herinna
Monday, January 26, 2009
www.katergly.blogspot.com
Από τη σελίδα αυτή εδώ θέλω να καλωσορίσω στην blogo-κοινωνία, μια σπουδαία ελληνίδα συγγραφέα που μας κάνει την τιμή να βρίσκεται από σήμερα αναμεσά μας, την Κατερίνα Γλυκοφρύδη. θα συμβούλευα όχι μόνο τους νέους επίδοξους συγγραφείς, αλλά κι εκείνους που με αναγνώριση συνοπτικών διαδικασιών φέρουν αυτό τον τίτλο, καθώς και κάθε άλλο επαρμένο και μη γραφιά του ελληνικού διαδικτύου, να επισκέπτεται το blog αυτό της Κατερίνας αν θέλουν πάρουν μια ξεκάθαρη εικόνα περί συγγραφικού ταλέντου και διαχρονικής αξίας, μακριά από κλίκες, ελιτίστικες ομάδες, κυκλώματα, μαϊντανισμούς και μεγαλοστομίες κενές περιεχομένου. Σας αφήνω να την απολαύσετε. Παλιότερες δουλειές της θα βρείτε στο www.refene.com
Monday, January 19, 2009
Ξενοφώντας ο σκράπας
Πριν από καμιά τριανταριά χρόνια, χώρισα τα τσανάκια με την οικογενειά μου. Θα μου πεις, μα καλά τώρα το θυμήθηκες; Το θέμα είναι ότι εγώ ποτέ δεν το ξέχασα αυτό, δεν μ’ άφηναν οι άλλοι να το ξεχάσω, αλλά όσο για να μιλήσω, ούτε λόγος. Όμως τελευταία, πέρασα κάτι άγριες φάσεις και πρέπει να κάνω μια μικρή αναδρομή, αλλιώς δεν θα καταλάβεις τι με σκάει σήμερα. Πως είναι εκείνες οι ριάλιτι εκπομπές που φωνάζουν κάτι δύσμοιρους να πουν τον πόνο και τα παραπονά τους από τη ζωή, μαζεύονται οι συγγενείς και σκυλοβρίζονται; Και αρχίζει ο πρωταγωνιστής, ο αρχικός καλεσμένος δηλαδή να ξεδιπλώνει τη ζωή του και ο παρουσιαστής τρεις και μια του θυμίζει να συντομεύει γιατί έρχονται οι διαφημίσεις; Εγώ ευτυχώς δεν έχω κανέναν παρουσιαστή εδώ πέρα μα ούτε και σκοπεύω να το τραβήξω τόσο μακριά γιατί γενικά είμαι τύπος συνοπτικός.
Ο βασικός λόγος λοιπόν που εγώ την έκανα από το σπίτι, ήταν ότι δεν γούσταρα να δουλέψω στην οικοδομή. Ο γέρος μου έλεγε πως τέτοιος σκράπας που είμαι σε όλα, δεν υπάρχει περίπτωση να σταυρώσω άλλο επάγγελμα. Στην πραγματικότητα ήθελε να ρίξει εμένα στην οικοδομή γιατί δεν μπορούσε να πληρώσει σπουδές για δυο παιδιά και ο άλλος, ο μεγάλος, είχε δηλώσει από χρόνια πως θέλει να γίνει αρχιτέκτονας. Σου λέει λοιπόν ο γέρος, εντάξει. Θα βάλω τον μικρό να δουλέψει μαζί μου, να του αφήσω και την ξυλεία, ως τότε θα έχει γίνει μάστορας και στο μεταξύ θα μπορούμε να πληρώνουμε οι δύο τις σπουδές του μεγάλου.
Αλλά εγώ δεν είχα αυτά στο νου μου. Εγώ ήξερα πως με λίγη βοήθεια μπορούσα να γίνω καλός στα γράμματα, το ήξερα όμως μόνος μου. Ο μεγάλος ήταν ο έξυπνος της οικογένειας, ο ταλαντούχος, ο γόης, ο μάγκας, εγώ ο σκατάς. Άχρηστο με ανέβαζε ο μπαγάσας ο γέρος μου, μαλακανδρέα με κατέβαζε και δεν με λένε καν Ανδρέα. Ξενοφώντα με λένε, αλλά το όνομά μου δεν το άκουσα ποτέ μέσα σ’ αυτό το σπίτι.
Φώνη με φώναζε η μάνα μου και μ’ έκανε ρεζίλι σε όλη τη γειτονιά, που το είχανε πάρει σχοινί κορδόνι και μ’ έλεγαν σιφόνι και με πλησίαζαν μυρίζοντας δυνατά στον αέρα, για να καταλήξουν στο συμπέρασμα πως η βρώμα ερχόταν από μένα.
-Μη με λες ρε μάνα Φώνη! Ξενοφώντα λέγε με, έτσι με βαπτίσατε!
-Μα είσαι το μωρό μου, το Φωνάκι μου, το χαϊδεμένο μου, από μωρό σε λέω έτσι, δεν μπορώ να το αλλάξω τώρα. Διαμαρτυρόταν εκείνη.
Αφού για τον πατέρα μου άχρηστος ήμουν σε όλα κι ούτε ένα ποτήρι νερό δεν μπορούσα να του πάω χωρίς να το χύσω όπως έλεγε, αποφάσισα να μην προκόψω στην οικοδομή και να πάω να βρω τον ανεπρόκοπο μακριά από το σπίτι. Γλίτωσα έτσι και τη φασαρία και τις βρισιές της τελευταίας στιγμής, «Που πας βρε σκατό, που νομίζεις ότι έγινες άντρας και θα τα βγάλεις πέρα, που δεν έχεις μάθει ούτε τα παπούτσια σου να βρίσκεις μόνος σου, που θα σ’ αρπάξουν τα τσακάλια στην Αθήνα και θα σε κάνουν χασικλή, που θα καταλήξεις σε καμιά φυλακή στο τέλος, αχαΐρευτος, κάτσε δω σου λέω να μάθεις τη δουλειά, να’ χεις κάτι στα χέρια σου να προκόψεις κι εσύ. Κάτσε δω μη σου αστράψω καμιά βαρβάτη και σ΄ αφήσω ξερό κωλόπαιδο, που πήραν αέρα τα μυαλά σου και ξεσηκώθηκες. Στο κάτω κάτω, γίνε εικοσιενός πρώτα και κάνε μετά ότι θέλεις».
Πίσσα ήταν το σκοτάδι όταν την κοπάνησα, χαμπάρι δεν με πήρε κανείς. Με το που έφτασα στην Αθήνα, έμπλεξα αμέσως με κάτι Κνίτες που τα λέγανε ωραία για την ισότητα των ανθρώπων και κόλλαγα μαζί τους αφίσες για ψήφο στα 18 και άλλα παρόμοια. Αλλά ήμουνα πολύ χαζός και γι’ αυτούς, δεν καταλάβαινα την καθοδήγηση, όταν άρχιζαν να τα λένε επιστημονικά μ’ έπιανε νύστα εμένα, πολλοί –ισμοί ρε παιδάκι μου και που να τους θυμάσαι όλους κι ο γέρος μου μια φορά που ένας τον έβρισε κομουνιστή, του έφερε μια καρέκλα στο κεφάλι και τον έστειλε στο νοσοκομείο, κι εγώ ήμουν ένας σπόρος τόσος δα που τα έβλεπα αυτά, και ήξερα από τότε πως δεν πρέπει να επιτρέψω σε κανένα να με βρίσει κομμουνιστή, αλλά τώρα αυτοί εδώ με αποκαλούσαν σύντροφο και μίλαγαν για το ήθος του σωστού κομμουνιστή, κι άλλοι έλεγαν τι θα πει σωστός και λάθος κομμουνιστής, είτε θα είναι κάποιος είτε δεν θα είναι κι εμείς είμαστε γιατί έτσι το επιλέξαμε, κι εγώ καθόμανε σαν τον χάνο και τους άκουγα κι αναρωτιόμουν εγώ τι είμαι, μέχρι που ήρθαν και τα άλλα.
