Έχουμε και λέμε.΄Εξι το πρωί πίνω τον καφέ μου και μπαίνω να δω τα απρόσωπα email μου. Ο ωροσκόπος καθημερινά χτυπιέται, διαβασέ με, διαβασέ με, χέσε μας ρε φίλε, κάνω μια έτσι και το διαγράφω. Παρακάτω πρόσκληση να βάλω την υπογραφή μου κατά του ρατσισμού, κατά της κακοποίησης και της βίας στα παιδιά, κατά της κακοποίησης των ζωντανών, κατά του ναζισμού, υπέρ της Ελλάδας, σε γνωρίζω από την όψη; αμ δεν σε γνωρίζω, κατά της παιδικής πορνογραφίας, κατά του λιθοβολισμού γυναίκας στο Ιραν, κατά της εκτέλεσης άλλης γυναίκας στο ταραραν, κατά των μνημονίων και της Τρόικας, υπερ του ενός κατά του άλλου. Τελειωμός δεν υπάρχει. Το τελειώνω εγώ. Νισάφι. Πας να κάνεις μία απλή κίνηση για να δείξεις ότι ανταποκρίνεσαι και σου ζητάει άλλες δέκα. Και περιμένει και η πόρτα το καινούργιο χρώμα που την άφησα στη μέση. Και η Κλειώ να την πάρω για κατούρημα. Και τα παιδιά μου στην Αμερική να μπω στο σκάιπ. Και το ντουλάπι μου, να ψάξω να βρω από που ξετρύπωσε εκείνο το κατσαριδάκι. Πολύ ανησυχητικό. Και το ATM να πάω να σηκώσω πενήντα ευρώ για να βγάλω τις επόμενες δύο μέρες. Σιγά μη τις βγάλω. Και το μήνυμα της ξαδέλφης στο κινητό. Τι να της απαντήσω τώρα..."-Γιατί δεν μου μιλάς επειδή είμαι φτωχή και δεν έχω στον ήλιο μοίρα;" Και το μέσα μου, η συνείδησή μου να μου πει τι θα κάνω, αν και ξέρω καλά τι θα κάνω, και μετά κάθομαι και σκέπτομαι γιατί το καθυστερώ το θέμα, είναι ολοφάνερο, η γυναίκα βρίσκεται σε δύσκολη θέση. Μήπως γιατί το ψυγείο μου είναι επίτηδες άδειο, καθώς τρενάρω την επίσκεψη στο σούπερ μάρκετ για να με φτάσει το πενηντάρικο για τις δυο μέρες; Κι αν περάσεις μία μέρα λιγότερη με τα λίγα που σου έχουν απομείνει τι θα γίνει θα σωθείς; Σάμπως και να θέλεις θα μπορέσεις να τη βοηθήσεις αν στο ξαναζητήσει; οπότε τι ανησυχείς; Ανησυχούν αυτοί που έχουν και δεν θέλουν να τα χάσουν σε ελεημοσύνες στους φτωχούς συγγενείς. Ξεκόβονται από το σόι, ψάχνουν αιτίες και λόγους να καταδικάσουν τα άτομα, υπογραμμίζουν το άξιον της τύχης τους, την κατώτερη πνευματική τους στάθμη, το πεινασμένο βλέμμα τους, ή τη χρήση της συγγένειας για ίδιον όφελος γενικά. Χέστους. Δεν θα σε φάει μια ταλαιπωρημένη ξαδέλφη επειδή έμαθε το τηλεφωνό σου. Δεν θα γίνεις κι εσύ σαν την άλλη την ακοτονόμαστη που δεν θέλει να ξανακούσει για σένα από τότε που εξασφάλισε το σπίτι της θείας που για να το πάρει έπρεπε να συνηγορίσεις κι εσύ γι'αυτό. Έτσι είναι. Ακόμα και η απαξία έχει τις βαθμίδες της. Δεν καταδέχεσαι εσύ τους πολύ αναξιοπαθούντες συγγενείς, δεν σε καταδέχεται εσένα η πλεονεξία και η απάτη του κοινωνικού ίματζ, είναι αλληλένδετα αυτά τα πράγματα. Αν και ποτέ δεν έφτασες να δοκιμάσεις τον εαυτό σου στις