herinna

herinna

Friday, April 2, 2021

Ποτέ μην κλάψεις

 Το να μπορεί κανείς να κλάψει είναι ευλογία. Και δεν είναι χαρακτηριστικό των δυνατών ανθρώπων η ανημπόρια του κλάματος, αλλά των πετρωμένων κατόπιν εντολής στον εγκέφαλο ψυχών, που δεν θέλουν να θυμηθούν. 

Όταν πετάω κάτι τέτοια καλύτερα είναι να μη ρωτάει κανείς ποιος το λέει, γιατί βαριέμαι να εξηγώ. Κι όχι βέβαια δεν τα λέω όλα εγώ, άσχετα αν λόγω βαρεμάρας το παραδέχομαι. Κι άλλωστε είναι κάτι που ξέρω και προσωπικά ότι ισχύει. 

Από μικρή άκουγα τον πατέρα μου στο σπίτι να λέει στον αδελφό μου "-Τι κλαις ρε; ολόκληρος άντρας; γυναικούλα είσαι;" Κι εγώ που δεν ήθελα με τίποτα στον κόσμο να είμαι μια γυναικούλα, έπιασα το νόημα. Όταν κλαίω θα είμαι μια αξιοθρήνητη γυναικούλα ενώ όταν δεν κλαίω, θα είμαι μια δυνατή γυναίκα που δεν θα περιφρονήσει κανείς. 

Ο κύβος ερρίφθη και δεν ξέρω κάτα πόσο ο αδελφός μου στάθηκε σε αυτά τα λόγια του πατέρα μας για να μην κλάψει ποτέ, γιατί στο μεταξύ χώρισαν και οι δρόμοι μας, εγώ όμως το έκανα. 

Αυτό που μπορεί να συνταράξει τον ψυχικό κόσμο ενός νέου ανθρώπου πέρα από κάποιες ειδικές καταστάσεις που τις λες και εξαίρεση, είναι ένας δυνατός έρωτας. Η ένταση στην ανακάλυψη του εαυτού μας μέσω του άλλου, η απροσδόκητη αποδοχή, η ισοπεδωτική απόρριψη, ο ανεκπληρωτος πόθος, η απουσία, η έλλειψη, η απώλεια. Όλα αποτελούν λόγο για να κλάψει γοερά μια ερωτευμένη ψυχή, όχι όμως για μένα, σε κείνη την άλλη μου ζωή μιλώντας για νέους.

Και βέβαια ερωτεύτηκα, με αποδοχή, με απόρριψη, με άγνοια, με γνώση, με σύνεση, με αιδώ, με παθητικότητα, αλλά και με τρέλα, χωρίς ντροπή, χωρίς όρια, έξω από τους νόμους της κοινωνικής ηθικής και έξω από κάθε λογική. 

Αλλά αυτά όλα τα ήξερα μόνη μου. Κανείς δεν μπόρεσε να καταλάβει το βάθος και το πλάτος του συναισθηματικού μου κόσμου, αφού αντιμετώπιζα με το ίδιο ύφος το μαζί και το χώρια, το' σ' αγαπώ και το σε γουστάρω, το "τελειώσαμε" και το "μείνε μαζί μου αγαπημένη" ενώ δεν θυμάμαι να επιδίωξα ποτέ την παράταση μιας κατάστασης ουσιαστικά και τυπικά τελειωμένης. 

Έτσι ανάλαφρη με το μόνιμο βάρος ενός χαμένου, περπατούσα στο δρόμο εκείνο το χειμωνιάτικο πρωινό του 93. Θα είχα ίσως βγει από μια μακροχρόνια σχέση που δεν μου άφησε και πολλά, αφού πράγματι δεν ένιωθα κάποια ιδιαίτερη στενοχώρια, πέραν κάποιων συνηθειών που έπρεπε ν' αλλάξω, πέραν κάποιων καινούργιων ασχολιών που έπρεπε ν΄αποκτήσω. Είχα αποφασίσει να επιδοθώ στη ζωγραφική. Έπαιρνα το μπλοκ μου, μολύβι και γόμα και ξαμολιόμουν στα πάρκα και στις πλατείες ψάχνοντας το θέμα μου. Ζούσα μόνη μου, δουλειά δεν είχα, αυτά που έτρωγα ήταν κατασκευάσματα δικής μου επινόησης, τα πρωινά περπατούσα μερικά χιλιόμετρα ρωτώντας τις επιχειρήσεις αν χρειάζονται υπάλληλο, ώστε μέχρι το απόγευμα, μετά από καμιά δεκαριά "Όχι" που έπαιρνα, θεωρούσα πως ήταν η στιγμή της μικρής μου αποζημίωσης. 

