Κάποτε έγραψα
ένα μυθιστόρημα που του έδωσα τον τίτλο
“Κανενός Η Ευτυχία”. Επρόκειτο για ένα
πρόσωπο φανταστικό, που μου έμοιαζε
ωστόσο σε πολλά. Όχι σε όλα. Όχι σε κείνα
που θα ονειρευόμουν να είμαι αλλά δεν
κατάφερα. Ούτε σε κείνα που θα μπορούσα
να είμαι αν το είχα πιστέψει. Κατά βάση
η Ευτυχία του μυθιστορήματος μου ήταν
ένα πρόσωπο, φανταστικό.
Ύστερα μια μέρα,
περιδιαβαίνοντας το μονοπάτια της ζωής,
τη γνώρισα. Ήταν όπως και η ηρωίδα μου
μια συγγραφέας. Αλλά δεν με άφησε να το
καταλάβω από την αρχή. Μου συστήθηκε
απλώς σαν Ευτυχία. Σε ένα μικρό χώρο
γραφείου, καθισμένη εκείνη από πίσω
του, όρθια εγώ μπροστά του, μιλούσαμε
περί ανέμων και υδάτων, επειδή σε έναν
εργασιακό χώρο δεν θέλεις να πεις κάτι
άλλο.
Ύστερα η Ευτυχία
έφυγε. Άλλα άτομα ήρθαν και κάθισαν πίσω
από κείνο το γραφείο. Όλα περί ανέμων
και υδάτων μιλούσαν αλλά είχα την
αίσθηση ότι έλεγαν μαλακίες. Μόνο το
περί ανέμων και υδάτων της Ευτυχίας μου
έλεγε κάτι περισσότερο μέσα μου. Κάτι
που επιδίωκα να ακούσω, ακόμα κι αν ήξερα
ότι δεν υπάρχει χρόνος για αναλύσεις,
φιλοσοφίες, στοχασμούς, προεκτάσεις.
Κι όμως. Εκείνα τα λίγα λεπτά της
χαμογελαστής καλημέρας, εκείνες οι
χαριτωμένες ατάκες για τη φαιδρότητα
των φαινομένων, το ανάλαφρο χιούμορ
διαποτισμένο από τη μελαγχολία της
διαπίστωσης, και κυρίως το βαθύ, ζεστό
και γεμάτο βλέμμα, δεν τα είδα ξανά σε
αυτό το γραφείο.
Και πέρασε ο
καιρός και τα χρόνια, η δικιά μου Ευτυχία
πήρε το δρόμο για τα συρτάρια, έτσι καθώς
η παρουσία της δεν εντυπωσίασε τους
εκδότες και η διακριτική της ύπαρξη δεν
απαίτησε την προσοχή κανενός. Παρέμεινε
λοιπόν Κανενός η Ευτυχία.
Η άλλη όμως, η
πραγματική, η συνάδελφος, που εγώ θυμόμουν
πια σαν μια όμορφη παρένθεση στο άχαρο
τοπίο της αυταρέσκειας, με είχε βρει.
Για πολύ καιρό έμπαινε μέσα εδώ και με
διάβαζε χωρίς να το γνωρίζω, μέχρι που
αποφάσισε να μου κάνει γνωστή την
παρουσία της. Και καλά που έκανε. Αυτομάτως
μου ξύπνησαν μέσα μου όλες οι όμορφες
μνήμες από την εποχή της συνύπαρξής μας
ως συνάδελφοι. Από κείνη την ευχάριστη
παρουσία που άλλαζε το σκηνικό της
βαρυθυμίας, της έντασης, της βαρεμάρας,
του αρνητισμού. Θυμάμαι πάντα πόσο
καλύτερα ήμουν φεύγοντας από τη δουλειά,
όταν το τελευταίο πρόσωπο που είδα σε
αυτήν ήταν το δικό της. Και πόσο ο Τζεφ,
όταν φεύγαμε μαζί, καθώς ανέβαινα πάνω
στο μηχανάκι δεν παρέλειπε να μου
σχολιάσει κάθε φορά. “Τι ωραίος και
ζεστός άνθρωπος που είναι η Ευτυχία
Ελένη μου. Παραείναι καλή για να μείνει
εδώ μέσα”
Και πέρασε κι
άλλος καιρός, εγώ έγραφα, η Ευτυχία
διάβαζε, κατά καιρούς μου έστελνε και
κάποιο σχόλιο στο φέις μπουκ για το
τελευταίο μου κείμενο. Πάντα με ένα καλό
λόγο, πάντα με μια συγκίνηση και μια
χαρά από τη διαπίστωση όπως λέει και η
ίδια, πως δεν έχω προδώσει τις προσδοκίες
της, από κείμενο σε κείμενο. Μεταξύ μας,
ιδέα δεν έχω πως προδίδεις ή δεν προδίδεις
τις προσδοκίες ενός ανθρώπου από αυτά
που γράφεις. Μόνο να υποθέσω και να
υποψιαστώ μπορώ, κάπως έτσι δεν βαδίζουμε
όλοι;
Μέχρι που ήρθε
η στιγμή να τη συναντήσω μετά τόσα χρόνια
την Ευτυχία μου ξανά. Να τα πούμε από
κοντά σαν δυο παλιές καλές φίλες, να
διαβάσω επιτέλους κι εγώ, τα όμορφα
πονηματά της, την ύπαρξη των οποίων
πληροφορήθηκα μόλις πέρσι.