πιο κάτω βαθμίδες από σένα. Οικονομικά, κοινωνικά (υπάρχει στ' αλήθεια πιο κάτω άνθρωπος κοινωνικά από σένα; Η απάντηση είναι πως η ερώτηση είναι γελοία. Κανένας άνθρωπος που δεν έκλεψε, δεν εξαπάτησε, δεν έκανε έγκλημα άλλο εκτος από το να είναι φτωχός, δεν είναι πιο κάτω κοινωνικά από σένα. Δεν έχει μικρότερη από τη δική σου αξία). Τώρα όμως η πρόκληση σου χτυπάει την πόρτα. Σε βρήκανε κυρά μου. Ψάξανε το τηλεφωνό σου και σε βρήκανε. Και στο μεταξύ έχουν περάσει δεκαπέντε χρόνια από τότε που έχεις δώσει την απάντηση στον εαυτό σου, τι θα κάνεις σε περίπτωση που σε βρουν. Η απάντηση ήταν ότι θα πας πιο μακριά. Γιατί δεν περίμενες μια κατα μέτωπον έκκληση για βοήθεια. Δεν ήθελες τα ανακατώματα, "είπε η Σούλα, πως είπε η Μαρία, ότι της είπε η Σταυρούλα στο τηλέφωνο ότι είπες εσύ πως οι τρεις αδελφές είναι για τα μπάζα". Αυτά τα ανακώματα πάντα μου έκαναν κάτι στο στομάχι. Κι έπειτα ήταν και τα ενδιαφέρονται άλλα. Ο τρόπος σκέψης, ο τρόπος ζωής, οι ρουτίνες άλλες, οι επιλογές άλλες. Αν και το μεγάλο άλμπουμ με τις παλιές φωτογραφίες δεσπόζει πάνω από τη βιβλιοθήκη σου. Ένα τσούρμο πιτσιρίκια πάνω στην καρότσα ενος τρίκυκλου και στο τιμόνι ο θείος, που μας πηγαίνει όλα στο Καλαμάκι για μπάνιο. Κι άλλοτε δεσπόζουν οι φωνές και τα γέλια, όταν βγάζαμε τον πάγο από το παλιό ψυγείο, τη μεγάλη κολώνα του πάγου, για να ξετρυπώσουμε το φαγητό που η θεία είχε κλειδωμένο μέσα. Το σχοινάκι, το κουτσό, το κυνηγητό, το ομαδικό γιούργια των παιδιών στον ανώμαλο που πήγε να σε απαγάγει, πέντε χρονών κοριτσάκι. Ο μικρούλης ξάδελφος που δεν γέρασε ποτέ μαζί μας, ένας γιος ολόφτυστος που τον θυμίζει, και η αγάπη για τις μέρες που μας άφησαν με το κατακάθι της νοσταλγίας στην ψυχή.
Να πάρει ο διάολος, εδώ είμαι μωρή, ποιος σου είπε ότι δεν θέλω να σε ξέρω; Οι άνθρωποι απεχθάνονται τους δυστυχείς στο φόβο μη τους κολλήσουν δυστυχία, δεν έχω τέτοιους φόβους εγώ, έχω πάθει ανοσία.
Να τελειώσω γρήγορα γρήγορα το βάψιμο της ρημαδοπόρτας για να ετοιμάσω τα πράγματα για την ξαδέλφη. Κοίτα να δεις και σκεπτόσουν σε ποια οργάνωση, σύλλογο, φορέα, φιλανθρωπικό ίδρυμα, ομάδα υποστήριξης και αλληλεγγύης να απευθυνθείς για να δώσεις τα καλά σου ρούχα που δεν θα πάρεις μαζί σου στην Αμερική. Σε τίποτα και σε κανένα. Να λες κι ευχαριστώ που ξέρεις που θα καταλήξει η αγαπημένη καρπαντίνα, το βελούδινο σακάκι σου, οι πλουμιστές φούστες σου και τα όμορφα μπλουζάκια. Σε μια ξαδέλφη που δεν τα είχε ποτέ. Ούτε αυτά ούτε παρόμοια τέτοια. Ενώ θα μπορούσες αν γνώριζες που βρίσκεται και που βολοδέρνει να την τροφοδοτούσες συχνά με πράγματα που κάθονταν και τα καμάρωνες τόσα χρόνια στη ντουλάπα σου. Να χαθείς μικροαστή.