Ο καφές έτοιμος κλεισμένος στο σέικερ, ένα σακίδιο με κάτι για να μασουλάω, ένα μπουκάλι νερό και happy time. 

Η αναζήτηση με έβγαλε στο άλσος του Παγκρατίου. Με τράβηξε το σημείο από όπου μπορούσα να βλέπω απέναντι το σχολείο που αποφοίτησα. Σκόπευα να το προβάλλω ανάμεσα από τα δέντρα και τα φυλλώματα του πάρκου, όπως προβάλλει το φεγγάρι ανάμεσα από τα κτίρια, ήταν ένα νυχτερινό σχολείο και του άρμοζε κάθε τιμή για τις κουρασμένες ψυχές που φιλοξένησε και ενθάρρυνε μέσα του. 


Θα είχα τραβήξει το πολύ δυο γραμμές καθισμένη στο παγκάκι απέναντι, όταν άκουσα μια κοριτσίστικη σπαραξικάρδια κραυγή. "-Μη αγάπη μου! Σκέψου τα όνειρά μας, τι θα πω στους γονείς μου; μη μ' αφήνεις γι' αυτήν, δεν την αγαπάς!"

Το χέρι μου κοκάλωσε επάνω στο μπλοκ. Όσο και να ήθελα να αγνοήσω εκείνη την κραυγή δεν μπορούσα. Όσο κι αν πίεσα τον εαυτό μου για να μη γυρίσω το κεφάλι μου, να μην ψάξω το ζευγάρι στο παγκάκι πίσω από τους θάμνους, δεν φαινόντουσαν έτσι κι αλλιώς. 

Έβγαλα από το σακιδιό μου μια στεγνή, χωρίς ζάχαρη και μέλι τηγανίτα και τη δάγκωσα με μανία. Μια δεύτερη την κατάπια ολόκληρη. Ο καφές δίπλα μου ζητούσε να τον πιω πριν της ώρας του, τα δυο τελευταία μου τσιγάρα να τα καπνίσω επιτόπου με άγνωστη την αγωνία της συνέχειας, τα έκανα όλα. 

"Άφησε με επιτέλους! ξεκόλλα!" Ήταν η μόνη αντρική φωνή που άκουσα, και ύστερα τίποτα, δεν υπήρχε πια διάλογος. Σκέφτηκα πως θα χώρισε το ζευγάρι, θα έφυγε ο καθένας προς άλλη κατεύθυνση, ένα δυσάρεστο από τα τόσα συμβάντα στις σκοτεινιές της πόλης, είχε αρχίσει να βραδιάζει, σε λίγο δεν θα έβλεπα τίποτα για να σχεδιάσω, μάζεψα το μπλοκ, έμεινα με τον καφέ στα χέρια και κάπνιζα σαν υπνωτισμένη. 

Εμένα ποτέ δεν τόλμησε να μου πει άντρας "άφησέ με, ξεκόλλα επιτέλους" σκέφτηκα. Ποτέ δεν θα έδινα την ευκαιρία για να ακούσω κάτι τέτοιο. Οι άνθρωποι έρχονταν κι έφευγαν από τη ζωή μου σαν επισκέπτες, είτε έμεναν ένα βράδυ είτε χρόνια, δεν είχε διαφορά, μερικές φορές αναρωτιόμουν γιατί κάθισα τόσον καιρό με κάποιον, αφού δεν ένιωθα και κανένα σπουδαίο έρωτα, κι έδινα μετά την απάντηση μόνη μου. "Ξεκουράζομαι.." Κι όταν πάλι είχα πολύ καιρό να βρεθώ μέσα σε σχέση, τουλάχιστον για έξι ή οκτώ μήνες και ρωτούσα τον εαυτό μου, "τι ακριβώς είπαμε κάνεις τώρα αγαπητή μου;" πάλι την ίδια απάντηση μου έδινα. "¨Ξεκουράζομαι"

