Υπάρχει μόνο ένα είδος
ευτυχίας, και λέγεται Ευτυχία. Υπάρχουν πολλά είδη δυστυχίας και το καθένα έχει
τ’ ονομά του. Η ευτυχία μπορεί να είναι αυτοτελής ή σε συνέχειες. Η δυστυχία
σίγουρα έχει μεγαλύτερη διάρκεια. Το καλό με την τελευταία είναι ότι οι μνήμες
της σβήνουν γρήγορα, σχεδόν αμέσως. Αντίθετα, οι μνήμες από την ευτυχία είναι
οδυνηρές και οι περισσότεροι φυσιολογικοί άνθρωποι τις αποφεύγουν. Όμως νομίζω
πως δεν έχει και πολλούς υπ’ αυτή την έννοια φυσιολογικούς ανθρώπους ο κόσμος.
Ούτε κι εγώ είμαι. Περνώντας ο καιρός διαπιστώνω πως όλο και περισσότερο
επιστρέφω στα παλιά μου λημέρια. Γιατί τι άλλο μπορεί να είναι ο τόπος της
νοσταλγίας από ένα σίγουρο και ασφαλές λημέρι στην περίοδο μιας μεγάλης καταδίωξης;
Ο μύλος ήταν κι αυτός
ρημαγμένος, ανενεργός εδώ και πολλά χρόνια, τα πανιά ανύπαρκτα και η κυκλική
του μάντρα, γκρεμισμένη στο μεγαλύτερο μέρος της.
Στο δρόμο κινούνται ελάχιστα
τροχοφόρα, κι αυτό τουλάχιστον παρέμενε το ίδιο, κάποια τρακτέρ, κάποιο
αγροτικό αμάξι, σπάνια το λεωφορείο.
Καθώς οδηγούσα, οι ψιχάλες της βροχής δυνάμωσαν, με χτυπούσαν σαν πέτρες στην πλάτη με το λεπτό αδιάβροχο, έχασα για λίγο και το τιμόνι από τα χέρια μου, το επανέφερα τρομαγμένη, σταμάτησα.
Στο σημείο εκείνο, από τις δυο πλευρές του δρόμου με κοίταζαν τα δυο θλιμμένα κτήρια. Το καφενείο και ο ανεμόμυλος.
Μια εκατόχρονη γυναίκα βγήκε
από την αυλή του διπλανού σπιτιού και με ρώτησε.
-Τι ζητάς κοπέλα μου; τι
ψάχνεις;
-Τίποτα γιαγιά, θυμάμαι. Της
απάντησα, σηκώνοντας τους ώμους σε μια αμήχανη κίνηση.
-Α καλά, εγώ να δεις τι
θυμάμαι από το μέρος αυτό. Να έρθεις μια μέρα να στα πω. Άντε να μη σε κρατώ
πια, βρέχει, θα θέλεις να φύγεις.
Τη χαιρέτισα με το κεφάλι,
κατέβασα το τζάμι του κράνους κι απομακρύνθηκα. Η γυναίκα δεν με αναγνώρισε. Μπήκα
στον πειρασμό να της θυμίσω ποια είμαι, αλλά έμεινα διστακτική. Στην
πραγματικότητα δεν ήθελα να μιλήσω με κανέναν. Ο Ζαφείρης μου, ο δικός μου Ζαφείρης, μόλις είχε διαγνωστεί με σοβαρή καρδιοπάθεια.
Θα έπρεπε άμεσα να φύγουμε από το νησί, να πάμε στην Αθήνα για να εγχειριστεί.
Είχα ακόμα τη φωτογραφία της
γιαγιάς σ’ ένα παλιό άλμπουμ, οι δυο μας έξω από αυτό το ίδιο μαγαζί
αγκαλιασμένες και χαμογελαστές, τη μέρα των εγκαινίων.
