Κάποιοι, επιμένουν να κυνηγάνε την αναγνώριση. Αλλους, τους κυνηγά η ποίηση και αυτοί τινάζονται, παίρνουν δρόμο, μαζεύουν μέσα τους τον κόσμο, τον πόνο του κόσμου, την πορεία του κόσμου, τα χαστούκια της ζωής αλλά και τις μοναδικές της στιγμές, κάποια στιγμή της κάνουν τη χάρη της ποίησης, και την τιμάνε με μερικούς στίχους από αυτούς που φυλάνε στην καρδιά τους για χρόνια, από αυτούς που περιμένουμε ο υπόλοιπος κόσμος για χρόνια. Τέτοιοι άνθρωποι συνήθως αποτυπώνουν σε χαρτιά που μένουν βαθιά κρυμένα στα συρτάρια τους, από βαθιά συναίσθηση και σεβασμό στην τέχνη που οι ίδιοι εν αγνοία τους τιμούν, εις γνώση τους υπηρετούν. Και από μια αναπάντεχη συγκυρία, από ένα παιχνίδι της τύχης, τη ζωής, από μια ειρωνία του χρόνου εις βάρος τους, συμβαίνει το σπάνιο διάβημα της εκτύπωσης.
Για έναν τέτοιο άνθρωπο μιλάω όταν αναφέρομαι στο όνομα Μπάμπης Δρίζος.
Για μια τέτοια ποίηση μιλάω όταν αναφέρομαι στην ποίηση. Θα συνεχίσω για τον Μπάμπη, αλλά πρώτα να πω δυο λόγια για την μέχρι τώρα επαφή μου με την ποίηση.
Ξέρετε πολύ καλά ότι έχω ασχοληθεί, κατά βάση ξεκίνησα γράφοντας διάφορα που μπορεί να ήταν ποιήματα μπορεί και όχι, αλλά έτσι ξεκίνησα, γράφοντας στίχους. Επί δεκαετίες, ήταν τα μόνα που έγραφα. Και μέσα μου είχα πάντα τον πόθο να γράψω ένα μυθιστόρημα, αυτό της ζωής μου, να πω έστω και περιμετρικά, περιληπτικά, αυτά που φύλαγα μέσα μου σε όλη μου τη ζωη. Το προσπάθησα με το Σιγά το ξημέρωμα, αλλά αυτό δεν ήταν ούτε το εν εκατοστό από αυτά που πραγματικά είχα και ήθελα να πω. Γι' αυτό και συνέχισα μετά με τα διηγήματα και κάποια άλλα μυθιστορήματα που ποτέ δεν είδαν το φως της δημοσιότητας, τα ράφια των βιβλιοπωλείων, τα ξέρετε αυτά.
Η σχέση μου με την ποίηση ήταν πάντα απαιτητική. Αν δεν έβλεπα αίματα στις γροθιές μου τελειώνοντας ένα ποίημα, έλεγα πως δεν είναι καλό. Δεν θα το συμπεριλάβω στη συλλογή μου. Σκέτο βαμπίρ η απαίτησή μου και ίσως αυτός είναι και ένας λόγος που σιγά σιγά αραίωσα τις δημοσιεύσεις. Όσο πιο βαθιά έμπαινα στο νόημα τόσο λιγότερα ήθελα να βγαίνουν προς τα έξω, σε αντίθεση με τα αυθόρμητα στο μπλογκ.
Είχα διαβάσει τους περισσότερους έλληνες ποιητές, σύγχρονους και κλασσικούς και άγνωστους και γνωστούς. Είχα σταματήσει στον Τάσο Λειβαδίτη. Είχα πει, μετά από αυτόν, δεν μ' ενδιαφέρει κανένας άλλος. Θεωρούσα πως θα είναι ο τελευταίος ποιητής με τον οποίο ασχολήθηκα. Γιατί τον διάβασα, όχι τον άκουσα στα τραγούδια του, τον διάβασα, αρκετά μεγάλη. Και μετά από αυτό ηρέμησα και ησύχασα και καθάρισα με την ανάγνωση της ποίησης και την ψηλάφιση στα νοήματα των νέων, των πολλά υποσχόμενων, των καλών ή των κακών δεν έχει σημασία ποιητών, εγώ τα είχα δει όλα, δεν ήθελα, δεν ένιωθα την ανάγκη να δω περισσότερα είπα.
