herinna

herinna

Τετάρτη 1 Δεκεμβρίου 2021

Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΣΤΡΟΦΕΓΓΙΑ

Είναι χρόνια που έχουν τελειώσει όλ' αυτά. Με κάποιον τρόπο τα κράτησα μέσα μου γιατί ένιωθα πως δεν είχε μπει η τελεία του τέλους. Κάθε τέλος που έζησα έχει αφήσει στον αέρα την υπόσχεση μιας συνέχειας στο μέλλον. Και ιδέα δεν έχω γιατί έτσι έπεφταν τα πράγματα μέσα μου. Καταλάγιαζαν διατηρώντας την γλυκιά ελπίδα αυτής της συνέχειας σε κάποιο άλλο χρόνο και διάσταση ακόμα. Και είχα αυτό το σλόγκαν, "Τίποτα δεν τελειώνει οριστικά ποτέ¨. Τα σκαμπανεβάσματα της ζωής σε φέρνουν μπροστά σε καταστάσεις γνώριμες συχνά, μάλιστα όσο μεγαλώνεις τόσο περισσότερο πέφτεις επάνω τους. Από αυτές, μερικές τις ζεις σαν συνέχεια μιας παρελθοντικής κατάστασης για την οποία έχεις την ευκαιρία τώρα να ορίσεις εσύ την κατάληξή της. Μικροί κύκλοι, δαχτυλήθρες που μπαίνουν η μία μέσα στην άλλη και συνθέτουν αυτό που αποτελεί την ιστορία σου, στο αδιάφορο περασμά σου από τη ζωή. 

Η αγάπη, ένα μόνιμο ζητούμενο, μια ασταθής κατάκτηση  πάει κι έρχεται με τα πρόσωπα, με τις εποχές, τις συνθήκες, πεθαίνει κι ανασταίνεται σαν εφήμερη ύπαρξη· κι όμως, μόνη αυτή από όλα τα άλλα συναισθήματα μπορεί να αγγίξει την αθανασία, την αιωνιότητα, το ατελεύτητο της ανθρώπινης ψυχής. Γιατί δεν το κάνει; Γιατί σβήνει μαζί με τις ανθρώπινες σχέσεις; Γιατί παραμένει καρφωμένη κάτω στη γη διαποτισμένη από την πίκρα του ανεκπλήρωτου; 

Πάντα τα ρωτούσα αυτά τα πράγματα μετά το τέλος μιας έντονης ερωτικής σχέσης, όταν ο έρωτας είχε κορεστεί και ξεθυμάνει, όταν η επανάληψη σκότωνε τη φαντασία, ή το προσδοκώμενο αποδεικνυόταν ουτοπία. Και μετά συνέχιζα τη ζωή μου ξαναρχίζοντας. Και φυσικά, παρά τις αποδείξεις του αντιθέτου, ποτέ δεν πίστευα ότι θα θελήσω να ξαναζήσω αυτά τα έντονα συναισθήματα με τη γνωστή κατάληξη. 

Ούτε και κείνη τη φορά που δεν έβλεπα την ώρα να τελειώσει η βάρδια μου και να πάρω το δρόμο για το σπίτι, ενάμισι χιλιόμετρο μέσα στη νύχτα. Φοβόμουν κι όλας, στο δρόμο δεν υπήρχε φωτισμός και χρησιμοποιούσα ένα φακό που έπνεε τα λοίσθια. 