Είχα καιρό να
τη δω και είχα ξεχάσει πόσο όμορφη είναι.
Πάντα οι όμορφες ψυχές αποτυπώνονται
στα χαρακτηριστικά των ανθρώπων. Τα
σάρκινα αγάλματα δεν τα συμπαθώ. Αγαπώ
τα μαρμάρινα της αρχαιότητας, που είναι
φτιαγμένα από το χέρι ενός βροτού
καλλιτέχνη. Η Ευτυχία είναι μια ομορφιά
ζωντανή που εκπέμπει αγάπη, καλοσύνη,
πνεύμα, και φυσική ευγένεια.
Μου έφερε τα
φύλλα του ευκάλυπτου, να τα βράσω και
να κάτσω πάνω από την κατσαρόλα να τα
μυρίσω για να μου περάσει το κρύωμα.
Επειδή το διάβασε που μου το έγραψε η
Λίλιαν μέσα εδώ. Έβρασα ήδη σήμερα το
πρωί λίγα. Δεν βοήθησαν πολύ γιατί δυο
μέρες ταλαιπωρούμαι με άγριο συνάχι
και τρομερή καταρροή, αλλά έκαναν κάτι.
Θα βράσω κι άλλα το βράδυ.
Μου έφερε ακόμα
το βιβλίο της εκτυπωμένο. Αυτό που δεν
αξιώθηκα εγώ να κατεβάσω από το ίντερνετ,
γιατί δεν έχω την τεχνική υποδομή στο
πισί μου για να το κάνω, αφού δεν έχω
ούτε office ούτε αρκετό χρόνο
για σύνδεση, ώστε να προλάβει το βιβλίο
να κατέβει.
Το βιβλίο της
Ευτυχίας έχει τον τίτλο, “Θάνατος,
Καλοκαίρι,Φθινόπωρο, χειμώνας”
Μέσα εκεί γνώρισα
την Ευτυχία που δεν ήξερα. Μια συγγραφέα
ποιήτρια, που κατάφερε ένα ολόκληρο
μυθιστόρημα να το γράψει με την ψυχή
και τη σκέψη της ποιήτριας που είναι.
Το μυθιστόρημα
αφορά στα παιχνίδια της μοίρας που
φανερώνονται μέσα από τη ζωή και τις
σκέψεις ενός άντρα που διαπιστώνει κάθε
τόσο πως παρά τις επίμονες και φιλότιμες
προσπάθειές του, δεν έχει τον έλεγχο
των γεγονότων της ζωής του. Συχνά
αισθάνεται σαν μια μαριονέτα στα χέρια
μιας ανώτερης δύναμης που χλευάζει τις
ανθρώπινες αυταπάτες.