Με βάση ένα τέτοιο ιστορικό, θα μου ήταν λογικά αδύνατο να συμμεριστώ το σπαραγμό του κοριτσιού που τώρα άκουγα πίσω από τα φυλλώματα, προφανώς καθισμένη ακόμα στο παγκάκι που ο νεαρός εγκατέλειψε. Κοφτοί, μικροί λυγμοί, σαν ενός μωρού που πνίγεται στην κούνια, ή ενός μωρού γατιού που καταπλακώνουν τ' αδέλφια του. 

Δεν μπορούσα πια να καθίσω ήσυχη στη θέση μου. Είχα αναστατωθεί, είχα ταραχτεί, είχα εξοργιστεί και πονούσα βαθιά σε μια περιοχή του είναι μου που δεν αναγνώριζα. Σίγουρη γι' αυτά που επρόκειτο να ξεστομίσω, σηκώθηκα και περπάτησα γρήγορα προς το μέρος του κρυμμένου κοριτσιού. Βρέθηκα μπροστά σ' ενα σκυμμένο μέσα στα χέρια του αδύνατο ίσως όσο κι εγώ κορίτσι. Οι ώμοι της τραντάζονταν σιωπηλά, καθώς μετέτρεπε τις κραυγές της ψυχής της σε μικρούς πνιγμένους λαρυγγισμούς. "-Δεν αξίζει το κλάμα σου. Μην κλαις γι' αυτόν. Σου φέρθηκε άκαρδα, απάνθρωπα, σε ταπείνωσε, δεν αξίζει το κλάμα σου.Θα πληρωθεί κάποτε με το ίδιο νόμισμα.

-Μα δεν θέλω να πληρωθεί με το ιδιο νόμισμα. Τον αγαπάω. Δεν είναι αυτός ο Νίκος μου. Κάποια τον ξεμυάλισε και άλλαξε, δεν μου έχει μέχρι τώρα φερθεί άσχημα ποτέ".

Άρχισα να νευριάζω μαζί της. Μου ήταν αδιανόητο ότι μπορούσε να σκέπτεται έτσι την ίδια στιγμή που σπάραζε από την απάνθρωπη συμπεριφορά του. Όμως εκείνη συνέχισε να μιλάει, σαν να βρήκε τον εξομολόγο της, πέρασε από το κλάμα στην αναπόληση. Με τα μάτια της δακρυμένα με κοίταξε. 

-Σ' ευχαριστώ για το ενδιαφέρον σου. Έχεις δίκιο να σκέπτεσαι έτσι γιατί δεν τον ξέρεις, δεν μας ξέρεις, άκουσες κάτι άσχημο εντάξει, είμαστε αλλιώς όμως μέχρι πριν μια εβδομάδα. Ο Νίκος ήταν τρελός για μένα. Δούλευε σερβιτόρος διπλή βάρδια για να μαζέψει χρήματα να ανοίξουμε το σπίτι μας. Κι εγώ δουλεύω σε σούπερ μάρκετ. Βγάλαμε μαζί το σχολείο και θέλαμε να σπουδάσουμε πριν πάμε να μείνουμε μαζί. Εκεί δώσαμε όλο το βάρος. Μέχρι και τα χρώματα στο παιδικό δωμάτιο είχαμε σκεφτεί. Αγαπάμε πολύ τα παιδιά. Κάναμε υπομονή, δεν είναι εύκολες οι σπουδές όταν πρέπει και να δουλεύεις για να ζήσεις. Ο Νίκος έκανε πίσω από τις δικές του και με στήριζε με τις δικές μου. Είχα σταματήσει τη δουλειά για να μπορώ να παρακολουθώ τα μαθήματα και να διαβάζω. 

