Οι συμμαθήτριες που άφησα.
Σιχτίρ, κάνω δυο δουλειές και ξεφυσάω σαν κλαταρισμένο
λάστιχο. Τρέχω να βρω τα χάπια της πίεσης και κάθε που τρώω λίγο τυρί νομίζω
πως θα μου πέσει ο ουρανός στο κεφάλι. Δεν ήμουν πάντα έτσι να ξέρεις. Κανείς
δεν ήταν πάντα έτσι να μου πεις. Αλλά να, σκέπτομαι πως τελικά παθαίνεις αυτό
που πιο πολύ απ' όλα φοβάσαι. Εγώ από μικρή όταν άκουγα ότι ένας άνθρωπος είχε
πίεση, σκεπτόμουν πως είναι ότι πιο χειρότερο μπορεί να έχει ένας άνθρωπος από
ασθένεια. Ανατρίχιαζα, κοιταζόμουν, αδύνατη είμαι, δεν θα το πάθω,
παρηγοριόμουν. Αμ δε!
Στο σχολείο το δημοτικό, ήμουν παλιόμουτρο. Κορίτσι είναι
αυτό για μπελάς; ΚαΑνένα παιδί δεν με ανεχόταν, αγόρι, κορίτσι. Σπάνια γέλαγα,
σπάνια έπαιζα με τα άλλα παιδιά. Αλλά όσο για το ξύλο, πρώτη. Αυτό το ήξερα
καλά, τι να σου λέω τώρα.
Μόνη εξαίρεση από όλα τα παιδιά της γειτονιάς, η Ελευθερία.
Αυτήν δεν την τρόμαζε η αγριόφατσά μου. Κατέφευγα στο σπίτι της όταν το πράγμα
παραγινόταν με τις προκλήσεις της γειτονιάς. Εκείνος εκεί ο Γιωργάκης, κάθε
φορά που ήθελε να δει πόσο μεγάλωσε και άντρεψε, με προκαλούσε να πλακωθούμε.
Κάθε φορά τις έτρωγε και όταν μεγάλωσε επιτέλους και μπορούσε να με
νικήσει, κατάλαβε πως ήμουν απλώς ένα
κορίτσι. Άλλωστε και να ήθελε, είχα φύγει από τη γειτονιά, δεν ήταν εύκολο να
με βρει κανείς.
Κανείς. Πριν από αυτή
την περίοδο του «κανείς» είχα περάσει στο γυμνάσιο και κάθε μέρα πέρναγα να πάρω
την Ελευθερία από το σπίτι της , για το σχολείο. Στο δρόμο σταματούσαμε στης
Ελένης, πάντα αργούσε η Ελένη, έπρεπε να μπούμε μέσα και να την περιμένουμε.
Μαζί μας ερχόταν και η ξαδέλφη της από το διπλανό σπίτι, η Μαρία και στο τέλος της
κατηφοριάς, μας περίμενε η Κατερίνα. Να’ μαστε πέντε χαρούμενες, χοροπηδηχτές,
να φτιάχνουμε και το βήμα μας συχνά για να πηγαίνουμε ίδια, να τις ακούω να
μιλάνε και να μαθαίνω πως κάνουν τα κορίτσια, τι αγαπάνε τα κορίτσια, με τι
χαίρονται τα κορίτσια. Να πιθηκίζω για να είμαι μέσα στο πνεύμα της παρέας και
στην ουσία να μην με αγγίζει τίποτα απ’ όλα αυτά, παρά ταύτα να νιώθω
ευγνωμοσύνη που ήμουν εκεί, ανάμεσα στις τέσσερις, μέλος κι εγώ μιας μικρής συντροφιάς, ενός «εμείς»
που δεν είχα μέχρι το γυμνάσιο ανακαλύψει.
Ήταν τώρα οι αστραπές του ουρανού που εγώ έτρεμα, κι έτρεxα
στο φλας και τα μπουμπουνητά να κρυφτώ στο κρεβάτι της μάνας μου. Αυτές τις αστραπές
που τσαφ, με λαμπάδιαζαν μέσα μου, κανείς δεν έπαιρνε χαμπάρι, ούτε κι εγώ. Γι’
αυτό τη θαύμαζα την Ελένη που τις κοίταζε κατάματα. Κι άπλωνε το δάχτυλό της να
τις μας τις δείξει. Κι εγώ της φώναζα, «Μη να χαρείς, μην προκαλείς τον ουρανό!»
