herinna

herinna

Τρίτη 16 Μαρτίου 2010

Τα ίχνη ενός τέως πολίτη

Όταν ο Ισίδωρος πήγαινε να συναντήσει τη Θεοδώρα, δεν ήξερε ότι αυτή δεν έμενε πια μόνη της. Δεν ήξερε ακόμα ότι δεν θα τη βρει στο παλιό σπίτι που θυμόταν, αφού εκείνη με τον ολοκαίνουργιο σύζυγό της, είχε μετακομίσει σε διαμέρισμα της απέναντι ολοκαίνουργιας πολυκατοικίας που μάλιστα είχε αγοράσει μαζί με το γκαράζ.
Εκείνο το παλιό Ντεσεβό που το είχαν κάνει μαζί γλάστρα, έλειπε από το δρόμο και ένας παλιός γείτονας του είπε πως το έχουν βάλει στην αυλή της δημαρχίας και το καμαρώνει ο δήμαρχος και οι υπάλληλοι του δήμου. Όταν όμως αυτός έμενε στη γειτονιά και ήταν το αμάξι στολισμένο με όλα τα πολύχρωμα λουλούδια απέξω, τρεις και μία ερχόντουσαν από κει να τον απειλήσουν πως αν δεν το σηκώσει να το πάει στα παλιοσίδερα, θα ξυπνήσει ένα πρωί και το αμάξι θα λείπει. Θα το πάρει ο γερανός του δήμου.
Τώρα πληροφορείται ότι και το αμάξι-γλάστρα καταχράστηκε ο δήμος και η γυναίκα που έζησε μαζί της για επτά ολόκληρα χρόνια, είχε ξαναφτιάξει τη ζωή της στο διάστημα των δύο χρόνων που εκείνος ήταν στη φυλακή. Για φαντάσου! Μετά από τόσα που έκανε για εκείνη.
"-Δεν πειράζει, ας είναι καλά όπου βρίσκεται". Μουρμούρισε πίσω από τα δόντια του και, "-Πιάσε έναν καφέ ρε Στάθη!" φώναξε στον καφετζή. Ο Στάθης του έφερε τον βαρύ γλυκό του συνοδευμένο από ένα μπισκοτάκι, όπως του άρεσε πάντα να τον σερβίρουν.
"-Που το βρήκες βρε άτιμε το μπισκότο; Απ' όσο ξέρω, μόνο για μένα τα αγόραζες, οι άλλοι τον πίνουν τον ελληνικό ασυνόδευτο.
-Δύο χρόνια μπαγιάτικο, δεν είναι πάντως. Σε είδα που ερχόσουν κι έστειλα τον πιτσιρικά στο ψιλικατζίδικο απέναντι"