Παρά το γεγονός ότι εκείνος έκανε τόσα για μένα, η μάνα μου τον πίεζε για να επισπεύσει το γάμο μαζί μου, δεν είχε καμιά κατανόηση για κανέναν από τους δυο μας. Μια μέρα πριν από κανένα μήνα, δεν άντεξε εκεινος τα φαρμακερά της σχόλια και την πέταξε έξω από το σπίτι του, δεν μένουμε ακόμα μαζί, κοιμόμουν μαζί του μερικά βράδια και γύριζα μετά στο σπίτι μου. Η μάνα μου είχε έρθει εκείνη τη μέρα για να μας δημιουργήσει πρόβλημα. 

Όταν η μάνα μου βγήκε από το σπίτι του εγώ βρέθηκα στη μέση, δεν ήξερα τι να κάνω. Μου είπε, "Ορίστε, αν συμμερίζεσαι τις βλακείες της, πήγαινε να την βρεις. -Δεν τη συμμερίζομαι Νίκο μου, αλλά μάνα μου είναι, δεν μπορείς να την πετάς έτσι έξω απο το σπίτι σου, Έπρεπε να έχεις υπομονή και να της εξηγήσεις". 

Θύμωσε μαζί μου πολύ, μου είπε να φύγω κι εγώ. Θύμωσα κι εγώ σε κείνη τη φάση, έφυγα. Ο Νίκος βγήκε εκείνο το βράδυ, με φίλους του πήγαν στο σπίτι μιας κοπέλας που είχε τα γενεθλιά της. Δεν ξέρω τι έγινε, το ίδιο αυτό βράδυ μου τηλεφώνησε ότι θέλει το χρόνο του για να σκεφτεί πως θα συνεχίσουμε μεταξύ μας. Πάλι θύμωσα, δεν του έδωσα την ευκαρία να μου πει περισσότερα. Του έκλεισα μάλιστα και το τηλέφωνο. Μετά αυτός και η κοπέλα αυτή, κυκλοφορούσαν μαζί, τους έβλεπαν οι κοινοί μας φίλοι και μου το έλεγαν. Του τηλεφωνούσα και μου το έκλεινε. Του έστειλα ένα email.  "Και τα όνειρά μας Νίκο; Η αγάπη μας; Αυτό που δεν αφήναμε κανέναν να μπει αναμεσά μας; Και που αν η μάνα μου επέμενε να σε ενοχλεί με τις σαχλές βιασύνες της θα τη βάζαμε μαζί στη θέση της; Είναι λόγος αυτός τώρα να με αφήνεις στα κρύα του λουτρού; Να ξεχνάς τις προσπαθειές μας, τους αγώνες μας, το πόσο πολύ θέλουμε να πάει μπροστά αυτή η σχέση, ακόμα και τις ίδιες σου τις θυσίες; Γιατί αγάπη μου; Γιατί πικράθηκες τόσο πολύ μαζί μου; Μάνα μου είναι, έπρεπε σε κείνη τη φάση κάποιος να την παρηγορήσει, δεν πάει να πει και πως θέλω ότι θέλει; Θα το είχα βάρος στη συνειδησή μου αν την άφηνα να φύγει έτσι, πεταμένη  σαν αδέσποτο του δρόμου. Έλα αγάπη μου να το ξεπεράσουμε αυτό και να συνεχίχουμε το δρόμο μας μαζί, αγαπιόμαστε από μικρά παιδιά, δεν γίνεται να τα γκρεμίσεις όλα από πείσμα και μόνο.

-Κορίτσι μου τι πείσμα του έγραψες; Αυτός κυκλοφορεί ήδη με μια άλλη απ΄ ότι μου είπες και δεν σκέπτεται τα ίδια με σένα.

-Κυκλοφορεί ναι, αλλά εμένα αγαπάει. Θέλει να με πληγώσει. Το ξέρω πως περίμενε άλλη στάση από μένα. Θα τον κερδίσω όμως κι ας πληρώσω την τιμωρία του. Τον αγαπώ, δεν θέλω να ζήσω με άλλον άνθρωπο, καταλαβαίνεις;"

Είπα ναι, χωρίς να ξέρω τι στο διάολο κατάλαβα. Τι να καταλάβω, τι με έμελλε να καταλάβω, γιατί ανακατεύτηκα σε μια ξένη υπόθεση, γιατί δεν την άφηνα εκεί μέσα στο κλάμα της να θρηνεί για τα χαμένα της όνειρα;

Άγγιξα απαλά τον ώμο της. 