Και τότε διάβασα το "Δυων Ανατέλλων και η Πανσέληνος βροχή" του Γιώργου Πήττα. Κάπου εκεί στο 2000 θα ήταν. Το διάβασα νύχτες, μέρες, μεσημέρια, βράδια, το κράτησα καιρό στο κομοδίνο μου δίπλα, μπας άφησα κάποιο σημείο που δεν πρόσεξα, μπας δεν είδα καλά ένα πολυδιαβασμένο τετράστιχο, μπας δεν κατάλαβα ακριβώς. Το έμαθα πια απέξω το βιβλίο. Και μετά ηρέμησα. Οκ. Διαβάσαμε και την ποίηση της δεκαετίας. Γιατί για μένα αυτό ήταν η ποίηση και κάτι περισσότερο σε αυτό το βιβλίο του Πήττα. Ότι έβλεπα μετά στο ίντερνετ μου φαινόντουσαν σαν απονενοημένες προσπάθειες γραφής. Ξέρω πως είμαι άδικη και σνομπ. Αλλά αυτό κάνω. Αν δεν μου χτυπήσει βαθιά μέσα στην καρδιά ο στίχος, δεν υπάρχει.
Ο Μπάμπης ο Δρίζος δεν δήλωσε ποτέ ποιητής. Και χθες, που πήγα στην παρουσίαση της ποιητικής του συλλογής "Ως θερινά πορθμεία", βγήκε ο ίδιος και είπε πως δεν εσκόπευε να δημοσιεύει αυτά τα ποιήματα. Δεν είχε σκεφτεί ποτέ να εκδόσει μια ποιητική συλλογή. Ένας ιδιαίτερα σημαντικός λόγος τον έσπρωξε να το κάνει αυτό, οι σκέψεις που ακολουθούν μιαν ασθένεια που δεν ξέρεις που θα σε τραβήξει, που θα βγάλει. Ο Μπάμπης ο Δρίζος είναι ένας μαχητής της ζωής. Αγωνίστηκε για να αλλάξει τον κόσμο μέσα από τα πιστεύω του, αγωνίστηκε όμως και για να κάνει αισθητή την ομορφιά του, πάντα προβάλλοντας τα έργα και τις δημιουργίες άξιων ανθρώπων, καλλιτεχνών. Κι όμως είναι ένας από αυτούς χωρίς ο ίδιος ποτέ να τοποθετήσει τον εαυτό του αναμεσά τους. Αυτό μπορώ να το λέω από το λίγο, το ελάχιστο που τον γνώρισα σαν άνθρωπο, κυρίως όμως να το συμπεράνω μέσα από τα ποίηματα αυτής της συλλογής. Ώστε ευτυχώς μετά από το "Δυων ανατέλλων και η Πανσήληνος βροχή", υπάρχει συνέχεια. Για μένα πάντα. Για άλλους μπορεί άλλοι και άλλα να ήταν τα σημαντικά. Και η συνέχεια αυτή έχει τον τίτλο "Ως θερινά πορθμεία" και το όνομα Μπάμπης Δρίζος. Χρονικά μόνο. Γιατί αξιακά, δεν είμαι σε θέση να τοποθετήσω κανέναν. Δεν έχω το ανάλογο ανάστημα και βάθος γνώσης ίσως για να το κάνω. Πιστεύω.
Μερικά από τα ποιήματα της συλλογής.