Ένα σωρό όμορφα κορίτσια εκεί μέσα, είχε και πολλά άχαρα δε λέω, αλλά μερικά με τα μακριά τους τα μαλλιά και τα μακριά τους τα φουστάνια και τ’ αθώα τους ονειροπόλα μάτια, ήταν να τα πίνεις στο ποτήρι. Και να μη τολμάς να πλησιάσεις καμία, τι σκατά σύντροφος ήμουν αν δεν μπορούσα καμιά να συντροφέψω στο κρεβάτι της αν μ’ εννοείς, έπηξα στη χυλόπιτα εκεί μέσα. Αααα σύντροφε, όλα κι όλα. Μεταξύ συντρόφων υπάρχει σεβασμός. Λες και είναι έλλειψη σεβασμού να υμνήσεις μαζί με το μυαλό και το σώμα της, και την ίδια στιγμή να έρχονται οι φωτισμένοι, κάτι του τομέα, του γραφείου, της γραμματείας και να μας παίρνουν τις καλύτερες, αϊ στο διάολο είπα από δω πέρα και την έκανα κι από κει να βρω την υγειά μου. Ωστόσο το σπόρο της η οργάνωση τον είχε ρίξει μέσα μου, και τώρα ήμουν αριστερός με βούλα, αριστερός κι αδέσμευτος σαν ελεύθερο πουλί έτοιμος να φέρω καρέκλα στο κεφάλι όποιου τολμούσε να μου πει ότι εγώ δεν είμαι κομμουνιστής, γιατί δεν είχα μάθει ακόμα ότι ούτε ήμουν ούτε θα γινόμουν ποτέ, αφού η ζωή αυτή δεν θα μ’ έφτανε για να καλυτερεύσω σαν άνθρωπος. Περίμενα που λες την ευκαιρία, όταν θα ήμουν σε καλύτερη θέση και θα είχα και μια δουλειά της προκοπής να πάω να τη βγω στον πατέρα μου που με έλεγε άχρηστο και να τον δουλέψω λίγο για τα αριστερά κατά τα άλλα φρονηματά του και να τον ρωτήσω πως την έβγαλε καθαρή αυτός όταν όλοι οι αριστεροί γειτονές του μπουζουριάστηκαν στις φυλακές και μάζευα και μάζευα πράγματα να του πω όταν θα ερχόταν η ώρα.
Αλλά η ώρα αυτή δεν ήρθε ποτέ και εγώ στο μεταξύ έγινα τσιράκι ενός μηχανουργού που με μάθαινε τη δουλειά και σε πέντε χρόνια μέσα είχα γίνει αρχιμηχανουργός κι επειδή είχα εξοικειωθεί με τα μηχανικά πολύ πήγα και τέλειωσα ένα νυχτερινό σχολείο και πέρασα ηλεκτρολόγος μηχανολόγος στα ΤΕΙ.
Η ζωή μου ήταν γεμάτη από πολύ τρέξιμο αλλά και πολύ ενθουσιασμό, να τα κάνω όλα και να τα προλάβω όλα, και στη δουλειά μου πολύ καλά τα πήγαινα, ήμουν τώρα συνέταιρος με τον μαστορά μου και είχα και το δίπλωμα κρεμασμένο στο κάδρο, ενώ στη σχολή μέσα κατάλαβα γιατί δεν γούσταρα ποτέ τα λαϊκά. Στο σπίτι μου το γονικό δεν άκουγες άλλο από λαϊκά και επειδή ελάχιστα ξεμύτιζα όσο βρισκόμουν εκεί δεν ήξερα τι άλλες μουσικές υπάρχουν, δηλαδή ήξερα, τα άκουγα στο ράδιο αλλά ο πατέρας μου έλεγε πως αυτά είναι τραγούδια για αλήτες και γιε γιέδες, το ίδιο έλεγαν και στο κόμμα μετά και φοβόμουν κάπως να πω ξεκάθαρα ποια μουσική μου αρέσει, αλλά στη σχολή γνώρισα πολλούς σαν κι εμένα και από κει και πέρα άκουγα ελεύθερα ότι μου άρεσε. Στα εργαστήρια ήμουν πρώτος και στη θεωρία με βοηθούσε μια κοπελιά που τα καταλάβαινε πολύ καλύτερα θεωρητικά και μου τα εξηγούσε, συνάδελφος, κι αυτή μηχανολόγος έγινε. Χαθήκαμε μετά την αποφοίτηση και καμιά πενταετία μετά την είδα μια μέρα να κάθεται έξω από μια καφετέρια και πήγα τ’ ανάσκελα. Αναρωτιόμουν πόσο μαλάκας ήμουν χωμένος μέσα στην προσπάθεια να φτιάξω τη ζωή μου και τι ζωή μπορείς να φτιάξεις όταν δεν έχεις ένα τέτοιο πλάσμα δίπλα σου κι εκεί επιτόπου χωρίς άλλη εισαγωγή στη δική της κραυγή, -Ξενοφώντα! Της είπα, -Με παντρεύεσαι;
Δεν με πήρε στα σοβαρά την πρώτη αυτή φορά που τη ρώτησα αλλά με την επιμονή μου, κατάφερα τελικά να της αποσπάσω το ναι και να’ μαστε μια μέρα ζευγάρι με την Αγγελικούλα μου και δυο πιτσιρίκια να τα πίνεις στο ποτήρι.
Και καλά μέχρι εδώ, σου έδωσα να καταλάβεις τη ζωή μου συνοπτικά και το χαρακτήρα μου, αλλά υπάρχουν και τα στο μεταξύ που αφορούν τους άλλους και τις επαφές τους μαζί μου. Ένας λοιπόν απ’ αυτούς τους στο μεταξύ, ήταν ο αδελφός μου, που τα σκάτωσε τελικά στη σχολή, την παράτησε μετά από χρόνια που ταλαιπωρούσε το γέρο μας και την τσέπη του χωρίς λόγο και κατέληξε στην οικοδομή μαζί τους, ταλαντούχος στο χτίσιμο. Είχε μάθει αυτός άλλη ζωή, του άρεσαν όλα τα φανταχτερά, αμάξια, γυναίκες, εστιατόρια, ξενοδοχεία, ότι λεφτά είχε λάβει από το γέρο μας τα είχε σπαταλήσει σε αυτά ενόσω ήταν ακόμα ελεύθερος κι όπως το χούι δεν βγαίνει πριν από την ψυχή, συνέχισε με παρόμοιους ρυθμούς και μετά το γάμο του. Η Καρμοίρα η γυναίκα του ήταν χειρότερη απ’ αυτόν , ένα αγόραζε αυτός, δέκα αυτή, να φτιάξουμε το σπίτι μας όμορφο έλεγε στην αρχή, ν’ ανανεώσουμε το σπίτι μας, έλεγε μετά, και δώστου τα χιλιάρικα να πετάνε στον αέρα για τους αστακούς και τα καβούρια και τα γυαλιά κατάλληλα γι’ αλλεργικά μάτια. Ήρθε ήρθε το πράγμα, απηύδησε ο φουκαράς ο γέρος μου, του είχε αφήσει όλη την ευθύνη της οικοδομής και λεφτά δεν είχανε ούτε τους εργάτες να πληρώσουν, τα παίρνει στο κρανίο στο τέλος και τον διώχνει συν γυναιξί και τέκνοις να δοκιμάσει την τύχη του στην Αθήνα.
Αυτός, για δική μου κακή τύχη, την τύχη του τη σύνδεσε στην Αθήνα με μένα και μια ανυποψίαστη ημέρα που μόλις είχα ξεσκίσει δυο πιάτα από τα φανταστικό παστίτσιο της Αγγελικούλας μου, χτυπάει το τηλέφωνο.
-Τι κάνεις αδελφέ; Χαθήκαμε. Είμαι στην Αθήνα τώρα. Έλα καμιά βόλτα από δω να σε δω και να τα πούμε.
Εμένα για να πω την αλήθεια δεν μου καλοκάθισε αυτή η επαφή, αλλά η Αγγελικούλα, που ήταν το τέταρτο παιδί μιας αγαπημένης και ψυχοπονιάρας οικογένειας, επέμενε. «Αδέλφια είσαστε. Αρκετά κράτησε αυτή η απόσταση. Δεν σου έκανε και τίποτα. Να πας. Να τον δεις. Κι αν χρειάζεται οτιδήποτε, να τον βοηθήσεις. Έτσι κάνουν τ’ αδέλφια.
Εντάξει λοιπόν. Έτσι κάνουν τ’ αδέλφια, έτσι έκανα κι εγώ. Πήγα. Άκουσα τα παραπονά του για το γέρο, για τη ζωή, για την ατυχία του και μετά με ρώτησε αν ξέρω κανέναν να ψάχνει για εργολάβο. Τέτοιον εγώ δεν ήξερα, ήξερα μόνο ανθρώπους που ψάχναν για μηχανικούς ή εργάτες, αλλά δεν του άρεσε σαν ιδέα και περίμενε την ευκαιρία για να αναλάβει κάποια ανέγερση. Στο μεταξύ τα παιδιά του είχαν ρημάξει τις συκιές της γειτονιάς γιατί η γυναίκα του δεν είχε πια μούτρα να ψωνίζει βερεσέ από το μπακάλη κι κει επενέβη πάλι η Αγγελικούλα. –Έλα Νώντα μου, αφού ξέρω τι άνθρωπος είσαι εσύ. Το βαστάει η καρδιά σου να πεινάνε αυτά τα παιδάκια; Πήγαινε ψυχή μου αφησέ τους μερικά χρήματα και δεν πειράζει, ρίχ’το στο γιαλό.