Άκουσα φωνές από πολλά άτομα, τραγούδια από μια παρέα που πλησίαζε αλλά ήταν ακόμα μακριά, κατέβαιναν προς την παραλία. Μια κιθάρα συνόδευε απαλά τις φωνές και όλο αυτό μαζί με τον αφέγγαρο αλλά έναστρο ουρανό και τα μουγκανητά των ζώων που κατά καιρούς εξέφραζαν τα νυχτερινά τους παράπονα, ένα κατσίκι εδώ, μια αγελάδα παραπέρα, με έκαναν να νιώθω ότι βρίσκομαι στην καρδιά ενός παράδεισου που ελάχιστα μπορούσα να δω και περισσότερο ήμουν ικανή ν' ακούσω. Μόνο τ' αστέρια ήταν ορατά που διέγραφαν την τροχιά τους από το ένα σημείο στο άλλο, και μέσα στο βάθος του ουρανού, στο ποτάμι του γαλαξία έβλεπα μια σκιά να χορεύει αλλάζοντας σχήματα. Έλεγα πως αυτή είναι το αιθέριο σώμα της αγάπης, η πηγή από την οποία κατεβαίνουν και ξεχύνονται τα μόρια της μέσα στις καρδιές των ανθρώπων. Έλεγα πως ένα κομμάτι από αυτό το ουράνιο σώμα αντιστοιχούσε σε μένα και πως περίμενε την ευκαιρία να κατέβει και να με κατακλύσει ολόκληρη και οριστικά. 

Τι είναι αυτό που στρέφει τους ανθρώπους στις ελπίδες τους δεν ξέρω. Γιατί μετουσιώνουν οι άνθρωποι την ανάγκη της αναγνώρισης και της αποδοχής, την ανάγκη της συμπόρευσης και της συνεύρεσης σε ανάγκες άλλου θρησκευτικού τύπου, ούτε κι αυτό το ξέρω. Σάμπως το να αρπάζεσαι από την ελπίδα της αιώνιας ζωής μέσω της θρησκείας, δεν είναι το ίδιο με το άρπαγμα οποιασδήποτε ελπίδας έχει μέσα της τη λαχτάρα της ύπαρξης; Υπάρχεις μόνο εφόσον γίνεις αντιληπτός και ορατός είτε από έναν άλλο άνθρωπο είτε από έναν Θεό. Κι επειδή ένας Θεός δεν θα σου το πει ποτέ αυτό, δεν θα στο δείξει, του δείχνεις εσύ την αναγνώριση της ύπαρξής του με την ελπίδα της ανταπόδοσης. Και με τον έρωτα τα πράγματα λειτουργούν κάπως παρόμοια, μόνο που οι απαντήσεις δίνονται άμεσα. Η αμοιβαιότητα εδώ είναι μια απαραίτητη   προύπόθεση, είναι αυτό που ξεχωρίζει το πραγματικό από το φαντασιακό, τη συναυτουργία από την στείρα εμμονή. 

Και η παρέα κατηφόριζε το δρόμο πλησιάζοντας και η ένταση από τις φωνές μεγάλωνε, το τραγούδι έγινε ξεκάθαρο, η κιθάρα πάνω του μαγευτική, και το δικό μου βάδισμα όλο και πιο αργό, για να με φτάσουν όσο πιο αργά γινόταν, να τους έχω ακόμα μπροστά μου όσο διαρκούσε το τραγούδι, και να συνεχίσω να βλέπω εκείνη την αιθέρια σκιά μέσα στο ποτάμι του γαλαξία, να κατεβαίνει, να μου έρχεται, να με φτάνει. 

Και ήταν αυτή μια άλλου τύπου ένταση, με πλήρη την απουσία του ερωτικού μου αντικειμένου, αφού ακόμα δεν είχε εμφανιστεί, ή επανεμφανιστεί αυτό, μετά τον τελευταίο μου χωρισμό και το τέλος της αναπόλησης. Ήταν η αίσθηση μιας ετοιμότητας και η παραδοχή πως όλα μπορούν να συμβούν, όλα γίνεται να τα ξανανιώσει κανείς, να τα ξαναζήσει, να τα διαχειριστεί καλύτερα, και πως όλες οι  μέχρι τώρα αποτυχίες δεν ήταν παρά εύνοια της τύχης, οι πολλαπλές πιθανότητες που μέσα τους, μπορεί να περάσει απαρατήρητη  η μία μοναδική ευκαιρία. "-Χόρεψε αγάπη μου εσύ εκεί πάνω, χόρεψε". 

