herinna

herinna

Saturday, March 23, 2019

Ο γέρος με το καμτσίκι.

Ήταν μια γειτονιά της εποχής του εξήντα. Ένας χωματόδρομος όπου τ' αμάξια που τον διέτρεχαν άφηναν πίσω τους ένα σύννεφο σκόνης που σου έκοβε την ανάσα. Ένα καφενείο με γλυκά στη βιτρίνα του ψυγείου που κόλλαγαν τα πιτσιρίκια πάνω της  τη μούρη τους και ξερογλείφονταν. Οι γυναίκες βγάζανε τις καρέκλες στα πεζοδρόμια και κάνοντας πως πλέκουν κουτσομπόλευαν. Οι άντρες μαζεύονταν τα βράδια σ' αυτό το καφενείο και παίζανε χαρτιά και τάβλι. Το εργοστάσιο απέναντι έκλεινε στις 4.  Οι εργάτες έτρωγαν το κολατσιό τους στο διάλειμμα και τα μεσημέρια όσοι δεν είχαν οικογένεια έτρωγαν πάλι εκεί. Στο καφενείο.  Ένα άλογο περνούσε κάθε μέρα την ίδια ώρα και έστριβε στο κάθετο στενό. Μετά από λίγο το άκουγες να χλιμιντρίζει στην πίσω αυλή. Αν ήθελες να δεις μέσα στην αυλή έπρεπε να κάνεις το γύρω όλου του τετράγωνου. Τότε έβλεπες, το άλογο και το καμτσίκι. Ένα κομμάτι ξύλου με λεπτές λωρίδες δέρματος να κρέμονται ως επέκτασή. Στα χέρια του γέρου που είχε το άλογο. Και πως γινόταν ο γέρος να είναι πάντα εκεί όταν ήθελες να δεις το άλογο, με το καμτσίκι στο χέρι, άξιον απορίας. Έτσι και αποξεχνιόσουν ν' ακουμπήσεις τα χέρια σου πάνω στη μάντρα που χώριζε την αυλή από το πέρασμα που στεκόσουν, ουε κι αλίμονο.
Αυτό το πράγμα πάντα έβρισκε το στόχο του. Λες και ο γέρος μπορούσε να προβλέψει ακριβώς το σημείο που θ' ακουμπούσες ώστε το χτύπημα ήταν εκεί πριν απ' το χέρι σου. Και δεν είχε προστασία ανηλίκων τότε, δικαιώματα παιδιού και καταγγελίες και αστυνομική παρέμβαση. Αν δεν ήθελες να φας την καμτσικιά έπρεπε να μην πλησιάσεις τη μάντρα. Όμως αυτή η άτιμη, ήταν σαν μαγνήτης που σε τραβούσε να πλησιάσεις, ν' ακουμπήσεις. Η χαρά του γέρου.
Και είχε μια γυναίκα αυτός που ήταν γιάτρισσα, πρακτική. Όλοι σ' αυτήν έτρεχαν για κάθε αρρώστια και κάθε ατύχημα. Και ήταν ένα παράξενο ταίριασμα αυτό, η δημοφιλής γιάτρισσα με τον αχώνευτο γέρο.
Η μία θεράπευε, ο άλλος προκαλούσε πληγές στα χέρια των παιδιών.
Και από μέσα από το σπίτι άκουγες βογγητά και κλάματα και φωνές παιδικές, τα βογγητά από την άρρωστη κόρη των υπερήλικων, και λέω υπερήλικοι αλλά ιδέα δεν έχω πόσο στ' αλήθεια χρονών ήταν, καθώς εγώ πολύ μικρό κορίτσι τους έβλεπα σαν μαθουσάλες. Και οι φωνές οι παιδικές, ήταν του αγοριού της άρρωστης, που φρόντιζαν οι παππούδες του.
Και ήταν μια χρονιά που χιόνι πολύ έπεσε στη γειτονιά και βγήκαν όλα τα παιδιά και παρέσυραν και τους γονείς και γέμισαν τα πρόσωπα χιονισμένα χαμόγελα και φωνές ενθουσιασμού, και εκδικητική ικανοποίηση αφού από θέση λίγο πιο πίσω, μπορούσαμε να σημαδεύουμε το σκούφο του κακού γέρου στην αυλή, που παραδόξως τιναζόταν και γελούσε. Γελάει στην επίθεση κι αγριεύει στο φόβο; Τι παράξενος άνθρωπος σκεπτόμουν. Και ρώταγα τους μεγάλους γιατί γελάει και μου έλεγαν επειδή είναι χαρούμενος. Και γιατί να είναι χαρούμενος ένας γέρος που τρώει τη μια πίσω από την άλλη τις χιονόμπαλες καταπρόσωπο; γιατί; "-Γιατί παίζει η κόρη του".
Η φωνή; η χωρίς πρόσωπο και σώμα φωνή, ακούστηκε δίπλα μου. "-Έλα βρε μικρό τώρα εσύ να σου δείξω που κοροϊδεύεις τον πατέρα μου".
Και πριν το καταλάβω τρώω μια μπουκιά χιόνι στο στόμα κι αρχίζω τα κλάματα, μέχρι που χάνομαι μέσα σε μια αγκαλιά που μυρίζει καμφορά και φάρμακα. Το αυτί μου είναι κολλημένο σε μια καρδιά που χτυπά δυνατά, ταραγμένα, μια καρδιά έτοιμη να ξεκολλήσει από τη θέση της και να βουλιάξει στο χιόνι. Και ακόμα δεν βλέπω πρόσωπο επειδή δεν έχω σταματήσει το κλάμα, ώσπου ακούω τη φωνή του γέρου. "-Έτσι είναι αυτή! κλαψιάρα! Όσο την καλοπιάνεις κλαίει. Φοβέρισέ την να δεις γλώσσα που βγάζει! -Εσύ είσαι κλαψιάρης και κακός!" Του φωνάζω μέσα από το κλάμα μου. Και τον ακούω έκπληκτη πάλι να γελάει και η καρδιά στο αυτί μου πάνω, τραντάζεται κι αυτή από τα γέλια. Νιώθω κι ένα φιλί να μου ζεσταίνει το παγωμένο μάγουλο. Και τότε την είδα. Μια πανέμορφη  με πλούσια κατάμαυρα μαλλιά και κάτασπρα δόντια γυναίκα. Τα μάτια της δυο τρελές μαύρες μπίλιες έπαιζαν δεξιά αριστερά ρουφούσαν, κατάπιναν τον κόσμο. "-Και ποια είσαι εσύ; Γιατί μου έριξες το χιόνι στο στόμα; ε;
-Δεν με θυμάσαι βρε; η Κατίνα είμαι! η μάνα του Κωστάκη".
Η μάνα του Κωστάκη! Η φωνή, ο πόνος, το κλάμα της νύχτας.
Ήταν πολύ κοντά το σπίτι μας με το δικό τους. Μερικά μέτρα γης που έμοιαζαν σαν μικρό οικόπεδο μας χώριζαν. Κι αυτό που εγώ αποκαλώ "σπίτι" μας, ήταν μια τρύπια παράγκα φτιαγμένη από πεπιεσμένο χαρτόνι και δεκάρες. Κάθε πρόκα πέρναγε μέσα από μια δεκάρα και καρφωνόνταν, ώστε να μην γίνεται τρύπα στο χαρτόνι. Ζούσα στο σπίτι με τις αμέτρητες δεκάρες.