Είναι αλήθεια, δεν το βάσταγε η ψυχή μου κι έτσι παρά τη φαινομενική μου γκρίνια μου άρεσε που η Αγγελικούλα μου κόλλησε πάλι. Σηκώνομαι μια και δυο να πάω στο σπίτι του Ηλία, έτσι λένε τον αδελφό μου, ν’ αφήσω στην κυρά του καμιά δραχμή για τα παιδιά. Νόμιζα πως αν πάω πρωί και λείπει να ψάχνει τις οικοδομές ο αδελφός όπως το συνήθιζε, θα απέφευγα να τον ντροπιάσω για τα χρήματα να ντροπιαστώ κι εγώ αν σε περίπτωση ένιωθε ότι τον προσβάλω. Μια γυναίκα όσο να’ ναι, μπροστά στον κίνδυνο να μείνουν νηστικά τα παιδιά της, θα το χειριζόταν διαφορετικά. Φτάνω έξω από το σπίτι τους λοιπόν, και τι να δω.
Δυο περιπολικά της αστυνομίας παρκαρισμένα απέξω, να έχουν βάλει το φορτηγάκι για τα ξύλα του Ηλία αναμεσά τους, μέσα του ο Ηλίας να προσπαθεί να τους ξεφύγει και στην πόρτα η γυναίκα του η Αντωνία να φωνάζει και να χτυπιέται. –Αφήστε τον καλέ, μη τον στριμώχνετε, είναι ήδη στριμωγμένος θα κάνει καμιά τρέλα.
Πλησιάζω σοκαρισμένος τους αστυνομικούς και τους ρωτάω τι συμβαίνει.
-Υπάρχει δικαστική απόφαση για κατάσχεση, μου λένε, μέσα στο σπίτι είναι ο δικαστικός κλητήρας και μαζεύει τα πράγματα, αλλά συμπεριλαμβάνεται και το φορτηγάκι σ’ αυτήν από το οποίο ο αδελφός σου δεν θέλει να βγει.
-Μια στιγμή, να πάω να βρω τον κλητήρα. Λέω στον αδελφό μου. Μπαίνω στο σπίτι λοιπόν και πετυχαίνω τον κλητήρα στο δωμάτιο των παιδιών να ξεχωρίζει ανάμεσα στα παιχνίδια τους τα πράγματα κι αυτά αγκαλιασμένα να κλαίνε.
-Τι κάνεις βρε παλιάνθρωπε στο δωμάτιο των παιδιών; Τον ρωτάω έξαλλος.
-Δεν είμαι παλιάνθρωπος κύριε! Δικαστικός κλητήρας είμαι, εντολές εκτελώ, τη δουλειά μου κάνω.
-Και τέτοιος ζήλος να εκτελέσεις τις εντολές μ’ αφήνει άφωνο. Πόσα θέλεις άμεσα να τους παρατήσεις ήσυχους και να γίνει διακανονισμός μετά;
-Τόσα. Λέει το τσουχτερό του ποσόν ο κλητήρας που βεβαίως ήταν το ένα τρίτο του συνολικού ποσού που όρισε το δικαστήριο και αφού του έδωσα τα χρήματα που κρατούσα για τα παιδιά μαζί μου, ξεκουμπίστηκε για την ώρα κι έφυγε. Πήρε μαζί του και το μπατσαριό, ήρθε ο Ηλίας μέσα κι κάτσαμε να πιούμε έναν καφέ να ηρεμήσουμε και να δούμε την κατάσταση με ψυχραιμία.
Κανονίσαμε να ζητήσει έναν διακανονισμό με το δικηγόρο του αντιδίκου του για να πληρώσει τα λεφτά λίγα λίγα με δόσεις, που ωστόσο δεν μπορούσαν να είναι κάτω από 600 ευρώ το μήνα και άρα έπρεπε άμεσα να βρει κάποια δουλειά. Του πρότεινα ξανά να έρθει να δουλέψει μαζί μου στο μηχανουργείο, στα όπα όπα θα τον είχα εκεί μέσα, αδελφός μου ήταν, θα μάθαινε σιγά σιγά και τη δουλειά, είπε, -Όχι αδελφέ, φχαριστώ, θα βγω να ψάξω για καμιά οικοδομή, κάτι θα κάνω. Και αμέσως μετά έστρεψε τη συζήτηση σε κάτι άσχετο, σαν να μην είχε γίνει τίποτα στο μεταξύ.
Γύρισα στο σπίτι μου πολύ προβληματισμένος και για το λόγο ότι είχα μπει εγγυητής για την εξόφληση του χρέους του και πλεον το έβλεπα καθαρά ότι εγώ θα τα πλήρωνα όλα. Στην Αγγελικούλα δεν είπα κουβέντα γιατί δεν ήθελα να την ανησυχήσω. Και αφού πέρασε ο πρώτος μήνας, μου ήρθε η ειδοποίηση από την τράπεζα, να περάσω αμέσως από κει να φροντίσω για την καταβολή της δόσης, αλλιώς το σπίτι μου κινδυνεύει. Μια και δυο πήγα και πλήρωσα τη δόση κι επανέλαβα το ίδιο άλλες εφτά οκτώ φορές από τότε και μετά μέχρι που εξοφλήθηκε το χρέος του Ηλία.
Είναι αλήθεια πως από κει και μετά δεν ξέρω τι έκαναν τι έτρωγαν αυτοί και τα παιδιά τους, αν έτρωγαν γιατί κι εγώ έτρεχα να πληρώσω όλα αυτά τα έξοδα και δούλευα ολημερίς, ωστόσο η Αγγελικούλα πήγαινε συχνά να τους δει και ήξερα πως όλο και κάτι τους κουβαλούσε. Ύστερα μου είπε πως δεν τους βλέπει πια τόσο συχνά, γιατί δεν έχουν και τόση ανάγκη πια, έχει αναλάβει την ανέγερση μιας μεγάλης οικοδομής ο Ηλίας, μπήκαν κάποια χρήματα στο σπίτι και είναι όλοι τους μια χαρά. Ηρέμησα κι εγώ από το άγχος αυτό κι αφοσιώθηκα στα δικά μου.
Ο Ηλίας για μια περίοδο είχε πάρει τ’ απάνω του. Περνούσα με το αμάξι μου από τις οικοδομές και σε πολλές απ’ αυτές έβλεπα αναρτημένες ταμπέλες με το ονομά του, χαιρόμουν όσο να πεις, είχε καταφέρει να χρησιμοποιήσει τα ταλέντα και το μυαλό του τελικά, μπορούσε τώρα να φροντίσει την οικογενειά του.
Δυστυχώς για όλους μας το σκηνικό μετά από δυο χρόνια επαναλήφθηκε.
Ένας συνεταιρός του στις επιχειρήσεις, πήρε όλα τα λεφτά των ιδιοκτητών και την κοπάνησε για Αφρική αφηνοντάς τον με τα χρέη.
-Α ρε αδελφέ, άτυχος είσαι. Κι ότι ετοιμαζόμουν να σου ξοφλήσω το χρέος. Μου είπε ο Ηλίας όταν πήγα να τον δω. Δεν ήταν φυσικά η ώρα για τέτοιες συζητήσεις, έγιναν οι ίδιες κινήσεις και το νερό μπήκε κατά κάποιο τρόπο στ’ αυλάκι του. Από κει και πέρα η οικογένεια επιβιωνε με κάτι μικρές δουλίτσες εδώ κι εκεί που έπαιρνε ο Ηλίας, ενώ κάποιες έπαιρνε και για τους δυο τους ο γιος του που στο μεταξύ μεγάλωσε και κάπως βόλευαν την κατάσταση.
Πως λένε η πολλή δουλειά τρώει τον αφέντη; Έτσι την πάτησα κι εγώ που αρρώστησα κι έπρεπε να κάνω εγχείριση καρδιάς ας όψεται το τσιγάρο και το καυσαέριο. Η Αγγελικούλα μέρα νύχτα δίπλα μου, τα παιδιά στο σχολείο, δεν τα αφήναμε να πολυέρχονται για να μην πάρουν είδηση τη σοβαρότητα της κατάστασης μέσα σε περίοδο διαγωνισμών για την μεγάλη μου και η Αγγελικούλα όταν αποκοιμιόμουν περπατούσε πάνω κάτω στο διάδρομο του νοσοκομείου περιμένοντας να φανεί κανένας γιατρός, να τον ρωτήσει για την κατάσταση της υγείας μου.