Δεν ήταν μόνο ο Στάθης που τον συμπαθούσε. Με το που πάτησε το πόδι του στη γειτονιά, άνθρωποι που ούτε καλημέρα καλά καλά δεν του είχαν πει πριν, τώρα σταμάτησαν για να τον ρωτήσουν τι κάνει, αν δουλεύει, αν έχει ανάγκη από τίποτα.
Δεν απόρησε. Στο μυαλό του είχε φτιάξει ήδη το σενάριο, η Θεοδώρα δεν είχε καταφέρει να τους ξεγελάσει για πολύ, αφότου αυτός συνελήφθη.
Δεν είχε βρει δουλειά ακόμα, άλλωστε δεν ήταν πολύς ο καιρός που αφέθηκε ελεύθερος, μόλις μία εβδομάδα. Ακόμα δεν είχε συνηθίσει να περπατά χωρίς να κοιτάζει πίσω του, μήπως στο μεταξύ άλλαξαν γνώμη κάποιοι από την κυβέρνηση και τον άρπαζαν στα ξαφνικά για να τον ξαναβάλουν μέσα. Όταν ερχόταν η ώρα της σίτισης, το στομάχι του άρχιζε να γουργουρίζει και γενικώς όλο το πρόγραμμα της φυλακής το τηρούσε ακόμα ανελλιπώς στο διάστημα αυτής της μίας εβδομάδας. Λεφτά δεν είχε πολλά. Οι φύλακες του έδωσαν πίσω το πορτοφόλι του, το κινητό του και το μισθό του τελευταίου μήνα, ένεκα του ότι δούλεψε στις αγροτικές φυλακές, κάπου εκατό ευρώ. Είχε και καμιά τριακοσαριά ευρώ από παλιά στο πορτοφόλι του που του επεστράφηκαν. Δε θα μπορούσε με τόσα χρήματα στην τσέπη να τα καταφέρει για πολύ. Αλλά δεν ήταν έτοιμος ακόμα για δουλειά. Έδωσε άλλες τρεις μέρες καιρό στον εαυτό του μέχρι να καταφέρει να προσαρμοστεί στη ζωή του ως ελεύθερος. Μετά θα πήγαινε στις διεθύνσεις που του έδωσε η κοινωνική λειτουργός της φυλακης. Θα του έλεγαν ό,τι και στους άλλους αλλά δεν έχει σημασία έπρεπε να το κάνει. "Ναι ρε φίλε, αλλά αυτό τον καιρό δεν θέλουμε άλλους, σε πρώτη ευκαιρία θα σε καλέσουμε". Δεν θα τον ρωτούσε κανείς αν έχει κάπου να κοιμηθεί και κάοπυ να φάει, αλλά θα του ζητούσαν ένα τηλέφωνο σταθερό. θα τους έλεγε ότι προς το παρόν έχει μόνο το κινητό του, θα άφηνε αυτό. Μετά θα πέρναγε από τα φανάρια στην Πειραιώς να δει το Μίλτο. Από τότε που βγήκε ο Μίλτος πλένει τζάμια αμαξιών στα φανάρια. Έπλενε δηλαδή. Τον τελευταίο χρόνο έχουν πιάσει όλα τα πόστα οι Πακιστανοί. Αυτοί πάνε τρεις τρεις, δεν τον έπαιρνε για καυγάδες. Και ο Μίλτος πηγαίνει τις ώρες που δεν είναι αυτοί εκεί. Τα λεφτά που βγάζει δεν τα βγάζει επειδή πλένει τα αμάξια αλλά επειδή κάποιοι θυμούνται αυτόν και την υποθεσή του στο δικαστήριο. Είναι αυτός που σκότωσε τον εραστή της μάνας του επειδή τον έπιασε να βάζει χέρι στην αδελφή του. Θα'τα δεν θά' ταν δέκα χρονών η μικρή. Ο κόσμος συμπαθεί το Μίλτο και προσπαθεί να του το δείξει. Κυρίως όταν ξέρει ότι σε μία μοναδική συνάντηση μαζί του, μπορεί να παραστήσει τον καλό.