Και λίγη ώρα μετά μου είχε περάσει η τσατίλα και το παράπονο από τη μπαλιά στο στόμα, συνεχίσαμε το παιχνίδι και τα μάγουλα της Κατίνας ήταν δυο κατακόκκινα τριαντάφυλλα. Και για όσο ήταν έξω μαζί μας εκείνη, κανείς δεν πήγαινε να φάει, καμιά μάνα και κανένα παιδί και κανένας άντρας δεν έκανε την αρχή να φύγει. Ώσπου ακούστηκε η φωνή της γιάτρισσας. "-Έλα μέσα παιδί μου! φτάνει πια! Μην κουράζεσαι άλλο!"
Μετά από δυο τρεις φορές που τη φώναξε, αποφάσισε να υπακούσει. Ένας υπόκωφος βήχας είχε αρχίσει να της κόβει το γέλιο, που γινόταν όλο και συχνότερος. Η γιάτρισσα έτρεξε και την τύλιξε με μια κουβέρτα, κι άρχισε μαλακά να την τραβάει προς το σπίτι. Η Κατίνα σαν πριγκίπισσα που χαιρετάει τα πλήθη, κούνησε το χέρι της προς κάθε κατεύθυνση. Σε μένα έστειλε κι ένα φιλί. "-Συγνώμη για τη μπαλιά κοριτσάκι! κατά λάθος σε βρήκε στο στόμα. -Έλα μωρέ, δεν πειράζει, τι έπαθα;" Της είπα με έπαρση, κι αυτή έβαλε για άλλη μια φορά τα γέλια.
"-Πολύ πλάκα έχει αυτό το διαολάκι. Πολύ το γουστάρω", είπε στον πατέρα της περνώντας στην αυλή, καθώς εγώ από πάνω την κοίταζα που αποτραβιόταν στο σπίτι και της έστελνα φιλιά.
Κι εκεί σ' αυτή τη γειτονιά, είχε πολλά αδέσποτα ζώα, σκύλους και γάτες.  Τη νύχτα αυτή τη χιονισμένη, έψαξαν για  καταφύγιο στεγνό να κουρνιάσουν  τα ζώα κι ένας σκύλος ο Ταρζάν, αποδιωγμένος από τα άλλα που κατέλαβαν και την παραμικρή στεγνή γωνιά, μπήκε μέσα στον καμπινέ μας που ήταν έξω από την παράγκα μας, στα μισά της απόστασης, προς τη μάντρα του γέρου. Κι από κει μέσα ούρλιαζε, αλυχτούσε όταν η νύχτα προχώρησε πολύ και μας ξύπνησε όλους. Ο πατέρας μου αγριεμένος είπε, "-Τώρα ρε πούστη θα δεις τι θα πάθεις" και πέταξε τα σκεπάσματα από πάνω του. Αλλά η μάνα μου τον γύρισε στο κρεβάτι. "-Άσε το ζωντανό, κρυώνει τι να κάνει κι αυτό; -Να πάει να θρηνήσει αλλού το κοπρόσκυλο! όχι έξω από την πόρτα μου!"
Κι αμέσως μετά άκουσα τη μάνα μου, "-λες; η Κατίνα;"
Και την απάντηση δεν την πήρε από τον πατέρα μου, αλλά από μια κραυγή που ακούστηκε μέσα στη νύχτα, μία μακρόσυρτη θρηνητική κραυγή που δεν ήταν ούτε του σκύλου. -Κατίναααα!
Ήταν η κραυγή του γέρου με το καμτσίκι. Ύστερα δεν θυμάμαι πως βρέθηκα για το υπόλοιπο της νύχτας στο σπίτι της θείας μου, με τους γονείς μου να λείπουν, μόνο τη θεία που μας έλεγε, "-κοιμηθείτε παιδιά. Θα έρθει να σας πάρει η μάνα σας το πρωί, έχουν πάει σε μια δουλειά, κοιμηθείτε".
Και ύστερα από λίγες μέρες φύγαμε από την παράγκα και πήγαμε δίπλα, ακριβώς δίπλα, σε ένα σπίτι που βρισκόταν ακόμα στο ίδιο οικόπεδο σύνορο με τη μάντρα του γέρου, αλλά είχε δικό του καμπινέ. Εγώ τη μάντρα την απαγορευμένη δεν έλεγα να την ξεχάσω. Με το που ξύπναγα και ντυνόμουν έτρεχα εκεί να δω το άλογο, να βγάλω τη γλώσσα μου στο γέρο, να ρισκάρω τα χέρια μου ακουμπισμένα πάνω της. Αλλά παρόλο που ο γέρος φανερά καθόταν στη μέση της αυλής, κι όχι όπως άλλοτε κρυμμένος πίσω από την ελιά για να με ξαφνιάσει, δεν αντιδρούσε που με έβλεπε. Και τον κοίταζα και με κοίταζε. Και τον κοίταζα και με κοίταζε. Του έβγαζα μια φορά μόνο τη γλώσσα και ύστερα ακίνητοι, κοιταζόμασταν. Και στην αρχή σκεπτόμουν πως περιμένει να αποξεχαστώ και να ακουμπήσω τη μάντρα. Και τό' χα σαν στοίχημα και σαν παιχνίδι, ποιος θα κουραστεί πρώτος. Ώσπου μια μέρα βαρέθηκα και κρέμασα τα χέρια μου μέσα. Κι αυτός σηκώθηκε από κείνο το σπασμένο σκαμνί που απορούσα πως τον κρατάει. Τον είδα να έρχεται προς το μέρος μου και έψαχνα να βρω το κρυμμένο καμτσίκι, σε κατάσταση ετοιμότητας. Ήρθε ακριβώς από κάτω. Μου έδειξε τα χέρια του άδεια. Τα άπλωσε στα δικά μου. Δεν τα τράβηξα. Μου κράτησε για λίγο τα δαχτυλάκια και μου είπε κοιταζοντάς με βουρκωμένος. "-Πέθανε η Κατίνα παιδί μου. Πάει...έφυγε".
Ύστερα με άφησε γυρίζοντας την πλάτη του. Προχωρώντας προς το σπίτι του μου φώναξε. "-Έκανε καλά ο πατέρας σου που σας πήρε από κει μέσα. Αν δεν το έκανε σύντομα, θα του έσπαγα τούτο το μαυράδι στο κεφάλι". Και σήκωσε ψηλά το καμτσίκι, ούτε και κατάλαβα πως κι από που το έπιασε.
Και μπήκε μέσα στο σπίτι που δεν ακούγονταν πια κλάματα, και φωνές πόνου. Μόνο η φωνή της γιάτρισσας νευριασμένη. "-Φάε το φαγητό σου, μη με σκας πια, αλλιώς δεν έχει να βγεις για παιχνίδι". Και του  γέρου.
"-Πάλι δεν ακούς τη γιαγιά σου; Φάε βρε! πως θα γίνεις άντρας;"