Να χαθεί η μικροαστή. Έτσι κι αλλιώς λεφτού δεν πρόκειται να γίνει ποτέ. Ίσα για τη ρετσινιά; Ενώ η άλλη, η δική μου απαξία, δικαίως με έγραψε στα απ' αυτά της.
Να δίνεις τόσα χρόνια τα ρούχα σου εκεί που υποψιάζεσαι ότι θα κοιτάξουν με περιφρόνηση πίσω από την πλάτη σου, θα ξεδιαλέξουν μέσα από είκοσι κιλά 50 γραμμάρια και θα πετάξουν τα άλλα στα σκουπίδια, και η άλλη να κλαίει από τη χαρά της γιατί της έδωσες σακάκι να φορέσει και να είναι αίμα σου. Στο διάολο κολοζωή. Και στο διάολο οι κολοβαθμίσεις. Να πηγαίνεις να υπογράφεις εδώ κι εκεί για τον κοινωνικό ρατσισμό, να βρίζεις τους ρατσιστές, να φτύνεις τους ανάλγητους, και να μην ξέρεις τον τάραχο του σογιού σου. Όχι γιατί ζούσες στη Χονολουλού, αλλά γιατί φρόντισες να μη το γνωρίζεις. Σκατά στα μούτρα σου κι εσένα.
Και να πηγαίνεις να συναντάς όχι το αντίγραφο της Μελίνας στη Στέλλα όπως το φοβόσουν, αλλά μια ταλαίπωρη ύπαρξη, φουσκωμένη από τις κορτιζόνες και πρησμένη από το κλάμα, με τρομαγμένο βλέμμα στο πλησίασμα του σερβιτόρου. "-Εγώ δεν θα πάρω τίποτα, ευχαριστώ". Και να μιλάς για την αξιοπρέπεια αυτού που κάθεται μέσα στο σπίτι του και την έχει εξασφαλισμένη, αφού δεν αναγκάστηκε να βγει στους δρόμους ακόμα για να βρει ένα κομμάτι ψωμί, ένα ρούχο να βάλει επάνω του. Ε άι στο διάολο ζωντόβολο ξανά.
"Με συγκίνησες ρε ξαδέλφη" Μου είπε με τις παράτονες λέξεις της η κωφάλαλη ψυχούλα. Και με τι μούτρα να της πω ότι ξέρεις, με καθρεφτάκια για τους ινδιάνους εξαγοράζω την αποχή μου από τα προβληματά σου τόσα χρόνια, μη τα λες λοιπόν αυτά γιατί με κάνεις να αισθάνομαι ακόμα πιο ηλίθια. "Μόνο που έχασα κι εγώ τη δουλειά μου τώρα, δεν είμαι σε θέση να σε βοηθήσω ουσιαστικά". Το είπα αυτό ναι. Για να πάρω την ακόμα πιο αποστομωτική απάντηση. "-Δεν πειράζει ξαδελφούλα. Μου έδωσες τόση μεγάλη χαρά που σε είδα. Που υπάρχει κάποιος μέσα στο σόι να με αγαπάει ακόμα". Τι θέλουν γαμώ το κερατό μου οι άνθρωποι; κάποιον να τους αγαπάει ακόμα. Γιατί είναι τόσο δύσκολο, να βγάλουμε τα σκατά από το κεφάλι μας, κι απλώς ν' ανοίξουμε την καρδιά μας, στους άλλους που το έχουν τόση ανάγκη; σε μας που το έχουμε επίσης ανάγκη; Σάμπως αυτό δεν είναι το ζητούμενο;; Σάμπως και η αγάπη οφείλει να υπάρχει ποσοστιαία, αναλόγως βαθμίδας; Ε ξαδέλφη; Εσένα το λέω που βρίσκεσαι στην κορφή της ιεραρχίας. Που παίρνεις το ονομά μου και το κάνεις δικό σου, όταν είναι να επικαλεστείς τα αισθήματα των ανθρώπων για να σε ψηφίσουν. Που παίρνεις τα βιβλία μου και τα