"Πάνω στην άμμο την ξανθή, γράψαμε τ' όνομά της. Ωραία που φύσηξε ο μπάτης, και σβήστηκε η γραφή". Συμφωνούσαν και τα λόγια του τραγουδιού με τις σκέψεις μου. Με κάποιον τρόπο. 

Και ύστερα η παρέα βρέθηκε δίπλα μου, στην απέναντι μεριά του δρόμου, συνεχίζοντας να κατεβαίνει προς την παραλία τραγουδώντας. Με προσπέρασε, κάποιος είπε "καλησπέρα", αντιχαιρέτισα και συνέχισα το δρόμο μου παλεύοντας με το φως του φακού μου. Από την ομάδα των έξι εφτά ατόμων, κρατούσαν φακό οι δύο και είχαν ένα φως αρκετά δυνατό για να βλέπουν στο δρόμο αλλά και να εξερευνούν τα χωράφια και τα κτίρια που προσπερνούσαν. 

Καμιά τριανταριά βήματα πιο πέρα αφότου απαμακρύνθηκα, ο φακός μου έσβησε για τα καλά. Περπάτησα λίγο στο απόλυτο σκοτάδι, τα άστρα δεν φωτίζουν κάτω, μόνο το φεγγάρι μπορεί να σου κάνει το διάβα ευκολότερο. Ήταν  πηχτό το σκοτάδι του δρόμου, ίσως και για το γεγονός ότι ήταν η μαύρη άσφαλτος που το έκανε ακόμα πιο πηχτό, ώστε δεν είδα τη λακούβα που έπεσα μέσα της. Έβγαλα μια αθέλητη κραυγή πόνου κι έμεινα λίγο κάτω τρίβοντας το πόδι που στραπούληξα, ελπίζοντας πως θα καταφέρω μετά από λίγο να σηκωθώ και να συνεχίσω το δρόμο μου. Και σε κείνο ακριβώς το σημείο το ένα από τα φώτα  της παρέας που με είχε προσπεράσει, έπεσε πάνω το προσωπό μου."- Είστε καλά; θέλετε βοήθεια; -Στραμπούληξα νομίζω το πόδι μου, έχει χαλάσει ο φακός μου..." Όλη η παρέα βρέθηκε με μιας δίπλα μου. Άλλος έλεγε να κάτσει κάποιος μαζί μου  και να πάνε οι υπόλοιποι να βρουν αμάξι στο λιμανάκι που κατευθύνονταν για να με πάνε με αυτό στο σπίτι μου, άλλος να με υποβαστάξουν και να με πάνε σιγά σιγά με τα πόδια, ένας φώναξε, "Που είναι οι γάιδαροι όταν τους χρειάζεται κανείς;" και γενικά υπήρχε ένα κλίμα ευθυμίας μαζί και μικρής ανησυχίας για μένα. μέχρι που αποφάσισα να πάρω την κατάσταση  στα χέρια  μου. Σηκώθηκα, τους ευχάριστα έναν έναν και όλους μαζί και τους δήλωσα ότι νιώθω αρκετά καλύτερα και μπορώ να συνεχίσω μετά το σοκ του πεσίματος, περπατώντας σιγά σιγά μέχρι το σπίτι, το πόδι μου ήδη το ένιωθα καλύτερα. Τότε είπαν να μην πάω μόνη μου, χωρίς φως και χωρίς τη ικανότητα να μπορώ να τρέξω αν για οποιονδήποτε λόγο χρειαζόταν, θα ήταν καλύτερα να είναι κάποιος μαζί μου, άλλωστε το χωριό δεν απείχε παρά δέκα λεπτά από το σημείο εκείνο, δεν θα ήταν κάπος για κανέναν. 