Και αυτή η γειτονιά πάει κι έρχεται στο κεφάλι μου δεκαετίες τώρα. Ξέχασα τα ονόματα των δρόμων, τα σημάδια στο δρόμο για το σπίτι χάθηκαν, τα πρόσωπα που κάθε μέρα έβλεπα έγιναν φιγούρες, σκιες, εκτός από τα κόκκινα μάγουλα της Κατίνας, τα σπίτια ιδέα δεν έχω αν υπάρχουν ακόμα, αν στη θέση τους μπήκαν άλλα, αν η μάντρα έπεσε, αν οι δεκάρες μαζεύτηκαν της παράγκας, ακόμα και οι φωνές χάσανε τη χροιά τους, εκτός από μία που ακούω απαράλλαχτη μέσα στα χρόνια. "Πέθανε η Κατίνα παιδί μου..Πάει...έφυγε".


Sunday, March 17, 2019

Εδώ(;)

Το εδώ, αλλάζει
στο τώρα και στο χθες.
Κι αφού στο εδώ ήμουνα χθες
που βρίσκομαι τώρα;

Wednesday, March 13, 2019

Γραφή και τσιγάρο.

Η άσκηση είναι, γράψε χωρίς να καπνίσεις. Η αποχή σε ένα μεγάλο βαθμό από το γράψιμο οφείλεται στο τσιγάρο. Όταν γράφω καπνίζω. Όταν καπνίζω καπνίζομαι. Μετά κόβω βόλτες στο δωμάτιο. Νερό, χάπι, βαθιές ανάσες. Δεν γίνεται. Λες και το τσιγάρο είναι στυλό που χωρίς αυτό δεν σταυρώνεις λέξη στο καντράν. Στην οθόνη τέλος πάντων. Γιατί όπως σου έχω ξαναπεί, γράφω απευθείας εδώ. Δεν επεξεργάζομαι  αυτό που θέλω να πω. Όταν αυτό που θέλεις να πεις το επεξεργάζεσαι, δεν μιλάς από ανάγκη να μιλήσεις. Μιλάς από ανάγκη να καθιερωθείς. Τα έχουμε ξεπεράσει αυτά εμείς; όχι δα. Όμως η περίπτωση εδώ μέσα μοιάζει με αυτοματική γραφή. Είναι αυτοματική γραφή τι λέω...Είναι μια καλή άσκηση ετοιμότητας. Που δεν μπορεί να κρατήσει πολύ σαν τέτοια επειδή εκεί, στο σημείο που βρίσκεις τις συντεταγμένες σου, σκάει η ανάγκη για το τσιγάρο. Και ύστερα οι λέξεις βγαίνουν μέσα από ένα σύννεφο που χάνεται στα ύψη και τις τραβά μαζί του. Και δεν τις εξαϋλώνει για να μείνουν εκεί αιωρούμενες, να τις διαβάζουν από κάτω οι άνθρωποι. Όχι. Τις αφήνει από το στόμα του, το σύννεφο, σαν αετός την τροφή του. Σκάνε στη γη με πάταγο, διαλύονται, σκορπίζουν, κι αυτός, ούτε που καταδέχεται μετά να τσιμπολογήσει τις συλλαβές τους. Πάει ο ένας από δω, οι μεν από κει, και εγώ στη μέση, με μια γόπα στα χέρια, ψάχνω να βρω που το πήγαινα και γιατί το έχασα. Άπειρες φορές έχει συμβεί αυτό. Γι' αυτό και άρχισα τις ασκήσεις γραφής χωρίς τσιγάρο.
Αν δηλαδή τ' αφεντικά καταφέρνουν να σου επιβάλουν ωράριο άνευ καπνίσματος και το βγάζεις πέρα, με κλεφτές ρουφηξιές εδώ κι εκεί εντάξει, γιατί να είναι τόσο δύσκολη αυτή η χάρη στη γραφή;
Γιατί θα μου πεις είσαι κολλημένος, εξαρτημένος, ανελεύθερος.
Δεν το αρνούμαι. Αλλά δεν γίνεται εξαιτίας αυτού να επικρατήσει η αποχή. Θυμάσαι τον έρωτα; Εγώ τον θυμάμαι. Αμέσως μετά την ερωτική συνεύρεση, αναζητούσαμε και οι δυο το τσιγάρο. Λες και το αίσθημα της απόλαυσης δεν γινόταν να είναι ολοκληρωμένο χωρίς αυτό. Ή λες και μόνο τότε υπήρχε η πραγματική απόλαυση. Θυμάμαι περιπτώσεις που ήταν έτσι ακριβώς. Έρωτας είναι το τσιγάρο παναθεμά το, έρωτας φαρμακερός. Σε κάνει να νιώθεις πως ζεις ενώ σε σκοτώνει. Έρωτας πλάνος.
Και κάπνιζε και περπατούσε, και οι μουσικές μπερδεμένες ήταν στο κεφάλι του, γιατί δεν του ερχόταν καμιά που να ταιριάζει με το συναισθημά του εκείνη την ώρα. Μόνο οι λέξεις έβγαιναν με ευκολία κάθε φορά που φύσαγε έξω τον καπνό. "Ολοκλήρωση. Σύννεφα. Αετός. Πλάνη". Κι έφτασε μουρμουρίζοντας και ξεφυσώντας έξω από το καφέ και την είδε από το τζάμι που ήδη καθόταν μέσα και τον περίμενε. Δεν είχε βγάλει το παλτό της. Ούτε το σκούφο της. Κρατούσε μια κούπα με τα γυμνά δάχτυλα, στο υπόλοιπο χέρι της φορούσε γάντι. Σαν να καθόταν στα καρφιά, με το ένα πόδι έξω.
"-Άργησες" Του είπε μόλις την πλησίασε. Δεν είχε αργήσει. Η αγωνία της θα πρέπει να ήταν μεγάλη. Ίσως να βρισκόταν εκεί, για πάνω από μισή ώρα. Πρόσεξε πως η κούπα με τον καφέ της ήταν ήδη άδεια. Στο τασάκι, υπήρχαν τρεις γόπες. Μετά τον έρωτα, της έπαιρνε το τσιγάρο από τα χέρια. "Έλα! γιατί το κάνεις;" διαμαρτυρόταν έντονα. "-Γιατί δεν δέχομαι πως αμέσως μετά από μένα, αναζητάς τον επόμενο εραστή σου. -Εραστής το τσιγάρο; -Το τσιγάρο. -Ζηλεύεις το τσιγάρο; -Όχι. Τσαντίζομαι που δεν σου έφτασα. -Μα αυτό είναι άλλο πράγμα, μου έφτασες και μου περίσσεψες.
-Σου περίσσεψα;
-Έλα τώρα, ξέρεις τι εννοώ". Και γέλια, τσιμπήματα, γαργαλήματα, μάχη για το τσιγάρο που έστελνε τον καπνό στο ταβάνι, ανάμεσα σε δυο δάχτυλα διπλωμένα, ανάμεσα σε χείλη αντρικά και γυναικεία. Το ένα τσιγάρο.
Και ο δρόμος γλιστράει από τη βροχή τώρα και πέφτουν οι σταγόνες πάνω στο καπνισμένο χέρι του. Κάθε τόσο σταματά το περπάτημα για να το ανάψει, ξανά. Κάθε τόσο μια κόρνα του θυμίζει πως είναι κοντά στο νερό. Τ' αμάξια που περνούν το στέλνουν με δύναμη επάνω του. Κι αυτός σα να μην νιώθει.
"Μπορώ να θυμηθώ έντονα τις ιστορίες μου". Μονολόγησε. Μήπως ο καθένας μας είναι μέρος της ιστορίας ενός άλλου; Είμαστε όλοι πρόσωπα με ρόλο σε μια ιστορία που γράφεται. Όταν ο συγγραφέας μας γνωρίζει, μας αλλάζει όνομα. Όταν δεν μας γνωρίζει, μας αποκαλεί κοινωνία. Κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει από αυτό το δίχτυ. Εκτός κι αν γράψει κανείς για ανύπαρκτα όντα. Εξωγήινους πχ. Αλλά και γι' αυτούς θα έχει μια εικόνα δοσμένη από τα έργα επιστημονικής φαντασίας, ταινίες, βιβλία, κόμικ. Όλα αναπαράγονται, αναμασιούνται, ξαναστήνονται. Κι εμείς. Και ο έρωτας. Και οι αφορμές για χαρά και για λύπη. Είμαι ο τύπος με το τσιγάρο και η γυναίκα ταυτόχρονα. Είμαι ο κλέφτης και το θύμα. Ο βιαστής και ο βιασμένος. Κουβαλάω μέσα μου τραπέζια, καρέκλες, ντουλάπες, καναπέδες. Τα στήνω όπου βρεθώ, φτιάχνω σπίτι και αράζω σ' αυτό. Αράζω μέσα σε αυτό που είμαι.  Κι αν δεν θέλω να είμαι ούτε βιαστής ούτε βιασμένος, τότε είμαι ανερμάτιστος. Δεν υπάρχω. Γιατί στον κόσμο αυτό υπάρχουν μόνο τα αντίθετα. Το συν και το πλην. Και ο κόσμος αυτός υπάρχει εξαιτίας των αντιθέτων. Τι σχέση μπορεί να έχει αυτή η λέξη, εντροπία, με τις σκέψεις αυτές; Και γιατί να με απασχολούν ακριβώς τώρα, που το μόνο που θέλω είναι ένα μεγάλο ποτήρι μπύρα, να το τσουγκρίσω με τον κολλητό μου, να πούμε δυο μαλακίες, να γελάσουμε; Κι αν κλάψουμε;  ας κλάψουμε. Δεν χάλασε και κανέναν το κλάμα. Που πάω; στη άκρη του δρόμου προσπαθώντας να φανταστώ το πεζοδρόμιο, ανάμεσα σε κράσπεδα παγίδες και τρύπες, χωρίς ομπρέλα, χωρίς κολλητό, χωρίς τσιγάρο;
Η άσκηση είναι γράψε χωρίς να καπνίσεις. Η άσκηση είναι "γράψε", άσκηση επιβίωσης, με όλα τα "χωρίς".