Ενώ αυτός, ο Ισίδωρος, δεν έχει τέτοιες συμπάθειες. Σκότωσε το αφεντικό της ερωμένης του. Μόνο που δεν ήξερε ότι αυτή, ήταν ταυτοχρόνως και δική του γκόμενα. Δεν ήξερε ακόμα ότι τον είχε καταφέρει να τη κάνει μοναδική κληρονόμο του στη διαθήκη του. Αυτός παιδιά, γυναίκα δεν είχε. Είχε χηρέψει από χρόνια και είχε παραμείνει άτεκνος. Τα ανίψια του είχε να τα δει πάνω από είκοσι χρόνια. Και η Θεοδώρα ήταν το μοναδικό πρόσωπο που της άνοιγε την καρδιά του. Άκακος άνθρωπος. Διατηρούσε ένα μαγαζί με κατεψυγμένα προϊόντα κάπου στο κολωνάκι. Και η Θεοδώρα ήταν η μοναδική του υπάλληλος. Κάτι παραπάνω από μεστωμένος. Μέσα στην πείνα για γυναίκα. Λίγο ν' ακουμπήσει καμία και του ερχόταν να χύσει. Η θεοδώρα χαζή δεν ήταν. Πήγαινε και του τριβόταν, έβαζε το χέρι του στο στήθος της για να δει πόσο γρήγορα χτυπούσε η καρδιά της. Τρόμαζε πολύ εύκολα αυτό το κορίτσι. Τον τρέλανε το γέρο. Βγήκε και κανα δυο φορές μαζί του για φαγητό, είπε στον Ισίδωρο. Καλά. Άλλος κόπανος. Βγαίνει ρε καμιά σωστή γυναίκα για φαγητό με το καραπεινασμένο αφεντικό της; και να μείνουν τα πράγματα στο φαγητό; Όλα τα πίστευε αυτός. Μέχρι που μια μέρα μέσα στην ταραχή και καλά, του είπε αυτή ότι ο μπάρμπας, τη στρίμωξε στην αποθήκη και τη βίασε. Με τι δυνάμεις ρε να τη βιάσει κι όλας; Αλλά αυτός χάνος, μωροπίστευτος. Θολώνει, "Το κορίτσι μου ρε πούστη βίασες;" Και πάει μια και δυο και του καρφώνει ένα μαχαίρι στο στήθος. "-Φώναξε τώρα τη Θεοδώρα να δούμε πως χτυπάει η δικιά σου η καρδιά". Του είπε, πέταξε το μαχαίρι στο πάτωμα και μετά πήγε και παραδόθηκε. Κι αυτή από τη μια στιγμή στην άλλη βρέθηκε με περιουσία. Που η αστυνομία και ο ανακριτής την πίεσαν για να πει πως έγινε αυτό. Μπας είχε συνεννοηθεί με τον Ισίδωρο να φάνε το γέρο για τα λεφτά; Κι αυτή είπε πως δεν είχε ιδέα η ίδια για την ύπαρξη της διαθήκης. Δεν μπορούσαν να αποδείξουν πως ο Ισίδωρος έπαιζε το ρόλο του εκτελεστή για οικονομικό όφελος. Άρχισαν να παρακολουθούν και τους δυο. Τον ένα μέσα την άλλη απέξω. Δεν είχαν καμιά επαφή μεταξύ τους. Ούτε μια φορά δεν ήρθε να τον δει αυτή στη φυλακή. Και μετά από ένα χρόνο, παντρεύτηκε κάποιον κι από τότε σταμάτησαν να την παρακολουθούν. Αλλά όχι τον Ισίδωρο. Αυτόν τον είχαν συνέχεια από κοντά ακόμα και τώρα που αποφυλακίστηκε. Ήταν σίγουρη ότι θα πήγαινε να τη βρει για να διεκδικήσει το μεριδιό του από τα λεφτά του γέρου. Αυτός όμως την έψαξε γιατί δεν ήξερε ότι έχει παντρευτεί. Κι όταν το έμαθε, σταμάτησε να την ψάχνει. Δηλαδή από σήμερα σταματά να την ψάχνει. Θα φτιάξει αρκετά κοσμήματα και θα πάει να τα πουλάει στο Θησείο. Πάνω από τον ηλεκτρικό. Εκεί πάνε διάφοροι, και πρεζόνια και τέως φυλακισμένοι και άστεγοι, αλλά και κόσμος που κάνει βόλτα τα Σαββατοκύριακα, ή τις καθημερινές πίνουν καφέ και τρώνε λίγο πιο μέσα, στα μαγαζιά. Είναι καλό μέρος το Θησείο για να κάνεις εμπόριο. Παρά το γεγονός ότι του είπαν πως η αστυνομία της Ακρόπολης και η δημοτική αστυνομία δεν αφήνουν άνθρωπο να βγάλει ένα μεροκάματο. Αυτοί όμως καταφέρνουν και βγάζουν. Ε το ίδιο θα κάνει και αυτός. Είναι ο καλύτερος τεχνίτης. Πάντα ήταν. Στα φανάρια πάντως ζήτουλας, δεν πρόκειται να καταλήξει. Ούτε άστεγος θα είναι. Τον πρώτο καιρό θα μένει στο διαμέρισμα που του άφησε η μάνα του. Μετά επειδή οι άλλοι ένοικοι από κάτω και από πάνω τον γνωρίζουν, γνωρίζουν την περίπτωσή του δηλαδή και τον κοιτάζουν με φόβο, θα νοικιάσει αυτό το διαμέρισμα και θα πάει να μείνει αλλού. Φτάνει ο ενοικιαστής να τον πληρώνει. Γι' αυτό σκέπτεται να βάλει κανένα γιάπη μέσα. Αυτοί μπορεί να είναι μαλάκες αλλά πληρώνουν.