Και γέλασε η Ελένη και θύμωσα εγώ που τόσο αψήφιστα έπαιρνε
τον κίνδυνο.
«-Θα μας πάρεις στο λαιμό σου, δεν ξέρεις ότι το ανθρώπινο
σώμα είναι μαγνήτης του κεραυνού; Βλαμμένο;
-ω! Σταμάτα πια φοβιτσιάρα, πως κάνεις έτσι. Μόνο στ’ αγόρια
ξέρεις να κάνεις το μάγκα;»
Και η Ελευθερία, να μπαίνει μπροστά κάθε φορά που ένα αστείο
τους, έπεφτε πάνω στον τοίχο του μονόχνωτου αγριόπαιδου, να με υπερασπίζεται να
μας θυμίζει πως είμαστε φίλες και πρέπει να ανεχόμαστε η μία την ιδιαιτερότητα της
άλλης. Ποτέ δεν πήρε θέση υπέρ της μιας
ή της άλλης, παρά απαιτούσε συμφιλίωση εδώ και τώρα.
Και μέσα στην τάξη, εκεί, που μ’ έστηνε η φυσική στο ένα
μέτρο να με πυροβολήσει ενώ τα μαθηματικά είχαν προ πολλού πάψει να
ασχολούνται μαζί μου, μέσα εκεί, που ψέλλιζα κάθε φορά που ήμουν αναγκασμένη να
απαντήσω, επειδή φοβόμουν πως δεν θα ελέγξω την οργή μου κάποια στιγμή, η
Ελευθερία, μου ψιθύριζε από πίσω την απάντηση με αγωνία, H Ελένη μου έκανε
νόημα, η Μαρία με συμπλήρωνε για να αποσπάσει την προσοχή της καθηγήτριας, η
τάξη όλη πάγωνε, από το χιόνι της ερημιάς μιας άσχετης, με τον τόπο και τον
χρόνο των υπολοίπων. Πάγωνε η τάξη. Περίμενε με αγωνία την επόμενη τιμωρία μου.
«Τι λέτε παιδιά; Δεν της αξίζει μια τιμωρία; -Όχι κυρία! Είναι καλή, θα
διαβάσει θα τα καταφέρει, θα δείτε!»
Τα κορίτσια τα καημένα προσπαθούσαν να με σώσουν αλλά εγώ
είχα μια ασθένεια που δεν γινόταν με τίποτα καλά. Και δεν ήξερα και πως τη
λένε. Συνέχιζα να προσπαθώ να κάνω τον ίδιο βηματισμό με τις φίλες μου, αλλά
μου άρεσε καλύτερα να τρέχω. Έλεγα πως κάποια στιγμή θα ξεχάσω να σταματήσω και
θα βρεθώ σε έναν άλλο κόσμο, όπου δεν θα υπάρχουν μαθηματικά και φυσική, όπου
δεν θα είμαι υποχρεωμένη να ακολουθώ τα βήματα των άλλων, όπου δεν με
τιμωρούσαν, όπου δεν θα με έλεγχε κανείς και όπου, θα είχα επιτέλους καταλάβει
γιατί χαίρονται οι άνθρωποι.
"Τα μανεκέν παρελαύνουν!" Φώναζε η γυμναστριά μας, και σφύραγε το βήμα. Μανεκέν ξε- μανεκέν άντε να τελειώνουμε, δεν είμαστε στρατιώτες, αθλητριες είμαστε. Ν' αρχίσουμε πια! Γκρίνιαζα συνέχεια.
Εκατό μέτρα ταχύτητα, μόνο τόσο κράταγε η δραπέτευση. Και
στο τέλος, η Ελευθερία, η Ελένη, η Κατερίνα, η Μαρία, ήταν εκεί για να χαρούν
να πανηγυρίσουν μαζί μου.