Η ασφάλεια μου κάλυψε το ένα τέταρτο της εγχείρισης, τα υπόλοιπα τα έβαλα από την τσέπη μου, αλλά δεν μπορούσα να διαθέσω ότι είχα και δεν είχα γιατί ένα ποσόν είχε υπολογιστεί για τις σπουδές των παιδιών μου κι αυτό είχα αποφασίσει να παραμείνει άθιχτο. Ευτυχώς και δεν χρειάστηκε να πάρω δάνειο για περαιτέρω νοσηλεία ή άλλη εγχείριση αφού από την πρώτη ο οργανισμός μου άρχισε να αποκαθίσταται και να δυναμώνει. Δεν θα μπορούσα όμως να δουλεύω πια όπως πριν, θα έπρεπε να προσέχω και με το σκύψιμο και με τα βάρη, που πάει να πει πως οι βοηθοί μου υπό την καθοδηγησή μου θα έκαναν τώρα την περισσότερη δουλειά κι αυτό μου κακοφαινόταν. Όλα τα συνηθίζει κανείς όμως. Έτσι λένε. Μόνο εγώ φαίνεται δεν μπορώ τίποτα να συνηθίσω.
Στο νοσοκομείο δεν ήρθε ο Ηλίας να με δει αλλά τον δικαιολόγησα γιατί είχε πάρει δουλειά εκτός Αθηνών κι εκτός αυτού μου είχε πει η Αγγελικούλα ότι δεν τους είχε ειδοποιήσει. Η μάνα μου και ο πατέρας μου ήρθαν στην Αθήνα τρεις μέρες μετά την εγχείριση αλλά να βλέπω τόση στενοχώρια και αγωνία στα μάτια τους δεν το μπορούσα και τους είπα να μην έρχονται κάθε μέρα, άλλωστε τώρα είμαι καλά, τους ξεπέρασα τους κινδύνους ενώ για κείνους δεν ήταν καλό να κυκλοφορούν μέσα στους δρόμους με τη ζέστη. Έμεναν στο σπίτι του Ηλεία όπου θα είχαν κάποιον να τους φροντίζει κι άκουγα καμιά φορά τη γυναίκα του που φώναζε εξ αποστάσεως –Περαστικά! Όταν μιλούσα στο τηλέφωνο με τη μάνα μου, αλλά το ακουστικό δεν το έπιασε ποτέ στα χέρια της. Ας είναι. Δεν έχω απαιτήσεις από ξένους ανθρώπους.
Για να μη μεμψιμοιρώ, όλα καλά μου πήγαν από κει και πέρα, η δοκιμασία ξεπεράστηκε και εγώ ξαναγύρισα στη δουλειά μου, κατά τι λιγότερος από πριν, αλλά ακόμα παραγωγικός πράγμα που μου έδινε ιδιαίτερη χαρά.
Η μεγάλη μου πέρασε στην ανωτάτη βιομηχανική Θεσσαλονίκης και με το φευγιό της τα έξοδα αυξήθηκαν, ενώ η μικρή τελειώνει κι αυτή το λύκειο φέτος, ποιος ξέρει σε ποιο μέρος θα περάσει κι αυτή, να είναι τουλάχιστον Θεσσαλονίκη κοντά στη μεγάλη, αλλά δεν τα κανονίζουμε εμείς αυτά. Η μεγάλη λείπει, η μικρή όλη μέρα τρέχει έξω στα φροντιστήρια και στις άλλες δραστηριότητές της, μείναμε δυο κούκοι στο σπίτι η Αγγελικούλα κι εγώ, η Αγγελικούλα μου, που μου ανέβασε πίεση κι ανησυχώ, γι’ αυτό κι αποφάσισα να την πάω διακοπές το περασμένο καλοκαίρι και την πήγα στο νησί να κάνει κανένα μπάνιο και να δω με την ευκαιρία αυτή και τα γερόντια μου που πια δεν καλοπερπατάνε, ούτε πολυακούνε τι τους λες.
Πέρασα να δω και τη θεία Μαρουσώ που μας φιλοξενούσε τα καλοκαίρια στο σπίτι της όταν πηγαίναμε για παραθερισμό με τον Ηλία, αδελφή του μπαμπά η θεία η Μαρουσώ, η μεγαλύτερη από τα τρία αδέλφια της οικογένειας. Δεύτερος ήταν ο πατέρας της Θεανώς, μοναδικό κορίτσι ανάμεσα στα παιδιά που τη λατρεύω σαν αδελφούλα μου και τρίτος ο πατέρας μου. Στο νησί λοιπόν, στη Σαντορίνη, συνάντησα και τη Θεανώ που είχα να τη δω απ’ τα πέρσι αλλά και τον αδελφό μου τον Ηλία, που είχε έρθει απροειδοποίητα για μερικές μέρες. Ήμουν χαρούμενος που βρισκόμασταν και οι τρεις εκεί πέρα, θα θυμόμασταν τις παλιές μας τρέλες κι ετοιμαζόμουν να τους κάνω πρόταση για βραδινή έξοδο, όταν με σταμάτησε η Θεανώ σοβαρή.
-Τώρα που οι άλλοι είναι μέσα, Ξενοφώντα, έχω κάτι σοβαρό να σου πω. Δεν ήρθα εδώ για διακοπές. Ήρθα γιατί με κάλεσε η θεία η Μαρουσώ για να μου γράψει το σπίτι της. Από τη θεία έμαθα πως ο πατέρας σου κάλεσε και τον Ηλία για τον ίδιο σκοπό. Να του γράψει το σπίτι σας και τα χωράφια. Νόμιζα πως είχαν καλέσει κι εσένα, αλλά κατάλαβα ότι δεν έχεις ιδέα.
-Όχι δεν έχω της είπα. Και πως έγινε αυτό; Ποιανού απόφαση ήταν αυτή έτσι ξαφνικά; Πότε πάρθηκε;
-Τους τηλεφωνούσε ο Ηλίας από την Αθήνα και τους πίεζε να το κάνουν. Τον κυνηγούν πάλι στην Αθήνα για χρέη, μένει όπως ξέρεις στο ενοίκιο και θέλει τώρα να μετακομίσει εδώ για να μη έχει κι αυτό να πληρώνει. Εμένα με ειδοποίηση η θεία να έρθω να τελειώνουμε με το θέμα αυτό. Κι έτσι αύριο θα πάμε στο συμβολαιογράφο όλοι μαζί για να κάνουμε τις μεταβιβάσεις. Στα λέω να τα ξέρεις γιατί δεν πρέπει να γίνει τίποτα ερήμην σου κι αφού δεν ανέλαβαν αυτοί που έπρεπε να σ’ ενημερώσουν, κάποιος έπρεπε να το κάνει.
-Σ’ ευχαριστώ ξαδέλφη. Εσύ ήσουν πάντα εντάξει με όλους. Κι άλλωστε το τι και σε ποιον θα αφήσει η θεία είναι δικό της θέμα και καλά κάνει άλλωστε, την έχεις φροντίσει.
-Τι θα κάνεις εσύ με τους άλλους;
-Ότι έκανα πάντα. Τον ανήξερο. Αλλά σε παρακαλώ μη μάθει τίποτε η Αγγελικούλα και ταραχτεί. Την έφερα εδώ για να ηρεμήσει…
-Μην ανησυχείς.
Είπε η ξαδέλφη μου η Θεανώ και αφού με φίλησε σηκώθηκε για να πάει στη θεία.
Εγώ, για να μην ακούσει η Αγγελικούλα τα σχέδια των άλλων, της πρότεινα να κατέβουμε μια βόλτα στην παραλία, να φάμε και κάτι έξω και το κορίτσι μου δέχτηκε με χαρά. Κρατήθηκε από πάνω μου στον κατηφορικό δρόμο καθώς βαδίζαμε προς το αμάξι μας. Στα μισά της διαδρομής συναντήσαμε τον Ηλία με την Αντωνία. –Τι έγινε αδελφέ; Για πού το έβαλες;
-Α, μια βόλτα μέχρι την παραλία. Του απάντησα, έρχεσαι;
-Να προσέχετε τον κακό λάκκο, έχει πολλά κουνούπια εκεί ακόμα και τη μέρα γιατί ο λάκκος είναι δίπλα από τη θάλασσα. Πηγαίνετε από την άλλη μεριά καλύτερα. Δεν μπορώ γαμώτο να έρθω γιατί θέλει ο μπαμπάς να πάμε να δούμε έναν φίλο του που θέλει να χτίσει σπίτι. Και με θέλει μαζί για να του κλείσω τις τιμές. Μπορεί να σας προλάβουμε μετά. Αν όχι, καλά να περάσετε.
Είπε ο αδελφός μου ο Ηλίας και προχώρησε βιαστικά προς την ανηφόρα.
Το ειρωνικό μου χαμόγελο δεν ξέφυγε της Αγγελικής.
-Κάτι σου συμβαίνει εσένα. Μου είπε. Είσαι σίγουρος ότι όλα είναι καλά;
-Δεν είσαι εδώ; Δεν είσαι καλά; Δεν είσαι μαζί μου; Δεν είναι τα παιδάκια μας καλά; Όλα καλά μωρό μου. Καλύτερα δεν γίνεται.
