Ήταν μια γειτονιά της εποχής του εξήντα. Ένας χωματόδρομος όπου τ' αμάξια που τον διέτρεχαν άφηναν πίσω τους ένα σύννεφο σκόνης που σου έκοβε την ανάσα. Ένα καφενείο με γλυκά στη βιτρίνα του ψυγείου που κόλλαγαν τα πιτσιρίκια πάνω της τη μούρη τους και ξερογλείφονταν. Οι γυναίκες βγάζανε τις καρέκλες στα πεζοδρόμια και κάνοντας πως πλέκουν κουτσομπόλευαν. Οι άντρες μαζεύονταν τα βράδια σ' αυτό το καφενείο και παίζανε χαρτιά και τάβλι. Το εργοστάσιο απέναντι έκλεινε στις 4. Οι εργάτες έτρωγαν το κολατσιό τους στο διάλειμμα και τα μεσημέρια όσοι δεν είχαν οικογένεια έτρωγαν πάλι εκεί. Στο καφενείο. Ένα άλογο περνούσε κάθε μέρα την ίδια ώρα και έστριβε στο κάθετο στενό. Μετά από λίγο το άκουγες να χλιμιντρίζει στην πίσω αυλή. Αν ήθελες να δεις μέσα στην αυλή έπρεπε να κάνεις το γύρω όλου του τετράγωνου. Τότε έβλεπες, το άλογο και το καμτσίκι. Ένα κομμάτι ξύλου με λεπτές λωρίδες δέρματος να κρέμονται ως επέκτασή. Στα χέρια του γέρου που είχε το άλογο. Και πως γινόταν ο γέρος να είναι πάντα εκεί όταν ήθελες να δεις το άλογο, με το καμτσίκι στο χέρι, άξιον απορίας. Έτσι και αποξεχνιόσουν ν' ακουμπήσεις τα χέρια σου πάνω στη μάντρα που χώριζε την αυλή από το πέρασμα που στεκόσουν, ουε κι αλίμονο.
Αυτό το πράγμα πάντα έβρισκε το στόχο του. Λες και ο γέρος μπορούσε να προβλέψει ακριβώς το σημείο που θ' ακουμπούσες ώστε το χτύπημα ήταν εκεί πριν απ' το χέρι σου. Και δεν είχε προστασία ανηλίκων τότε, δικαιώματα παιδιού και καταγγελίες και αστυνομική παρέμβαση. Αν δεν ήθελες να φας την καμτσικιά έπρεπε να μην πλησιάσεις τη μάντρα. Όμως αυτή η άτιμη, ήταν σαν μαγνήτης που σε τραβούσε να πλησιάσεις, ν' ακουμπήσεις. Η χαρά του γέρου.
Και είχε μια γυναίκα αυτός που ήταν γιάτρισσα, πρακτική. Όλοι σ' αυτήν έτρεχαν για κάθε αρρώστια και κάθε ατύχημα. Και ήταν ένα παράξενο ταίριασμα αυτό, η δημοφιλής γιάτρισσα με τον αχώνευτο γέρο.
Η μία θεράπευε, ο άλλος προκαλούσε πληγές στα χέρια των παιδιών.
Και από μέσα από το σπίτι άκουγες βογγητά και κλάματα και φωνές παιδικές, τα βογγητά από την άρρωστη κόρη των υπερήλικων, και λέω υπερήλικοι αλλά ιδέα δεν έχω πόσο στ' αλήθεια χρονών ήταν, καθώς εγώ πολύ μικρό κορίτσι τους έβλεπα σαν μαθουσάλες. Και οι φωνές οι παιδικές, ήταν του αγοριού της άρρωστης, που φρόντιζαν οι παππούδες του.