Και τώρα δεν είναι πια σήμερα, είναι μια εβδομάδα μετά. Έχει το κασελάκι του εκεί ανάμεσα στα κασελάκια των άλλων και κάθεται απέναντι, στο παγκάκι, περιμένοντας την πελατεία του.
Την είδε να περνάει αγκαλιά με τον νυν και δεν πρόλαβε να σκεφτεί το πως νιώθει. Γύρισε, τον κοίταξε αφηρημένη και μετά τινάχτηκε. Ύστερα με ένα βλέμμα μάλλον παρακλητικό τον προσπέρασε, πάντα αγκαλιά με τον νυν, κι αυτός δεν σκέφτηκε να της μιλήσει. Ήθελε όμως τόσο πολύ να τη ρωτήσει ένα σωρό πράγματα. Να λύσει τόσες απορίες του για τη στάση της. Άρχισε να τραγουδάει εκείνο που παλιά ήταν το αγαπημένο της τραγούδι. Να το θυμόταν αυτό άραγε; Να την έβαζε σε διαδικασία να σκεφτεί πως έστω και τώρα, με αυτές τις συνθήκες, εξακολουθούσε να του χρωστά μιαν εξήγηση για όλα; Γιατί έπρεπε αυτός να φορτωθεί μια κατηγόρια για την οποία ιδέα δεν είχε; Γιατί να θεωρείται ακόμα ύποπτος όταν αυτή έκανε ελεύθερη τη ζωή της με όποιον γούσταρε και με τα λεφτά του γέρου; τι τα έκανε αυτά τα χρήματα; Με ποιο τρόπο τα κατοχύρωσε; Με ποιο τρόπο γλύτωσε η ίδια τις κατηγορίες και τη φυλακή; Είχε τόσες ερωτήσεις να της κάνει. Τόσα πράγματα να καταλάβει.
"Σαν βγω απ' αυτή τη φυλακή, κανείς δεν θα με περιμένει. Οι δρόμοι θά' ναι αδειανοί και η πολιτεία μου πιο ξένη..."
Η θεοδώρα σταμάτησε τα βήματά της. Ξέφυγε από την αγκαλιά του νυν και ήρθε κατά μέτωπο επάνω του.
"-Δηλαδή τι θέλεις τώρα; όχι πες μου τι νομίζεις ότι θα βγάλεις με αυτά"
Ο Ισίδωρος την κοίταζε αμίλητος. Εντυπωσιασμένος από το προσεγμένο παρουσιαστικό της. Ποτέ δεν τη θυμόταν να δίνει τόση σημασία στη λεπτομέρεια.
"-Άλλαξες, ομόρφυνες" Της είπε.
Αυτή συνέχισε να τον κοιτάζει επιθετικά χτυπώντας το ένα της πόδι νευρικά στο έδαφος και έχοντας τα χέρια στη μέση της. Ο νυν τους πλησίασε. "-Τι έγινε μωρό μου, σ' ενόχλησε ο αλήτης αυτός;" Η θεοδώρα σα να συνειδητοποίησε τότε το σκηνικό. Τον έπιασε από το μπράτσο και τον έσπρωξε για να απομακρυνθούν. "-Όχι. Μη βρίζεις. Δεν με ενόχλησε, είναι ακριβά τα πραγματά του, δατς ολ. Πάμε να φύγουμε". Κι απομακρύνθηκαν πάλι προς την πλατεία. Ο Ισίδωρος χαμογέλασε και γέλασε και ξεκαρδίστηκε. "-Είναι ακριβά τα πραγματά του δατς ολ". Έλεγε και ξανάλεγε.