Αλλά εγώ ήθελα κι άλλο να τρέξω, δεν μπορούσα να πανηγυρίσω,
τα πόδια μου κάτω από το θρανίο χορεύανε συνέχεια, στο μυαλό μου επικρατούσαν
εικόνες με μένα να προσπερνάω τους χίλιους δεκατρείς, στα όνειρά μου, εκατό
μέτρα γινόταν το ένα άλμα μου. Μέχρι που στο τέλος άρχισα μέσα σε αυτά, τα
όνειρα, να πετάω κι όλας.
Είδα και τις τέσσερις για τελευταία φορά, τη μέρα που
αποφάσισα αντί για το σχολείο, να κατέβω στο ρέμα της περιοχής, το ρέμα του
Γερουλάνου. Τους είπα, καλύψτε με, πείτε
πως είμαι άρρωστη και έχω πυρετό. Η
Ελευθερία μπήκε μπροστά μου. Θα έρθεις μαζί μας, δεν θα πας πουθενά. Οι άλλες εν
χορώ προσπαθούσαν να με πείσουν πως δεν θα γίνει τίποτα τρομερό. «Στο κάτω κάτω δεν έφταιγες εσύ, μπορούμε να
το βεβαιώσουμε. Εσύ της διάβαζες την
ανάλυσή σου για το ποίημα, κι αυτή έψαχνε τα τετράδια των άλλων να βρει από πού
τα έκλεψες»
«Ποτέ δεν θα δεχτούν ότι μπορώ να σκεφτώ και να γράψω. Τι να
κάνω εκεί πέρα; Συνεχίστε εσείς κορίτσια
εγώ θα δω τι θα αποφασίσω».
Χαμογελούσε η Ελευθερία. «Θυμάσαι βρε, τι είχε πει ο Ζορμπάς
ο δασκαλός μας για σένα; Αυτό το κορίτσι ρε παιδιά, μόνο δυο δρόμους έχει. Ή
συγγραφέας θα γίνει μια μέρα, η θα χαθεί». Έλα μαζί μας Ελένη μου και γίνε
συγγραφέας». Χαμογελούσε ονειρικά και το ένιωσα πως περίμενε την απάντηση.
«-Αν είναι να γίνω αυτό, θα πάω από άλλο δρόμο, μέσω της Neverland αλλιώς είχε δίκιο,
θα χαθώ».
Άφησα τις κοπέλες να συνεχίσουν το δρόμο τους και κατηφόρισα
προς το ρέμα.»
Και στο ποτάμι εκεί, βρήκα την προκήρυξη. Και ένα μέτρο πιο
πέρα, άλλη και άλλη.
Η μία έλεγε «Έξω η Χούντα από τα σχολεία» η άλλη «λαέ
πεινάς, γιατί τους προσκυνάς;» Και μια άλλη «θάνατος στους φασίστες!»
Τότε σκέφτηκα πως και μένα, αυτοί μου τα έκαναν όλα αυτά. Οι
φασίστες με υποχρέωναν να βρίσκομαι
συνέχεια σε άμυνα, αυτοί με χλεύαζαν, αυτοί με τιμωρούσαν, αυτοί με υπέβαλλαν
σε εξαναγκασμούς, αυτοί με διέταζαν και αυτοί προσπαθούσαν να με σβήσουν από το
χάρτη.
«Η κόρη σας κυρία Μπάλιου, έχει πάρει κακό δρόμο. Έχει
ξεφύγει από τους κανονισμούς του σχολείου, κάνει παρέα με παιδιά που καπνίζουν,
βάφει τα μαλλιά της…
-Δεν τα βάφει, το χρώμα τους είναι αυτό.
-Τόσο έντονο;
-Μάλιστα τόσο έντονο. Ούτε καπνίζει.
-Ναι αλλά καταλαβαίνετε, δεν είναι καλή μαθήτρια και
επηρεάζει και τα καλά παιδιά αρνητικά. Προχτές τόλμησε να πει στην καθηγητριά της
ότι την ταπεινώνει. Αυτά τα λένε οι κομμουνισταί κυρία Μπάλιου. Όχι ένα κορίτσι με σεβασμό και αγωγή από το
σπίτι της.