Thursday, March 7, 2019

Χώμα.

Ένα χρήσιμο υλικό της φύσης. Εμείς, εγώ. Αλλά κι εκείνος ο τρόπος που καλύπτονται αυτά που δεν πρέπει να φαίνονται. Χώμα χάρτινο, χώμα λεκτικό, σφραγίδες χώμα και αποφάσεις χώμα. Στην πραγματικότητα το χώμα, από τότε που ο άνθρωπος κατάλαβε την πολλαπλή χρησιμοτητά του, το μεταχειρίστηκε σαν σκέπαστρο υποθέσεων βρόμικων και ενταφιασμένων στη λήθη. Εγώ λέει η Μαρίτσα, δεν θέλω να με θάψετε όταν τα τινάξω. Θέλω να με κάψετε. Να μη με σκεπάσει το χώμα και σκουληκιάσω κάτω εκεί. Μέσα στο χώμα σκουληκιάζει οτιδήποτε θάβεται. Βρωμάει άσχημα. Δίκιο έχει.
Το χώμα, κάνει μια υπέροχη προπαγανδιστική δουλειά, όχι από μόνο του βέβαια, ως υλικό εννοώ. Όταν είναι λεκτικό, παίρνει το σχήμα λέξεων ευάρεστων. Αλληλεγγύη, φροντίδα, ενδιαφέρον, πχ. Βγαίνει και σε σύνθημα από διάφορες κοινωνικές ή πολιτικές ομάδες. Όλοι μαζί για τους αδύναμους, όλοι μαζί ενάντια στον ρατσισμό, όλοι μαζί ενάντια στο φασισμό, κανένα μόνος του στην κρίση, όλοι μαζί ενάντια στη φτώχεια.
Όλα αυτά είναι χώμα που σκεπάζει την πραγματικότητα. Κανείς δεν δίνει ένα σκατό για τον άλλο. Σε προσωπικό επίπεδο, δεν υπάρχει ο άλλος. Σε κοινωνικό, το αντάλλαγμα κοστίζει περισσότερο από την προσφορά και σε πολιτικό, η επιλογή του άλλου γίνεται μηχανογραφικά. Χώμα όλα.

Γι' αυτό κι εκείνος ο χωρικός, ο κυρ Μπάμπης, που άφησε την τελευταία του πνοή στο χωραφάκι του, δεν δεχόταν να πάει στο γιατρό. Μέχρι την τελευταία στιγμή κρατούσε την αξίνα του και έσκαβε το παρθένο, μοσχομυριστό και άδολο χώμα της γης του. Στάθηκε αδύνατο για τα παιδιά του, τη γυναίκα και τ' αδέλφια του να τον πείσουν να πάει σε έναν γιατρό έστω. "Γιατρό; τι γιατρό; εκτός νησιού γιατρό; Δεν το κουνάω ρούπι. Γιατί ένας γιατρός εδώ θα μου δώσει να κάνω εξετάσεις. Που πρέπει να κάνω στη Σύρα. Και εκεί θα μου πουν πως οι απαντήσεις, είναι άσχημες και πρέπει να πάω στην Αθήνα. Και στην Αθήνα, θα τραβολογιέμαι χωρίς δεκάρα σε κανένα νοσοκομείο και θα ξενυχτάει η καημένη η γυναίκα μου στο διάδρομο, χωρίς να μπορεί να πάει κάπου να ξεκουραστεί, να κοιμηθεί, να φάει, να πιει έναν καφέ. Και θα πάω σκαστός και ρεζιλεμένος. Αν τα πράγματα δεν είναι τόσο άσχημα πάλι, θα κουβαληθώ τζάμπα εδώ κι εκεί. Θ' αφήσω τα φασολάκια μου και τις μελιτζάνες μου να ξεραθούν, τα κοτόπουλα να ψοφήσουν στην πείνα, ή να μου τα ξεπαστρέψετε εσείς για να μην έρχεστε να τα ταϊζετε;
-Μαζί μας τα βάζεις τώρα βρε πατέρα;
-Όχι, αλλά θα το κάνετε. Αφού έχετε τις δουλειές σας, τα παιδιά σας, δεν μπορείτε να έρχεστε εδώ, να ποτίζετε και να ταΐζετε.
-Ρε πατέρα αυτό είναι το θέμα τώρα ή να κοιτάξεις την υγεία σου;
-Ποια υγεία; Αυτά μου δίνουν και τρώω. Χωρίς αυτά, τι θα κάνουμε; ζητιάνοι θα γίνουμε;
-Θα σε φροντίσουμε εμείς, δεν έχεις παιδιά; γιατί μιλάς έτσι;
-Εγώ ξεγραμμένος δεν πάω, τελεία και παύλα".
Τελεία και παύλα και συνέχισε να καμαρώνει τη φασολιά του που ψήλωνε, μόνο που αυτή δεν θα τον πήγαινε στη χώρα των γιγάντων, και τα κολοκύθια του να μεγαλώνουν. "Κράτα γερά κυρά Βασιλική, γιατί αν πάθεις κάτι εσύ, τότε είναι που θα με πάρει ο διάβολος εμένα", έλεγε στη γυναίκα του.
"Πάψε πια, αφού δεν ακούς κανένα τι περιμένεις; Και που μ' έχεις με σκέπτεσαι; που κάθομαι εδώ μέσα στην αγωνία να σε προσέχω μην απομείνεις στο χωράφι ξερός, από την κούραση και την ανημπόρια;
-Μια χαρά είμαι δεν με βλέπεις; Μη σε ξεσηκώνουν τα παιδιά σου, τίποτα δεν έχω. Ταύρος είμαι σου λέω! Και να μην κάθεσαι εδώ να με φυλάς. Πήγαινε να φροντίσεις το σπίτι στο χωριό μέσα, άντε να ιδεις τα εγγόνια σου, να ψωνίσεις, κι έλα το απόγευμα να φύγουμε μαζί".