Ένας απ' όλους, εκείνος που έτρεξε πρώτος με το φακό, ο Αύγουστος, έτσι τον έλεγαν, και στην ερωτησή μου αν εννοούσε Αυγουστής, ήταν κατηγορηματικός, -Όχι, Αύγουστος. Είπε στην παρέα να συνεχίσει την πορεία για το λιμανάκι, θα ερχόταν εκείνος να με συνοδέψει, και μετά θα πήγαινε να τους συναντήσει. Αποφασίστηκε, φύγανε, μείναμε οι δυο μας και αρχίσαμε να προχωράμε σιγά σιγά με συχνές στάσεις για να ξεκουράζω το πόδι μου. Ένιωθα τυχερή κι ευγνώνων για εκείνη τη συνάντηση, έψαξα το σώμα στο γαλαξία, είχε ακινητοποιηθεί δεν το ξεχώριζα πια και η κιθάρα και οι φωνές της παρέας, είχαν αντικασταθεί από την ευχάριστη φωνή του Αύγουστου που με ρώταγε διακριτικά πράγματα για μένα, και μου έδινε κάποιες πρώτες πληροφορίες για τον ίδιο. 

Φτάσαμε στην είσοδο του χωριού, του είπα πως μπορούσα από εδώ και πέρα να συνεχίσω μόνη μου, τον παρότρυνα να φύγει για να πάει στην παρέα του και τον ευχαρίστησα. Με ρώτησε αν είμαι σίγουρη πως θα είμαι καλά και με τα πολλά αποφάσισε να με αφήσει. Και ξαφνικά με φώναξε, γυρίζοντας πίσω, "-Ξέχασα να σε ρωτήσω, που δουλεύεις κάτω εκεί, στο λιμανάκι; -Στο εστιατόριο πάνω στην παραλία. -Και είσαι πάντα βραδινή; -Πάντα βραδινή, ναι". Έφυγε, προχώρησα κι εγώ, μπήκα στο σπίτι. 

Πάνω στην πλατεία του χωριού εκείνο το βράδυ είχαν το γλέντι ενός γάμου, και δεν έκλεισα μάτι όλη τη νύχτα. Κάθε τόσο άλλαζα την κομπρέσα με τον πάγο πάνω στον αστράγαλο, και γύριζα τις σελίδες ενός βιβλίου που προσπαθούσα να τελειώσω εδώ και ένα μήνα, αφότου ξεκίνησα τη δουλειά στο εστιατόριο.  Ένα άλλο βιβλίο κι αυτό μέχρι τη μέση διαβασμένο ήταν η βιρτζίνια Γουλφ που θαύμαζα, αλλά με κούραζε η απουσία σημείων στίξης στη γραφή της, δεν ήμουν συνηθισμένη σε ασυνήθιστες γραφές. Πήγα στο σαλόνι και πήρα την τοπική εφημερίδα που έφερνε στο σπίτι ο πατέρας μου, κλείστηκα στο δωματιό μου κι άρχισα να την ξεφυλλίζω νυσταγμένα μέχρι που μια είδηση με ξύπνησε για τα καλά. "Ο διεθνούς φήμης ζωγράφος "Αύγουστος" με  την παρέα του, μας τιμούν αυτές τις μέρες με την παρουσία τους στο νησί, φιλοξενούμενοι του συντοπίτη μας καλλιτέχνη εικαστικού Ν.Τ". Ο συντοπίτης μας καλλιτέχνης εικαστικός Ν.Τ ήταν θείος μου και είχε το σπίτι του μέσα στο χωριό, ήταν ξεκάθαρο και όχι σύμπτωση το όνομα, ο ανθρώπος που με συνόδεψε μέχρι σχεδόν έξω από το σπίτι ήταν ο "διεθνούς φήμης ζωγράφος". Ήταν μια ευχάριστη έκπληξη αρχικά αλλά σε μια δεύτερη σκέψη δεν την βρήκα καθόλου ευχάριστη. Τους συνειρμούς δεν τους θυμάμαι. Θυμάμαι όμως την αποφασή μου να μείνω μακριά από το σπίτι του θείου μου, για το διάστημα που είχε αυτούς τους φιλοξενούμενους. 