- Δεν της αρέσει το σχολείο, κακώς την έστειλα. Αυτό είναι
όλο. Θα τη βάλω να μάθει μια τέχνη. Αλλά δεν ανέχομαι να μου λέτε ότι είναι
αυτή που περιγράφετε. Το παιδί μου και σέβεται και υπάκουο είναι. Εσείς δεν
ξέρετε να το εκτιμήσετε.
-Τέτοια θάρρητα τους δίνετε και μετά ψάχνετε να τα βρείτε τα παιδιά σας.
-Το καλό που της θέλω, να φύγει»
Δεν την περίμενα αυτή την απάντηση από τη μάνα μου είναι
αλήθεια. Δεν ήξερα αν έπρεπε να χαρώ ή να στενοχωρηθώ. Ανακουφίστηκα όταν μ’
έπιασε από τον ώμο και με έσπρωξε ελαφριά προς την πόρτα. «Πάμε παιδί μου»
Πέρασα από την τάξη να χαιρετίσω τα κορίτσια. Η Ελευθερία, η
Ελένη, η Μαρία, η Κατερίνα, η Φλώρα, η Βίκυ, η Νικολίτσα, με ρωτούσαν ανήσυχες
τι συμβαίνει. Δεν ήξερα ούτε κι εγώ. Είπαμε ότι θα βρισκόμαστε στη γειτονιά, θα
πήγαινα ακόμα και στον Άγιο Κοσμά.
Μπήκα μέσα σε ένα εργοστάσιο με ταπετσαρίες επίπλων.
Γράφτηκα και στο νυχτερινό. Στον Άγιο Κοσμά δεν ξαναπήγα. Μερικές φορές φορές
μόνο στο ρεπό από τη δουλειά, περνούσα να δω την Ελευθερία που μέναμε πιο
κοντά. Προσπαθούσε να με πείσει κάθε
φορά να γυρίσω πίσω. Το πίσω, δεν το έμαθα ποτέ. Της έλεγα. «Έχεις δίκιο, δεν σου
πάει αυτό» παραδεχόταν, και συμπλήρωνε αμέσως μετά. «Εγώ ωστόσο οφείλω να
προσπαθήσω» Δεν ξέρω γιατί το ένιωθε έτσι. Την άφησα με ένα χαμόγελο αποτυπωμένο
στα χείλη, το ίδιο εκείνο που είχε όταν μου έλεγε συνωμοτικά για τις σκανταλιές
του αδελφού της, ή για το που τόλμησε να φορέσει το πρώτο της καλτσόν.
Την άφησα, τις άφησα. Στα χέρια τους παρέδωσα την παιδική μου ανεμελιά
και μπήκα με τα μπούνια στον ανελέητο κόσμο των ενηλίκων.
Για λίγο καιρό μετά την αποχωρησή μου από το σχολείο, εξακολούθησα
να πηγαίνω στην Ελευθερία, σε μια προσπάθεια να μην αλλάξει τίποτα μεταξύ μας. Τα φοβόμουν
όλα τα καινούργια που έβλεπα να έρχονται. Λέγαμε ανέκδοτα, γελούσαμε, παίζαμε, ακόμα
στην εφηβεία και ο αδελφός της με κείνο τον
τσαμπουκά το Γιωργάκη κι έναν άλλο, έφτιαξαν έναν ερασιτεχνικό ραδιοσταθμό. Τον
είπαν οι «απένταροι» και έκαναν ραδιοφωνικές εκπομπές. Έπαιρνα τηλέφωνο τους ζητούσα
τραγούδια, πήγαινα και να τους δω. Τα
αγόρια αγάπησαν τα κορίτσια, οι μπουνιές ξεχάστηκαν. Τα κορίτσια αγάπησαν τα
αγόρια. Κι έτσι συμφιλιωμένους τους άφησα όλους όταν αποφάσισα να «αγωνιστώ για
το δίκιο του εργάτη». Άλλη εργάτρια από
μένα δεν ήξερα εκείνες τις μέρες στη γειτονιά, να κόβεται δηλαδή για τα δίκια της. Οι φίλες μου ήταν ακόμα μαθήτριες. Κι έφυγα
να πάω στις γειτονιές των εργατών, εκεί που νόμιζα πως είναι η θέση μου.