Ωστόσο το μέρος αυτό με
κράταγε ακόμα. Πήρα τον κυκλικό δρόμο
που έβγαζε προς το ύψωμα του μοναστηριού παραμερίζοντας με τα χέρια το νερό από
το τζάμι του κράνους. Στο μοναστήρι, κατέβηκα από το μηχανάκι, το στήριξα
κόντρα στον άνεμο με δυο πέτρες από κάτω και κάθισα κάτω από το στεγανό σημείο μιας
πέργουλας, απ’ όπου μπορούσα να βλέπω το δρόμο μέχρι κάτω, τον ανεμόμυλο, το
παλιό μαγαζί, το πλακόστρωτο που οδηγούσε μέσα στο χωριό, τη στάση του
λεωφορείου.
Το μόνο που δεν μπορούσα να
δω εκείνη την ώρα από το σημείο που βρισκόμουν, ήταν η αστροφεγγιά. Κι όχι μόνο
γιατί δεν ήταν νύχτα, αλλά γιατί δεν υπήρχε. Κάποτε οι νύχτες μου άρχιζαν και
τελείωναν κάτω από έναν φορτωμένο με ευχές ουρανό.
«-Τι ονειρεύεσαι να κάνεις στη
ζωή σου;
-Δεν ξέρω, με ξαφνιάζει η
ερώτηση. Για την ώρα προσπαθώ να ζήσω αλλά θα ήθελα κάποτε να σπουδάσω.
-Αυτή η μουσική που ακούς
είναι ουράνια. Δεν σου κρύβω ότι αυτή με τράβηξε σ’ αυτή τη φωλίτσα. Είναι
σίγουρα μαγαζί εδώ;
-Μαγαζί είναι, αλλά δεν
πατάνε οι πελάτες. Είναι το νεκροταφείο πιο πάνω βλέπεις και το αποφεύγουν,
εφόσον οι περισσότεροι έχουν γεράσει εδώ... Μικροί μεγάλοι πηγαίνουν μέσα στο
χωριό, εδώ έρχονται μόνο για τη στάση η περνούν από μπροστά για τις κηδείες. Ευτυχώς
κι έχω τη γιαγιά από δίπλα να λέω καμιά κουβέντα.
-Ναι έτσι με λένε. Κάποτε το
μέρος αυτό μάζευε κόσμο. Ερχόταν εδώ ο ταχυδρόμος τον περίμεναν οι χωριανοί,
ταξιδιώτες ακουμπούσαν τις βαλίτσες τους στη βεράντα έξω, περιμένοντας το
λεωφορείο, δεν προλάβαιναν τις παραγγελίες οι ιδιοκτήτες του. Ύστερα η στάση
μεταφέρθηκε πεντακόσια μέτρα, σ’ αυτήν εδώ έρχονται οι γεροντότεροι. Ο
ταχυδρόμος δεν πατάει.
-Κατά το ήμισυ. Νόμιζα ότι θα
μπορούσα να αναβιώσω το μέρος. Να το κάνω να αποκτήσει την παλιά του αίγλη.
Προφανώς αστόχησα».
Σήκωσα τους ώμους πάλι, κακό
συνήθειο πρέπει να το κόψω.
Με κοιτούσε σιωπηλός, έχοντας
αποξεχασμένο το δικό του χαμόγελο στο πρόσωπο. Η μουσική του Χατζιδάκι δυνάμωσε
αναπάντεχα, γιατί ήταν μια μουσική που της ταίριαζε η σιωπή. Από τη μισόκλειστη
πόρτα μπορούσες να δεις τη μανία του αέρα καθώς γύριζε με δύναμη τα γυμνά ξύλα
του ανεμόμυλου. Μεγάλη Παρασκευή και οι περισσότερες επιχειρήσεις είχαν ήδη
ανοίξει τις πόρτες τους στους Πασχαλινούς επισκέπτες. Όμως το κρύο εξαιτίας του
βοριά δεν άφηνε τους ανθρώπους να καθίσουν στην παραλία ή σε ανοιχτά μέρη. Και
η μέρα έτσι κι αλλιώς επέβαλε το κλείσιμο και την περισυλλογή.
«-Τι θα κάνεις; τι σκοπεύεις
να κάνεις όταν παραιτηθείς από αυτή τη χίμαιρα;» Με ρώτησε ξανά ο Ζαφείρης.