Και ήταν μια χρονιά που χιόνι πολύ έπεσε στη γειτονιά και βγήκαν όλα τα παιδιά και παρέσυραν και τους γονείς και γέμισαν τα πρόσωπα χιονισμένα χαμόγελα και φωνές ενθουσιασμού, και εκδικητική ικανοποίηση αφού από θέση λίγο πιο πίσω, μπορούσαμε να σημαδεύουμε το σκούφο του κακού γέρου στην αυλή, που παραδόξως τιναζόταν και γελούσε. Γελάει στην επίθεση κι αγριεύει στο φόβο; Τι παράξενος άνθρωπος σκεπτόμουν. Και ρώταγα τους μεγάλους γιατί γελάει και μου έλεγαν επειδή είναι χαρούμενος. Και γιατί να είναι χαρούμενος ένας γέρος που τρώει τη μια πίσω από την άλλη τις χιονόμπαλες καταπρόσωπο; γιατί; "-Γιατί παίζει η κόρη του".
Η φωνή; η χωρίς πρόσωπο και σώμα φωνή, ακούστηκε δίπλα μου. "-Έλα βρε μικρό τώρα εσύ να σου δείξω που κοροϊδεύεις τον πατέρα μου".
Και πριν το καταλάβω τρώω μια μπουκιά χιόνι στο στόμα κι αρχίζω τα κλάματα, μέχρι που χάνομαι μέσα σε μια αγκαλιά που μυρίζει καμφορά και φάρμακα. Το αυτί μου είναι κολλημένο σε μια καρδιά που χτυπά δυνατά, ταραγμένα, μια καρδιά έτοιμη να ξεκολλήσει από τη θέση της και να βουλιάξει στο χιόνι. Και ακόμα δεν βλέπω πρόσωπο επειδή δεν έχω σταματήσει το κλάμα, ώσπου ακούω τη φωνή του γέρου. "-Έτσι είναι αυτή! κλαψιάρα! Όσο την καλοπιάνεις κλαίει. Φοβέρισέ την να δεις γλώσσα που βγάζει! -Εσύ είσαι κλαψιάρης και κακός!" Του φωνάζω μέσα από το κλάμα μου. Και τον ακούω έκπληκτη πάλι να γελάει και η καρδιά στο αυτί μου πάνω, τραντάζεται κι αυτή από τα γέλια. Νιώθω κι ένα φιλί να μου ζεσταίνει το παγωμένο μάγουλο. Και τότε την είδα. Μια πανέμορφη με πλούσια κατάμαυρα μαλλιά και κάτασπρα δόντια γυναίκα. Τα μάτια της δυο τρελές μαύρες μπίλιες έπαιζαν δεξιά αριστερά ρουφούσαν, κατάπιναν τον κόσμο. "-Και ποια είσαι εσύ; Γιατί μου έριξες το χιόνι στο στόμα; ε;
-Δεν με θυμάσαι βρε; η Κατίνα είμαι! η μάνα του Κωστάκη".
Η μάνα του Κωστάκη! Η φωνή, ο πόνος, το κλάμα της νύχτας.
Ήταν πολύ κοντά το σπίτι μας με το δικό τους. Μερικά μέτρα γης που έμοιαζαν σαν μικρό οικόπεδο μας χώριζαν. Κι αυτό που εγώ αποκαλώ "σπίτι" μας, ήταν μια τρύπια παράγκα φτιαγμένη από πεπιεσμένο χαρτόνι και δεκάρες. Κάθε πρόκα πέρναγε μέσα από μια δεκάρα και καρφωνόνταν, ώστε να μην γίνεται τρύπα στο χαρτόνι. Ζούσα στο σπίτι με τις αμέτρητες δεκάρες.
Και λίγη ώρα μετά μου είχε περάσει η τσατίλα και το παράπονο από τη μπαλιά στο στόμα, συνεχίσαμε το παιχνίδι και τα μάγουλα της Κατίνας ήταν δυο κατακόκκινα τριαντάφυλλα. Και για όσο ήταν έξω μαζί μας εκείνη, κανείς δεν πήγαινε να φάει, καμιά μάνα και κανένα παιδί και κανένας άντρας δεν έκανε την αρχή να φύγει. Ώσπου ακούστηκε η φωνή της γιάτρισσας. "-Έλα μέσα παιδί μου! φτάνει πια! Μην κουράζεσαι άλλο!"