Ως θερινά Πορθμεία
Σαν το "ΙΟΝΙΟ"
που μπαίνει στο Καψάλι φωταγωγημένο
όρθρον βαθύ,
κι ο φάρος μοιάζει τότε σαν πυγολαμπίδα
κι ο θόρυβος του λιμανιού
κόβει τη σιωπή της καλοκαιρινής νύχτας
Σαν το "ΙΟΝΙΟ"
που αφυπνίζει τα τζιτζίκια,
που πολύβουο
των ερωτευμένων κλέβει τη σκέψη
και βιαστικά τραβάει τα κορμιά προς το λιμάνι,
έτσι,
σαν το "ΙΟΝΙΟ"
σε άγονη αυγουστιάτικη πορεία
μες στο Καψάλι των Κυθήρων
όσοι μας αγαπήσαν
κι όσοι ακόμα μας θυμούνται
θ' ανοίξουν τις αγκάλες τους
να μας δεχτούνε σαν το "ΙΟΝΙΟ"
γιατί χρόνια πολλά
τους κουβαλήσαμε εντός μας.
ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΜΟΝΕΣ
Οι γυναίκες
πόση θλίψη έχουν τα μάτια
Κοπέλες πίστευαν πως αγαπιόνταν
και τώρα
έτσι μόνες μέσα στις παρέες
ωσάν παιδιά που μπήκαν τιμωρία
ακουμπούν τη μνήμη τους
σ' εκείνη τη φρεσκάδα της εφηβείας
σ' εκείνη τη μακρινή βεβαιότητα
πως αύριο θα τις ξαναγαπήσουν.
Και κλαίνε οι γυναίκες
που κάποτε υπήρξαν νέες.
ΘΥΜΑΜΑΙ
Θυμάμαι,
όταν αποσυνάγωγος της παιδικής παρέας
έμπαινα στο σπίτι,
η μητέρα καθόταν στο ντιβάνι
άπλωνε το χέρι κι ακουμπούσε τη θέση δίπλα της
πρόσκληση να καθίσω.
Ύστερα έπαιρνε τα χέρια μου στα γόνατά της,
μ' αγκάλιαζε, με φίλαγε στον κρόταφο.
Κι άνθιζε μέσα μου η ελπίδα....
Θυμάμαι όταν έφηβος κουβάλαγα της μέρας μου τις πίκρες μες τη νύχτα
ερχόταν η μητέρα στο προσκέφαλο
μου χάιδευε το σγουρό κεφάλι,
με φίλαγε στο μέτωπο.
Κι άνθιζε μέσα μου η πίστη...
Θυμάμαι όταν άντρας
με ένα κόκκινα σύννεφο στα μάτια
μου έπιανε τα χέρια με δύναμη,
με κοίταγε στα μάτια,
"μη τους φοβάσαι αυτούς,
να κάνεις ότι σου λέει η καρδιά σου.
Μόνο έτσι αλλάει ο κόσμος"
Κι άνθιζε μέσα μου η αλήθεια.
ΓΕΡΟΝΤΕΣ ΜΟΝΟΙ
Στα καφενεία και τα πεζοδρόμια
μια μια καρέκλα
Μάτια της υπομονής και της εγκαρτέρησης
καθισμένοι τα χρόνια τους
τα σκληρά και στερημένα.
οι γέροντες αναριγούν με κάθε αγγελτήριο θανάτου.
Οι γέροντες τρομάζουν με κάθε απουσία.
ΜΕΣ ΤΟΝ ΚΑΘΡΕΦΤΗ
Ο χρόνος ο παρελθών
ο πάντα ταχύς και πάντα ανέμελος
ο χρόνος που όλα τα πήρε
ο χρόνος των γοργών και αθόρυβων ωροδεικτών
Ο χρόνος της λήθης των βασάνων
ο χρόνος το παρελθών
ο δαμάσας φουρτούνες.
Κι ο χρόνος ο παρών
ο πάντα σύντομος και πάντα αργός
ο χρ΄νος που όλα τα φέρνει
ο χρόνος των αργών και εκκωφαντικών λεπτοδεικτών,
Ο χρόνος ο ανελκύων λησμονημένες χαρές
ο χρόνος ο παρών
ο ματαίως πλουτίζων την εμπειρία.
