herinna

herinna

Tuesday, October 22, 2024

Περιμένοντας τον μπακλαβά


Ουράνιο τόξο τα πρόσωπα.
Πολλά τα χρόνια
της προετοιμασίας
για το μεγάλο βάθρο.
Τόση αγωνία για τριάντα πόντους σκαλί;
με τόση δουλειά στην παλέτα της σάρκας
και ιαχή καμία;
λες και οι λέξεις φτιάχτηκαν για τον κόσμο της σιωπής.
Λες και ο ήχος χωρίς λέξεις δεν υπάρχει
το μπαμ το μπουμ το αχ
το βρρρ και το κρρρ.
Τι ωραία που είναι η αγάπη τους
Η χαιδεμένη από τη σκέψη τους
Κι από τις λέξεις που της έδωσαν ζωή!
Έπειτα είναι και κείνη η υπόθεση
που ταράζει τον ύπνο
όταν ακούς το σπαρακτικό κλάμα
ενός αγάλματος στο βρετανικό μουσείο
σελίδες αράδες για ν απλώσει την αρίδα του
ο καημός
λες και θα’ λεγε λιγότερα η μία λέξη.
Κάτω από το βάθρο ένα τραπέζι.
Μακρύ. Με εδέσματα αλμυρά,
ζεστά, λαχταριστά, πίτες και κρουασάν
και μελωμένα αμύγδαλα με το μέλι να γυαλίζει
κολλημένα τα ένα δίπλα στο άλλο
να φτιάχνουν φέτες τριγωνικές
σαν φλούδες που ξεκόλλησαν
από τα πλευρά ενός δέντρου ηδονής.
Με φαντάστηκα παιδί
με τα πόδια βεντούζες πάνω του
να αναρριχώμαι
αχόρταγα γλείφοντας, προς την κορφή.
Αλλά
τα ουράνια τόξα πρόσωπα
είχαν σημαντικά μυστικά
που έβγαλαν από το σεντούκι της υπομονής
να ξαραχνιάσουν
Κι αργεί το σύνθημα,
Κι ο στεναγμός δεν αφορά
το ψωμί, τις ζωές πάνω στη γη
ή τις κραυγές που δεν βρίσκουν έξοδο
απ’ το σώμα.
κανένας τέτοιος καημός.
Βλέπω τις φέτες
από καραμέλα και μέλι
να βγαίνουν από το παράθυρο
σαν αποδημητικά πουλιά
πετώντας προς τη Γάζα.
Έχουν τινάξει από πάνω τους
τη γλίτσα από το λεκτικό έπος των μαρμάρων
Και τις μυξορίμες των ανέραστων κυμβάλων.
Να τα! Σηκώνονται από μπαλόνια
που έχουν δεμένα πάνω τους
χαμόγελα, ήλιους και φιλιά
σπρωγμένα από τον αέρα του στέρνου
των που ζητούν επίμονα ειρήνη
καθώς ακούνε τις άηχες κραυγές,
αυτοί
που καίνε τα μάτια τους
στην φωτιά του κόσμου.
Αχ της καρδιάς το πέταγμα….
Είναι λοιπόν καιρός να πάνε να ξεκουραστούν
οι κουρασμένοι έρωτες
μπας και στον ύπνο τους συναντηθούν με τ’ ονειρό τους
ν’ αφήσουν απερίσπαστο στη μάχη του
το μπαταρισμένο καράβι
καθώς η ανθρωπότητα κρατάει αντίβαρο
στην την άλλη μεριά.
Κι αυτές των σεντουκιών οι λέξεις
μου θυμίζουν τις λίρες
που βγάλανε από την μυστική κρύπτη
του πατώματος ενός γέρου που πέθανε
χωρίς να μάθει πως δεν έχουν καμία αξία.
Ποια λέξη μπορεί να σε ταράξει περισσότερο
από ένα μπαμ στην ησυχία της νύχτας
ή ένα ομόφωνο «αχ!» από στόματα χιλιάδων;
Κι έτσι καθώς καίγονται
τα μπατζάκια μας
περιμένω να τελειώσουν τα σοβαρά
μέσα εδώ
για να σοβαρευτούμε
να φάω επιτέλους το μπακλαβαδάκι
ίδιο ξέρεις το αίσθημα με το
να παραδίνεσαι
σ’ έναν έρωτα μοιραίο που σε τελειώνει
και γι’ αυτό αναρωτιέμαι
γιατί δεν τρώνε αλήθεια έναν μπακλαβά
όλα ετούτα τα ουράνια τόξα
αφού ηδονή δεν φαίνεται να έχουν άλλη
από το να επινοούν καημούς που αγνοούν
τις τραγωδίες;