας την οφειλή, αν είσαι επιχειρηματίας και θυσιάζεις το οξυγόνο και βρωμίζεις τα νερά και προκαλείς καρκίνους, αν είσαι αγρότης και χρησιμοποιείς δηλητήρια, φυτοφάρμακα για βγάλεις μεγάλα φρούτα να τα πουλήσεις ακριβότερα, σε όποιον τομέα κι αν δραστηριοποιείσαι οικονομικά, είσαι μια σκέτη καταστροφή, αν αυτό που πρέπει να είναι το πρώτο σου μέλημα, το αγνοείς.
Ποιος είναι αθώος λοιπόν σε αυτό τον πλανήτη; Ποιος δικαιούται να ακούει ακόμα τα μυστικά της γης, ν' απολαμβάνει τον έναστρο ουρανό, να κολυμπάει στα καθαρά νερά να τρώει αμόλυντα ψάρια;
Οι ινδιάνοι και οι ιθαγενείς του Αμαζόνιου, κάθε φυλή που ζει προστατεύοντας τη φύση, από Αφρική μέχρι ινδία, από το βόρειο έως το νότιο πόλο. Και μέσα στις μεγαλουπόλεις του δυτικού κόσμου, οι άνεργοι. Ακριβώς αυτοί.
Γιατί ούτε καταναλώνουν, ούτε παράγουν, ούτε καταστρέφουν. Τρώνε τα περισσεύματα, τα ψίχουλα που πέφτουν από το τραπέζι των υπολοίπων, ενώ ταυτόχρονα μπορούν να παράξουν τέχνη, να συμπαρασταθούν σε αρρώστους, να μοιραστούν το φαγητό τους με ένα αδέσποτο.
Ο υποχρεωτικός τους αποκλεισμός από την κοινωνία και τα δρώμενα, τους κάνει στοχαστές, είναι οι πρώτοι που παίρνουν είδηση τις αλλαγές, του καιρού, των πολιτικών ισορροπιών, των κερδοσκοπικών μεθόδων, κι έχουν αυτή την έκτη αίσθηση όταν βρίσκονται μπροστά σε αρπακτικά με μανδύα προβάτου. Μην υποτιμάς τους ανέργους του δυτικού κόσμου. Είναι αυτοί που θα καθορίσουν τη συνέχεια ή το τέλος του πολιτισμού. Και θα το κάνουν με τρόπους που δεν θα θυμίζουν δυτικό πολιτισμό, αφού αυτός είναι που τους έβγαλε στο περιθώριο. Θα το κάνουν με τρόπους που ορίζει και απαιτεί η επιβίωση του πλανήτη και κάθε καταπατημένου δικαιώματος πάνω σ' αυτόν, έμψυχων και άψυχων όντων.
Θα συνεχίσω...
Η οδός των ποιητών είναι ένας δρόμος στο κέντρο της Αθήνας. Τον λένε έτσι γιατί εκεί βρίσκεται το κτήριο που στεγάζεται ο συλλογός τους. Στο δρόμο κυκλοφορούν ή μένουν, άνθρωποι από κάθε μέρος της γης. Όλα τα χρώματα και όλες οι εθνικότητες, και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, πλην βορείων. Είναι ένας δρόμος που σφύζει από ζωές προδομένες, όνειρα τσαλαπατημένα, καταφυγές απελπισμένες. Και οι μυρωδιές των μπαχαρικών μπερδεύονται με τον ανθρώπινο ιδρώτα και οι μουσικές διαφορετικές δεν μπορούν να ταιριάξουν μεταξύ τους γιατί τους λείπει ένας μαέστρος, αν όμως ακούσεις την κάθε μια χωριστά, είναι μια εξιστόρηση της κάθε ανθρώπινης Οδύσσειας. Μια πονεμένη εξιστόρηση.
Σύριγγες σκόρπιες στο δρόμο, κουρέλια που δεν μπορείς να καταλάβεις αν έχουν άνθρωπο μέσα τους, μύξες, περιττώματα και βρώμα. Και πάνω, στον δεύτερο όροφο της παλιάς πολυκατοικίας, ο σύλλογος των ποιητών. Για να φτάσεις εκεί, περνάς υποχρεωτικά από τον κόσμο της κολάσεως, ακούς κάθε φορά τα βογγητά, τα παρακάλια, τις προτροπές να πάρεις να αγοράσεις οτιδήποτε μπορεί να πουληθεί, βλέπεις, μυρίζεις. Κρατάς το βιβλίο σου σφιχτά κάτω από τη μασχάλη, το άλλο σου χέρι σφιχτά πάνω στην τσέπη σου, υπερπηδάς τα εμπόδια και μπαίνεις στο σύλλογο. Και μπαίνουν όλοι στο σύλλογο. Οι ποιητές, οι συγγραφείς, οι καταγραφείς των σκοτεινών ημερών που ζούνε, οι οραματιστές αυτών που θα έρθουν.