«-Που να ξέρω… Δεν κάνω
μεγάλα σχέδια ποτέ». Πάλι το χαμόγελο, το σήκωμα των ώμων.
-Άγγελος είσαι.
-Δεν κατάλαβα;
-Λέω δοκιμάζεις τα φτερά σου,
ουράνια…» μιμήθηκε την κινησή μου.
-Όποιος πιστεύει ότι θα
πετάξει σπάει τα μούτρα του. Το ίδιο κι όποιος ονειρεύεται».
Εκείνη την ώρα μπήκε ένα
ζευγάρι αντρών, αγκαλιασμένο. “is this a
place for coffee?” ρώτησαν, σαρώνοντας με το
βλέμμα το χώρο. Τους είπα ναι και κάθισαν. Άρχισαν να φιλιούνται με πάθος, ο
μικρότερος καθόταν στα γόνατα του μεγαλύτερου.
Τους ρώτησα τι θα πάρουν. Παρήγγειλαν
νες καφέ με γάλα. Πήγα πίσω από τα ψυγεία, ο Ζαφείρης και το ζευγάρι έπιασαν να
μιλούν στ’ αγγλικά.
Το χαμόγελο της Τζοκόντας πλάτυνε. Μπορούσες να το δεις στο ξαστέρωμα του ουρανού από το παράθυρο, τον ορίζοντα που ξαφνικά έλαμψε στη μέση της θάλασσας και το χρυσό που έσκασε πάνω στους τοίχους των σπιτιών λίγο πριν ο ήλιος χαθεί στα βουνά της Νάξου. Ο έρωτας είναι έρωτας. Και η καληνύχτα καληνύχτα. Οριστική, ανάλγητη, αμετάκλητη, Αγιοπαρασκευιάτικη.
Η στιγμή ήταν λίγη, μικρή,
ασήμαντη και δεν με αφορούσε. Εγώ είχα
έρθει εδώ να ξεχάσω. Απέναντι από τον στοιχειωμένο μύλο που ήταν ο μόνος μου
θεατής, ο σιωπηλός μου φίλος, μέσα στο έρημο μαγαζί –μόνο για πελάτες που
έχασαν το δρόμο τους- με τις μελωδικές ή κοφτερές μνήμες μου.
Έκλεισα το μαγαζί, έβαλα τα
κλειδιά στην τσέπη, καβάλησα το καινούργιο μου μηχανάκι, δώρο στον εαυτό μου με την
αποζημίωση από την τελευταία μου απόλυση, και πήρα το δρόμο για την έρημη
παραλία. Κάθε άλλος ετοιμαζόταν για να πάει στην εκκλησία τέτοια ώρα.
Από το πρωί ετοίμαζαν τα μέρη
για το στήσιμο των αναπαραστάσεων. Όλοι οι δρόμοι περιφερειακά του χωριού μαρτυρούσαν
τα πάθη, σε μια μαρτυρική διαδρομή προς τον Γολγοθά.
Ετοίμασαν και μία σκηνή πάνω
στη μικρή βεράντα του καφενείου μου. Εκεί θα γονάτιζε η Μαγδαληνή να πλύνει τα
πόδια του Χριστού. Και ήταν η Αρχοντούλα, η πανέμορφη κόρη του υδραυλικού, που
πάντρεψε ο πατέρας της με το ζόρι επειδή την έπιασε να φιλιέται με το τσιράκι
του, -φίδι στον κόρφο μου ρε κερατά σε είχα; θα την πάρεις!- Αποφάσισε ο
πατέρας της, και χωρίς να την ρωτήσει αυτός ή οποιοσδήποτε άλλος αν της άρεσε
τουλάχιστον εκείνο το φιλί, βρέθηκε παντρεμένη δεκατεσσάρων χρονών με το
χαζοβιόλη τον Σίφη, που θα κουβάλαγε εσαεί τα εργαλεία του πεθερού του γιατί
από την τέχνη δεν είχε μάθει τίποτα.
