Bookstars :: Η Στροφή της Φιλομήλας - Μπάλιου Ελένη Herinna
Απόσπασμα από το διήγημα "Το μπαλκόνι και το πεζοδρόμιο"
Απόσπασμα από το διήγημα "Το μπαλκόνι και το πεζοδρόμιο"
Το σπίτι που ποτέ δεν παρέλαβε ο Ανδρέας σαν προίκα, γιατί ανήκε
στην άλλη αδελφή, πουλήθηκε σε μια οικογένεια αγνώστων λοιπών στοιχείων. Η Λίζα
έχει μια φωτογραφία στο προφίλ της. Είναι μια γυναίκα που μοιάζει με την Μάρλεν
Ντίτριχ. Το προφίλ του Ανδρέα, με τη φωτογραφία ενός σκιέρ που κάνει στροφή
στον αέρα, είναι ανενεργό εδώ και χρόνια.
Κάθε βράδυ ο Τσε, είναι με τις ώρες στο μπαλκόνι και γαβγίζει τους
περαστικούς. Περιμένει την αφεντικίνα του να γυρίσει από την επανάσταση. Κι όταν
ξεπροβάλει τη μουσούδα του ανάμεσα από τις κουβέρτες για να κοιτάξει κάτω,
βλέπει έναν άγριο τύπο απέναντι να του φωνάζει. «Σκάσε βρομόσκυλο!».
Απόσπασμα από το διήγημα "Μείον δύο"
Δίπλα
μου πήδηξε ο άνθρωπος που γέλαγε αθόρυβα, με τα νερά να τρέχουν από πάνω του
στο πάτωμα του ασανσέρ. Στο μάγουλό του είχε μια μακριά γρατσουνιά. Στον ένατο,
μπήκαν δυο γυναίκες με ακριβά ρούχα και κοίταξαν τον άντρα ενοχλημένες. Ύστερα
πρόσεξα πως μόνο η μία το έκανε αυτό. Η άλλη έπαιρνε βαθιές ανάσες μέχρι που
μίλησε λιγωμένα. «-Ζέστη ε;» Ο βρεγμένος συμφώνησε. Η φίλη της την αγριοκοίταξε.
Αυτή κοίταξε εμένα. «-Ζέστη», συμφώνησα. Μου χαμογέλασε.
Στον
έβδομο μπήκαν άλλοι δυο. Το μπολ με το φαγητό της ψιψίνας κόλλησε πάνω μου. Το
καπάκι του ανασηκώθηκε ελαφρά. Το πίεσα πάλι για να κλείσει. Τα δάχτυλά μου
γέμισαν λάδι. Κάποιος σιγοσφύριζε ένα σκοπό. Έψαχνα το τραγούδι. Στον πέμπτο μπήκανε
τρεις. Βήμα βήμα βρέθηκα με την πλάτη κολλημένη στην πίσω γωνία. Κρατούσα
σφιχτά το μπολ με τα δυο μου χέρια. Στον τρίτο και τέταρτο δεν μπήκε κανείς,
αλλά βγήκε ο βρεγμένος. Η δεύτερη κυρία κατέλαβε τη θέση του κι ανάσανε βαθιά.
Στο ισόγειο βγήκαν όλοι. Πάτησα το κουμπί να συνεχίσω για το μείον δύο. Πριν
κλείσει η πόρτα μου φάνηκε πως άκουσα ένα αμυδρό νιαούρισμα στη σκάλα προς το
πρώτο υπόγειο. Βγήκα από το ασανσέρ και κατευθύνθηκα προς τα εκεί.
Απόσπασμα από το διήγημα "Μη βράσετε το πουλί"
-Θεία
Μαρουσώ, όταν θέλει ο άνθρωπος να δουλέψει, ξυπνάει κι ας μην κοιμήθηκε δέκα
μέρες. Δεν τη θέλει τη δουλειά ο προκομμένος σου! Τον έκαμες άχρηστο με τα
χαρτζιλίκια και την πολλή φροντίδα!
-Τι λες
εκεί πέρα στη μάνα μου, Άννα συφοριασμένη; Δεν βλέπεις τα χάλια σου που
βρέθηκες μ’ ένα μπάσταρδο και δεν πρόλαβες να τελειώσεις ούτε το γυμνάσιο! Μου
ήθελες και σπουδές! Σπούδασε τώρα τα πιτσούνια στη σάλτσα και μη σε μέλει τι
κάμουν οι άλλοι».
Ακούστηκε
η φωνή του κανακάρη Γιώργου και η Άννα, αργά ακούμπησε το δίσκο στο τραπέζι
μπροστά της. Οι πελάτες στην άλλη άκρη της αυλής που περίμεναν την παραγγελιά,
τα είδαν όλα. Ο κανακάρης της Μαρουσώς δεν πρόλαβε να δει τίποτα. Το πιάτο
έσπασε στο κεφάλι του, το πιτσούνι έκανε πλατς-παφ πέφτοντας στο πάτωμα και η
κόκκινη σάλτσα του έβαψε το πρόσωπο. «-Αφού δεν έχεις τσίπα να κοκκινίσεις,
κάτσε να σου βάλω εγώ λίγο χρώμα». Του φώναξε η Άννα και ύστερα πλησιάζοντας
τον με τα δόντια της σφιγμένα, του σφύριξε.
«-Αν
ξαναμιλήσεις άσχημα για το παιδί μου, θα σου κρεμάσω τ’ άντερα με τούτο δα το
μαυράδι». Και του έβαλε κάτω από το λαιμό ένα κουζινομάχαιρο, να το κοιτάς και
να σου κόβονται τα ήπατα.
Η
Κυρά-Μαρουσώ, άρπαξε τον κανακάρη της απ’ το μπράτσο και τον έσυρε έξω. «-Φύγε
πανάθεμά σε, πήγαινε! Ρεζίλι μ’ ήκαμες αχαΐρευτε, θα χάσω και τη δουλειά μ’
διαόλοι μεσ’ τσι κοιλιά σ’ νε, καλά σι ’καμε!»