Μετά από δυο τρεις φορές που τη φώναξε, αποφάσισε να υπακούσει. Ένας υπόκωφος βήχας είχε αρχίσει να της κόβει το γέλιο, που γινόταν όλο και συχνότερος. Η γιάτρισσα έτρεξε και την τύλιξε με μια κουβέρτα, κι άρχισε μαλακά να την τραβάει προς το σπίτι. Η Κατίνα σαν πριγκίπισσα που χαιρετάει τα πλήθη, κούνησε το χέρι της προς κάθε κατεύθυνση. Σε μένα έστειλε κι ένα φιλί. "-Συγνώμη για τη μπαλιά κοριτσάκι! κατά λάθος σε βρήκε στο στόμα. -Έλα μωρέ, δεν πειράζει, τι έπαθα;" Της είπα με έπαρση, κι αυτή έβαλε για άλλη μια φορά τα γέλια.
"-Πολύ πλάκα έχει αυτό το διαολάκι. Πολύ το γουστάρω", είπε στον πατέρα της περνώντας στην αυλή, καθώς εγώ από πάνω την κοίταζα που αποτραβιόταν στο σπίτι και της έστελνα φιλιά.
Κι εκεί σ' αυτή τη γειτονιά, είχε πολλά αδέσποτα ζώα, σκύλους και γάτες. Τη νύχτα αυτή τη χιονισμένη, έψαξαν για καταφύγιο στεγνό να κουρνιάσουν τα ζώα κι ένας σκύλος ο Ταρζάν, αποδιωγμένος από τα άλλα που κατέλαβαν και την παραμικρή στεγνή γωνιά, μπήκε μέσα στον καμπινέ μας που ήταν έξω από την παράγκα μας, στα μισά της απόστασης, προς τη μάντρα του γέρου. Κι από κει μέσα ούρλιαζε, αλυχτούσε όταν η νύχτα προχώρησε πολύ και μας ξύπνησε όλους. Ο πατέρας μου αγριεμένος είπε, "-Τώρα ρε πούστη θα δεις τι θα πάθεις" και πέταξε τα σκεπάσματα από πάνω του. Αλλά η μάνα μου τον γύρισε στο κρεβάτι. "-Άσε το ζωντανό, κρυώνει τι να κάνει κι αυτό; -Να πάει να θρηνήσει αλλού το κοπρόσκυλο! όχι έξω από την πόρτα μου!"
Κι αμέσως μετά άκουσα τη μάνα μου, "-λες; η Κατίνα;"
Και την απάντηση δεν την πήρε από τον πατέρα μου, αλλά από μια κραυγή που ακούστηκε μέσα στη νύχτα, μία μακρόσυρτη θρηνητική κραυγή που δεν ήταν ούτε του σκύλου. -Κατίναααα!
Ήταν η κραυγή του γέρου με το καμτσίκι. Ύστερα δεν θυμάμαι πως βρέθηκα για το υπόλοιπο της νύχτας στο σπίτι της θείας μου, με τους γονείς μου να λείπουν, μόνο τη θεία που μας έλεγε, "-κοιμηθείτε παιδιά. Θα έρθει να σας πάρει η μάνα σας το πρωί, έχουν πάει σε μια δουλειά, κοιμηθείτε".
