Πήγα σε δυο τρία ξενοδοχεία, δεν βρήκα τους ιδιοκτήτες, βρήκα κάτι συγγενείς ή γείτονες κι άφησα το τηλεφωνό μου. Το άφησα και σε αρκετά μαγαζιά σε περίπτωση που κάποιος ρωτήσει για γυναίκα για τη σαιζόν. Και μετά πήγα και παρουσιάστηκα στον ΟΑΕΔ και τέλος κατέληξα στο φαστ φουντ που είναι απέναντι από τη στάση, να περιμένω το λεωφορείο. Φωτογραφίες, φύσαγε πολύ και μου την έσπασε, δεν μπορούσαν να μείνω για πολύ στον αέρα. Στο φαστ φουντ μίλησα με τον Τζεφ στο σκάιπ, δεν υπάρχουν νέα και δεν μου φάνηκε τόσο καλά. Στο λεωφορείο είδα την κυρία Άννα, που είχαμε γειτόνισσα στην Αθήνα όταν μέναμε στο Μπραχάμι με τους γονείς μου και μετά ήρθε με τον παριανό άντρα της να ζήσουν στην Πάρο όπως έκαναν οι γονείς μου. Ο άντρας της πέθανε εδώ και κάτι χρόνια, ο γιος της ζει στην Αθήνα όπως εγώ, έχει δυο παιδιά, δουλεύει στο ταμιευτήριο 25 χρόνια, δεν ξέρει αν θα τον διώξουν τώρα με τις μαζικές απολύσεις, αλλά θέλει να έρθει στην Πάρο να μείνει με την οικογένειά του. -Με τι δουλειά; έχει βρει κάτι; -Όχι, θα έρθει και θα ψάξει λέει, δεν έχει ιδέα πόσο χάλια είναι κι εδώ.
Η Κυρία Άννα, είναι η μαμά του παιδικού μου φίλου του Τζίμι. Ερχόταν κάθε πρωί να με πάρει για να πάμε στο σχολείο παρέα. Ήταν ένα κοκαλιάρικο αγόρι, που έκανε όλο σκανταλιές. Εκεί η γειτονιά μας ήταν σαν χωριό. Η μάνα του όταν μεγάλωσε κι έγινε άντρας του είπε να πάρει ένα από τα κορίτσια της γειτονιάς, που τα ξέραν καλά, ήμασταν τρία τέσσερα κορίτσια της ίδιας ηλικίας και πηγαίναμε όλοι στην ίδια τάξη. Ο Τζίμι της είπε ότι μας βλέπει όλες σαν αδελφές του και δεν θα πάρει καμία. Και της έφερε μια κοπέλα εκτός γειτονιάς που παρόλα αυτά η κυρία Άννα αγάπησε σαν παιδί της. Τώρα ζει μόνη της στο διπλανό χωριό και μέρα στη μέρα χάνει το φως της όλο και περισσότερο μέχρι να τυφλωθεί τελείως. Δεν παίρνει ούτε εγχείριση ούτε θεραπεία. Και κλαίει, συνέχεια κλαίει.
Ο Τζίμι θέλει να έρθει να βρει δουλειά στην Πάρο. Εγώ ήρθα να βρω δουλειά στην Πάρο. Παριανοί έφυγαν για να βρουν δουλειά στην Αθήνα. Εγώ πήγα στο Καρπενήσι για να βρω δουλειά. Από το Καρπενήσι έφυγαν όλοι οι νέοι και σκορπίστηκαν σε άλλες πόλεις και στην Αθήνα να βρουν δουλειά. Η Κωνσταντίνα από τα μπρελόκ που δουλεύαμε μου έλεγε πως ούτε στα χωράφια δεν μπορούν πια να δουλέψουν. Δεν τους αφήνουν να βάλουν καπνά, βαμβάκι, τίποτα δεν τους αφήνουν.
Είμαστε σαν τα μυρμήγκια που τους ρίχνεις μια πέτρα πάνω στη μυρμηγκοφωλιά. Πάνε από δω, από κει, κάποια φεύγουν τρομαγμένα μακριά, κάποια επανέρχονται προσπαθώντας να ανοίξουν τη φωλιά τους, κάποια πεθαίνουν.
Σαν τα μυρμήγκια είμαστε αδελφέ μου...
Μας έριξαν αεροζόλ και ψαχνόμαστε, τη φάγαμε; δεν τη φάγαμε; θα ζήσουμε; θα τα τινάξουμε;
Ουστ! Ξουτ! ανθυγιεινές και αντιπαραγωγικές σκέψεις. Ώρα για έξω.
Η Κυρία Άννα, είναι η μαμά του παιδικού μου φίλου του Τζίμι. Ερχόταν κάθε πρωί να με πάρει για να πάμε στο σχολείο παρέα. Ήταν ένα κοκαλιάρικο αγόρι, που έκανε όλο σκανταλιές. Εκεί η γειτονιά μας ήταν σαν χωριό. Η μάνα του όταν μεγάλωσε κι έγινε άντρας του είπε να πάρει ένα από τα κορίτσια της γειτονιάς, που τα ξέραν καλά, ήμασταν τρία τέσσερα κορίτσια της ίδιας ηλικίας και πηγαίναμε όλοι στην ίδια τάξη. Ο Τζίμι της είπε ότι μας βλέπει όλες σαν αδελφές του και δεν θα πάρει καμία. Και της έφερε μια κοπέλα εκτός γειτονιάς που παρόλα αυτά η κυρία Άννα αγάπησε σαν παιδί της. Τώρα ζει μόνη της στο διπλανό χωριό και μέρα στη μέρα χάνει το φως της όλο και περισσότερο μέχρι να τυφλωθεί τελείως. Δεν παίρνει ούτε εγχείριση ούτε θεραπεία. Και κλαίει, συνέχεια κλαίει.
Ο Τζίμι θέλει να έρθει να βρει δουλειά στην Πάρο. Εγώ ήρθα να βρω δουλειά στην Πάρο. Παριανοί έφυγαν για να βρουν δουλειά στην Αθήνα. Εγώ πήγα στο Καρπενήσι για να βρω δουλειά. Από το Καρπενήσι έφυγαν όλοι οι νέοι και σκορπίστηκαν σε άλλες πόλεις και στην Αθήνα να βρουν δουλειά. Η Κωνσταντίνα από τα μπρελόκ που δουλεύαμε μου έλεγε πως ούτε στα χωράφια δεν μπορούν πια να δουλέψουν. Δεν τους αφήνουν να βάλουν καπνά, βαμβάκι, τίποτα δεν τους αφήνουν.
Είμαστε σαν τα μυρμήγκια που τους ρίχνεις μια πέτρα πάνω στη μυρμηγκοφωλιά. Πάνε από δω, από κει, κάποια φεύγουν τρομαγμένα μακριά, κάποια επανέρχονται προσπαθώντας να ανοίξουν τη φωλιά τους, κάποια πεθαίνουν.
Σαν τα μυρμήγκια είμαστε αδελφέ μου...
Μας έριξαν αεροζόλ και ψαχνόμαστε, τη φάγαμε; δεν τη φάγαμε; θα ζήσουμε; θα τα τινάξουμε;
Ουστ! Ξουτ! ανθυγιεινές και αντιπαραγωγικές σκέψεις. Ώρα για έξω.
No comments:
Post a Comment
Εδώ σχολιάζουμε;