Κι αγκαλιάζοντας την από τους ώμους, τη βοήθησα να καθίσει στη θέση της μέσα στο αμάξι. Εκείνη μ’ έναν τρόπο που πάντα με ξεσήκωνε, τρίφτηκε ναζιάρικα στο χέρι μου.
-Πόσο χαίρομαι Ξενοφώντα μου που τα βρήκες πάλι με την οικογενειά σου! Πόσο χαίρομαι που σας βλέπω όλους μαζί για πρώτη φορά ύστερα από τόσα χρόνια! Είναι οι καλύτερες διακοπές που έχουμε πάει αυτές. Σ’ ευχαριστώ αγάπη μου.
Έτσι κλείσανε τα θέματα αυτό το καλοκαίρι στο νησί μου στη Σαντορίνη. Με την αφελή αυτή δήλωση της Αγγελικούλας μου, κλείσανε τα θέματα μιας ζωής και μιας υπόστασης, που έξω απ’ αυτήν, πριν από αυτήν και μετά από αυτήν, δεν υπήρξε και δεν θα υπάρξει ποτέ για κανέναν. Κι ας λέει πως είμαι γαλίφης και της τα λέω για να τη ρίχνω, να τη φέρνω στο φιλότιμο όταν κάτι θέλω από κείνη.
Κατάλαβες φίλη μου;
Ο βασικός λόγος λοιπόν που εγώ την έκανα από το σπίτι, ήταν ότι δεν γούσταρα να δουλέψω στην οικοδομή. Ο γέρος μου έλεγε πως τέτοιος σκράπας που είμαι σε όλα, δεν υπάρχει περίπτωση να σταυρώσω άλλο επάγγελμα. Στην πραγματικότητα ήθελε να ρίξει εμένα στην οικοδομή γιατί δεν μπορούσε να πληρώσει σπουδές για δυο παιδιά και ο άλλος, ο μεγάλος, είχε δηλώσει από χρόνια πως θέλει να γίνει αρχιτέκτονας. Σου λέει λοιπόν ο γέρος, εντάξει. Θα βάλω τον μικρό να δουλέψει μαζί μου, να του αφήσω και την ξυλεία, ως τότε θα έχει γίνει μάστορας και στο μεταξύ θα μπορούμε να πληρώνουμε οι δύο τις σπουδές του μεγάλου.
Αλλά εγώ δεν είχα αυτά στο νου μου. Εγώ ήξερα πως με λίγη βοήθεια μπορούσα να γίνω καλός στα γράμματα, το ήξερα όμως μόνος μου. Ο μεγάλος ήταν ο έξυπνος της οικογένειας, ο ταλαντούχος, ο γόης, ο μάγκας, εγώ ο σκατάς. Άχρηστο με ανέβαζε ο μπαγάσας ο γέρος μου, μαλακανδρέα με κατέβαζε και δεν με λένε καν Ανδρέα. Ξενοφώντα με λένε, αλλά το όνομά μου δεν το άκουσα ποτέ μέσα σ’ αυτό το σπίτι.
Φώνη με φώναζε η μάνα μου και μ’ έκανε ρεζίλι σε όλη τη γειτονιά, που το είχανε πάρει σχοινί κορδόνι και μ’ έλεγαν σιφόνι και με πλησίαζαν μυρίζοντας δυνατά στον αέρα, για να καταλήξουν στο συμπέρασμα πως η βρώμα ερχόταν από μένα.
-Μη με λες ρε μάνα Φώνη! Ξενοφώντα λέγε με, έτσι με βαπτίσατε!
-Μα είσαι το μωρό μου, το Φωνάκι μου, το χαϊδεμένο μου, από μωρό σε λέω έτσι, δεν μπορώ να το αλλάξω τώρα. Διαμαρτυρόταν εκείνη.
Αφού για τον πατέρα μου άχρηστος ήμουν σε όλα κι ούτε ένα ποτήρι νερό δεν μπορούσα να του πάω χωρίς να το χύσω όπως έλεγε, αποφάσισα να μην προκόψω στην οικοδομή και να πάω να βρω τον ανεπρόκοπο μακριά από το σπίτι. Γλίτωσα έτσι και τη φασαρία και τις βρισιές της τελευταίας στιγμής, «Που πας βρε σκατό, που νομίζεις ότι έγινες άντρας και θα τα βγάλεις πέρα, που δεν έχεις μάθει ούτε τα παπούτσια σου να βρίσκεις μόνος σου, που θα σ’ αρπάξουν τα τσακάλια στην Αθήνα και θα σε κάνουν χασικλή, που θα καταλήξεις σε καμιά φυλακή στο τέλος, αχαΐρευτος, κάτσε δω σου λέω να μάθεις τη δουλειά, να’ χεις κάτι στα χέρια σου να προκόψεις κι εσύ. Κάτσε δω μη σου αστράψω καμιά βαρβάτη και σ΄ αφήσω ξερό κωλόπαιδο, που πήραν αέρα τα μυαλά σου και ξεσηκώθηκες. Στο κάτω κάτω, γίνε εικοσιενός πρώτα και κάνε μετά ότι θέλεις».
Πίσσα ήταν το σκοτάδι όταν την κοπάνησα, χαμπάρι δεν με πήρε κανείς. Με το που έφτασα στην Αθήνα, έμπλεξα αμέσως με κάτι Κνίτες που τα λέγανε ωραία για την ισότητα των ανθρώπων και κόλλαγα μαζί τους αφίσες για ψήφο στα 18 και άλλα παρόμοια. Αλλά ήμουνα πολύ χαζός και γι’ αυτούς, δεν καταλάβαινα την καθοδήγηση, όταν άρχιζαν να τα λένε επιστημονικά μ’ έπιανε νύστα εμένα, πολλοί –ισμοί ρε παιδάκι μου και που να τους θυμάσαι όλους κι ο γέρος μου μια φορά που ένας τον έβρισε κομουνιστή, του έφερε μια καρέκλα στο κεφάλι και τον έστειλε στο νοσοκομείο, κι εγώ ήμουν ένας σπόρος τόσος δα που τα έβλεπα αυτά, και ήξερα από τότε πως δεν πρέπει να επιτρέψω σε κανένα να με βρίσει κομμουνιστή, αλλά τώρα αυτοί εδώ με αποκαλούσαν σύντροφο και μίλαγαν για το ήθος του σωστού κομμουνιστή, κι άλλοι έλεγαν τι θα πει σωστός και λάθος κομμουνιστής, είτε θα είναι κάποιος είτε δεν θα είναι κι εμείς είμαστε γιατί έτσι το επιλέξαμε, κι εγώ καθόμανε σαν τον χάνο και τους άκουγα κι αναρωτιόμουν εγώ τι είμαι, μέχρι που ήρθαν και τα άλλα.
Ένα σωρό όμορφα κορίτσια εκεί μέσα, είχε και πολλά άχαρα δε λέω, αλλά μερικά με τα μακριά τους τα μαλλιά και τα μακριά τους τα φουστάνια και τ’ αθώα τους ονειροπόλα μάτια, ήταν να τα πίνεις στο ποτήρι. Και να μη τολμάς να πλησιάσεις καμία, τι σκατά σύντροφος ήμουν αν δεν μπορούσα καμιά να συντροφέψω στο κρεβάτι της αν μ’ εννοείς, έπηξα στη χυλόπιτα εκεί μέσα. Αααα σύντροφε, όλα κι όλα. Μεταξύ συντρόφων υπάρχει σεβασμός. Λες και είναι έλλειψη σεβασμού να υμνήσεις μαζί με το μυαλό και το σώμα της, και την ίδια στιγμή να έρχονται οι φωτισμένοι, κάτι του τομέα, του γραφείου, της γραμματείας και να μας παίρνουν τις καλύτερες, αϊ στο διάολο είπα από δω πέρα και την έκανα κι από κει να βρω την υγειά μου. Ωστόσο το σπόρο της η οργάνωση τον είχε ρίξει μέσα μου, και τώρα ήμουν αριστερός με βούλα, αριστερός κι αδέσμευτος σαν ελεύθερο πουλί έτοιμος να φέρω καρέκλα στο κεφάλι όποιου τολμούσε να μου πει ότι εγώ δεν είμαι κομμουνιστής, γιατί δεν είχα μάθει ακόμα ότι ούτε ήμουν ούτε θα γινόμουν ποτέ, αφού η ζωή αυτή δεν θα μ’ έφτανε για να καλυτερεύσω σαν άνθρωπος. Περίμενα που λες την ευκαιρία, όταν θα ήμουν σε καλύτερη θέση και θα είχα και μια δουλειά της προκοπής να πάω να τη βγω στον πατέρα μου που με έλεγε άχρηστο και να τον δουλέψω λίγο για τα αριστερά κατά τα άλλα φρονηματά του και να τον ρωτήσω πως την έβγαλε καθαρή αυτός όταν όλοι οι αριστεροί γειτονές του μπουζουριάστηκαν στις φυλακές και μάζευα και μάζευα πράγματα να του πω όταν θα ερχόταν η ώρα.