κάνεις δικά σου, όταν είναι να καμαρώσεις για την παραγωγή σου, αλλά από την άλλη σε υποτιμάει να είσαι εσύ εκείνη, ολόκληρη επιστήμονας που έχεις γράψει αυτά τα βιβλία. Γουελ εμένα δεν με υποτιμάει καθόλου. Άστα εκεί πέρα στη συγγραφέα τους λοιπόν και φτιάξε κάτι άλλο για να παραπλανήσεις τους ανθρώπους. Κι αν δεν είμαι όπως λες συγγραφέας αλλά προσπαθώ ντε και καλά να γίνω, υπάρχει και κάτι άλλο που προσπαθώ ακόμα περισσότερο. Να μη σου μοιάσω, να μην καταλήξω σαν εσένα, να μην αρχίσω να βλέπω φαντάσματα αναξιοπαθούντων μπροστά στην πόρτα μου. Να μην φτάσω να παίρνω μαζί μου μπράβους, επειδή έπρεπε να ζητήσω το κλειδί της εκλιπούσης θείας, από την άλλη εν ζωή θεία. Να κυκλοφορώ με το πρόσωπο καλυμμένο. Να πηγαίνω στο χωριό και να κρύβομαι, μη με δουν αυτοί που κάποτε τόσο με αγάπησαν, αλλά τώρα στα μάτια μου είναι απλώς τα κοράκια, να με υποτιμάει κάθε συσχέτιση μαζί τους ακόμα και το όνομα, να με ρίχνει από το ηλίθιο βάθρο μου κάθε κουβέντα μαζί τους, και την ίδια στιγμή να πίνω καφεδάκι με τους νεκροθάφτες του παρελθόντος μου. Δεν θα σου μοιάσω ρε ξαδέλφη. Το ψεύτικο μοντέλο σου κατάρρευσε και πέφτοντας, αφύπνισε το δικό μου. Δεν θα γίνουμε ίδιες και όμοιες εδώ πέρα για να δικαιολογήσω τη στάση σου και τη στάση μου. Ελάτε ρε ξαδέλφια εδώ πέρα και παιδιά των ξαδελφιών μου και εγγόνια και δισέγγονα και πάρτε τα όλα. Έτσι κι αλλιώς οι σκόροι θα τα φάνε, ένα παιδί μ' ενδιέφερε να μεγαλώσω και το μεγάλωσα, η ζωή συνεχίζεται και ξαναρχίζει. Όλα πάντα αρχίζουν από την αρχή. Ακόμα και η εκτίμηση μπορεί να ξαναγεννηθεί για τα ίδια πρόσωπα, αν δώσει κανείς λίγο χώρο στην καρδιά του για να μπει μια ακτίνα κατανόησης. Ακόμα κι αν αυτος ο χώρος, μείνει για πάντα κενός, σαν την καρέκλα που άφηνε η μάνα μου άδεια κάποιες φορές το Πάσχα, περιμένοντας πως θα τους κάνω την έκπληξη να καταφθάσω την τελευταία στιγμή από την Αθήνα. Με τον ίδιο πόνο που η μάνα μου μάζευε τα πιάτα από το τραπέζι και έβαζε τις καρέκλες στη θέση της, θα βγάλω την καρέκλα σου έξω από την πόρτα. "-Πάει αυτή, την κατάπιε η ζήλεια και η απληστία. Την κατάπιε η συγγενοφοβία. Και η κωφάλαλη ξαδέλφη, δεν έχει καρέκλα να κάτσει ρε πούστη μου.
"Εγώ δεν θα πάρω τίποτα ευχαριστώ. Μια αγκαλιά μόνο, από έναν άνθρωπο που μ' αγαπάει."
Να πάρει ο διάολος, εδώ είμαι μωρή, ποιος σου είπε ότι δεν θέλω να σε ξέρω; Οι άνθρωποι απεχθάνονται τους δυστυχείς στο φόβο μη τους κολλήσουν δυστυχία, δεν έχω τέτοιους φόβους εγώ, έχω πάθει ανοσία.
