Δεν αγαπώ τις επετείους,
κάθε τι που υπήρξε ολόκληρο και τώρα υπάρχει μισό ή
καθόλου.
Σεντόνια με τα χέρια έπλενε στην ταράτσα,
το πλυντήριο
είχε χαλάσει,
πήδαγα εγώ στην αχλαδιά, να πιάσω το μεγάλο αχλάδι
κουραστικό να κυνηγάς ένα φρούτο στα ψηλά
-Έλα να στύψουμε τα σεντόνια -Να πλύνω τα χέρια μου
μαμά.
κι έσκασε το νερό από το λάστιχο στο χώμα
που είχε κατρακυλύσει απ' το βουνό και στα σεντόνια
στο πάτωμα την τράνταζαν οι λυγμοί πάνω στη λάσπη
κι ακούγονταν από κάτω οι φωνές των τουριστών
που έσερναν βαλίτσες ψάχνοντας δωμάτιο,
Και στο λιμάνι τραγουδούσε ο ψαράς,
«φρέσκα καλαμάρια!»
Με πρόλαβε πριν πηδήξω από την ταράτσα
ανάμεσα σε γέλια και κλάματα πλύναμε πάλι τα σεντόνια
και κουβέντα στο σπίτι μετά,
μόνο τη ρώταγε ο πατέρας
κάθε τόσο
-Γιατί αγκαλιάζεστε συνέχεια εσείς οι δυο;
Και
γύριζε στο σταυρόλεξό του.
Τα βράδια στην ταράτσα μας, τρώγαμε καρπούζι
καθισμένοι στο κρεβάτι του μπαμπά..
Ξεφλούδιζα τα σπόρια με τα χέρια
όπως ξεφλουδίζει
κανείς την αναλγησία
για να βρει μια ψίχα ξερή, αποχυμωμένη κι ανάλατη
καθώς περιέγραφε εκείνος το θάνατο
ενός φίλου του στα
ορυχεία του Βελγίου.
Και ύστερα έλεγε
-τέλος για σήμερα, αύριο στο βουνό θα
γιορτάσουμε τον Άγιο.
Της είπα -πάρε με μαζί,
καλύτερα μια σκληρή μέρα δουλειάς
από μια χαρούμενη
μέρα μνημόσυνου.
κι έτσι γιορτάσαμε οι δυο μας,
με τα σεντόνια να στραγγίζουν
στο σχοινί.
Φάγαμε αχλάδια της ταράτσας και ψωμοτύρι από το σπίτι,
ήπιαμε καφέ.
Δεμένα σκυλιά αλυχτούσαν παρατημένα στις αυλές
διψασμένα
και κάτι μπουμπουνητά σαν κανόνια έρχονταν από μακριά.
Ασκήσεις για την άμυνα της πατρίδας
Αχ, ο πόλεμος! είπε η μαμά
-Δεν θέλω να μου πεις
Άσε με να φάω τ' αχλαδάκι μου και το ψωμί,
του χρόνου
θα πάμε μαζί στο βουνό,
να σε δω να χορεύεις με την τσαμπούνα και να χαίρεσαι,
για νά' χεις κι εσύ να θυμάσαι κάτι ωραίο...
Και η επέτειος του ανεκπλήρωτου, σε καιρό
ειρήνης
έγιναν οι μελλοντικές μας μνήμες.
Δεν έχει πολύχρωμα σημαιάκια και χορούς αυτή
μόνο ένα κόκκινο φεγγάρι
πάνω σε σεντόνια αραδιασμένα
στη λάσπη,
Με συγκρατεί ακόμα μην πηδήξω από την ταράτσα,
Δεν πειράζει χαρά μου, δεν πειράζει. ..
με τον πατέρα σκυμμένο στο σταυρόλεξο
κρυφά μου δίνει το εισιτήριο της ελευθερίας
το πονεμένο "αντίο" φιλί στο κεφάλι και την ευχή,
παρούσα να είμαι σε κάθε μου επέτειο,
μα ακόμα κι από
αυτές εκείνη λείπει.
Και μόνο μια φωτογραφία της έχω εδώ,
"με τα ψαρά
της τα μαλλιά στον άνεμο λυμένα,
να λιώνει το λουλάκι στου ουρανού τη στέρνα".