Αλλά η ώρα αυτή δεν ήρθε ποτέ και εγώ στο μεταξύ έγινα τσιράκι ενός μηχανουργού που με μάθαινε τη δουλειά και σε πέντε χρόνια μέσα είχα γίνει αρχιμηχανουργός κι επειδή είχα εξοικειωθεί με τα μηχανικά πολύ πήγα και τέλειωσα ένα νυχτερινό σχολείο και πέρασα ηλεκτρολόγος μηχανολόγος στα ΤΕΙ.
Η ζωή μου ήταν γεμάτη από πολύ τρέξιμο αλλά και πολύ ενθουσιασμό, να τα κάνω όλα και να τα προλάβω όλα, και στη δουλειά μου πολύ καλά τα πήγαινα, ήμουν τώρα συνέταιρος με τον μαστορά μου και είχα και το δίπλωμα κρεμασμένο στο κάδρο, ενώ στη σχολή μέσα κατάλαβα γιατί δεν γούσταρα ποτέ τα λαϊκά. Στο σπίτι μου το γονικό δεν άκουγες άλλο από λαϊκά και επειδή ελάχιστα ξεμύτιζα όσο βρισκόμουν εκεί δεν ήξερα τι άλλες μουσικές υπάρχουν, δηλαδή ήξερα, τα άκουγα στο ράδιο αλλά ο πατέρας μου έλεγε πως αυτά είναι τραγούδια για αλήτες και γιε γιέδες, το ίδιο έλεγαν και στο κόμμα μετά και φοβόμουν κάπως να πω ξεκάθαρα ποια μουσική μου αρέσει, αλλά στη σχολή γνώρισα πολλούς σαν κι εμένα και από κει και πέρα άκουγα ελεύθερα ότι μου άρεσε. Στα εργαστήρια ήμουν πρώτος και στη θεωρία με βοηθούσε μια κοπελιά που τα καταλάβαινε πολύ καλύτερα θεωρητικά και μου τα εξηγούσε, συνάδελφος, κι αυτή μηχανολόγος έγινε. Χαθήκαμε μετά την αποφοίτηση και καμιά πενταετία μετά την είδα μια μέρα να κάθεται έξω από μια καφετέρια και πήγα τ’ ανάσκελα. Αναρωτιόμουν πόσο μαλάκας ήμουν χωμένος μέσα στην προσπάθεια να φτιάξω τη ζωή μου και τι ζωή μπορείς να φτιάξεις όταν δεν έχεις ένα τέτοιο πλάσμα δίπλα σου κι εκεί επιτόπου χωρίς άλλη εισαγωγή στη δική της κραυγή, -Ξενοφώντα! Της είπα, -Με παντρεύεσαι;
Δεν με πήρε στα σοβαρά την πρώτη αυτή φορά που τη ρώτησα αλλά με την επιμονή μου, κατάφερα τελικά να της αποσπάσω το ναι και να’ μαστε μια μέρα ζευγάρι με την Αγγελικούλα μου και δυο πιτσιρίκια να τα πίνεις στο ποτήρι.
Και καλά μέχρι εδώ, σου έδωσα να καταλάβεις τη ζωή μου συνοπτικά και το χαρακτήρα μου, αλλά υπάρχουν και τα στο μεταξύ που αφορούν τους άλλους και τις επαφές τους μαζί μου. Ένας λοιπόν απ’ αυτούς τους στο μεταξύ, ήταν ο αδελφός μου, που τα σκάτωσε τελικά στη σχολή, την παράτησε μετά από χρόνια που ταλαιπωρούσε το γέρο μας και την τσέπη του χωρίς λόγο και κατέληξε στην οικοδομή μαζί τους, ταλαντούχος στο χτίσιμο. Είχε μάθει αυτός άλλη ζωή, του άρεσαν όλα τα φανταχτερά, αμάξια, γυναίκες, εστιατόρια, ξενοδοχεία, ότι λεφτά είχε λάβει από το γέρο μας τα είχε σπαταλήσει σε αυτά ενόσω ήταν ακόμα ελεύθερος κι όπως το χούι δεν βγαίνει πριν από την ψυχή, συνέχισε με παρόμοιους ρυθμούς και μετά το γάμο του. Η Καρμοίρα η γυναίκα του ήταν χειρότερη απ’ αυτόν , ένα αγόραζε αυτός, δέκα αυτή, να φτιάξουμε το σπίτι μας όμορφο έλεγε στην αρχή, ν’ ανανεώσουμε το σπίτι μας, έλεγε μετά, και δώστου τα χιλιάρικα να πετάνε στον αέρα για τους αστακούς και τα καβούρια και τα γυαλιά κατάλληλα γι’ αλλεργικά μάτια. Ήρθε ήρθε το πράγμα, απηύδησε ο φουκαράς ο γέρος μου, του είχε αφήσει όλη την ευθύνη της οικοδομής και λεφτά δεν είχανε ούτε τους εργάτες να πληρώσουν, τα παίρνει στο κρανίο στο τέλος και τον διώχνει συν γυναιξί και τέκνοις να δοκιμάσει την τύχη του στην Αθήνα.
Αυτός, για δική μου κακή τύχη, την τύχη του τη σύνδεσε στην Αθήνα με μένα και μια ανυποψίαστη ημέρα που μόλις είχα ξεσκίσει δυο πιάτα από τα φανταστικό παστίτσιο της Αγγελικούλας μου, χτυπάει το τηλέφωνο.
-Τι κάνεις αδελφέ; Χαθήκαμε. Είμαι στην Αθήνα τώρα. Έλα καμιά βόλτα από δω να σε δω και να τα πούμε.
Εμένα για να πω την αλήθεια δεν μου καλοκάθισε αυτή η επαφή, αλλά η Αγγελικούλα, που ήταν το τέταρτο παιδί μιας αγαπημένης και ψυχοπονιάρας οικογένειας, επέμενε. «Αδέλφια είσαστε. Αρκετά κράτησε αυτή η απόσταση. Δεν σου έκανε και τίποτα. Να πας. Να τον δεις. Κι αν χρειάζεται οτιδήποτε, να τον βοηθήσεις. Έτσι κάνουν τ’ αδέλφια.
Εντάξει λοιπόν. Έτσι κάνουν τ’ αδέλφια, έτσι έκανα κι εγώ. Πήγα. Άκουσα τα παραπονά του για το γέρο, για τη ζωή, για την ατυχία του και μετά με ρώτησε αν ξέρω κανέναν να ψάχνει για εργολάβο. Τέτοιον εγώ δεν ήξερα, ήξερα μόνο ανθρώπους που ψάχναν για μηχανικούς ή εργάτες, αλλά δεν του άρεσε σαν ιδέα και περίμενε την ευκαιρία για να αναλάβει κάποια ανέγερση. Στο μεταξύ τα παιδιά του είχαν ρημάξει τις συκιές της γειτονιάς γιατί η γυναίκα του δεν είχε πια μούτρα να ψωνίζει βερεσέ από το μπακάλη κι κει επενέβη πάλι η Αγγελικούλα. –Έλα Νώντα μου, αφού ξέρω τι άνθρωπος είσαι εσύ. Το βαστάει η καρδιά σου να πεινάνε αυτά τα παιδάκια; Πήγαινε ψυχή μου αφησέ τους μερικά χρήματα και δεν πειράζει, ρίχ’το στο γιαλό.
Είναι αλήθεια, δεν το βάσταγε η ψυχή μου κι έτσι παρά τη φαινομενική μου γκρίνια μου άρεσε που η Αγγελικούλα μου κόλλησε πάλι. Σηκώνομαι μια και δυο να πάω στο σπίτι του Ηλία, έτσι λένε τον αδελφό μου, ν’ αφήσω στην κυρά του καμιά δραχμή για τα παιδιά. Νόμιζα πως αν πάω πρωί και λείπει να ψάχνει τις οικοδομές ο αδελφός όπως το συνήθιζε, θα απέφευγα να τον ντροπιάσω για τα χρήματα να ντροπιαστώ κι εγώ αν σε περίπτωση ένιωθε ότι τον προσβάλω. Μια γυναίκα όσο να’ ναι, μπροστά στον κίνδυνο να μείνουν νηστικά τα παιδιά της, θα το χειριζόταν διαφορετικά. Φτάνω έξω από το σπίτι τους λοιπόν, και τι να δω.
Δυο περιπολικά της αστυνομίας παρκαρισμένα απέξω, να έχουν βάλει το φορτηγάκι για τα ξύλα του Ηλία αναμεσά τους, μέσα του ο Ηλίας να προσπαθεί να τους ξεφύγει και στην πόρτα η γυναίκα του η Αντωνία να φωνάζει και να χτυπιέται. –Αφήστε τον καλέ, μη τον στριμώχνετε, είναι ήδη στριμωγμένος θα κάνει καμιά τρέλα.