Τι δεν κατάλαβες; Εκεί πάνω στον β' όροφο θα ακούσεις την παρουσίαση από το τελευταίο βιβλίο του άλφα ή του δείνα. Χειροκροτήματα, συγχαρητήρια, ευχές και εκείνα τα λόγια, οι λέξεις, οι λόγιες λέξεις, ειπωμένες από έναν δημιουργό με ανάστημα, όπως ταιριάζουν σε έναν δημιουργό υπό ανύψωση. Το έργο του θα μιλάει ίσως, για τα δύσκολα χρόνια της μετανάστευσης πριν από 80 χρόνια, των Ελλήνων. Ήρωας θα είναι ένας άνθρωπος που άφησε το χωριό του παιδί και κατάφερε να επιβιώσει και να πετύχει σε ένα ξένο κράτος, μετά από βάσανα και περιπλάνηση ετών. Είναι το γονίδιο του Έλληνα βλέπεις αυτό, που όπου και να βρεθεί θα καταφέρει λέει να επιβιώσει. Εγώ ξέρω βέβαια και Έλληνες που θάφτηκαν κάτω από τα ορυχεία του Λουξεμβούργου, που έσβησαν σε κάποιο δρόμο του Σικάγου με μια σύριγγα καρφωμένη στο χέρι, παιδιά επίσης, που έμπλεξαν με τη μαφία και έγιναν βαποράκια, χρήστες, δολοφόνοι, νονοί. Αλλά γι' αυτούς δεν μιλάει κανείς. Γιατί οι Έλληνες όπου και να πάνε διαπρέπουν, σε αντίθεση με αυτούς τους φτωχοδιαβόλους του "τρίτου" κόσμου, έξω από το κτήριο των ποιητών στο δρόμο τους. Ακριβώς εκεί που θα περάσει και ο άνεργος, ακολουθώντας μια αγγελία εργασίας, στις παρακείμενες ελληνικές επιχειρήσεις. Που θα σταματήσει όταν τον σταματήσουν, και θα ψάξει να βρει το μοναδικό του πενηντάλεπτο για να το βάλει μέσα στο χέρι που του απλώθηκε. Που θα σηκώσει τα χέρια ψηλά με χαμόγελο, πάρτε ρε παιδιά, ότι βρείτε δικό σας. Που θα τον χτυπήσουν στην πλάτη τ' αδέλφια, γιατί κατάλαβαν πως είναι αδέλφια. Άνεργα αδέλφια. Απανταχού της γης.
Και μπαίνει στο κτήριο των ποιητών ο άνεργος Έλληνας. Καλωσήλθες συνάδελφε. Καλως σας βρήκα. Θα σου βγάλουμε την ταυτότητα σήμερα; Την ταυτότητα που λέει ότι είσαι συνάδελφος, ποιητής, ανήκεις και δικαιούσαι; -Να τη βγάλουμε. 35 ευρώ. -Αλλιώς δεν ανήκω και δεν δικαιούμαι; Έτσι πάει. -Δεν έχω. -Δεν έχεις δεν έχει. Φέρε και θα έχει. -Ναι αλλά το έργο μου...-Ποιος χέστηκε για το έργο σου. 35 ευρώ συνάδελφε.
Και βγαίνεις. Ο δρόμος, η βρώμα, οι σύριγγες, το κάρυ, η λαλιά της γης, το δάκρυ, το χτύπημα στον ώμο.
-Μην κλαίει κοπέλα. Εδώ, όχι κλαίει. Γελάει. Εμείς εδώ, όλα, σπίτι, πόλεμο. war. Δεν κλαίει. Fight. Φάιτ. Πάλεψε.
Και ούτε "τα λεφτά σου", ούτε " την τσάντα σου". -Έχεις ένα τσιγάρο;
-Τσιγάρο εδώ πολλά. Πολλά κούτες.
-Όχι ένα τσιγάρο. Καλά άστο.
-Όχι να. Πάρε ένα κούτα. Πάρε, νο μάνι, μπάι.
No comments:
Post a Comment
Εδώ σχολιάζουμε;