Και ύστερα από λίγες μέρες φύγαμε από την παράγκα και πήγαμε δίπλα, ακριβώς δίπλα, σε ένα σπίτι που βρισκόταν ακόμα στο ίδιο οικόπεδο σύνορο με τη μάντρα του γέρου, αλλά είχε δικό του καμπινέ. Εγώ τη μάντρα την απαγορευμένη δεν έλεγα να την ξεχάσω. Με το που ξύπναγα και ντυνόμουν έτρεχα εκεί να δω το άλογο, να βγάλω τη γλώσσα μου στο γέρο, να ρισκάρω τα χέρια μου ακουμπισμένα πάνω της. Αλλά παρόλο που ο γέρος φανερά καθόταν στη μέση της αυλής, κι όχι όπως άλλοτε κρυμμένος πίσω από την ελιά για να με ξαφνιάσει, δεν αντιδρούσε που με έβλεπε. Και τον κοίταζα και με κοίταζε. Και τον κοίταζα και με κοίταζε. Του έβγαζα μια φορά μόνο τη γλώσσα και ύστερα ακίνητοι, κοιταζόμασταν. Και στην αρχή σκεπτόμουν πως περιμένει να αποξεχαστώ και να ακουμπήσω τη μάντρα. Και τό' χα σαν στοίχημα και σαν παιχνίδι, ποιος θα κουραστεί πρώτος. Ώσπου μια μέρα βαρέθηκα και κρέμασα τα χέρια μου μέσα. Κι αυτός σηκώθηκε από κείνο το σπασμένο σκαμνί που απορούσα πως τον κρατάει. Τον είδα να έρχεται προς το μέρος μου και έψαχνα να βρω το κρυμμένο καμτσίκι, σε κατάσταση ετοιμότητας. Ήρθε ακριβώς από κάτω. Μου έδειξε τα χέρια του άδεια. Τα άπλωσε στα δικά μου. Δεν τα τράβηξα. Μου κράτησε για λίγο τα δαχτυλάκια και μου είπε κοιταζοντάς με βουρκωμένος. "-Πέθανε η Κατίνα παιδί μου. Πάει...έφυγε".
Ύστερα με άφησε γυρίζοντας την πλάτη του. Προχωρώντας προς το σπίτι του μου φώναξε. "-Έκανε καλά ο πατέρας σου που σας πήρε από κει μέσα. Αν δεν το έκανε σύντομα, θα του έσπαγα τούτο το μαυράδι στο κεφάλι". Και σήκωσε ψηλά το καμτσίκι, ούτε και κατάλαβα πως κι από που το έπιασε.
Και μπήκε μέσα στο σπίτι που δεν ακούγονταν πια κλάματα, και φωνές πόνου. Μόνο η φωνή της γιάτρισσας νευριασμένη. "-Φάε το φαγητό σου, μη με σκας πια, αλλιώς δεν έχει να βγεις για παιχνίδι". Και του γέρου.
"-Πάλι δεν ακούς τη γιαγιά σου; Φάε βρε! πως θα γίνεις άντρας;"
Και αυτή η γειτονιά πάει κι έρχεται στο κεφάλι μου δεκαετίες τώρα. Ξέχασα τα ονόματα των δρόμων, τα σημάδια στο δρόμο για το σπίτι χάθηκαν, τα πρόσωπα που κάθε μέρα έβλεπα έγιναν φιγούρες, σκιες, εκτός από τα κόκκινα μάγουλα της Κατίνας, τα σπίτια ιδέα δεν έχω αν υπάρχουν ακόμα, αν στη θέση τους μπήκαν άλλα, αν η μάντρα έπεσε, αν οι δεκάρες μαζεύτηκαν της παράγκας, ακόμα και οι φωνές χάσανε τη χροιά τους, εκτός από μία που ακούω απαράλλαχτη μέσα στα χρόνια. "Πέθανε η Κατίνα παιδί μου..Πάει...έφυγε".
Αυτό το πράγμα πάντα έβρισκε το στόχο του. Λες και ο γέρος μπορούσε να προβλέψει ακριβώς το σημείο που θ' ακουμπούσες ώστε το χτύπημα ήταν εκεί πριν απ' το χέρι σου. Και δεν είχε προστασία ανηλίκων τότε, δικαιώματα παιδιού και καταγγελίες και αστυνομική παρέμβαση. Αν δεν ήθελες να φας την καμτσικιά έπρεπε να μην πλησιάσεις τη μάντρα. Όμως αυτή η άτιμη, ήταν σαν μαγνήτης που σε τραβούσε να πλησιάσεις, ν' ακουμπήσεις. Η χαρά του γέρου.
Και είχε μια γυναίκα αυτός που ήταν γιάτρισσα, πρακτική. Όλοι σ' αυτήν έτρεχαν για κάθε αρρώστια και κάθε ατύχημα. Και ήταν ένα παράξενο ταίριασμα αυτό, η δημοφιλής γιάτρισσα με τον αχώνευτο γέρο.