Πείστηκε με τα πολλά η κυρά Βασιλική ότι είναι καλά ο άντρας της και αφού του έφτιαξε μεσημεριανό, πήρε το δρόμο για το χωριό. Εκείνος έκανε πως δεν την βλέπει απασχολημένος με το πότισμα, κι όταν του φώναξε, "Φεύγω τώρα Μπάμπη, κοίτα να φας όσο είναι ζεστό!", σήκωσε πάνω το χέρι του χωρίς να γυρίσει το κεφάλι του στο μέρος της. Μόνο όταν εκείνη βρισκόταν αρκετά μέτρα πιο πέρα, σταμάτησε ό,τι έκανε και την κοιτούσε.
"-Αντίο Βασιλική μου, στο καλό να πας, ψιθύρισε"
Και ύστερα στην κορφή του απέναντι λόφου, είδε τρία παλικάρια να σκάβουν την ξερή γη. Ήταν αυτός και τα αδέλφια του, τα πρώτα χρόνια της άκαρπης προσπάθειας να ημερέψουν το έδαφος. Και στο βάθος της θάλασσας, είδε μια βάρκα να παλεύει με τα κύματα. Και βόγκηξε γιατί μέσα σ' αυτήν, ήταν το ένα του αδέρφι που χάθηκε μέσα τους. Μια συστάδα από ψηλά κυπαρίσσια σε απόσταση ενός χιλιομέτρου, έκρυβε την εκκλησία που παντρεύτηκε την Βασιλική, όμως έβλεπε το σταυρό που ανάμεσά στα δέντρα ξεπρόβαλε, λευκό να σκορπάει την ηρεμία του, και το βιρβίρισμα των περιστεριών, άπλωνε αυτή την ηρεμία μέχρι την ψυχή του, που έψαχνε τρόπο να δραπετεύσει από το σώμα.
"-Για να σωθώ εγώ, θα ξέκανα τη γυναίκα μου. Ούτε λεφτά για φακελάκια, ούτε για ειδικές εξετάσεις. Αφού δεν είχα να πληρώσω το ποσό για τα δενδρύλια, έχασα και τον ΟΓΑ. Τα παιδιά δουλεύουν ίσα για ταΐζουν τα δικά τους παιδιά, που να τα αφήσουν όλα και να τρέχουν; Εδώ καλύτερα. Εδώ κι ότι γίνει. Να πάω σαν νοικοκύρης στο χώρο μου. Όχι απελπισμένος κι ανήμπορος στην Αθήνα! Να βλέπω τη Βασιλική μου να κλαίει και να μαραζώνει εκεί επειδή δεν μπορούμε το ένα και το άλλο. Ρε Άστους να λένε, δεν έχεις λεφτά, πας στο διάολο".

Τον έπιασε εκείνη η ενόχληση στο στήθος κι άφησε κάτω το λάστιχο. Έκλεισε τη βρύση, περπάτησε αργά μέχρι το κουζινάκι. Κάθισε βαριά στην καρέκλα του, μπροστά από το φαγητό. Ήταν ακόμα ζεστό και μοσχομύριζε το ιμάμ. Έκοψε μια μπουκιά ψωμί και έκανε το σταυρό του. "Αξίωσε με κύριε κι αυτό το πιάτο!" Μονολόγησε και βούτηξε το ψωμί στην σάλτσα. "-Μπράβο ρε Βασιλική μου, το πιο ωραίο ιμάμ που έφτιαξες ποτέ σου είναι τούτο εδώ", είπε μασουλώντας ευτυχισμένος. Έβγαλε το φελλό από το μπουκάλι με το κρασί, το κρασί από το αμπέλι του και γέμισε το ποτηράκι του. Το κατέβασε με ένα μεγάλο στεναγμό ευχαρίστησης. "Αυτό είναι κρασί. Όχι σαν τα πειραγμένα, που βρωμάνε φαρμακίλα! Όλα φαρμακίλα βρωμάνε στην Αθήνα. Ακόμα και το χώμα της γης. Φαρμακίλα!"
Απόσωσε με το φαγητό. Μια γλυκιά ζάλη του έφερε το κρασί που τον έκανε να ακούει εκτός από το περιστερίσιο βιρβίρισμα και τιτιβίσματα πουλιών, και φτερουγίσματα, και μουσικές χαρουμένες του γάμου, και το γέλιο της Βασιλικής νύφης, και το κλάμα του πρώτου του παιδιού που γεννήθηκε στο χωραφάκι αυτό εδώ, και τον κόσμο όλο σαν ορχήστρα, που έπαιζε τη ζωή του. Και έκλεισε τα μάτια του συγκεντρωμένος στον ήχο, ευγνώμων για τούτη εδώ τη μοναδική στιγμή, όπου ένιωσε και ο ίδιος μοναδικός κι ευλογημένος. Μ' ένα δάκρυ ευγνωμοσύνης και πόνου, βυθίστηκε απαλά στον αιώνιο ύπνο, κι ούτε γιατροί, ταλαιπωρίες, Αθήνα, τα κλαμένα μάτια της Βασιλικής και οι οικονομικοί όροι της ίασής του, ούτε πεινασμένα κοτόπουλα και διψασμένα φυτά, ούτε τίποτα. Μόνο ύπνος, μετά από ένα υπέροχο, νοστιμότατο ιμάμ μπαϊλντί, από τα χεράκια της γυναίκας του.

Monday, March 4, 2019

lady Beth.