Με τον αστράγαλο σε επίδεσμο την άλλη μέρα στη δουλειά προσπαθούσα να αγνοήσω τις ενοχλήσεις του πόνου, μικρού στην αρχή που όμως όσο πέρναγε η ώρα και το πόδι κουραζόταν, ο πόνος μεγάλωνε. Μάζευα τα τραπέζια, έστρωνα καινούργια τραπεζομάντηλα, μετέφερα τους γεμάτους δίσκους στην κουζίνα, έπαιρνα παραγγελίες, έφερνα τις σαλάτες και τα κουβερ. Όταν ήθελα να ξεφύγω από όλα αυτά, όταν ο φόρτος εργασίας δεν απαιτούσε και τη δική μου παρουσία εκεί, έπαιρνα μια πηρούνα με ένα μακρύ κοντάρι και κυνηγούσα τις τσιγαρόγοπες στην άμμο. Είναι απίστευτο το που μπορεί να βρει κανείς καταφυγή και ηρεμία σε ένα περιβάλλον τρελό, γεμάτο φωνές, εντολές και διαμαρτυρίες συχνά. Κι εκεί πάνω στην άμμο, κοντοστεκόμουν για να χαζέψω το φεγγάρι πάνω από το νερό όταν είχε φεγγάρι ή να αναζητήσω τη σκιά στο γαλαξία, όταν είχε αστέρια.  

Χωρίς αυτές τις μικρές δραπετεύσεις, ανάσες τις έλεγα εγώ, δεν έβγαινε το οχτάωρο στην τρεχάλα και οι εργοδότες μου μάλλον το ήξεραν αυτό, γιατί δεν διαμαρτυρήθηκαν ποτέ. Ίσως πάλι, καθώς είχα δεχτεί να δουλέψω χωρίς ένσημα, αφού η σαιζόν ήταν μικρή και έπρεπε να συγκεντρώσω χρήματα, και καθώς το ωράριο ήταν πέρα από κάθε νόμο τραβηγμένο, να θεωρούσαν πως με κάποιο τρόπο μου τις όφειλαν αυτές τις ανάσες, ή να φοβόντουσαν πως θα τους παρατήσω στα μισά της σαιζόν. Ανάσες λοιπόν με την πηρούνα στο χέρι, καρφωμένη μέσα στη άμμο να τη χρησιμοποιώ σαν υποστήριγμα για την ανακούφιση του ποδιού μου, με το βλέμμα χαμένο κάπου στο ανέμελο μέλλον μου, που έπρεπε να περάσει από τα σαράντα κύματα, τα φεγγάρια και τις αστροφεγγιές του νησιού μου. Απέβαλα τους θορύβους του μαγαζιού εκείνες τις στιγμές, άκουγα μόνο το φλοίσβο της θάλασας και τους γρύλλους, και μέσα στο κεφάλι μου έπαιζαν οι στίχοι κάποιου τραγουδιού ή μια σκέτη μελωδία. 