"-Σου εύχομαι να τα βρεις με το Νίκο σου και να είναι έτσι όπως τα λες, όπως τα έχεις ζήσει και ονειρευτεί μαζί του, όπως συνεχίζεις να τα ονειρεύεσαι. Να ξεπεράσετε τα προβλήματα και να προχωρήσετε, ελπίζω κι εκείνος να κάνει πίσω από τον τόσο του εγωισμό.

-Θα κάνει, είμαι σίγουρη..."

Μου απάντησε το κορίτσι σκουπίζοντας τα μάτια του. Μέσα μου ανάμικτα τα συναισθήματα, πέρναγα από την οργή στην κατανόηση, σε κάποια αδιόρατη περιφρόνηση, κρυφό σαρκασμό, και σε κάτί που έμοιαζε με θαυμασμό. Μα πιο πολύ απ' όλα μ' έπιασε μια βιάση να φύγω από το σημείο εκείνο άμεσα, να χαθώ από τα μάτια του κοριτσιού κι από τα μάτια των ανθρώπων. Κάτι λίγο την άγγιξα στον ώμο της, χωρίς κουβέντα απομακρύνθηκα αμέσως μετά, περπάτησα προς τη μεριά του σχολείου απέναντι, είχα μια ώθηση να βρω τρόπο για να μπω στον αυλογυρό του. Κι εκεί καθισμένη στα σκαλιά που καθόμουν πάντα να περιμένω την ιστορία να γραφτεί από την αρχή. 

Δεν ξέρω τι άλλο, απλώς προχωρούσα. Καμιά δεκαριά βήματα θα είχα κάνει, στην άκρη του δρόμου πριν περάσω απέναντι, με άγγιξε ένα χέρι. Γύρισα, ήταν το κορίτσι.

"-Εσύ γιατί κλαις; δεν θα μου πεις;

-Δεν είμαι σίγουρη ότι μπορώ. Ας πούμε δεν μοιράστηκα ποτέ όνειρα με κανέναν, νόμιζα πως αυτά τα κάνει κανείς μόνος του.

-Πως είναι δυνατόν να κάνει κανείς μόνος του όνειρα;

-Σαν μόνος φυσικά. Γεια σου τυχερό κορίτσι. Κράτα γερά το ονειρό σου, μην αφήσεις να στο πάρει κανείς".

Πέρασα απέναντι κι εκεί όταν έφτασα, το κορίτσι στεκόταν ακόμα και με κοίταζε, με αποχαιρετούσε κουνώντας το χέρι της.  Συμπόνια για τους ανίκανους να μοιραστούν, τους ανίκανους να κλάψουν.


Αυτή τη φορά πήγα και στρώθηκα απέναντι από το πολεμικό μουσείο. Μια ωραία πρασινάδα μου επέτρεψε να απλώσω τα πραγματά μου πάνω της. Λίγο πιο πέρα  μια ψόφια γατούλα είχε αρχίσει να γίνεται ένα με τη γη. "Δεν τολμάς ν' αγγίξεις το θάνατο στα σταδιά του". Ποιος το είπε αυτό; Ιδέα δεν έχω.

"Θα ζωγραφίσω το πολεμικό μουσείο" Είπα. Τα φώτα της διασταύρωσης έπεφταν πάνω του χιαστά  και μπροστά του  υπήρχε ένα παλιό κανόνι, έτσι που το όλο κτίριο μου θύμιζε κάστρο σε πολιορκία. 

Το μολύβι δεν έγραφε  στο χαρτί. Το ακούμπησα επάνω του, κι άρχισε να κολυμπάει σαν κανό που έτρεχε προς τον καταρράχτη. 

"- Τι κλαις ρε; ολόκληρη γυναίκα; θα τσιμπάς και με τα Άρλεκιν τώρα;" 

-Ναι ρε! Με αυτά! Εσύ τι πρόβλημα έχεις;" 

Φώναξα κοιτάζοντας κατάματα έναν άνθρωπο ηλικιωμένο που πέρναγε. Αυτός σταυροκοπήθηκε τρομαγμένος και, απομακρύνθηκε τρέχοντας.