Στην πρεσβεία που δούλευε, τη Βρετανική πρεσβεία, την αποκαλούσαν Μπεθ. Μιλούσε πέντε γλώσσες και δούλευε στο τμήμα συνεντεύξεων. Τότε ήταν νέα, όμορφη, ποθητή. Είχε ταξιδέψει και πολύ, στο πλευρό πολιτικών προσώπων ως μεταφράστρια. Και ύστερα ήταν εκείνος ο σφοδρός έρωτας με τον παντρεμένο πρόξενο. Οι ψίθυροι έγιναν φωνές ώσπου ξέσπασε το σκάνδαλο. Έχασε τη δουλειά στην πρεσβεία, δεν ξέρω αν παραιτήθηκε ή την απέπεμψαν, έχασε και τον έρωτα, δεν ξέρω αν τον άφησε ή την άφησε. Και σιχάθηκε και τις πρεσβείες και τις καριέρες και όσο για τον έρωτα, τον διέγραψε από τη ζωή της. Άρχισε να ταξιδεύει με τα λεφτά που είχε μαζέψει, να τα ξοδεύει σαν να μην υπήρχε αύριο, να γνωρίζει χώρες και ανθρώπους. Για ένα μεγάλο διάστημα εντάχτηκε σε μια μη κυβερνητική οργάνωση ως εθελόντρια μεταφράστρια και την περίοδο αυτή δεν είχε πια χρήματα, αλλά δεν την ένοιαζε. Το lady, της το κόλλησαν δίπλα στο όνομα, αυτή ακριβώς την εποχή. Επειδή ήταν πάντα καλοντυμένη και με προσεγμένη μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια εμφάνιση. Κάποια πράγματα που ήταν υποχρεωτικά τα χρόνια της πρεσβείας, της έγιναν συνήθεια και τρόπος ζωής. Αυτή τα έλεγε κουσούρια, που ήταν αργά για να αλλάξει. Χαρακτήρας αξιαγάπητος με απαράμιλλο χιούμορ και αυτοσαρκασμό. Ήταν αυτό που λέμε, η ψυχή της παρέας. Και αυτό, δεν αφορούσε μόνο τις ευφρόσυνες ώρες. Ήταν αυτή που εμψύχωνε την ομάδα σε κάθε δύσκολη, τρομακτική στιγμή. Γιατί ήταν μια ομάδα που πήγαινε στα δύσκολα. Προσπαθούσε να δημιουργήσει κάποιες ανθρώπινες συνθήκες διαβίωσης για τους πληθυσμούς των χτυπημένων από πόλεμο ή επιδημίες, χωρών. Συχνά μαινόταν ο πόλεμος στα μέρη που βρίσκονταν. Η lady Beth δεν προσδοκούσε για τον εαυτό της καλύτερες μέρες. Τι να ζηλέψει άλλωστε; Ήταν ευτυχισμένη εκεί που βρισκόταν, χρήσιμη για τους άλλους και αγαπητή. Μέχρι την άτυχη εκείνη μέρα που τη βρήκε το βλήμα στο μηρό σε μια επίθεση στους κατοίκους ενός χωριού του Αφγανιστάν, που βρισκόταν η ομάδα αποστολής, από μια φανατική παραστρατιωτική οργάνωση. Γιατί λέει το χωριό δεχόταν την ελεημοσύνη των δυτικών οργανώσεων. Έτσι μας τα εξήγησε η Μπεθ.
Καθόμασταν στο φτωχό της δωμάτιο και προσπαθούσαμε να την πείσουμε να πάει στο νοσοκομείο. Η κυρία Αντιγόνη, μια υπερήλικας της γειτονιάς μου είχε λίγο πριν χτυπήσει την πόρτα. "Με συγχωρείς που θα στο ζητήσω, αλλά δεν έχω κουβέντες με καμιά άλλη εδώ γύρω. Έχω μια φίλη και είναι σε άσχημη κατάσταση. Ζει μόνη της και δεν μπορεί πια να περπατήσει. Δηλαδή περπατούσε μέχρι πρόσφατα, αλλά τώρα έχει αράξει στο κρεβάτι και αρνείται να σηκωθεί, να φάει, ακόμα και το τσάι που της φτιάχνω δεν μπορεί να καταπιεί. Νομίζω πως πρέπει να την πάω στο νοσοκομείο, αλλά εγώ δεν ξέρω γράμματα. Δεν ξέρω τι να τους πω, μπορείς να με βοηθήσεις;"
Πήγα μαζί της πρώτα στο σπίτι να δούμε τη γυναίκα. Είδα ένα ανθρώπινο απολειφάδι πάνω στο κρεβάτι με τα κάγκελα. Η κυρία Αντιγόνη μου ψιθύρισε. "-Μη τη βλέπεις έτσι. Ξέρεις τι μεγαλεία έχει ζήσει αυτή εδώ; Σε τι σπιταρώνα ζούσε τι ρούχα, τι κοσμήματα...τα χάρισε όλα. Και το σπίτι της το πούλησε για να ταξιδεύει. Και κατάντησε έτσι όπως τη βλέπεις".
"Κυρία Μπεθ;" Μίλησα στη γυναίκα. Με κοίταξε με τα σβησμένα μάτια της. "-Να καλέσουμε ένα ασθενοφόρο να πάτε στο νοσοκομείο; θα σας φροντίσουν εκεί, θα σας συνεφέρουν". Κούνησε το κεφάλι της αρνητικά.
"-Μπορείτε να μου μιλήσετε; Γιατί δεν θέλετε;
-Τι να με κάνουν εμένα εκεί χωρίς ασφάλιση; Τζάμπα θα ταλαιπωρηθώ.
-Δεν ισχύει αυτό που λέτε, θα σας βγάλουμε χαρτί απορίας και θα σας φροντίσουν. Μην ανησυχείτε, θα είμαστε μαζί σας".
Σήκωσε τους ώμους. Τότε υπήρχαν τα βιβλιάρια απορίας με τα οποία μπορούσες να έχεις ιατροφαρμακευτική και νοσοκομειακή περίθαλψη δωρεάν. Σκόπευα να κάνω τις ενέργειες για να βγει ένα τέτοιο στο ονομά της, αλλά για την ώρα προείχε η μεταφορά της στο νοσοκομείο.
Καλέσαμε το ασθενοφόρο από το σπίτι της κυρίας Αντιγόνης και γυρίσαμε πίσω να ετοιμάσουμε τη Μπεθ. Μερικά εσώρουχα, καμιά πετσέτα, νυχτικό, τα άλλα θα τα φροντίζαμε κατά περίσταση.
Μπήκα μαζί της στο ασθενοφόρο, η κυρία Αντιγόνη σιγά σιγά με το μπαστούνι της πήρε το δρόμο για το σπίτι της παρακαλώντας με να της τηλεφωνώ συχνά για να την ενημερώνω για την πορεία της υγείας της Μπεθ.
Στον ευαγγελισμό που πήγαμε με το ασθενοφόρο, περιμέναμε πολλές ώρες για να ασχοληθούν μαζί μας. Η Μπεθ ήταν πάνω σε ένα φορείο και μου ζητούσε συνέχεια νερό. Πήρα και αγόρασα ένα μπουκάλι νερό, αλλά όταν πήγα να της το βάλω στο στόμα, μου άρπαξε το χέρι μια νοσοκόμα. "Όχι νερό τώρα, να τη δουν πρώτα οι γιατροί. -Και γιατί αυτό; -Γιατί όπως την βλέπω έχει πάθει αφυδάτωση και θα χρειαστεί ορό. Αν της δώσεις τώρα νερό θα της κάνει κακό". Απομάκρυνα το μπουκάλι από πάνω της. Εκείνη με τα χέρια της απλωμένα και με το ύφος ικετευτικό το ζητούσε. -Μια γουλιά; Ρώτησα τη νοσοκόμα. -Μια γουλιά μόνο. Είπε εκείνη. Της έδωσα να πιεί μια γουλιά και της το τράβηξα.