Ο λυρισμός και
ο ρομαντισμός του ήρωα που ξεδιπλώνονται
τακτικά σε όλη την πορεία της αφήγησης,
καταλήγουν να δώσουν τη θέση τους στη
θλιβερή συναίσθηση της μοίρας της δικής
του και των αγαπημένων του. Αβίαστο
είναι το συναίσθημα του εμπαιγμού του,
της χρήσης του ως μαριονέτα στα χέρια
ενός τρελού Θεού, που διασκεδάζει με τα
δεινά των ανθρώπων. Αλλά ακόμα και τότε,
ο νους και η ψυχή του έχουν την ανάγκη
να δημιουργήσουν τον κόσμο από την αρχή,
έναν κόσμο όπου τίποτα δεν τελειώνει
βίαια, τίποτα δεν πεθαίνει, έναν κόσμο
όπου η ζωή μεταλλάσσεται σε άλλη ζωή,
και η συγκίνηση μεταφέρεται από τον ένα
κόσμο στον άλλο, αληθινή, χειροπιαστή,
χωρίς αυταπάτες.
Χωρίς αυταπάτες.
Ο μόνος κόσμος που δεν θα σε προδώσει
ποτέ, είναι αυτός που ο ίδιος δημιούργησες.
Παραθέτω ένα
μικρό απόσπασμα του βιβλίου της Ευτυχίας
Κανάρη, “Θάνατος, καλοκαίρι, φθινόπωρο,
χειμώνας”
“Μου αρέσουν
πολύ τα κίτρινα φύλλα. Έχει περάσει ο
καιρός τους, έχει φύγει η ζωή και όμορφο
χρώμα τους, κι όμως...υπάρχουν ακόμα πάνω
ή γύρω από τα δέντρα τους. Με κάθε δυνατό
αέρα, αποκολλώνται και πέφτουν χάμω. Κι
έκτοτε σέρνονται από πεζοδρόμιο σε
πεζοδρόμιο, πατιούνται άτσαλα από τους
περαστικούς και ποτέ κανένας δεν
χρειάζεται να αναρωτηθεί από ποιο δέντρο
ξεκίνησαν το ταξίδι τους.
Όταν ήμουν παιδί,
κάθε άνοιξη που οι δρόμοι, οι πλατείες
και τα πάρκα ξέμεναν πλέον από τα
κιτρινισμένα φύλλα, δεν σκεφτόμουν ποτέ
πως κάποιοι πέρασαν, τα σκούπισαν και
τα μάζεψαν. Ούτε πως σάπισαν μέσα σε
υπονόμους. Είχα πλάσει στη φαντασία μου
ένα αλλιώτικο ταξίδι για αυτά.
Πίστευα πω
πετούσαν μαρκιά με τον δυνατό αέρα και
κατέληγαν σε κάτι έρημα χωριά, με ολόγυμνα
δέντρα και γκρίζες πλατείες. Σκορπίζοντας
εκεί και, κάτω από τον ήλιο, το καφετί
και κίτρινο χρώμα τους έμοιαζε χρυσό.
Δεν θυμάμαι αν
“τα χωριά των χρυσών φύλλων” ήταν
δημιουργίες του δικού μου μυαλού και
μόνο, ή αν προέρχονταν από ιστορίες που
μου έλεγαν όταν ήμουν παιδί.
Εκείνο που ξέρω
είναι πως η ύπαρξή τους δεν έσβησε ποτέ
πραγματικά από το μυαλό μου. Πάντοτε,
κάθε άνοιξη, παράλληλα με την ολάνθιστη
πραγματικότητα που βλέπω γύρω μου,
υπάρχουν και “τα χωριά των χρυσών
φύλλων” μέσα μου”.
Το μυθιστόρημα
της Ευτυχίας μου θύμισε την κίνηση ενός
δελφινιού. Πετάγεται στον αέρα χαρούμενο
και παιχνιδιάρικο να χαιρετίσει τη ζωή
και τον ήλιο. Αν τολμήσεις να το
ακολουθήσεις στους σκοτεινούς βυθούς
των θησαυρών του, σιγουρέψου πως θα
φύγεις εγκαίρως από την πλάτη του για
να αναδυθείς, όταν εκείνο αποφασίσει
να περιμένει την Άνοιξη μέσα τους. Θα
μου πεις, και πότε γνώρισες ποιητή
χαρούμενο; Ω έχω γνωρίσει έναν. Κατά την
άποψή μου δεν υπήρχε πιο αισιόδοξος
λάτρης του ήλιου από αυτόν. Δεν υπήρξε
πιο μεγάλος εραστής της ζωής από αυτόν.
Πιο χαρούμενος τροβαδούρος της ομορφιάς
των στιγμών, της πίστης στο αύριο και
του έρωτα. Ήταν ο Μαγιακόφσκι. Που
αυτοκτόνησε.