Να τελειώσω γρήγορα γρήγορα το βάψιμο της ρημαδοπόρτας για να ετοιμάσω τα πράγματα για την ξαδέλφη. Κοίτα να δεις και σκεπτόσουν σε ποια οργάνωση, σύλλογο, φορέα, φιλανθρωπικό ίδρυμα, ομάδα υποστήριξης και αλληλεγγύης να απευθυνθείς για να δώσεις τα καλά σου ρούχα που δεν θα πάρεις μαζί σου στην Αμερική. Σε τίποτα και σε κανένα. Να λες κι ευχαριστώ που ξέρεις που θα καταλήξει η αγαπημένη καρπαντίνα, το βελούδινο σακάκι σου, οι πλουμιστές φούστες σου και τα όμορφα μπλουζάκια. Σε μια ξαδέλφη που δεν τα είχε ποτέ. Ούτε αυτά ούτε παρόμοια τέτοια. Ενώ θα μπορούσες αν γνώριζες που βρίσκεται και που βολοδέρνει να την τροφοδοτούσες συχνά με πράγματα που κάθονταν και τα καμάρωνες τόσα χρόνια στη ντουλάπα σου. Να χαθείς μικροαστή.
Να χαθεί η μικροαστή. Έτσι κι αλλιώς λεφτού δεν πρόκειται να γίνει ποτέ. Ίσα για τη ρετσινιά; Ενώ η άλλη, η δική μου απαξία, δικαίως με έγραψε στα απ' αυτά της.
Να δίνεις τόσα χρόνια τα ρούχα σου εκεί που υποψιάζεσαι ότι θα κοιτάξουν με περιφρόνηση πίσω από την πλάτη σου, θα ξεδιαλέξουν μέσα από είκοσι κιλά 50 γραμμάρια και θα πετάξουν τα άλλα στα σκουπίδια, και η άλλη να κλαίει από τη χαρά της γιατί της έδωσες σακάκι να φορέσει και να είναι αίμα σου. Στο διάολο κολοζωή. Και στο διάολο οι κολοβαθμίσεις. Να πηγαίνεις να υπογράφεις εδώ κι εκεί για τον κοινωνικό ρατσισμό, να βρίζεις τους ρατσιστές, να φτύνεις τους ανάλγητους, και να μην ξέρεις τον τάραχο του σογιού σου. Όχι γιατί ζούσες στη Χονολουλού, αλλά γιατί φρόντισες να μη το γνωρίζεις. Σκατά στα μούτρα σου κι εσένα.
Και να πηγαίνεις να συναντάς όχι το αντίγραφο της Μελίνας στη Στέλλα όπως το φοβόσουν, αλλά μια ταλαίπωρη ύπαρξη, φουσκωμένη από τις κορτιζόνες και πρησμένη από το κλάμα, με τρομαγμένο βλέμμα στο πλησίασμα του σερβιτόρου. "-Εγώ δεν θα πάρω τίποτα, ευχαριστώ". Και να μιλάς για την αξιοπρέπεια αυτού που κάθεται μέσα στο σπίτι του και την έχει εξασφαλισμένη, αφού δεν αναγκάστηκε να βγει στους δρόμους ακόμα για να βρει ένα κομμάτι ψωμί, ένα ρούχο να βάλει επάνω του. Ε άι στο διάολο ζωντόβολο ξανά.
"Με συγκίνησες ρε ξαδέλφη" Μου είπε με τις παράτονες λέξεις της η κωφάλαλη ψυχούλα. Και με τι μούτρα να της πω ότι ξέρεις, με καθρεφτάκια για τους ινδιάνους εξαγοράζω την αποχή μου από τα προβληματά σου τόσα χρόνια, μη τα λες λοιπόν αυτά γιατί με κάνεις να αισθάνομαι ακόμα πιο ηλίθια. "Μόνο που έχασα κι εγώ τη δουλειά μου τώρα, δεν είμαι σε θέση να σε βοηθήσω ουσιαστικά". Το είπα αυτό ναι. Για να πάρω την ακόμα πιο αποστομωτική απάντηση. "-Δεν πειράζει ξαδελφούλα. Μου έδωσες τόση μεγάλη χαρά που σε είδα. Που υπάρχει κάποιος μέσα στο σόι να με αγαπάει ακόμα". Τι θέλουν γαμώ το κερατό μου οι άνθρωποι; κάποιον να τους αγαπάει ακόμα. Γιατί είναι τόσο δύσκολο, να βγάλουμε