Ο χρόνος ο παρών
ο δοκιμάζων την πίστη
ο γηράσκων την αισιοδοξία
ο μετρών τους αγαπώντες μας.
κι ανάμεσά τους εμείς
μες τον καθρέφτη
να βλέπουμε τον άλλον εαυτό μας
που δεν έζησε.
ΜΠΑΜΠΗΣ ΔΡΙΖΟΣ
Ως θερινά πορθμεία
Εκδόσεις Θεμέλιο.
Για έναν τέτοιο άνθρωπο μιλάω όταν αναφέρομαι στο όνομα Μπάμπης Δρίζος.
Για μια τέτοια ποίηση μιλάω όταν αναφέρομαι στην ποίηση. Θα συνεχίσω για τον Μπάμπη, αλλά πρώτα να πω δυο λόγια για την μέχρι τώρα επαφή μου με την ποίηση.
Ξέρετε πολύ καλά ότι έχω ασχοληθεί, κατά βάση ξεκίνησα γράφοντας διάφορα που μπορεί να ήταν ποιήματα μπορεί και όχι, αλλά έτσι ξεκίνησα, γράφοντας στίχους. Επί δεκαετίες, ήταν τα μόνα που έγραφα. Και μέσα μου είχα πάντα τον πόθο να γράψω ένα μυθιστόρημα, αυτό της ζωής μου, να πω έστω και περιμετρικά, περιληπτικά, αυτά που φύλαγα μέσα μου σε όλη μου τη ζωη. Το προσπάθησα με το Σιγά το ξημέρωμα, αλλά αυτό δεν ήταν ούτε το εν εκατοστό από αυτά που πραγματικά είχα και ήθελα να πω. Γι' αυτό και συνέχισα μετά με τα διηγήματα και κάποια άλλα μυθιστορήματα που ποτέ δεν είδαν το φως της δημοσιότητας, τα ράφια των βιβλιοπωλείων, τα ξέρετε αυτά.
Η σχέση μου με την ποίηση ήταν πάντα απαιτητική. Αν δεν έβλεπα αίματα στις γροθιές μου τελειώνοντας ένα ποίημα, έλεγα πως δεν είναι καλό. Δεν θα το συμπεριλάβω στη συλλογή μου. Σκέτο βαμπίρ η απαίτησή μου και ίσως αυτός είναι και ένας λόγος που σιγά σιγά αραίωσα τις δημοσιεύσεις. Όσο πιο βαθιά έμπαινα στο νόημα τόσο λιγότερα ήθελα να βγαίνουν προς τα έξω, σε αντίθεση με τα αυθόρμητα στο μπλογκ.
Είχα διαβάσει τους περισσότερους έλληνες ποιητές, σύγχρονους και κλασσικούς και άγνωστους και γνωστούς. Είχα σταματήσει στον Τάσο Λειβαδίτη. Είχα πει, μετά από αυτόν, δεν μ' ενδιαφέρει κανένας άλλος. Θεωρούσα πως θα είναι ο τελευταίος ποιητής με τον οποίο ασχολήθηκα. Γιατί τον διάβασα, όχι τον άκουσα στα τραγούδια του, τον διάβασα, αρκετά μεγάλη. Και μετά από αυτό ηρέμησα και ησύχασα και καθάρισα με την ανάγνωση της ποίησης και την ψηλάφιση στα νοήματα των νέων, των πολλά υποσχόμενων, των καλών ή των κακών δεν έχει σημασία ποιητών, εγώ τα είχα δει όλα, δεν ήθελα, δεν ένιωθα την ανάγκη να δω περισσότερα είπα.