Στο επόμενο τέταρτο τον μπουζούριασαν κάτι ασφαλίτες και τον πήγαν στο τμήμα της περιοχής. Για εξακρίβωση στοιχείων, και καλά. Αυτό έχει σταματήσει να γίνεται στον υπόλοιπο κόσμο με την κατάρρευση της Χούντας. Όχι γι' αυτόν, όχι για τον καθένα σαν αυτόν και τους αλλοδαπούς. Ταυτότητα δεν κρατούσε επάνω του. Μόνο τις μέρες που έδινε παρουσία στο τμήμα της περιοχής του, δηλαδή της περιοχής που ήταν το διαμέρισμά του, την είχε μαζί του την ταυτότητα. Όλες τις άλλες μέρες την άφηνε στο σπίτι του.
Στο τμήμα, τον ρώτησαν γιατί πουλούσε την πραμάτεια του χωρίς άδεια. Είπε ότι είναι χειροποίητα, πράγματα που έφτιαχνε ο ίδιος, άρα δεν ήθελε καμιά άδεια για να τα πουλάει. Τον ρώτησαν που είναι τότε το βιβλιάριο του ΤΕΒΕ, έπρεπε να είναι σε αυτό σαν ελεύθερος επαγγελματίας. Κλέβει τη μητέρα πατρίδα με το να μη πληρώνει φόρο γι' αυτό που κάνει. Ύστερα τον ρώτησαν γιατί ενοχλεί την πρώην του, ενώ αυτή είναι μαζί με κάποιον άλλο τώρα. "-Δεν την ενόχλησα εγώ, αυτή σταμάτησε μπροστά μου" Είπε. "-Άστα αυτά Γεωργακόπουλε, κανονισμένο το είχατε, λέγε ρε τι σου έδωσε; τον αριθμό καμιάς τραπεζιτικής θυρίδας; το κλειδί καμιάς ταχυδρομικής; κανένα μπιλιετάκι με χάρτη για να βρεις το σημείο του μεριδίου σου; λέγε γιατί δεν πρόκειται να τη βγάλεις καθαρή αν δεν πεις". Μάταια προσπαθούσε να τους πείσει ότι τίποτα δεν του έδωσε η Θεοδώρα. Την είδαν λέει που έκανε την κίνηση όταν του παρέδιδε κάτι. Τι ήταν αυτό; "-Το σκουλαρίκι που είχε βγάλει από τον πίνακα για να το δοκιμάσει. Μου το έδωσε να το βάλω εγώ πίσω.
-Θες να μας πεις ρε φίλε ότι μετά από τέτοια σχέση οι δυο σας, αυτή σταμάτησε απλώς για να δοκιμάσει ένα σκουλαρίκι και μετά γύρισε την πλάτη της κι έφυγε, χωρίς να πείτε άλλη κουβέντα; Ποιανού τα πουλάς αυτά ρε;
-Γιατί δεν ρωτάτε την ίδια; Γιατί στριμώχνετε συνέχεια εμένα; Πηγαίνετε βρείτε την και ρωτήστε αυτήν να σας πει τι μου έδωσε. Ρωτήστε αυτήν τι τα έκανε τα λεφτά του γέρου. Εμένα αφήστε με ήσυχο, δεν έχω ιδέα για τι πράγμα μιλάτε.
-Αν μπορούσαμε θα το είχαμε κάνει. Αλλά η δικιά σου είναι έξυπνη φίλε! Δεν την έφερε μόνο σε σένα. Την έφερε και σε μας. Γιατί πήγε και παντρεύτηκε τον ίδιο τον ανακριτή της. Μάλιστα όπως το ακους. Του κλάφτηκε, το έπαιξε μόνο κι απροστάτευτο κορίτσι που εκμεταλλεύτηκε ένας κλέφτης, ένας δολοφόνος στο τέλος, εσύ. Και τον κατάφερε να την πιστέψει κι όχι μόνο. Την ερωτεύτηκε και την παντρεύτηκε στο άψε σβήσε. Έχεις την εντύπωση πως δεν ήξερε αυτός ποιος είσαι; χαρτί και καλαμάρι τα ξέρει όλα για σένα. Κι όχι από τη Θεοδώρα, αλλά από εμάς και τους φακέλους σου που πήγε και σκάλισε. Αλλά με αυτόν εδώ να μπαίνει μπροστά στο έργο της αστυνομίας, δύσκολα θα φτάσουμε στη Θεοδώρα. Μόνο εσένα έχουμε λοιπόν. Αν μιλήσεις, αν μας πεις έστω ένα ελάχιστο γι' αυτήν την έχουμε στο χέρι και αχρηστεύεται η κάλυψή της. Η ας την πούμε έτσι ασυλία της, εξαιτίας του ανακριτή. Δεν θέλεις να δικαιωθείς κι εσύ μια φορά σε όλη αυτή την υπόθεση; Τόσα χρόνια έφαγες στη στενή για χάρη της. Μίλα και δεν θα βγεις χαμένος. Είναι η ώρα σου να πάρεις το αίμα σου πίσω.