Η μία θεράπευε, ο άλλος προκαλούσε πληγές στα χέρια των παιδιών.
Και από μέσα από το σπίτι άκουγες βογγητά και κλάματα και φωνές παιδικές, τα βογγητά από την άρρωστη κόρη των υπερήλικων, και λέω υπερήλικοι αλλά ιδέα δεν έχω πόσο στ' αλήθεια χρονών ήταν, καθώς εγώ πολύ μικρό κορίτσι τους έβλεπα σαν μαθουσάλες. Και οι φωνές οι παιδικές, ήταν του αγοριού της άρρωστης, που φρόντιζαν οι παππούδες του.
Και ήταν μια χρονιά που χιόνι πολύ έπεσε στη γειτονιά και βγήκαν όλα τα παιδιά και παρέσυραν και τους γονείς και γέμισαν τα πρόσωπα χιονισμένα χαμόγελα και φωνές ενθουσιασμού, και εκδικητική ικανοποίηση αφού από θέση λίγο πιο πίσω, μπορούσαμε να σημαδεύουμε το σκούφο του κακού γέρου στην αυλή, που παραδόξως τιναζόταν και γελούσε. Γελάει στην επίθεση κι αγριεύει στο φόβο; Τι παράξενος άνθρωπος σκεπτόμουν. Και ρώταγα τους μεγάλους γιατί γελάει και μου έλεγαν επειδή είναι χαρούμενος. Και γιατί να είναι χαρούμενος ένας γέρος που τρώει τη μια πίσω από την άλλη τις χιονόμπαλες καταπρόσωπο; γιατί; "-Γιατί παίζει η κόρη του".
Η φωνή; η χωρίς πρόσωπο και σώμα φωνή, ακούστηκε δίπλα μου. "-Έλα βρε μικρό τώρα εσύ να σου δείξω που κοροϊδεύεις τον πατέρα μου".
Και πριν το καταλάβω τρώω μια μπουκιά χιόνι στο στόμα κι αρχίζω τα κλάματα, μέχρι που χάνομαι μέσα σε μια αγκαλιά που μυρίζει καμφορά και φάρμακα. Το αυτί μου είναι κολλημένο σε μια καρδιά που χτυπά δυνατά, ταραγμένα, μια καρδιά έτοιμη να ξεκολλήσει από τη θέση της και να βουλιάξει στο χιόνι. Και ακόμα δεν βλέπω πρόσωπο επειδή δεν έχω σταματήσει το κλάμα, ώσπου ακούω τη φωνή του γέρου. "-Έτσι είναι αυτή! κλαψιάρα! Όσο την καλοπιάνεις κλαίει. Φοβέρισέ την να δεις γλώσσα που βγάζει! -Εσύ είσαι κλαψιάρης και κακός!" Του φωνάζω μέσα από το κλάμα μου. Και τον ακούω έκπληκτη πάλι να γελάει και η καρδιά στο αυτί μου πάνω, τραντάζεται κι αυτή από τα γέλια. Νιώθω κι ένα φιλί να μου ζεσταίνει το παγωμένο μάγουλο. Και τότε την είδα. Μια πανέμορφη με πλούσια κατάμαυρα μαλλιά και κάτασπρα δόντια γυναίκα. Τα μάτια της δυο τρελές μαύρες μπίλιες έπαιζαν δεξιά αριστερά ρουφούσαν, κατάπιναν τον κόσμο. "-Και ποια είσαι εσύ; Γιατί μου έριξες το χιόνι στο στόμα; ε;
-Δεν με θυμάσαι βρε; η Κατίνα είμαι! η μάνα του Κωστάκη".
Η μάνα του Κωστάκη! Η φωνή, ο πόνος, το κλάμα της νύχτας.
Ήταν πολύ κοντά το σπίτι μας με το δικό τους. Μερικά μέτρα γης που έμοιαζαν σαν μικρό οικόπεδο μας χώριζαν. Κι αυτό που εγώ αποκαλώ "σπίτι" μας, ήταν μια τρύπια παράγκα φτιαγμένη από πεπιεσμένο χαρτόνι και δεκάρες. Κάθε πρόκα πέρναγε μέσα από μια δεκάρα και καρφωνόνταν, ώστε να μην γίνεται τρύπα στο χαρτόνι. Ζούσα στο σπίτι με τις αμέτρητες δεκάρες.