τα σκατά από το κεφάλι μας, κι απλώς ν' ανοίξουμε την καρδιά μας, στους άλλους που το έχουν τόση ανάγκη; σε μας που το έχουμε επίσης ανάγκη; Σάμπως αυτό δεν είναι το ζητούμενο;; Σάμπως και η αγάπη οφείλει να υπάρχει ποσοστιαία, αναλόγως βαθμίδας; Ε ξαδέλφη; Εσένα το λέω που βρίσκεσαι στην κορφή της ιεραρχίας. Που παίρνεις το ονομά μου και το κάνεις δικό σου, όταν είναι να επικαλεστείς τα αισθήματα των ανθρώπων για να σε ψηφίσουν. Που παίρνεις τα βιβλία μου και τα κάνεις δικά σου, όταν είναι να καμαρώσεις για την παραγωγή σου, αλλά από την άλλη σε υποτιμάει να είσαι εσύ εκείνη, ολόκληρη επιστήμονας που έχεις γράψει αυτά τα βιβλία. Γουελ εμένα δεν με υποτιμάει καθόλου. Άστα εκεί πέρα στη συγγραφέα τους λοιπόν και φτιάξε κάτι άλλο για να παραπλανήσεις τους ανθρώπους. Κι αν δεν είμαι όπως λες συγγραφέας αλλά προσπαθώ ντε και καλά να γίνω, υπάρχει και κάτι άλλο που προσπαθώ ακόμα περισσότερο. Να μη σου μοιάσω, να μην καταλήξω σαν εσένα, να μην αρχίσω να βλέπω φαντάσματα αναξιοπαθούντων μπροστά στην πόρτα μου. Να μην φτάσω να παίρνω μαζί μου μπράβους, επειδή έπρεπε να ζητήσω το κλειδί της εκλιπούσης θείας, από την άλλη εν ζωή θεία. Να κυκλοφορώ με το πρόσωπο καλυμμένο. Να πηγαίνω στο χωριό και να κρύβομαι, μη με δουν αυτοί που κάποτε τόσο με αγάπησαν, αλλά τώρα στα μάτια μου είναι απλώς τα κοράκια, να με υποτιμάει κάθε συσχέτιση μαζί τους ακόμα και το όνομα, να με ρίχνει από το ηλίθιο βάθρο μου κάθε κουβέντα μαζί τους, και την ίδια στιγμή να πίνω καφεδάκι με τους νεκροθάφτες του παρελθόντος μου. Δεν θα σου μοιάσω ρε ξαδέλφη. Το ψεύτικο μοντέλο σου κατάρρευσε και πέφτοντας, αφύπνισε το δικό μου. Δεν θα γίνουμε ίδιες και όμοιες εδώ πέρα για να δικαιολογήσω τη στάση σου και τη στάση μου. Ελάτε ρε ξαδέλφια εδώ πέρα και παιδιά των ξαδελφιών μου και εγγόνια και δισέγγονα και πάρτε τα όλα. Έτσι κι αλλιώς οι σκόροι θα τα φάνε, ένα παιδί μ' ενδιέφερε να μεγαλώσω και το μεγάλωσα, η ζωή συνεχίζεται και ξαναρχίζει. Όλα πάντα αρχίζουν από την αρχή. Ακόμα και η εκτίμηση μπορεί να ξαναγεννηθεί για τα ίδια πρόσωπα, αν δώσει κανείς λίγο χώρο στην καρδιά του για να μπει μια ακτίνα κατανόησης. Ακόμα κι αν αυτος ο χώρος, μείνει για πάντα κενός, σαν την καρέκλα που άφηνε η μάνα μου άδεια κάποιες φορές το Πάσχα, περιμένοντας πως θα τους κάνω την έκπληξη να καταφθάσω την τελευταία στιγμή από την Αθήνα. Με τον ίδιο πόνο που η μάνα μου μάζευε τα πιάτα από το τραπέζι και έβαζε τις καρέκλες στη θέση της, θα βγάλω την καρέκλα σου έξω από την πόρτα. "-Πάει αυτή, την κατάπιε η ζήλεια και η απληστία. Την κατάπιε η συγγενοφοβία. Και η κωφάλαλη ξαδέλφη, δεν έχει καρέκλα να κάτσει ρε πούστη μου.
"Εγώ δεν θα πάρω τίποτα ευχαριστώ. Μια αγκαλιά μόνο, από έναν άνθρωπο που μ' αγαπάει."