Και στο ρόλο του Χριστού ήταν
ο Αριστείδης, ο κρυφός της έρωτας, σ’ ένα πάθος που θα πλήρωναν και οι δυο με
τραγικό τέλος αρκετά χρόνια μετά, όμως αυτό το βράδυ, ο κόσμος θα έβλεπε την
Αρχοντούλα να πλένει τα πόδια του αγαπημένου της Αριστείδη, με τα μακριά μαλλιά
και χωρίς τη σκανδαλιάρικη μπλούζα των Rolling
Stones που τους έμαθε από τον ξαδελφό του τον Νώντα που έκανε διακοπές τα
καλοκαίρια στο σπίτι του και κυνηγούσαν παρέα τις όμορφες του χωριού, μέχρι που
τον χτύπησε το αστροπελέκι Αρχοντούλα.
Χωρίς ναι, χωρίς τη σατανική
μπλούζα φαινόταν ήρεμος και γαλήνιος και «-Θεε μου σχώρα με, έχει το πρόσωπο
του Χριστού», παραδέχτηκαν επιτέλους οι μανάδες των κοριτσιών που είχαν ξετρελαθεί
μαζί του.
Όμως εγώ είχα τον δικό μου επιτάφιο. Ούτε αναπαραστάσεις, ούτε φίλους, συγγενείς, και καλή Ανάσταση, ούτε κεριά ούτε λιβάνια, το έαρ το γλυκό φαρμάκι στη σκέψη μου. Κι ανέβαινε το μηχανάκι κατσάβραχα, σπιντάριζε πάνω στις κυλιόμενες πέτρες, χανόταν μέσα στον καπνό και τη σκόνη, απεγνωσμένη προσπάθεια να φτάσω σε κείνη τη παραλιακή σπηλιά και έχοντας σκεφτεί που να κρύψω το μηχανάκι για να μη φαίνεται, μια πελώρια συστάδα θάμνων που έκοβαν το μονοπάτι στη μέση. Κατηφόριζα μετά με τα πόδια στη σπηλιά. Και σκεπτόμουν τώρα, να μείνω εκεί μέχρι τα βαθιά μεσάνυχτα όταν όλοι θα είχαν επιστρέψει στα σπίτια τους και οι γονείς μου θα έχουν αποκοιμηθεί. Γιατί απ’ όλα τα βλέμματα περισσότερο δεν άντεχα αυτό το γεμάτο αγωνία δικό τους βλέμμα. Με ρωτούσε πάντα την ίδια ερώτηση: «Ακόμα έτσι; Ακόμα να ξεχάσεις; γιατί δεν προχωράς στη ζωή σου;»
Είχα το walkman στην τσέπη και κατέβηκα το απότομο μονοπάτι. Έξω από
το μαγαζί δεν άκουγα Χατζιδάκι. Άκουγα τον Leonard Cohen,
που αποχαιρετούσε τον κόσμο, ή που προσπαθούσε να είναι ελεύθερος σαν το πουλί
στα σύρματα.
Και τέλος πάντων μπορεί και
να ξέχναγα να το βάλω να παίξει. Στο σημείο εκείνο τα άγρια κύματα της παραλίας
γινόντουσαν φλοίσβος και τα βότσαλα χτυπούσαν σαν κρύσταλλα στην πονεμένη μου
σκέψη.
-Έτσι κι αλλιώς ηρεμία δεν
βρίσκω. Καλύτερα να ξεκινήσω για το σπίτι, αποφάσισα όταν ένιωσα την παγωνιά
του νερού από τα πόδια να ανεβαίνει
μέχρι την καρδιά μου.
Καβάλησα πάλι το μηχανάκι,
ακολούθησα την ίδια διαδρομή, έφτασα στο χωριό αλλά ήξερα πως οι γονείς μου
ήταν ακόμα ξύπνιοι και πήρα την απόφαση. Παρκάρισα μπροστά στο μαγαζί. Μ’ ένα
φακό ξεκλείδωσα και προχώρησα στο εσωτερικό του. Στη βεράντα δεν υπήρχαν
σημάδια από την αναπαράσταση, πέρα από ένα ξεχασμένο μαντήλι. Άναψα το φως της
κουζίνας, βρήκα ένα κερί και το έβαλα αναμμένο στο τραπέζι. Έσβησα το φως. Στο
μαγνητόφωνο άρχισε να παίζει ξανά η μουσική του Χατζιδάκι. Από το παράθυρο δεν
φαινόταν τίποτα πια. Που και που άκουγες κάποιο βαρελότο από κάποιον βιαστικό…
της Ανάστασης και στο τέλος έπεσε μια βαθιά ησυχία.