Και λίγη ώρα μετά μου είχε περάσει η τσατίλα και το παράπονο από τη μπαλιά στο στόμα, συνεχίσαμε το παιχνίδι και τα μάγουλα της Κατίνας ήταν δυο κατακόκκινα τριαντάφυλλα. Και για όσο ήταν έξω μαζί μας εκείνη, κανείς δεν πήγαινε να φάει, καμιά μάνα και κανένα παιδί και κανένας άντρας δεν έκανε την αρχή να φύγει. Ώσπου ακούστηκε η φωνή της γιάτρισσας. "-Έλα μέσα παιδί μου! φτάνει πια! Μην κουράζεσαι άλλο!"
Μετά από δυο τρεις φορές που τη φώναξε, αποφάσισε να υπακούσει. Ένας υπόκωφος βήχας είχε αρχίσει να της κόβει το γέλιο, που γινόταν όλο και συχνότερος. Η γιάτρισσα έτρεξε και την τύλιξε με μια κουβέρτα, κι άρχισε μαλακά να την τραβάει προς το σπίτι. Η Κατίνα σαν πριγκίπισσα που χαιρετάει τα πλήθη, κούνησε το χέρι της προς κάθε κατεύθυνση. Σε μένα έστειλε κι ένα φιλί. "-Συγνώμη για τη μπαλιά κοριτσάκι! κατά λάθος σε βρήκε στο στόμα. -Έλα μωρέ, δεν πειράζει, τι έπαθα;" Της είπα με έπαρση, κι αυτή έβαλε για άλλη μια φορά τα γέλια.
"-Πολύ πλάκα έχει αυτό το διαολάκι. Πολύ το γουστάρω", είπε στον πατέρα της περνώντας στην αυλή, καθώς εγώ από πάνω την κοίταζα που αποτραβιόταν στο σπίτι και της έστελνα φιλιά.
Κι εκεί σ' αυτή τη γειτονιά, είχε πολλά αδέσποτα ζώα, σκύλους και γάτες. Τη νύχτα αυτή τη χιονισμένη, έψαξαν για καταφύγιο στεγνό να κουρνιάσουν τα ζώα κι ένας σκύλος ο Ταρζάν, αποδιωγμένος από τα άλλα που κατέλαβαν και την παραμικρή στεγνή γωνιά, μπήκε μέσα στον καμπινέ μας που ήταν έξω από την παράγκα μας, στα μισά της απόστασης, προς τη μάντρα του γέρου. Κι από κει μέσα ούρλιαζε, αλυχτούσε όταν η νύχτα προχώρησε πολύ και μας ξύπνησε όλους. Ο πατέρας μου αγριεμένος είπε, "-Τώρα ρε πούστη θα δεις τι θα πάθεις" και πέταξε τα σκεπάσματα από πάνω του. Αλλά η μάνα μου τον γύρισε στο κρεβάτι. "-Άσε το ζωντανό, κρυώνει τι να κάνει κι αυτό; -Να πάει να θρηνήσει αλλού το κοπρόσκυλο! όχι έξω από την πόρτα μου!"
Κι αμέσως μετά άκουσα τη μάνα μου, "-λες; η Κατίνα;"
Και την απάντηση δεν την πήρε από τον πατέρα μου, αλλά από μια κραυγή που ακούστηκε μέσα στη νύχτα, μία μακρόσυρτη θρηνητική κραυγή που δεν ήταν ούτε του σκύλου. -Κατίναααα!
Ήταν η κραυγή του γέρου με το καμτσίκι. Ύστερα δεν θυμάμαι πως βρέθηκα για το υπόλοιπο της νύχτας στο σπίτι της θείας μου, με τους γονείς μου να λείπουν, μόνο τη θεία που μας έλεγε, "-κοιμηθείτε παιδιά. Θα έρθει να σας πάρει η μάνα σας το πρωί, έχουν πάει σε μια δουλειά, κοιμηθείτε".