Ύστερα την πήραν στο εξεταστήριο. Περίμενα πάλι ώρες μέχρι που έχασα την υπομονή μου κι έσπρωξα ελαφρά την πόρτα για να τη δω. Με είδε αμέσως και μου έκανε πάλι νόημα για να της πάω νερό. Με είδαν και οι γιατροί. "-Για ποιον είστε εδώ; -Για την κυρία Ελισσάβετ, εκεί πέρα" Απάντησα. -Είστε συγγενής; -Όχι γειτόνισσα, ήρθα μαζί της με το ασθενοφόρο. Δεν έχει συγγενείς. Τι έχει γιατρέ; Είναι σοβαρά; -Η γυναίκα έχει ασιτία και αφυδάτωση. Δεν είχατε πάρει είδηση ότι δεν τρώει; -Δεν γνώριζα καν την ύπαρξής της, μια φίλη της με ειδοποίησε σήμερα. -Έχει λοιπόν ασιτία και χρειάζεται φαγάκι. Αλλά τώρα έκλεισε το στομάχι της και δεν δέχεται τίποτα. Θα την κρατήσουμε δυο μέρες με τον ορό και μετά πρέπει σιγά σιγά να αρχίσει να τρώει, ελαφριά στην αρχή. Και λίγο λίγο να ξεκινήσει να πίνει κανένα χυμό και νερό. Είναι ασφλισμένη; -Όχι, θα της βγάλω χαρτί απορίας. -Καλώς, κάντε τα όμως γρήγορα αυτά γιατί μάλλον θα χρειαστεί να την ξαναφέρετε, αν δεν βελτιωθεί".
Βγάλαμε τη νύχτα στο νοσοκομείο. Η Μπεθ μου έλεγε κάθε τόσο να φύγω για το σπίτι μου, αφού ήταν στα χέρια των γιατρών, δεν χρειαζόταν να ταλαιπωρούμαι εκεί μαζί της. Κατά τις 4 το πρωί, ρώτησα μια νοσοκόμα, μετά από ποια ώρα δίνουν τα εξιτήρια το πρωί. "-Μετά τις δώδεκα θα βγει σίγουρα. Γιατί πριν οι γιατροί κάνουν τις επισκέψεις στους θαλάμους". Υπολόγισα ότι είχα μερικές ώρες να εκμεταλλευτώ για να κοιμηθώ και πήγα και της το είπα. -Θα είμαι εδώ το πρωί στις εννιά της λέω, μην ανησυχήσεις. -Πήγαινε πήγαινε, να ξεκουραστείς.
Στη γειτονιά όταν έφτασα, πέρασα πρώτα από το σπίτι της Κυρ' Αντιγόνης. Της είπα όλα όσα έγιναν και μου είπαν και μετά πήγα να κοιμηθώ. Δεν μπόρεσα να κλείσω μάτι. Στα μάτια μου είχα τη Μπεθ να μου δείχνει το στόμα της ξερό, ζητώντας μου νερό.
Οκτώμισι ήμουν πίσω στο νοσοκομείο. Η Μπεθ ξύπνια, με περίμενε. Είχε ζωηρέψει το βλέμμα της κι έμοιαζε κάπως καλύτερα. Πρόσεξα τότε πως ήταν μια πολύ όμορφη γυναίκα. "Φέρανε μια ξεγραμμένη δίπλα μου". Μου λέει. "-Τι εννοείς; ετοιμοθάνατη; -Ναι ντε, δεν με άφησε να κοιμηθώ όλη τη νύχτα. Πρώτα βόγγαγε μετά την έπιασε ο ρόγχος. -Και τι έγινε; -Τι ήθελες να γίνει; Τα τίναξε βέβαια. Και βάλανε εκείνο το παραβάν γύρω της για να μη βλέπουμε. Τι να μη βλέπουμε; Αφού τη βλέπαμε όλη την ώρα που πέθαινε, μετά τι ήθελαν να κρύψουν; -Δεν ξέρω κυρία Μπεθ, μη το σκέπτεσαι όμως. Εσύ θα φύγεις σήμερα, θα φύγουμε μαζί. -Έτσι σου είπαν; να με ξεφορτωθούν θέλουν. -Όχι βρε, είσαι καλύτερα δεν το βλέπεις κι εσύ; Μπορείς και μιλάς, ζωντάνεψαν τα ματάκια σου, όταν θα αρχίσεις να τρως θα γίνεις περδίκι πάλι. -Τι να φάω βρε; τα πόδια μου; καλύτερα να φύγω, να μη κοστίζω σε κανέναν.
-Ένα ένα τα θέματα Μπεθ, σε κανέναν δεν κοστίζει ένα πιάτο φαγητό.
-Λάθος κάνεις. Κοστίζει σ' αυτόν που το δέχεται".
Μ' άφησε με το στόμα ανοιχτό η Μπεθ. Δεν ήξερα τι να της πω από κει και πέρα. Βγήκε το εξιτήριο, φύγαμε. Η κυρία Αντιγόνη μας περίμενε από το πρωί στο προαύλιο της κάμαρης της ασθενούς, έτρεξε μόλις είδε το ταξί να μας προϋπαντήσει. Τη ξαπλώσαμε στο κρεβάτι και πήγε να της φτιάξει ένα φιδέ. -Κοίτα μην τεμπελιάσεις πάλι στο κρεβάτι και δεν σηκώνεσαι να περπατάς ε;" Της λέει η κυρ' Αντιγόνη.
Η Μπεθ, δεν άνοιγε το στόμα της για να φάει τον φιδέ. Με παρακάλια, με απειλές και υποσχέσεις, της χώσαμε τρεις κουταλιές φαγητό στο στόμα.
Το μεσημέρι έφαγε μόνο δύο και το βράδυ τίποτα. Είχε σταματήσει πάλι να μιλάει. Δεν ζητούσε καν νερό. Κάλεσα ξανά τις πρώτες βοήθειες, η Αντιγόνη μου λέει, "Άσε θα πάω εγώ μαζί της τώρα και έλα αύριο εσύ το πρωί να με αντικαταστήσεις -Δεν θ' αντέξεις κυρ' Αντιγόνη, είναι πολλές οι ώρες. -Είναι το ελάχιστο που μπορώ να κάνω για τη φίλη μου. Θ' αντέξω, να, έχω μαζί μου τα χάπια μου και σάντουιτς και νερό. Έλα το πρωί εσύ".
Το πρωί είδα από μακριά στο διάδρομο την Αντιγόνη να κλαίει. Έτρεξα κοντά της. Τι έγινε; Πως είναι η Μπεθ; χειροτέρεψε;  -Έφυγε, πάει, μας άφησε χρόνους η Μπεθ. Χωρίς λόγο, χωρίς αρρώστια, για μια βλακεία, για ένα της πείσμα. Θεος σχωρέστην. Μου είπε, "-Αν με είχε φέρει η κοπέλα στην αρχή, τότε που άρχισα να μην έχω όρεξη, θα είχα γίνει καλά. Τώρα είναι αργά".
-Σώπα ρε κυρ' Αντιγόνη, μίλησε κι όλας και σου είπε αυτό;
-Ναι και μετά από λίγο πέθανε".
Η γλυκιά Αντιγόνη, ετών 82, έγειρε το κορμί της πάνω στο μπαστούνι της κι άρχισε να κλαίει βουβά. Αγκάλιασα τους κυρτούς ώμους την έσφιξα πάνω μου. -Έκανες ότι μπορούσες, έλα, τουλάχιστον δεν έφυγε μόνη της. -Έπρεπε να σου είχα μιλήσει από μέρες πριν, βλακεία μου να πιστεύω ότι θα συνέλθει.
-Άστο κυρ' Αντιγόνη, μη βασανίζεσαι. Ή Μπεθ είχε αποφασίσει να φύγει.
-Ναι. Το είχε αποφασίσει.
Στο νεκροταφείο της Καισαριανής πήγαιναν μπροστά οι τέσσερις με την κάσα και τον παπά, κι από πίσω το πλήθος. Μια γριά γυναίκα που με κόπο βάδιζε, η κυρ' Αντιγόνη, και η αφεντιά μου που την στήριζε στα βηματά της. Πίσω από μας, ο δρόμος, ο διάδρομος, άδειος από ανθρώπους.
Ύστερα ήρθε το υγειονομικό με πρόσκληση από τον ιδιοκτήτη του σπιτιού να απολυμάνει. Και οι άνθρωποι της γειτονιάς, από τα μπαλκόνια και τις εισόδους τους, παρακολουθούσαν τα πράγματα που έβγαιναν στο δρόμο, τη "σαβούρα" της Μπεθ, κουνούσαν το κεφάλι τους με αποστροφή; αηδία; και έκαναν το σταυρό τους.
Η Αντιγόνη πέθανε κι αυτή, δυο χρόνια αργότερα. Έμαθα πως τη συνόδευσαν τα παιδιά της και πολλοί γείτονες στην τελευταία της κατοικία. Εγώ είχα αλλάξει γειτονιά και πόλη.
Τώρα έχω μεγαλώσει κι εγώ. Δεν είμαι πια κοπέλα. Ζω μόνη μου. Κι όσο τα χρόνια περνάνε, τόσο πιο συχνά μου έρχεται στη σκέψη η lady Beth. Όμως κάποιος ηλίθιος ψυχαναγκασμός, με υποχρεώνει να κρατώ το σπίτι μου καθαρό. Ακόμα κι όταν δεν μπορώ να φάω. Μάταιος κόπος βέβαια. Τα πράγματα ενός σπιτιού έχουν αξία μόνο γι' αυτόν που τα έζησε.