Και τότε διάβασα το "Δυων Ανατέλλων και η Πανσέληνος βροχή" του Γιώργου Πήττα. Κάπου εκεί στο 2000 θα ήταν. Το διάβασα νύχτες, μέρες, μεσημέρια, βράδια, το κράτησα καιρό στο κομοδίνο μου δίπλα, μπας άφησα κάποιο σημείο που δεν πρόσεξα, μπας δεν είδα καλά ένα πολυδιαβασμένο τετράστιχο, μπας δεν κατάλαβα ακριβώς. Το έμαθα πια απέξω το βιβλίο. Και μετά ηρέμησα. Οκ. Διαβάσαμε και την ποίηση της δεκαετίας. Γιατί για μένα αυτό ήταν η ποίηση και κάτι περισσότερο σε αυτό το βιβλίο του Πήττα. Ότι έβλεπα μετά στο ίντερνετ μου φαινόντουσαν σαν απονενοημένες προσπάθειες γραφής. Ξέρω πως είμαι άδικη και σνομπ. Αλλά αυτό κάνω. Αν δεν μου χτυπήσει βαθιά μέσα στην καρδιά ο στίχος, δεν υπάρχει.
Ο Μπάμπης ο Δρίζος δεν δήλωσε ποτέ ποιητής. Και χθες, που πήγα στην παρουσίαση της ποιητικής του συλλογής "Ως θερινά πορθμεία", βγήκε ο ίδιος και είπε πως δεν εσκόπευε να δημοσιεύει αυτά τα ποιήματα. Δεν είχε σκεφτεί ποτέ να εκδόσει μια ποιητική συλλογή. Ένας ιδιαίτερα σημαντικός λόγος τον έσπρωξε να το κάνει αυτό, οι σκέψεις που ακολουθούν μιαν ασθένεια που δεν ξέρεις που θα σε τραβήξει, που θα βγάλει. Ο Μπάμπης ο Δρίζος είναι ένας μαχητής της ζωής. Αγωνίστηκε για να αλλάξει τον κόσμο μέσα από τα πιστεύω του, αγωνίστηκε όμως και για να κάνει αισθητή την ομορφιά του, πάντα προβάλλοντας τα έργα και τις δημιουργίες άξιων ανθρώπων, καλλιτεχνών. Κι όμως είναι ένας από αυτούς χωρίς ο ίδιος ποτέ να τοποθετήσει τον εαυτό του αναμεσά τους. Αυτό μπορώ να το λέω από το λίγο, το ελάχιστο που τον γνώρισα σαν άνθρωπο, κυρίως όμως να το συμπεράνω μέσα από τα ποίηματα αυτής της συλλογής. Ώστε ευτυχώς μετά από το "Δυων ανατέλλων και η Πανσήληνος βροχή", υπάρχει συνέχεια. Για μένα πάντα. Για άλλους μπορεί άλλοι και άλλα να ήταν τα σημαντικά. Και η συνέχεια αυτή έχει τον τίτλο "Ως θερινά πορθμεία" και το όνομα Μπάμπης Δρίζος. Χρονικά μόνο. Γιατί αξιακά, δεν είμαι σε θέση να τοποθετήσω κανέναν. Δεν έχω το ανάλογο ανάστημα και βάθος γνώσης ίσως για να το κάνω. Πιστεύω.
Μερικά από τα ποιήματα της συλλογής.
Ως θερινά Πορθμεία
Σαν το "ΙΟΝΙΟ"
που μπαίνει στο Καψάλι φωταγωγημένο
όρθρον βαθύ,
κι ο φάρος μοιάζει τότε σαν πυγολαμπίδα
κι ο θόρυβος του λιμανιού
κόβει τη σιωπή της καλοκαιρινής νύχτας
Σαν το "ΙΟΝΙΟ"
που αφυπνίζει τα τζιτζίκια,
που πολύβουο
των ερωτευμένων κλέβει τη σκέψη
και βιαστικά τραβάει τα κορμιά προς το λιμάνι,
έτσι,
σαν το "ΙΟΝΙΟ"
σε άγονη αυγουστιάτικη πορεία
μες στο Καψάλι των Κυθήρων
όσοι μας αγαπήσαν
κι όσοι ακόμα μας θυμούνται
θ' ανοίξουν τις αγκάλες τους
να μας δεχτούνε σαν το "ΙΟΝΙΟ"
γιατί χρόνια πολλά
τους κουβαλήσαμε εντός μας.
ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΜΟΝΕΣ
Οι γυναίκες
πόση θλίψη έχουν τα μάτια
Κοπέλες πίστευαν πως αγαπιόνταν
και τώρα
έτσι μόνες μέσα στις παρέες
ωσάν παιδιά που μπήκαν τιμωρία
ακουμπούν τη μνήμη τους
σ' εκείνη τη φρεσκάδα της εφηβείας
σ' εκείνη τη μακρινή βεβαιότητα
πως αύριο θα τις ξαναγαπήσουν.
Και κλαίνε οι γυναίκες
που κάποτε υπήρξαν νέες.
ΘΥΜΑΜΑΙ
Θυμάμαι,
όταν αποσυνάγωγος της παιδικής παρέας
έμπαινα στο σπίτι,
η μητέρα καθόταν στο ντιβάνι
άπλωνε το χέρι κι ακουμπούσε τη θέση δίπλα της
πρόσκληση να καθίσω.
Ύστερα έπαιρνε τα χέρια μου στα γόνατά της,
μ' αγκάλιαζε, με φίλαγε στον κρόταφο.
Κι άνθιζε μέσα μου η ελπίδα....
Θυμάμαι όταν έφηβος κουβάλαγα της μέρας μου τις πίκρες μες τη νύχτα
ερχόταν η μητέρα στο προσκέφαλο
μου χάιδευε το σγουρό κεφάλι,
με φίλαγε στο μέτωπο.
Κι άνθιζε μέσα μου η πίστη...
Θυμάμαι όταν άντρας
με ένα κόκκινα σύννεφο στα μάτια
μου έπιανε τα χέρια με δύναμη,
με κοίταγε στα μάτια,
"μη τους φοβάσαι αυτούς,
να κάνεις ότι σου λέει η καρδιά σου.
Μόνο έτσι αλλάει ο κόσμος"
Κι άνθιζε μέσα μου η αλήθεια.
ΓΕΡΟΝΤΕΣ ΜΟΝΟΙ
Στα καφενεία και τα πεζοδρόμια
μια μια καρέκλα
Μάτια της υπομονής και της εγκαρτέρησης
καθισμένοι τα χρόνια τους
τα σκληρά και στερημένα.
οι γέροντες αναριγούν με κάθε αγγελτήριο θανάτου.
Οι γέροντες τρομάζουν με κάθε απουσία.
ΜΕΣ ΤΟΝ ΚΑΘΡΕΦΤΗ
Ο χρόνος ο παρελθών
ο πάντα ταχύς και πάντα ανέμελος
ο χρόνος που όλα τα πήρε
ο χρόνος των γοργών και αθόρυβων ωροδεικτών
Ο χρόνος της λήθης των βασάνων
ο χρόνος το παρελθών
ο δαμάσας φουρτούνες.
Κι ο χρόνος ο παρών
ο πάντα σύντομος και πάντα αργός
ο χρ΄νος που όλα τα φέρνει
ο χρόνος των αργών και εκκωφαντικών λεπτοδεικτών,
Ο χρόνος ο ανελκύων λησμονημένες χαρές
ο χρόνος ο παρών
ο ματαίως πλουτίζων την εμπειρία.
Ο χρόνος ο παρών
ο δοκιμάζων την πίστη
ο γηράσκων την αισιοδοξία
ο μετρών τους αγαπώντες μας.
κι ανάμεσά τους εμείς
μες τον καθρέφτη
να βλέπουμε τον άλλον εαυτό μας
που δεν έζησε.
ΜΠΑΜΠΗΣ ΔΡΙΖΟΣ
Ως θερινά πορθμεία
Εκδόσεις Θεμέλιο.