Και ύστερα από λίγες μέρες φύγαμε από την παράγκα και πήγαμε δίπλα, ακριβώς δίπλα, σε ένα σπίτι που βρισκόταν ακόμα στο ίδιο οικόπεδο σύνορο με τη μάντρα του γέρου, αλλά είχε δικό του καμπινέ. Εγώ τη μάντρα την απαγορευμένη δεν έλεγα να την ξεχάσω. Με το που ξύπναγα και ντυνόμουν έτρεχα εκεί να δω το άλογο, να βγάλω τη γλώσσα μου στο γέρο, να ρισκάρω τα χέρια μου ακουμπισμένα πάνω της. Αλλά παρόλο που ο γέρος φανερά καθόταν στη μέση της αυλής, κι όχι όπως άλλοτε κρυμμένος πίσω από την ελιά για να με ξαφνιάσει, δεν αντιδρούσε που με έβλεπε. Και τον κοίταζα και με κοίταζε. Και τον κοίταζα και με κοίταζε. Του έβγαζα μια φορά μόνο τη γλώσσα και ύστερα ακίνητοι, κοιταζόμασταν. Και στην αρχή σκεπτόμουν πως περιμένει να αποξεχαστώ και να ακουμπήσω τη μάντρα. Και τό' χα σαν στοίχημα και σαν παιχνίδι, ποιος θα κουραστεί πρώτος. Ώσπου μια μέρα βαρέθηκα και κρέμασα τα χέρια μου μέσα. Κι αυτός σηκώθηκε από κείνο το σπασμένο σκαμνί που απορούσα πως τον κρατάει. Τον είδα να έρχεται προς το μέρος μου και έψαχνα να βρω το κρυμμένο καμτσίκι, σε κατάσταση ετοιμότητας. Ήρθε ακριβώς από κάτω. Μου έδειξε τα χέρια του άδεια. Τα άπλωσε στα δικά μου. Δεν τα τράβηξα. Μου κράτησε για λίγο τα δαχτυλάκια και μου είπε κοιταζοντάς με βουρκωμένος. "-Πέθανε η Κατίνα παιδί μου. Πάει...έφυγε".
Ύστερα με άφησε γυρίζοντας την πλάτη του. Προχωρώντας προς το σπίτι του μου φώναξε. "-Έκανε καλά ο πατέρας σου που σας πήρε από κει μέσα. Αν δεν το έκανε σύντομα, θα του έσπαγα τούτο το μαυράδι στο κεφάλι". Και σήκωσε ψηλά το καμτσίκι, ούτε και κατάλαβα πως κι από που το έπιασε.
Και μπήκε μέσα στο σπίτι που δεν ακούγονταν πια κλάματα, και φωνές πόνου. Μόνο η φωνή της γιάτρισσας νευριασμένη. "-Φάε το φαγητό σου, μη με σκας πια, αλλιώς δεν έχει να βγεις για παιχνίδι". Και του γέρου.
"-Πάλι δεν ακούς τη γιαγιά σου; Φάε βρε! πως θα γίνεις άντρας;"
Και αυτή η γειτονιά πάει κι έρχεται στο κεφάλι μου δεκαετίες τώρα. Ξέχασα τα ονόματα των δρόμων, τα σημάδια στο δρόμο για το σπίτι χάθηκαν, τα πρόσωπα που κάθε μέρα έβλεπα έγιναν φιγούρες, σκιες, εκτός από τα κόκκινα μάγουλα της Κατίνας, τα σπίτια ιδέα δεν έχω αν υπάρχουν ακόμα, αν στη θέση τους μπήκαν άλλα, αν η μάντρα έπεσε, αν οι δεκάρες μαζεύτηκαν της παράγκας, ακόμα και οι φωνές χάσανε τη χροιά τους, εκτός από μία που ακούω απαράλλαχτη μέσα στα χρόνια. "Πέθανε η Κατίνα παιδί μου..Πάει...έφυγε".