herinna

herinna

Κυριακή 24 Απριλίου 2016

Τα μανεκέν παρελαύνουν!

Οι συμμαθήτριες που άφησα.


Σιχτίρ, κάνω δυο δουλειές και ξεφυσάω σαν κλαταρισμένο λάστιχο. Τρέχω να βρω τα χάπια της πίεσης και κάθε που τρώω λίγο τυρί νομίζω πως θα μου πέσει ο ουρανός στο κεφάλι. Δεν ήμουν πάντα έτσι να ξέρεις. Κανείς δεν ήταν πάντα έτσι να μου πεις. Αλλά να, σκέπτομαι πως τελικά παθαίνεις αυτό που πιο πολύ απ' όλα φοβάσαι. Εγώ από μικρή όταν άκουγα ότι ένας άνθρωπος είχε πίεση, σκεπτόμουν πως είναι ότι πιο χειρότερο μπορεί να έχει ένας άνθρωπος από ασθένεια. Ανατρίχιαζα, κοιταζόμουν, αδύνατη είμαι, δεν θα το πάθω, παρηγοριόμουν. Αμ δε!
Στο σχολείο το δημοτικό, ήμουν παλιόμουτρο. Κορίτσι είναι αυτό για μπελάς; ΚαΑνένα παιδί δεν με ανεχόταν, αγόρι, κορίτσι. Σπάνια γέλαγα, σπάνια έπαιζα με τα άλλα παιδιά. Αλλά όσο για το ξύλο, πρώτη. Αυτό το ήξερα καλά, τι να σου λέω τώρα.
Μόνη εξαίρεση από όλα τα παιδιά της γειτονιάς, η Ελευθερία. Αυτήν δεν την τρόμαζε η αγριόφατσά μου. Κατέφευγα στο σπίτι της όταν το πράγμα παραγινόταν με τις προκλήσεις της γειτονιάς. Εκείνος εκεί ο Γιωργάκης, κάθε φορά που ήθελε να δει πόσο μεγάλωσε και άντρεψε, με προκαλούσε να πλακωθούμε. Κάθε φορά τις έτρωγε και όταν μεγάλωσε επιτέλους και μπορούσε να με νικήσει,  κατάλαβε πως ήμουν απλώς ένα κορίτσι. Άλλωστε και να ήθελε, είχα φύγει από τη γειτονιά, δεν ήταν εύκολο να με βρει κανείς.
Κανείς.  Πριν από αυτή την περίοδο του «κανείς» είχα περάσει στο γυμνάσιο και κάθε μέρα πέρναγα να πάρω την Ελευθερία από το σπίτι της , για το σχολείο. Στο δρόμο σταματούσαμε στης Ελένης, πάντα αργούσε η Ελένη, έπρεπε να μπούμε μέσα και να την περιμένουμε. Μαζί μας ερχόταν και η ξαδέλφη της από το διπλανό σπίτι, η Μαρία και στο τέλος της κατηφοριάς, μας περίμενε η Κατερίνα. Να’ μαστε πέντε χαρούμενες, χοροπηδηχτές, να φτιάχνουμε και το βήμα μας συχνά για να πηγαίνουμε ίδια, να τις ακούω να μιλάνε και να μαθαίνω πως κάνουν τα κορίτσια, τι αγαπάνε τα κορίτσια, με τι χαίρονται τα κορίτσια. Να πιθηκίζω για να είμαι μέσα στο πνεύμα της παρέας και στην ουσία να μην με αγγίζει τίποτα απ’ όλα αυτά, παρά ταύτα να νιώθω ευγνωμοσύνη που ήμουν εκεί, ανάμεσα στις τέσσερις,  μέλος κι εγώ μιας μικρής συντροφιάς, ενός «εμείς» που δεν είχα μέχρι το γυμνάσιο ανακαλύψει.
Ήταν τώρα οι αστραπές του ουρανού που εγώ έτρεμα, κι έτρεxα στο φλας και τα μπουμπουνητά να κρυφτώ στο κρεβάτι της μάνας μου. Αυτές τις αστραπές που τσαφ, με λαμπάδιαζαν μέσα μου, κανείς δεν έπαιρνε χαμπάρι, ούτε κι εγώ. Γι’ αυτό τη θαύμαζα την Ελένη που τις κοίταζε κατάματα. Κι άπλωνε το δάχτυλό της να τις μας τις δείξει. Κι εγώ της φώναζα, «Μη να χαρείς, μην προκαλείς τον ουρανό!»
Και γέλασε η Ελένη και θύμωσα εγώ που τόσο αψήφιστα έπαιρνε τον κίνδυνο.
«-Θα μας πάρεις στο λαιμό σου, δεν ξέρεις ότι το ανθρώπινο σώμα είναι μαγνήτης του κεραυνού; Βλαμμένο;
-ω! Σταμάτα πια φοβιτσιάρα, πως κάνεις έτσι. Μόνο στ’ αγόρια ξέρεις να κάνεις το μάγκα;»
Και η Ελευθερία, να μπαίνει μπροστά κάθε φορά που ένα αστείο τους, έπεφτε πάνω στον τοίχο του μονόχνωτου αγριόπαιδου, να με υπερασπίζεται να μας θυμίζει πως είμαστε φίλες και πρέπει να ανεχόμαστε η μία την ιδιαιτερότητα της άλλης. Ποτέ δεν πήρε  θέση υπέρ της μιας ή της άλλης, παρά απαιτούσε συμφιλίωση εδώ και τώρα.

Σάββατο 16 Απριλίου 2016

παρέλαση

Σφύρα κυρ δάσκαλε
το ένα στο αριστερό
δυνατά
στην άκρη του δρόμου αθέατοι
χειροκροτούν οι ήρωες
και στην εξέδρα επάνω
κορδώνονται
οι προδότες.


Πάω κι έρχομαι
πιο γρήγορα από τις εποχές του χρόνου
και πιο αργά από τις διαθέσεις μου
η ζωή κυλάει.
Να πιω
το γάργαρο του ήχου σου
τη μυρωδιά της θαλασσάς σου
να δω
να με παίρνει.
Το λάδι,
το μωρουδιακό σου
 ταλκ
το άρωμα
που έφυγες και  μένει
παιδί μου
ευχή μου
ζωή!