Το κρεσέντο της απελπισίας μου. Το βιολί στο λαχανιασμένο του πέταγμα, μάταια το πιάνο προσπαθούσε να
δώσει ρυθμό στην καρδιά μου, αργά ή
γρήγορα θα έπρεπε να επιστρέψω στην Αθήνα. Και να κοιτάξω κατάματα την
προδοσία. Άλλωστε μου το είπε κάποια στιγμή κι εκείνος ο περίεργος τύπος το
πρωί. Όταν του είπα «-Δεν κάνω σχέδια και όνειρα. Όποιος ονειρεύεται σπάει τα
μούτρα του. Μου απάντησε την ώρα που έμπαινε το ζευγάρι και σταμάτησε απότομα.
«Όταν δεν έχεις καλό οδηγό…»
Κι εγώ τι ψάχνω τώρα…τι
ψάχνω.. Να πάω τουλάχιστον να του πω πόσο ανίδεος οδηγός υπήρξε, άσχετος με το
πηδάλιο, να δω τα μάτια του, να δω…τι έμεινε απ’ αυτόν που τόσο…άι σιχτίρ,
σταμάτα. Σταμάτα ηλίθια.
Ηλίθια!» Βρυχήθηκα. Και
άκουγα μόνο τη μουσική και το κλάμα μου, νόμιζα πως δεν μπορούσα να κλάψω.
Την πόρτα την άκουσα στο τρίτο
ή στο τέταρτο χτύπημα. Πήγα από πίσω, -ποιος είναι;. -Εγώ η μάνα σου παιδί μου,
ανησύχησα που είσαι;
Άνοιξα. Της είπα,
έρχομαι….πήρα το walkman, τα κλειδιά και τα
τσιγάρα και βγήκα. –Το μηχανάκι σου; δεν
θα το πάρεις; -Όχι άστο εδώ, δεν το παίρνει κανείς. Θα το πάρω αύριο για να πάμε
μαζί στο σπίτι τώρα».
Και φύγαμε αγκαλιασμένες για
το σπίτι. Κι εκεί, στο σκοτεινό στενό του χωριού συναντηθήκαμε με τον
απογευματινό μου πελάτη, Αυτό τον Ζαφείρη, κατέβαινε το δρόμο βιαστικός.
Τον χαιρέτισα, αλλά μόλις με προσπέρασε εκείνος, μίλησε. «-Ελένη;»
Γύρισα πίσω να τον δω. «-Τι ώρα θ’ ανοίξεις το μαγαζί αύριο; -Νωρίς γύρω στις
οκτώ. -Τόσο νωρίς;» απόρησε η μάνα μου. Την κοίταξα έντονα και εκείνη σιώπησε.
«-Στις οκτώ θ’ ανοίξω» του
ξανάπα.
Και συνεχίσαμε το δρόμο για
το σπίτι. Αγκαλιασμένες, μιλώντας ψιθυριστά χωρίς να λέμε τίποτα σημαντικό,
ποιος θα έρθει στο βραδινό τραπέζι, «-φόρα εκείνο το ωραίο φόρεμα που έφερες,
γιατί δεν το φοράς; Σου πάει πολύ». Και τρυφερά δυο φιλιά στα μάγουλα. Καιρό
είχα να φιλήσω τη μάνα.
Κοιμήθηκα χωρίς αγωνία, άγχος
και πόνο, μια γλυκιά μουσική μου χάιδευε τ’ αυτιά. Ο Κοεν με το Chelsea hotel μ’
έριξε σ’ ένα γλυκό όνειρο. Το πρωί δεν το θυμόμουν Ήπια τον πρώτο καφέ ήσυχα αγναντεύοντας από
την τζαμαρία το μικρό λιμανάκι. Και μετά ξεκίνησα για το μαγαζί.