Πλησιάζω σοκαρισμένος τους αστυνομικούς και τους ρωτάω τι συμβαίνει.
-Υπάρχει δικαστική απόφαση για κατάσχεση, μου λένε, μέσα στο σπίτι είναι ο δικαστικός κλητήρας και μαζεύει τα πράγματα, αλλά συμπεριλαμβάνεται και το φορτηγάκι σ’ αυτήν από το οποίο ο αδελφός σου δεν θέλει να βγει.
-Μια στιγμή, να πάω να βρω τον κλητήρα. Λέω στον αδελφό μου. Μπαίνω στο σπίτι λοιπόν και πετυχαίνω τον κλητήρα στο δωμάτιο των παιδιών να ξεχωρίζει ανάμεσα στα παιχνίδια τους τα πράγματα κι αυτά αγκαλιασμένα να κλαίνε.
-Τι κάνεις βρε παλιάνθρωπε στο δωμάτιο των παιδιών; Τον ρωτάω έξαλλος.
-Δεν είμαι παλιάνθρωπος κύριε! Δικαστικός κλητήρας είμαι, εντολές εκτελώ, τη δουλειά μου κάνω.
-Και τέτοιος ζήλος να εκτελέσεις τις εντολές μ’ αφήνει άφωνο. Πόσα θέλεις άμεσα να τους παρατήσεις ήσυχους και να γίνει διακανονισμός μετά;
-Τόσα. Λέει το τσουχτερό του ποσόν ο κλητήρας που βεβαίως ήταν το ένα τρίτο του συνολικού ποσού που όρισε το δικαστήριο και αφού του έδωσα τα χρήματα που κρατούσα για τα παιδιά μαζί μου, ξεκουμπίστηκε για την ώρα κι έφυγε. Πήρε μαζί του και το μπατσαριό, ήρθε ο Ηλίας μέσα κι κάτσαμε να πιούμε έναν καφέ να ηρεμήσουμε και να δούμε την κατάσταση με ψυχραιμία.
Κανονίσαμε να ζητήσει έναν διακανονισμό με το δικηγόρο του αντιδίκου του για να πληρώσει τα λεφτά λίγα λίγα με δόσεις, που ωστόσο δεν μπορούσαν να είναι κάτω από 600 ευρώ το μήνα και άρα έπρεπε άμεσα να βρει κάποια δουλειά. Του πρότεινα ξανά να έρθει να δουλέψει μαζί μου στο μηχανουργείο, στα όπα όπα θα τον είχα εκεί μέσα, αδελφός μου ήταν, θα μάθαινε σιγά σιγά και τη δουλειά, είπε, -Όχι αδελφέ, φχαριστώ, θα βγω να ψάξω για καμιά οικοδομή, κάτι θα κάνω. Και αμέσως μετά έστρεψε τη συζήτηση σε κάτι άσχετο, σαν να μην είχε γίνει τίποτα στο μεταξύ.
Γύρισα στο σπίτι μου πολύ προβληματισμένος και για το λόγο ότι είχα μπει εγγυητής για την εξόφληση του χρέους του και πλεον το έβλεπα καθαρά ότι εγώ θα τα πλήρωνα όλα. Στην Αγγελικούλα δεν είπα κουβέντα γιατί δεν ήθελα να την ανησυχήσω. Και αφού πέρασε ο πρώτος μήνας, μου ήρθε η ειδοποίηση από την τράπεζα, να περάσω αμέσως από κει να φροντίσω για την καταβολή της δόσης, αλλιώς το σπίτι μου κινδυνεύει. Μια και δυο πήγα και πλήρωσα τη δόση κι επανέλαβα το ίδιο άλλες εφτά οκτώ φορές από τότε και μετά μέχρι που εξοφλήθηκε το χρέος του Ηλία.
Είναι αλήθεια πως από κει και μετά δεν ξέρω τι έκαναν τι έτρωγαν αυτοί και τα παιδιά τους, αν έτρωγαν γιατί κι εγώ έτρεχα να πληρώσω όλα αυτά τα έξοδα και δούλευα ολημερίς, ωστόσο η Αγγελικούλα πήγαινε συχνά να τους δει και ήξερα πως όλο και κάτι τους κουβαλούσε. Ύστερα μου είπε πως δεν τους βλέπει πια τόσο συχνά, γιατί δεν έχουν και τόση ανάγκη πια, έχει αναλάβει την ανέγερση μιας μεγάλης οικοδομής ο Ηλίας, μπήκαν κάποια χρήματα στο σπίτι και είναι όλοι τους μια χαρά. Ηρέμησα κι εγώ από το άγχος αυτό κι αφοσιώθηκα στα δικά μου.
Ο Ηλίας για μια περίοδο είχε πάρει τ’ απάνω του. Περνούσα με το αμάξι μου από τις οικοδομές και σε πολλές απ’ αυτές έβλεπα αναρτημένες ταμπέλες με το ονομά του, χαιρόμουν όσο να πεις, είχε καταφέρει να χρησιμοποιήσει τα ταλέντα και το μυαλό του τελικά, μπορούσε τώρα να φροντίσει την οικογενειά του.
Δυστυχώς για όλους μας το σκηνικό μετά από δυο χρόνια επαναλήφθηκε.
Ένας συνεταιρός του στις επιχειρήσεις, πήρε όλα τα λεφτά των ιδιοκτητών και την κοπάνησε για Αφρική αφηνοντάς τον με τα χρέη.
-Α ρε αδελφέ, άτυχος είσαι. Κι ότι ετοιμαζόμουν να σου ξοφλήσω το χρέος. Μου είπε ο Ηλίας όταν πήγα να τον δω. Δεν ήταν φυσικά η ώρα για τέτοιες συζητήσεις, έγιναν οι ίδιες κινήσεις και το νερό μπήκε κατά κάποιο τρόπο στ’ αυλάκι του. Από κει και πέρα η οικογένεια επιβιωνε με κάτι μικρές δουλίτσες εδώ κι εκεί που έπαιρνε ο Ηλίας, ενώ κάποιες έπαιρνε και για τους δυο τους ο γιος του που στο μεταξύ μεγάλωσε και κάπως βόλευαν την κατάσταση.
Πως λένε η πολλή δουλειά τρώει τον αφέντη; Έτσι την πάτησα κι εγώ που αρρώστησα κι έπρεπε να κάνω εγχείριση καρδιάς ας όψεται το τσιγάρο και το καυσαέριο. Η Αγγελικούλα μέρα νύχτα δίπλα μου, τα παιδιά στο σχολείο, δεν τα αφήναμε να πολυέρχονται για να μην πάρουν είδηση τη σοβαρότητα της κατάστασης μέσα σε περίοδο διαγωνισμών για την μεγάλη μου και η Αγγελικούλα όταν αποκοιμιόμουν περπατούσε πάνω κάτω στο διάδρομο του νοσοκομείου περιμένοντας να φανεί κανένας γιατρός, να τον ρωτήσει για την κατάσταση της υγείας μου.
Η ασφάλεια μου κάλυψε το ένα τέταρτο της εγχείρισης, τα υπόλοιπα τα έβαλα από την τσέπη μου, αλλά δεν μπορούσα να διαθέσω ότι είχα και δεν είχα γιατί ένα ποσόν είχε υπολογιστεί για τις σπουδές των παιδιών μου κι αυτό είχα αποφασίσει να παραμείνει άθιχτο. Ευτυχώς και δεν χρειάστηκε να πάρω δάνειο για περαιτέρω νοσηλεία ή άλλη εγχείριση αφού από την πρώτη ο οργανισμός μου άρχισε να αποκαθίσταται και να δυναμώνει. Δεν θα μπορούσα όμως να δουλεύω πια όπως πριν, θα έπρεπε να προσέχω και με το σκύψιμο και με τα βάρη, που πάει να πει πως οι βοηθοί μου υπό την καθοδηγησή μου θα έκαναν τώρα την περισσότερη δουλειά κι αυτό μου κακοφαινόταν. Όλα τα συνηθίζει κανείς όμως. Έτσι λένε. Μόνο εγώ φαίνεται δεν μπορώ τίποτα να συνηθίσω.