Δεν τις ξαναείδα ποτέ. Δεν έμαθα αν η Ελευθερία παντρεύτηκε,
έκανε παιδιά, ούτε για τη Μαρία, την Ελένη, την Κατερίνα, έμαθα ποτέ.
Ένιωθα πως είχα περάσει τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στους φιλήσυχους
και τους άλλους που κόστιζαν πρόβλημα σε κάθε ευκαιρία στη δουλειά, στο σχολείο….Ήμουν
άδικη γιατί δεν ήξερα τίποτα γι’ αυτούς πλέον, και ήμουν ακόμα πιο άδικη γιατί
δεν ήξερα τίποτα ούτε για μένα.
Βλέπω τον εαυτό μου στην αφετηρία της ζωής, με το ένα γόνατο
λυγισμένο. «Λάβετε θέσεις, έτοιμες,….»
Στο τέρμα της διαδρομής βρίσκεται ένα τεντωμένο σχοινί. Δίπλα μου τρέχουν η Ελένη, η Ελευθερία, η
Κατερίνα, η Μαρία. Τις βλέπω, τις ακούω λαχανιασμένες να ακολουθούν. Μέχρι που
δεν τις ακούω πια. Δεν τις ακούω. Όταν γύρισα πίσω να κοιτάξω, είχαν περάσει
σαράντα χρόνια.
«Κορίτσια που πήγατε; Που στρίψατε;» φωνάζω.
Τη φωνή μου αρπάζει ο κυβερνοχώρος και την κάνει γράμματα. Αρχίζω
να παίρνω παρουσίες. Για μια και μοναδική φορά, απουσιολόγος. Μία μία βγαίνουν
από το λαγούμι της λήθης και μου απαντούν.
«Άντε, να βρούμε και την Ελευθερία να συναντηθούμε.
Ειδοποιείστε την, δεν ξέρω που βρίσκεται».
Τότε η Ελένη μου ανοίγει παράθυρο συνομιλίας. «θυμάσαι τι σου
είχε πει για το Ζορμπά όταν αποφάσισες να παρατήσεις το σχολείο;
-Ναι το θυμάμαι. Τους πήρα και τους δύο δρόμους όμως, ταυτόχρονα.
-Δεν χάθηκες όμως. Τώρα γράψε. Την Ελευθερία τη χάσαμε.
Πέταξε στους ουρανούς. Σαν εκείνο το κοριτσάκι με τα σπίρτα που τόσο αγαπούσε,
το θυμάσαι;»
Τη χάσαμε
Πέταξε στους ουρανούς
το κοριτσάκι με τα σπίρτα χαμογελούσε πάντα
ίσως και γιατί ήξερε πως μια μέρα
το προσκλητήριο θα το καλούσα εγώ
κι αυτή θα έρθει να καθίσει στην καρέκλα
ανάμεσά μας,
να μας ακούσει και να μας πει τα νέα της,
πως τα περνάει εκεί πάνω
στις γειτονιές των αγγέλων
κι εμείς να ψάξουμε και τη συχνότητα
για να το ακούσουμε
εκείνο το τραγούδι που μιλά
για την άδολη αγάπη
που πάντοτε ριζώνει
στις ανέμελες
κι αγνές ψυχές.
Χάθηκε πολύς χρόνος. Πήγαμε σε άλλες ζωές και τώρα
ξαναγυρνάμε. Καλώς καμωμένα όλα. Μόνη μου ελπίδα και ευχή, να μην ακούσω για άλλες
απουσίες.
Κάπου στον κόσμο εκεί έξω, έχω έξι, εφτά, δέκα αδελφές. Καλό
Πάσχα κορίτσια μου και με το καλό η δια ζώσης αντάμωσή μας. Σας αγαπώ όλες.
Στη μνήμη της Ελευθερίας μας.
No comments:
Post a Comment
Εδώ σχολιάζουμε;