Επιστρέφοντας στο μαγαζί από την άμμο, είδα μια μεγάλη παρέα καθισμένη γύρω από τρία κολλημένα τραπέζια κι έτρεξα ανήσυχη να τους εξυπηρετήσω. Η ματιά μου δεν έπεσε αμέσως στο θείο μου ή στον Αύγουστο, γι' αυτό κι έβγαλα μια μικρή κραυγή έκπληξης όταν τους αντίκρυσα. Γέλασαν εύθυμα και μου είπαν ότι αποφάσισαν να έρθουν να φάνε εκεί, για να διαπιστώσουν αν είμαι καλά, απόφαση του Αύγουστου όταν ο θείος μου τους πληροφόρησε πως το κορίτσι που βοήθησαν το προηγούμενο βράδυ, ήταν η ανιψιά του. Παρατήρησαν πως κατέβαλα προσπάθεια για να περπατώ ίσια, και προσφέρθηκαν να με βοηθήσουν. Αυτοί έστρωσαν το τραπέζι και τοποθέτησαν ποτήρια και σερβίτσια πάνω του, τις μπύρες και τα αναψυκτικά που πήραν μόνοι τους από το ψυγείο, εγώ τους έφερα μόνο τα ορεκτικά. Ύστερα απαίτησαν από τον μαγαζάτορα να μου επιτρέψει να καθίσω μαζί τους, και καθώς φαινόταν πως αυτοί θα ήταν και οι τελευταίοι πελάτες της βραδιάς, εκείνος μου το επέτρεψε. Ήταν μια όμορφη, αναπάντεχη αλλαγή της ρουτίνας μου αυτή, κάτι που με γέμισε χαρά και με έφερε στο κέφι. Ήπια και τραγούδησα μαζί τους, η κιθάρα που κουβαλούσαν πάντα μαζί τους πέρασε στα χέρια μου. Τα τραγούδια που έπαιζα δεν ήταν εύθυμα, έπαιζα μόνο πολιτικά, αλλά είχα συγκαταλέξει στο ρεπερτοριό μου και το "αστέρι του βοριά" που διάλεξα να πω για την περίσταση. "Το αστέρι του βοριά, μια νύχτα με αστροφεγγιά..." σχολίασε ο θείος μου όταν σταμάτησα να τραγουδώ. "-Τραγούδησε το αστέρι μας, του Λογαρά" συμπλήρωσε ο Αύγουστος και γέλασαν συναινετικά όλοι και μουγγάθηκα εγώ. Άρπαξα το ποτήρι μου με την μπύρα και το σήκωσα στην παρέα, βίβα, το κατάπια μονορούφι και είδα όλα τ' αστέρια του ουρανού πάνω στο τραπέζι. Αλλά η μπύρα κύλησε γλυκά μέσα μου, πέρασε από τους φρουρούς της απαγόρευσης επιθετικά, αγνόησε τις κοκκινίλες του δερματός μου, τον γρήγορο ρυθμό της καρδιάς μου και γέμισε το κεφάλι μου με τη φράση εκείνη, ήμουν ένα αστέρι που χόρευε μέσα στο γαλαξία, ένα ευτυχισμένο αστέρι που γνώριζε την τροχιά και την πτώση του.