Στο νοσοκομείο δεν ήρθε ο Ηλίας να με δει αλλά τον δικαιολόγησα γιατί είχε πάρει δουλειά εκτός Αθηνών κι εκτός αυτού μου είχε πει η Αγγελικούλα ότι δεν τους είχε ειδοποιήσει. Η μάνα μου και ο πατέρας μου ήρθαν στην Αθήνα τρεις μέρες μετά την εγχείριση αλλά να βλέπω τόση στενοχώρια και αγωνία στα μάτια τους δεν το μπορούσα και τους είπα να μην έρχονται κάθε μέρα, άλλωστε τώρα είμαι καλά, τους ξεπέρασα τους κινδύνους ενώ για κείνους δεν ήταν καλό να κυκλοφορούν μέσα στους δρόμους με τη ζέστη. Έμεναν στο σπίτι του Ηλεία όπου θα είχαν κάποιον να τους φροντίζει κι άκουγα καμιά φορά τη γυναίκα του που φώναζε εξ αποστάσεως –Περαστικά! Όταν μιλούσα στο τηλέφωνο με τη μάνα μου, αλλά το ακουστικό δεν το έπιασε ποτέ στα χέρια της. Ας είναι. Δεν έχω απαιτήσεις από ξένους ανθρώπους.
Για να μη μεμψιμοιρώ, όλα καλά μου πήγαν από κει και πέρα, η δοκιμασία ξεπεράστηκε και εγώ ξαναγύρισα στη δουλειά μου, κατά τι λιγότερος από πριν, αλλά ακόμα παραγωγικός πράγμα που μου έδινε ιδιαίτερη χαρά.
Η μεγάλη μου πέρασε στην ανωτάτη βιομηχανική Θεσσαλονίκης και με το φευγιό της τα έξοδα αυξήθηκαν, ενώ η μικρή τελειώνει κι αυτή το λύκειο φέτος, ποιος ξέρει σε ποιο μέρος θα περάσει κι αυτή, να είναι τουλάχιστον Θεσσαλονίκη κοντά στη μεγάλη, αλλά δεν τα κανονίζουμε εμείς αυτά. Η μεγάλη λείπει, η μικρή όλη μέρα τρέχει έξω στα φροντιστήρια και στις άλλες δραστηριότητές της, μείναμε δυο κούκοι στο σπίτι η Αγγελικούλα κι εγώ, η Αγγελικούλα μου, που μου ανέβασε πίεση κι ανησυχώ, γι’ αυτό κι αποφάσισα να την πάω διακοπές το περασμένο καλοκαίρι και την πήγα στο νησί να κάνει κανένα μπάνιο και να δω με την ευκαιρία αυτή και τα γερόντια μου που πια δεν καλοπερπατάνε, ούτε πολυακούνε τι τους λες.
Πέρασα να δω και τη θεία Μαρουσώ που μας φιλοξενούσε τα καλοκαίρια στο σπίτι της όταν πηγαίναμε για παραθερισμό με τον Ηλία, αδελφή του μπαμπά η θεία η Μαρουσώ, η μεγαλύτερη από τα τρία αδέλφια της οικογένειας. Δεύτερος ήταν ο πατέρας της Θεανώς, μοναδικό κορίτσι ανάμεσα στα παιδιά που τη λατρεύω σαν αδελφούλα μου και τρίτος ο πατέρας μου. Στο νησί λοιπόν, στη Σαντορίνη, συνάντησα και τη Θεανώ που είχα να τη δω απ’ τα πέρσι αλλά και τον αδελφό μου τον Ηλία, που είχε έρθει απροειδοποίητα για μερικές μέρες. Ήμουν χαρούμενος που βρισκόμασταν και οι τρεις εκεί πέρα, θα θυμόμασταν τις παλιές μας τρέλες κι ετοιμαζόμουν να τους κάνω πρόταση για βραδινή έξοδο, όταν με σταμάτησε η Θεανώ σοβαρή.
-Τώρα που οι άλλοι είναι μέσα, Ξενοφώντα, έχω κάτι σοβαρό να σου πω. Δεν ήρθα εδώ για διακοπές. Ήρθα γιατί με κάλεσε η θεία η Μαρουσώ για να μου γράψει το σπίτι της. Από τη θεία έμαθα πως ο πατέρας σου κάλεσε και τον Ηλία για τον ίδιο σκοπό. Να του γράψει το σπίτι σας και τα χωράφια. Νόμιζα πως είχαν καλέσει κι εσένα, αλλά κατάλαβα ότι δεν έχεις ιδέα.
-Όχι δεν έχω της είπα. Και πως έγινε αυτό; Ποιανού απόφαση ήταν αυτή έτσι ξαφνικά; Πότε πάρθηκε;
-Τους τηλεφωνούσε ο Ηλίας από την Αθήνα και τους πίεζε να το κάνουν. Τον κυνηγούν πάλι στην Αθήνα για χρέη, μένει όπως ξέρεις στο ενοίκιο και θέλει τώρα να μετακομίσει εδώ για να μη έχει κι αυτό να πληρώνει. Εμένα με ειδοποίηση η θεία να έρθω να τελειώνουμε με το θέμα αυτό. Κι έτσι αύριο θα πάμε στο συμβολαιογράφο όλοι μαζί για να κάνουμε τις μεταβιβάσεις. Στα λέω να τα ξέρεις γιατί δεν πρέπει να γίνει τίποτα ερήμην σου κι αφού δεν ανέλαβαν αυτοί που έπρεπε να σ’ ενημερώσουν, κάποιος έπρεπε να το κάνει.
-Σ’ ευχαριστώ ξαδέλφη. Εσύ ήσουν πάντα εντάξει με όλους. Κι άλλωστε το τι και σε ποιον θα αφήσει η θεία είναι δικό της θέμα και καλά κάνει άλλωστε, την έχεις φροντίσει.
-Τι θα κάνεις εσύ με τους άλλους;
-Ότι έκανα πάντα. Τον ανήξερο. Αλλά σε παρακαλώ μη μάθει τίποτε η Αγγελικούλα και ταραχτεί. Την έφερα εδώ για να ηρεμήσει…
-Μην ανησυχείς.
Είπε η ξαδέλφη μου η Θεανώ και αφού με φίλησε σηκώθηκε για να πάει στη θεία.
Εγώ, για να μην ακούσει η Αγγελικούλα τα σχέδια των άλλων, της πρότεινα να κατέβουμε μια βόλτα στην παραλία, να φάμε και κάτι έξω και το κορίτσι μου δέχτηκε με χαρά. Κρατήθηκε από πάνω μου στον κατηφορικό δρόμο καθώς βαδίζαμε προς το αμάξι μας. Στα μισά της διαδρομής συναντήσαμε τον Ηλία με την Αντωνία. –Τι έγινε αδελφέ; Για πού το έβαλες;
-Α, μια βόλτα μέχρι την παραλία. Του απάντησα, έρχεσαι;
-Να προσέχετε τον κακό λάκκο, έχει πολλά κουνούπια εκεί ακόμα και τη μέρα γιατί ο λάκκος είναι δίπλα από τη θάλασσα. Πηγαίνετε από την άλλη μεριά καλύτερα. Δεν μπορώ γαμώτο να έρθω γιατί θέλει ο μπαμπάς να πάμε να δούμε έναν φίλο του που θέλει να χτίσει σπίτι. Και με θέλει μαζί για να του κλείσω τις τιμές. Μπορεί να σας προλάβουμε μετά. Αν όχι, καλά να περάσετε.
Είπε ο αδελφός μου ο Ηλίας και προχώρησε βιαστικά προς την ανηφόρα.
Το ειρωνικό μου χαμόγελο δεν ξέφυγε της Αγγελικής.
-Κάτι σου συμβαίνει εσένα. Μου είπε. Είσαι σίγουρος ότι όλα είναι καλά;
-Δεν είσαι εδώ; Δεν είσαι καλά; Δεν είσαι μαζί μου; Δεν είναι τα παιδάκια μας καλά; Όλα καλά μωρό μου. Καλύτερα δεν γίνεται.
Κι αγκαλιάζοντας την από τους ώμους, τη βοήθησα να καθίσει στη θέση της μέσα στο αμάξι. Εκείνη μ’ έναν τρόπο που πάντα με ξεσήκωνε, τρίφτηκε ναζιάρικα στο χέρι μου.
-Πόσο χαίρομαι Ξενοφώντα μου που τα βρήκες πάλι με την οικογενειά σου! Πόσο χαίρομαι που σας βλέπω όλους μαζί για πρώτη φορά ύστερα από τόσα χρόνια! Είναι οι καλύτερες διακοπές που έχουμε πάει αυτές. Σ’ ευχαριστώ αγάπη μου.
Έτσι κλείσανε τα θέματα αυτό το καλοκαίρι στο νησί μου στη Σαντορίνη. Με την αφελή αυτή δήλωση της Αγγελικούλας μου, κλείσανε τα θέματα μιας ζωής και μιας υπόστασης, που έξω απ’ αυτήν, πριν από αυτήν και μετά από αυτήν, δεν υπήρξε και δεν θα υπάρξει ποτέ για κανέναν. Κι ας λέει πως είμαι γαλίφης και της τα λέω για να τη ρίχνω, να τη φέρνω στο φιλότιμο όταν κάτι θέλω από κείνη.
Κατάλαβες φίλη μου;
Subscribe to:
Posts (Atom)