Ωστόσο το καράβι
της ζωής δεν σταματάει να μας βγάζει σε
λιμάνια, καινούργια, ανείδωτα, σκοτεινά
ή φωτεινά, υποσχόμενα ή απογοητευτικά,
δεν ξέρουμε τίποτα γι' αυτά πριν από την
άφιξή μας εκεί, κι όταν η θάλασσα σε έχει
κουράσει για πολλούς μήνες, οποιαδήποτε
στεριά είναι καλή, πάντα πλησιάζοντας
θα βλέπεις από μακριά ένα όμορφο σπίτι
στο βουνό, μια συστάδα δέντρων κάπου
αλλού, ή
“Τα χρυσά φύλλα
των χωριών” να λαμπυρίζουν γεμάτα
υποσχέσεις. Επειδή και ο θάνατος είναι
αποτέλεσμα ζωής. Επειδή τα χρυσά φύλλα
σου λένε πως όντως υπήρξε αυτή. Και
τίποτα δεν σ' εμποδίζει να πιστεύεις
πως θα ξανά υπάρξει.
Η αλήθεια του
βιβλίου της Ευτυχίας όμως, θέλει την
ευτυχία να μην είναι κανενός. Η σειρά
των τραγικών συμπτώσεων μέσα σε αυτό
με κάνουν να θυμάμαι το Σίσυφο με την
πέτρα, τη μοίρα των αδύναμων ανθρώπων
που μπορεί να είναι πέρα από τη βούληση
και τις επιλογές τους ακόμα, η αλήθεια
του βιβλίου της Ευτυχίας είναι ότι η
μυθοπλασία του είναι μαγευτική, σαν τη
μαύρη τουλίπα των παραμυθιών. Πειστική
τόσο που σε κάνει να ψάχνεις τα κρατήματά
σου. Και ξεγυμνωτική σε σχέση με τις
φανφάρες που μια ρηχή και φιλόδοξη
ύπαρξη, δημιουργεί σαν κάστρα από
ριζόχαρτο, για να μεγαλώσει μέσα τους
τα σχεδιά της. Η μόνη δυνατή αλήθεια
είναι η συναίσθηση της μικρότητάς μας.
Ωστόσο άπαξ και
το ξέρουμε αυτό, μπορούμε να επιτρέψουμε
στον εαυτό μας τη χαρά της στιγμής,
της επικοινωνίας,
της αγάπης, της απόλαυσης και της
ανάγνωσης.
Μπορούμε ακόμα
και να πατήσουμε πάνω στα χρυσά φύλλα
των χωριών, με τα ακροδάχτυλα να ψηλώσουμε
ένα πόντο, για να δούμε ένα νεογέννητο
φύλλο στη μασχάλη του δέντρου. Και τότε
ο Θάνατος θα είναι Άνοιξη.
Καλά τώρα τι
μπορούμε και τι δεν μπορούμε. Σημασία
έχει να κλείνεις ένα βιβλίο, και να
μπορείς να σκέφτεσαι αυτά κι άλλα τόσα
κι άλλα τόσα, παρά το γεγονός ότι η ζωή
τρέχει, αδυσώπητα, ο θάνατος επίσης
αδυσώπητα, που όταν θερίζει μορφές που
αφήσανε και το στίγμα τους στις καρδιές
μας, αισθάνεσαι πως ολοένα και περισσότερο
ο κόσμος αυτός φτωχαίνει. Καλό ταξίδι
Σάκη Μπουλά. Καλέ μας άνθρωπε, σεμνέ και
μεγάλε καλλιτέχνη.
Ωστόσο πάντα η
ζωή γεννάει και μας χαρίζει ανθρώπους
σημαντικούς, όχι για αναπληρώσουν τα
δυσαναπλήρωτα κενά των εκλιπόντων, αλλά
για να ξαναβάλουν τις αξίες στη θέση
τους, με τη ζωή, το έργο και το ήθος τους,
για να συνεχίσει η χρυσή κλωστή να μας
δίνει ανθρώπους που τους έχουμε ανάγκη,
καλωσήλθες Ευτυχία Κανάρη. Καλό δρόμο
στο υπέροχο αυτό βιβλίο σου, και σε κάθε
άλλο μετά.