Saturday, March 2, 2019

Στεγνά.

Στεγνά προδίδει ο εφιάλτης τον φίλο του. Στεγνά αποποιείται αποστάτης τα "πιστεύω". Στεγνά η κοινωνία προβάλει τις απαιτήσεις της. Και η πολιτεία στεγνά εξολοθρεύει τους αδύναμους. Είναι σύμφωνο με τις απαιτήσεις γενικώς. Η πολιτεία στο κάτω κάτω είναι επιλογή της κοινωνίας. Μια κοινωνία που χτυπιέται για το άδικο, αλλά που δεν έχει την ίδια μετάφραση στο μυαλό του καθένα. Καμία λέξη δεν έχει την ίδια μετάφραση στο μυαλό των ανθρώπων. Είναι λάθος να πιστεύεις ότι μιλάς την ίδια γλώσσα ή ότι ονειρεύεσαι τα ίδια με έναν άλλο άνθρωπο πράγματα, ή ακόμα κι ότι σε ευχαριστούν ή ενοχλούν τα ίδια πράγματα.
Αυτό το "κι εγώ το ίδιο; " Καμιά σχέση. Μέχρι να το ξεστομίσεις,  δεν είναι πια το ίδιο. Τεράστιο το χάσμα των ανθρώπων στο σύγχρονο κόσμο. Όπου "μη φυσιολογικό" είναι αυτό που έχει ο άλλος και δεν έχεις εσύ. Κι αν κάποτε υπήρξε ένα όραμα που ήταν κοινό για τους ανθρώπους, που τους έκανε ομάδα ή κατηγορία, που του αφιερώθηκαν ζωές εκατομμύρια, το πήραν μαζί τους αυτοί που έφυγαν. Γι' αυτό βλέπουμε το τέρας να ξαναγεννιέται. Κι αυτή η λέξη που διαχωρίζει τους πριν από τους τώρα, είναι αυτή που ακολουθεί σε κάθε τους βήμα τους τώρα. Στεγνά.
Γυρίζουν το κεφάλι απ' την άλλη στην καλημέρα σου. Σηκώνονται από το τραπέζι όταν πας να κάτσεις. Σχεδιάζουν και οργανώνουν κοινωνικά τεκταινόμενα με εισιτήριο. Να σφίξουμε τις σχέσεις μας λένε, να γνωριστούμε καλύτερα, να μετρηθούμε. Είναι αλληλέγγυοι στον αγώνα κατά της φτώχιας και της στέρησης. Μοιράζουν μακαρόνια, ρεβύθια, κανένα γάλα ή πελτε, σε εξαιρετικές περιπτώσεις μέλι και λάδι. Μέσα από τις τρύπες τους βγαίνουν κάτι τρομαγμένα κουνέλια. Τα παίρνουν και ξαναχώνονται εκεί. Μετά ακολουθεί το γλέντι. Τα κουνέλια κι αυτά δεν είναι όλα τα ίδια. Άλλα είναι παχουλά άλλα χτικιάρικα. Τα παχουλά παίρνουν περισσότερα από τις διανομές γιατί έχουν μεγαλύτερο μέρος σώματος να ταϊσουν.  Ή γιατί μπορούνε και πηγαίνουνε σε κείνα τα τεκταινόμενα. Ποιος ξέρει γιατί. Έξω από τις τρύπες, τα παχουλά δεν μιλάνε στα χτικιάρικα. Είναι σαν ενδιάμεσοι κρίκοι ανάμεσα στον κάτω και τον πάνω κόσμο. Τους ενδιάμεσους κρίκους όλοι τους έχουν σε περίοπτοι θέση. Και ο κάτω και ο πάνω κόσμος. Τους δίνουν όλοι καρέκλα να κάτσουνε και κάποια στιγμή, τους κάνουν κι έναν λαμπρό επικήδειο. Τα χτικιάρικα ποτέ δεν θα βρούν σκαμνί, κι όταν τα τινάξουν θα πάνε σαν τον Τζακ Οχάρα, χωρίς συνοδεία και επικήδειους, χωρίς  δάκρυ. Στεγνά.
Και προχωράει ο κόσμος κι αγωνίζεται. Για μια καλύτερη θέση στην ιεραρχία της αποσύνθεσης.
Σύντομα, αύριο ίσως, θα σας πω για εκείνη την περίπτωση της μοναχικής γιαγιάς, που πέθανε από ασιτία στο φτωχό της δωμάτιο. Και κανένας στη γειτονιά δεν πήρε είδηση ότι ένας άνθρωπος πέθανε από ασιτία στο φτωχό του δωμάτιο. Πήραν όμως όλοι είδηση ότι το δωμάτιο μύριζε απαίσια, και χρειάστηκε ειδικό συνεργείο με στολές και μάσκες για να το απολυμάνει, γιατί η γειτονιά έχει και παιδιά, παιδάκια, που αρπάζουν εύκολα τις μολύνσεις, και πρέπει η πολιτεία να κάνει κάτι γι' αυτό. Είπε η κοινωνία.