Η παρέα σηκώθηκε να φύγει όταν κουράστηκε, εγώ δεν μπορούσα να τους ακολουθήσω, έπρεπε να μείνω και να βοηθήσω στο κλείσιμο του μαγαζιού. Φίλησα το θείο μου, τους καληνύχτισα και μπήκα στην κουζίνα. Όταν τέλειωσα το μάζεμα εκεί και βγήκα για τις καρέκλες, είδα τον Αύγουστο να βοηθά το μαγαζάτορα, τις είχαν μαζέψει όλες, δεν είχε μείνει για μένα δουλειά. "-Τι παριστάνει ο διεθνούς φήμης εδώ τώρα...." αναρωτήθηκα εύθυμα, ενώ την ίδια στιγμή μια ανησυχία με κατέλαβε, ένα άγχος, καθώς κατάλαβα τις προθέσεις του και δεν ένιωθα έτοιμη γι' αυτές. Οι καλλιτέχνες δεν χάνουν χρόνο με τα τυπικά, όταν δουν κάτι που τους αρέσει θα το θελήσουν, κι όταν κάτι δεν τους αρέσει θα στο πετάξουν τα μούτρα. Έτσι τα σκεπτόμουν τα πράγματα κι όσο πιο πολύ γύριζε αυτή η σκέψη στο μυαλό μου τόσο πιο πολύ αγχωνόμουν. Όμως ξαφνικά μου αποκαλύφθηκε το πρόσωπο ενός εύθυμου μικρού παιδιού, που ήταν έτοιμο να κάνει τα πάντα για να ευχαριστήσει έναν ενήλικα κι αυτό, πέραν της συγκίνησης που μου προκάλεσε, με έκανε και να γελάσω πολύ. "Ελένη θα σε πήγαινα εγώ στο σπίτι σου απόψε με το αμάξι επειδή βλέπω ότι πονάς, αλλά ο κύριος από εδώ μου είπε ότι έχει έρθει με το αμάξι του, μένει στο χωριό και θα σε πάει εκείνος", μου είπε ο εργοδότης μου κι αμέσως μετά μας καληνύχτισε και μπήκε στο μαγαζί. Είπα ένα ηλίθιο "ευχαριστώ" αμήχανη κι ο Αύγουστος γέλασε. "-Την τύχη να ευχαριστείς" μου απάντησε, "και...το αστέρι του βοριά σου". Δεν είχα κάτι να πω. Μείναμε σιωπηλοί μέχρι που το αμάξι έφτασε στην είσοδο του χωριού. Ούτε ερωτήσεις πια, ούτε λόγια για να σπάσει η αμηχανία. Κι όταν σταμάτησε,  

"-Πως και  δεν είπες κουβέντα στη διαδρομή;" τον ρώτησα. "-Εσύ απ' ότι μου έδειξες χθες, μιλάς πολύ.

 -Έχεις δίκιο. Πάλεψα πολύ  για να κερδίσω αυτή τη σιωπή. Εσύ γιατί δεν μίλησες;

-Δεν είχα κάτι να πω. 

-Πες το λίγο καλύτερα αυτό. 

-Πως δηλαδή; 

-Κοίταξε, έκανα αυτό που ανέλαβα σαν χρέος να κάνω, σε έφερα στο σπίτι. Αν θέλεις όμως να μιλήσουμε, αυτό δεν είναι το μέρος για να το κάνουμε. Θέλεις να φύγουμε; να πάμε κάπου αλλού; 

-Ναι!"

Έβαλε πάλι μπροστά το αμάξι και φύγαμε. Τα μπαρ εκείνη την ώρα ήταν γεμάτα από κόσμο και φασαρία, δεν τον θέλαμε τον κόσμο. Δεν θέλαμε ούτε πιούμε ούτε να διασκεδάσουμε με την παρουσία άλλων. Θέλαμε να είμαστε μόνοι, οι δυο μας και να μιλήσουμε. Πήγαμε σε μια έρημη παραλία, το νησί ήταν γεμάτο από αυτές τη νύχτα. "-Ρώτα με τώρα" μου λέει. 

"-Γιατί εμένα;" του απαντώ. 

"Δεν υπάρχει γιατί. Γιατί εσένα. Αν επιμένεις όμως θα σε ρωτήσω το ίδιο. Γιατί εμένα; -Γιατί εσένα". 

Όταν είσαι μέσα σε κάτι δεν μπορείς να το δεις. Είχα χάσει το γαλαξία. Η παύση της σκέψης σε εμποδίζει να δεις το πριν και το μετά, υπάρχει μόνο το αιώνιο "εδώ και τώρα". Μακάριοι όσοι γνώρισαν μέσα του τον παράδεισο. Ευλογημένοι για πάντα. 

"-Ξημέρωσε κοριτσάκι ξύπνα, θ' ανησυχήσουν οι γονείς σου". 

Άνοιξα τα μάτια μου. Οι πρώτες ανταύγιες του ήλιου φώτιζαν αχνά το λόφο στα δεξιά μας, δεν είχαν περάσει ακόμα οι ακτίνες από πάνω του. Θαλασσινή μυρωδιά το σώμα του κρυστάλλινοι ήχοι νερού η φωνή του, κούρνιασα περισσότερο στην αγκαλιά του. "Δεν θέλω σου λέω..."  