-Δεν ξέρω ποιος είναι ο άντρας της. Δεν με νοιάζει. Δεν ξέρω γιατί πράγμα μου μιλάτε, δεν με νοιάζει. Εγώ θέλω να πουλάω μόνο τα χειροποίητα έργα μου χωρίς να ενοχλώ κανέναν και χωρίς να με ενοχλεί κανένας. Είναι ο μόνος τρόπος για να ζήσω με κάποια αξιοπρέπεια. Αν με σταματήσετε κι από αυτό, δεν θα υπάρχει τίποτε άλλο για μένα.

-Ρε μίλα εσύ και θα έχεις όσο χώρο και όση ησυχία θέλεις πέρα εκεί που πας και τα στήνεις. Φτάνει να μας δώσεις ένα στοιχείο. Κάτι που να μπορούμε να τη βάλουμε στο χέρι.
-Δεν έχω να σας δώσω τίποτα. Αφήστε με απλώς να δουλέψω. Δεν υπάρχει κάτι που ξέρω ή που έχω για να σας δώσω.
-Καλά πήγαινε"
Του είπε ο μπάτσος νούμερο ένα. Κι αυτός έφυγε και πήγε να ξαναστήσει το κασελάκι του, αλλά τον σταμάτησαν αμέσως. Και πήγε αλλού και έγιναν κι εκεί τα ίδια. Και στο τέλος παραιτήθηκε και δεν έβγαινε πια με τα χειροποίητα κοσμήματα ούτε με κάτι άλλο. Σηκώθηκε και πήγε στη Μύκονο και δούλεψε στο λιμάνι χαμάλης, κι έβγαζε κανένα χαρτζιλίκι από τους ταξιδιώτες που τους κουβαλούσε τα πράγματα στο πλοίο. Τον υπόλοιπο καιρό έκανε μερεμέτια δίπλα σε μαστόρους. Οι Πακιστανοί, οι Ιρακινοί, Οι Κούρδοι μαζεύονταν σε ένα σημείο της χώρας και περίμεναν να πάνε οι εργολάβοι και οι μάστορες να τους διαλέξουν. Αυτός έμπαινε στα καφενεία, έπιανε συζήτηση με τον κόσμο, κέρναγε και κανένα καφέ και τα κατάφερε στο τέλος να επιβιώσει και ζει από τη δουλειά του, χωρίς ταυτότητα, χωρίς ένσημα, χωρίς δικαιώματα, γνωστός στους ανθρώπους εκεί αλλά ανύπαρκτος για την πολιτεία. Περιμένει έκτοτε τη μέρα που για κακή του τύχη, η Θεοδώρα θα διαλέξει να πάει στη Μύκονο για διακοπές. Τότε θα πρέπει να αλλάξει πάλι τόπο κατοικίας και να ξεκινήσει από την αρχή. Και πάντα έτσι θα γίνεται.
Στο παλιό Ντεσεβο-γλάστρα, φέτος, έχουν φυτέψει ήρεμες μαργαρίτες. Είναι ανθεκτικά λουλούδια αυτά. Φτιάχνουν ένα κορμό χοντρό που μοιάζει με κορμό μικρού δέντρου και μεγαλώνουν και απλώνονται και σκεπάζουν κάθε τι που βρίσκεται γύρω τους κι από κάτω τους. Κάθε ίχνος, κάθε προηγούμενης ζωής σκεπάζουν τα λουλούδια αυτά.

5 σχόλια:

  1. Σερσέ λα φαμ Ισίδωρε.

    Το μόνο θύμα της ιστορίας πάντως είναι ο γέρος. Ο Ισίδωρος είναι απλώς μαλάκας...

    Γεια σου ρε Έλεν!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Δαιμονάκι μου Νικολή μου πού είσαι; Έχω νέα να σου πω και πρέπει κατεπειγόντως να μιλήσουμε. Φιλιά.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. nyktipolos@hotmail.com

    γράψε μου

    Δαιμων

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Πολύ καλή ιστορία. Φίλε ΔemΩΝ ο Ισίδωρος δεν είναι μαλάκας. Είναι άδολος και αγαπάει.
    Πρεσβύωψ

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Πρεσβύωπά μου χαίρομαι που είσαι ακόμα τριγύρω. Άδολος ναι. Από την άλλη, μπας δεν είναι οι άδολοι σήμερα μαλάκες; Έχει δίκιο ο Νίκ

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Εδώ σχολιάζουμε;