Τον βρήκα να με περιμένει
στον ανεμόμυλο με την πλάτη ακουμπισμένη στον τοίχο του και τα μαλλιά του
κεραία στον άνεμο. Τον κάλεσα μέσα, ήρθε τρέχοντας.
Όλα τρέχοντας έγιναν ύστερα.
Σαν να μην υπήρχε ούτε χθες ούτε αύριο ούτε άλλος χρόνος για χάσιμο. Ήπιαμε καφέ
αγγίζοντας τα χέρια μας στο τραπέζι, συνομιλήσαμε χωρίς να βγάλουμε λέξη, τα
έλεγε ο Χατζδάκις για μας, μπήκε ένας πελάτης κι ο Ζαφείρης είπε, «-λυπάμαι,
δεν σερβίρουμε σήμερα, φεύγουμε τώρα φίλε μου. -Μπα και ποιος είσαι εσύ που μας
το λες;» Τον ρώτησε ο δυσαρεστημένος χωρικός.
«-Να του πω;» με ρώτησε.
Γελάσαμε πολύ, σαν να ξεχύθηκε από μέσα μας
το πλήθος των γυμνών και ρακένδυτων συναισθημάτων που βγήκε στην ελευθερία.
Πήγαμε στο μηχανάκι. «-Εγώ θα οδηγήσω», μου λέει.
«-Θ’ αστειεύεσαι βέβαια».
Τραβήχτηκε πίσω, σκεπτικός.
«-Όταν έπεσες για πρώτη φορά
με αυτό, τι έκανες;» με ρώτησε.
«-Ανέβηκα ξανά.
-Το ίδιο θα κάνεις και τώρα.
Ανέβα πίσω».
Έπιασε το τιμόνι και με περίμενε.
Χωρίς άλλη διαμαρτυρία κάθισα πίσω. Πάνω στον ουρανό ένα πλήθος γλάροι έψαχνε
το δρόμο για τη θάλασσα.
Τους ακολούθησε. Γυρίσαμε όλο
το νησί ψιλαφίζοντας την άγραφη κόλλα μας . Επρόκειτο να χαράξουμε τις πρώτες μας εικόνες μέσα της.
Αυτές που μένουν όταν όλα τα άλλα σκοτώνονται από τις ματαιώσεις. Και το βράδυ,
ξαπλωμένοι στην αμμουδιά σαν δυο παιδιά που κρύφτηκαν απ’ όλους, μετρήσαμε τ’
αστέρια.
Η βροχή έχει κάπως κοπάσει. Σηκώθηκα
από την πεζούλα του μοναστηριού και κούνησα το χέρι μου στο καφενείο, στο
γέρικο ανεμόμυλο που μετά βίας στέκεται όρθιος και στη γιαγιά που τάιζε
αμέριμνη τις κότες της. «-Ίσως έπρεπε να σου μιλήσω γιαγιάκα. Να πάρω την ευχή
σου. Όλου του κόσμου τις ευχές χρειάζομαι αυτή τη στιγμή. Και ο ουρανός τη
νύχτα είναι γεμάτος από παρακάλια και δάκρυα. Δώσε μας την ευχή σου γιαγιούλα!
Όχι ο Ζαφείρης δεν είναι αδέξιος
οδηγός. Με πέρασε μέσα από κομήτες και απειλητικές μαύρες τρύπες, στον
πρωτόγνωρο κόσμο της πλήρωσης. Και το χαμόγελο της Τζοκόντας απέκτησε την ευφρόσυνη
έκφραση της ανακάλυψης, καθώς η μουσική της ζέσταινε τα γυμνά κορμιά μας.
Θα βρει το δρόμο. Θα γυρίσει
πίσω σε μένα. Τον εμπιστεύομαι».
Η βροχή σταμάτησε. Όποιοι κι αν είναι οι φόβοι που προκαλεί, πάντα η βροχή σταματά.
Είδα το
καράβι από μακριά να πλησιάζει στο μεγάλο λιμάνι. Καβάλησα το μηχανάκι και οδήγησα
βιαστικά προς το σπίτι.