Ήταν όλα γέλιο. Κάθε φράση, κάθε γκριμάτσα, κάθε κίνηση ή αναστεναγμός. Ήταν όλα χαρά, ακόμα και η καληνύχτα. Ακόμα δεν υπήρχε χώρος για σκέψεις. Θα βυθιζόμουν σε έναν ύπνο γεμάτο από όνειρα με ότι έζησα και ότι δεν έζησα μαζί του, θα ολοκληρωνα μέσα του τη πλήρωση της αιώνιας συνεύρεσης κι αν ήμουν τυχερή μπορεί και να μην ξυπνούσα. 

Ξύπνησα όμως. Μου φάνηκε πως μέσα από τη φωτογραφία της η Βιρτζίνια Γουλφ μου έβγαλε τη γλώσσα της. "-Σιγά μην τα ξέρεις εσύ καλύτερα" μουρμούρισα και γύρισα το βιβλίο ανάποδα. Θα έπινα τον καφέ μου ήρεμα στην τζαμαρία μου, όπως έκανα κάθε πρωί. Τώρα βέβαια ήταν πια μεσημέρι, σε λίγο θα έπρεπε να ετοιμαστώ για τη δουλειά, αλλά δεν βιαζόμουν. Κάτω στο δρόμο οι γυναίκες έβαφαν τις πλάκες με άσπρο ασβέστη, η μεγάλη γιορτή της Παναγίας πλησίαζε. Ο τεράστιος ευκάλυπτος στο μπροστινό χωράφι ξεμαλλιαζόταν με τον άνεμο. Ένας βοριάς δυνατός που γλύκαινε τη ζέστη του καλοκαιριού, δεν μπορούσε να εμποδίσει τον ήλιο να χτυπήσει τα μάτια μου, που κράταγα επίμονα ανοιχτά για να μη χάσω την εικόνα. Κι αυτή η ζωογόνα ζέστη του ξύπνησε σιγά σιγά τα κοιμισμένα μέλη μου που άρχισαν να θυμούνται. "Τι όμορφη, όμορφη που είσαι ζωή!" ψιθύρισα, λίγο πριν με φτάσουν τα λόγια των γυναικών που άσπριζαν το σοκάκι, σχολιάζοντας τα νέα της μέρας.

"Μα κι αυτός; ξενυχτισμένος λένε οδηγούσε, ποιος ξέρει, από κανένα μπαρ θα γύριζε. Ορίστε τ' αποτελέσματα. Κρίμα το παλικάρι, ήρθε να κάνει τις διακοπές του στο νησί μας κι έγινε ο τάφος του. Τι κατάρα είναι κι αυτή που μας βρήκε... Και το σπίτι κλειστό, έχουν φύγει όλοι, ακόμα και ο Ν.Τ 

-Ε θα πήγε να κανονίσει τη μεταφορά της σωρού, αφού σε κείνον έμενε..."

" Τι άτιμα τα παιχνίδια σου ζωή..." ψιθύρισε κάτι μέσα μου και μέσα από το θανατό μου. 

Τώρα είμαι εδώ, χρόνια πολλά μετά, ζωντανή, κι έχω το βιβλίο της Βιρτζίνια Γουλφ στα χέρια μου, που μόλις ξαναδιάβασα και απόλαυσα. Ήξερε ναι κάτι περισσότερο από μένα, τότε. Όχι τώρα. Αλλά και πάλι, ποτέ δεν ξέρεις. 

Παρ' όλα αυτά, εξακολουθώ να πιστεύω πως κάθε τέλος που έζησα, έχει αφήσει στον αέρα την υπόσχεση μιας συνέχειας στο μέλλον, αυτής της ζωής. Και θα το πιστεύω. Για πάντα.